Το ατέρμονο θανατόριο της Ιστορίας

0
642

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Marc-Riboud-1024x683.jpg

Τα πνευμόνια γεμίζανε μίσος. Κάθε ανάσα, σφυροκόπημα στο κεφάλι κάποιου κακομοίρη. Κάθε ξεφύσημα, μαχαιριά στα στομάχια των αλλόθρησκων. Ήτανε βαριές οι ανάσες. Δε βρίσκανε τόπο να πιαστούν. Πέφτανε σα τους καταραμένους στην άβυσσο του θανάτου. Για αιώνες ολόκληρους. Για χιλιετίες. Τα ματωμένα χέρια  προετοιμάζονταν για το τέλος της Ιστορίας. Και πλενόντουσαν παρ’ ολ’ αυτά. Κάθε μέρα. Απαλλαγή αμαρτιών… Κι απ’την αρχή ξανά. Το κόκκινο, σύμβολο της νίκης. Πόσο αίμα πρέπει να χυθεί για να χτιστούν Αυτοκρατορίες, να πέσουνε και να ξαναχτιστούν απ’ την αρχή;

Ήτανε αποφασισμένοι για το Τέλος. Κανείς δε μπορούσε να τους σταματήσει. Κανείς. Η εκλογίκευση, μια τρέλα. Η μόνη λογική, το μίσος. Η απέχθεια προς οτιδήποτε το διαφορετικό. Ποινή των λατρεμένων, η κατάρα των κατατρεγμένων.

Και πώς σταματιούνται άραγε οι δολοφόνοι; Πώς συζητούν οι εγκληματίες; Υπάρχει λύση δίχως αίμα;

Τα δηλητηριασμένα μυαλά δε σκέφτονταν παρά βασανισμούς σκλάβων και ξελαρυγγιάσματα  πορνών. Σταυρώσεις αμαρτωλών και λιωμένα κεφάλια μωρών στους τοίχους της εκδίκησης. Ψυχές βιασμένων γυναικών να καίγονται στο κάτω κόσμο. Αυτοί είναι. Οι φύλακες των πυλών της κολάσεως.

Ποιος νους υγιής θα φανταζόταν κρανία εκατομμυρίων θυμάτων στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο ως ένδειξη θριάμβου; Ποιος θα έκαιγε ζωντανούς τους “άθεους” μέσα στους ιερούς τόπους λατρείας; Άρρωστοι μόνο θα έφερναν εις πέρας τις παρανοϊκές αποστολές. Οι χρήσιμοι άρρωστοι για τους οποίους ποτέ καμία θεραπεία δεν θα βρεθεί. Η τρέλα ως μοναδικός δρόμος λύτρωσης των ψυχών. Στο θολό σημείο όπου συνειδητό και ασυνείδητο θα συναντηθούν και θα φέρουν στην επιφάνεια τη φρίκη των κατεστραμμένων ζωών. Η παράνοια, κυρίαρχος μοχλός της Ιστορίας, κατευθύνει τα σώματα στο ατέρμονο θανατόριο. Και της γης οι βασανισμένοι θα κυνηγούνε την εκδίκηση μέχρι τον αφανισμό των πάντων.

«Εν δυο, εν δυο» τα πόδια που χτυπούνε ρυθμικά να τα φοβάσαι. Τις μπότες αυτές που θα τσακίσουν τους λαιμούς , και τις στολές. «Παίρνω διαταγή κι εκτελώ». Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς δισταγμούς. Η ποινικοποίηση της κριτικής. Τι πιο επικίνδυνο από αυτό; Η φυλάκιση στο όνομα της «προστασίας». Αλίμονο σ’αυτή τη προστασία που γίνεται η τυραννία των μη προνομιούχων.

Να τα φοβάσαι όχι μόνο όταν πλησιάζουν, ειδικότερα όμως όταν απομακρύνονται. Όταν σώζεσαι εσύ και κάποιος άλλος πεθαίνει. Δε ξέρεις ποιος, πού και πότε. Δε σ ενδιαφέρει κιόλας, ειλικρινά. Εφόσον έχει διαφορετικό χρώμα δέρματος, διαφορετική θρησκεία και πολιτισμό ας σφαχτεί στο όνομα της δημοκρατίας και του Θεού.

Να τα φοβάσαι και να ντρέπεσαι. Που δεν ήξερες πως υπάρχουν και ποιοι είναι. Που όταν φεύγανε δε γνώριζες πού παν και τι κάνουν. Που όταν γνώριζες επέλεξες να σιωπήσεις από το να πεις τη γνώμη σου. Που όταν αναγκάστηκες να μιλήσεις είπες «τι να κάνουμε τώρα, έτσι είναι η εξωτερική πολιτική». Έτσι είναι η πολιτική.

Συνέχισες να ζεις κανονικά σα να μη συμβαίνει τίποτα. Πάντα έτσι έκανες. Σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε. Μόνη διαφορά πως τώρα έχεις τα μέσα να πληροφορηθείς, να ψάξεις και να βρεις την αλήθεια. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Κι όμως έχεις σημαντικότερα πράγματα να κάνεις.

Δεν είναι κι έγκλημα δα η σιωπή. Όταν στο σχολείο κορόιδευαν τη χοντρή κοπέλα χασκογελούσες. Όταν μετά στο γυμνάσιο χούφτωναν τα κορίτσια για πλάκα ή όταν έβαζαν όλοι μαζί έναν συμμαθητή στο κάδο μέσα, κοίταζες εσύ με απορία. Στο λύκειο όταν βρίζανε τον ομοφυλόφιλο από το Γ2 ενοχλήθηκες, αλλά…

Όταν έπεφταν οι μπουνιές στο προαύλιο ήτανε αργά πλέον. Σπασμένα σαγόνια, αίματα να στάζουν από τις μύτες, μαχαίρια κρυμμένα στις κάλτσες για παν ενδεχόμενο. Ποτέ δε ξέρεις. Και μετά το σχόλασμα εννοείται πως συνεχιζόταν το μακελειό. Κυνήγι με τα μηχανάκια στις πλατείες και κάνας τραμπουκισμός της κακιάς ώρας άμα κάτσει. Γιατί όχι;

«Και τι να έκανα εγώ; Να έμπαινα στο ξύλο ενδιάμεσα να έτρωγα καμιά ξώφαλτση; Επικίνδυνα πράγματα αυτά. Μακριά από μας».

Όσο γίνονται μακριά από εμάς δε μας απασχολεί. Τι κι αν αφανίστηκαν δυο ολόκληρες πόλεις στη μακρινή ανατολή; Ευτυχώς είναι όσο πιο μακριά από εμάς γίνεται. Πιο μακριά δε πάει. Κι επίσης, ήταν οι σύμμαχοι που κέρδισαν, εμείς κερδίσαμε. Οι νικητές δε δικάζονται. Οι νικητές δεν εγκληματούν. Οι νικητές είμαστε πάντοτε με τη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Οι δικές μας οι σφαγές είναι οι καλές. Οι σωστές, οι ντόμπρες.

«Δεν είμαι ναζί μωρέ, αλλά δε τους πάω τους βρωμοεβραιους, έχουν κατακτήσει τον κόσμο».

«Είμαι ένας υποψήφιος ναζί», θα ήταν μια ακριβέστερη απάντηση. Λες και ήξερε η γερμανική γενιά του 30 ότι θα γινόντουσαν ναζί. Είχαν φανταστεί θαρρείς πως θα αφάνιζαν έναν ολόκληρο λαό από προσώπου γης. Γνώριζαν πως μερικά χρόνια αργότερα παιδιά θα γινόντουσαν τα αντικείμενα τον φρικιαστικότερων ιατρικών πειραμάτων που έχουν γίνει ποτέ στην Ιστορία.

«Δεν είμαι ρατσιστής, δεν είμαι ομοφοβικός, δεν είμαι φασίστας, δεν είμαι σεξιστής αλλά…». Πάντοτε υπάρχει αυτό το αλλά.

«Ναι, εξαφανίσαμε τους Ινδιάνους, αλλά τότε ήτανε άλλες εποχές».

«Ναι, ήτανε γενοκτονία, αλλά οι Αρμένιοι συμμάχησαν με τους Ρώσους, ήταν εχθροί της Οθωμανικής ακεραιότητας».

«Ωραία, εμείς είμαστε δολοφόνοι, αλλά ποιος ισοπέδωσε τη Δρέσδη;»

«Ναι, αφανίσαμε δυο πόλεις, αλλά οι Ιάπωνες δε θα παρέδιδαν τα όπλα -κι εκτός αυτού έπρεπε να δείξουμε στους Σοβιετικούς ποιος κάνει κουμάντο».

«Ναι, στείλαμε εκατομμύρια ανθρώπους στα γκούλαγκ, αλλά ήταν αντικομουνιστές».

«Ο Πούτιν είναι δικτάτορας όλοι το ξέρουμε αυτό, άλλα τα ’θελε κι ο κώλος των Ουκρανών που ετοιμάζονταν για το ΝΑΤΟ.»

Πάντοτε αυτό το ΑΛΛΑ, σαν από μηχανής θεός έρχεται, να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Να δώσει πάτημα στους εγκληματίες να στηρίξουν τις θηριωδίες τους. Να συνεχίσει μια συζήτηση, που δε βγάζει πουθενά. Να υποστηρίξει πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που δολοφονήθηκαν μαζικά, δεν άξιζαν οι ζωές τους. Έπρεπε να πεθάνουν, να αφανιστούν, να χαθούν μέσα στις ατέρμονες σκονισμένες σελίδες της Ιστορίας.

«Εγώ; Τι ευθύνη έχω εγώ μωρέ που σκοτώθηκε, ένας κωλοπακιστανός κι ένα αναρχοκομμούνι; Με μια ψήφο πέφτει η ευθύνη πάνω μου;».

Η κραυγή μου θα φτάσει στα πέρατα τ’ουρανού, μα κανείς δε θα μ’ακούσει. Θα ενωθεί η κραυγή αυτή με τις κραυγές όλων των αμάχων που δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ. Θα ενωθεί και θα μείνει εκεί απ’όπου ξεκίνησε. Στον κόσμο της σιωπής. Τι θα λέγανε άραγε όλοι οι εξόριστοι απ’τους τόμους της Ιστορίας; Όλοι οι αδικημένοι που ποτέ δε κατάφεραν να απαντήσουν ή να πουν κάτι τελευταίο πριν χαθούν. Γιατί τα βιβλία δε γράφουν και τις δικές τους ιστορίες και τα δικά τους κατορθώματα;

Θα φωνάξω πάλι όμως, δε γίνεται να είμαι ο μόνος. Δε γίνεται να είναι η μοναξιά μου το καταφύγιο όλων των βασανισμένων. Δε μπορώ να το σηκώσω όλο αυτό χωρίς βοήθεια. Χωρίς να μοιραστώ τα συναισθήματα, το πόνο, την οργή μου με κάποιον. Η φωνή μου δεν είναι παρά ένας ψίθυρος πάνω από τα βογγητά των μισοπεθαμένων παιδιών που αγκομαχούν να κρατηθούν στη ζωή. Πώς θα ακουστώ, όντας ένας ανάμεσα στις χιλιάδες; Πώς θα φτάσει η φωνή μου επιτέλους σε αυτούς που οφείλουν αλλά δε θέλουν να με ακούσουν;

Κι όταν ο θάνατος απλωθεί πάνω από μένα, από σένα, από εμάς κι από εσάς τότε να περιμένεις τη καταραμένη εκείνη μέρα, που θα έρθει μια νέα γενιά πτωμάτων να αντικαταστήσει τη προηγούμενη. Ώρες-ώρες τα βράδια πριν κοιμηθώ σκέφτομαι, βασανίζομαι κι εύχομαι όλα αυτά να ήταν κάποιο μυθιστόρημα φαντασίας ή μαγικού ρεαλισμού. Να’ταν ένα κεφάλαιο του Τόλκιν όπου το ανθρώπινο είδος θα μαχόταν για την επιβίωση ενάντια στα Ορκ και τον Σάουρον. Μα δυστυχώς, όλα αυτά είναι το ατέλειωτο Σφαγείο που ονομάζεται Ιστορία. Όπου άνθρωποι σφάζουν ανθρώπους. Όπου εμείς πολεμάμε εμάς. Όπου εγώ, μαχαιρώνω εμένα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε ο Κεβόρκ Λαζάριαν, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Η φωτογραφία είναι του Marc Riboud