Γιωταλία (17. Ιρλανδία – Το τρίτο όνομα)

0
558

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι DSC_4623.jpg

59

Το πλοίο της Ρουθ λεγόταν Ζόρα, που σημαίνει αυγή στα τσιγγάνικα. Η Ζόρα ταξίδευε για δυόμιση μέρες προς το βορρά, με την Τενερίφη να συμβουλεύει κάθε τόσο τον τιμονιέρη πώς να διορθώσει την πορεία του, προς το μαγικό της στίγμα.

Ο Καρόγλου είχε γίνει ήδη πολύ καλύτερα κι έπινε ρούμι με τον Θάνο.

«Ευτυχώς που μου έδωσες αυτό το όπλο», του είπε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
«Ένα περίστροφο είναι χρήσιμο στους καιρούς πολέμου. Και το άλογο;»
«Η Σιρίν; Αυτή με έπεισε να γυρίσω.»
«Να πω την αλήθεια πολύ χάρηκα που γύρισες», είπε η Τενερίφη που έκατσε στο τραπέζι και ζήτησε να της γεμίσουν ρούμι.
«Αλλά καταλαβαίνεις τι θα γίνει τώρα», του είπε ο Καρόγλου.
«Ο Καρπόφ;»
«Ναι. Κινδυνεύει η οικογένεια σου.»
«Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.»
«Φυσικά και μπορούσες. Μα… Έρως ανίκατε μάχαν», απήγγειλε η μάγισσα.
Κι έκανε λίγο ξόρκι θεραπείας στο χέρι του Καρόγλου, που είχε το χειρότερο σπάσιμο.

~~

Η Γιωταλία είχε σταματήσει να κλαίει, τη δεύτερη μέρα. Η θύμηση της Νέδας, έτσι όπως την είδε χαρούμενη, τη βοήθησε να το ξεπεράσει.

«Ο ποταμός της Νέδας πάντα θα κυλάει», της είχε πει η Λάιλα  Λου.

Ναι, η Τενερίφη είχε δίκιο. Αυτό το σκυλί είχε πεθάνει πολύ περισσότερες φορές απ’ όσες του αντιστοιχούσαν. Καιρός ήταν να αναπαυτεί.

Στεκόταν στην πλώρη και κοιτούσε μπροστά. Σε λίγο θα έφταναν στα νησιά Άραν, έτσι τους είχε πει η Ρουθ. Ίσα που θα προλάβαιναν το φως της μέρας.

Πήγε κοντά της και της πρόσφερε ποτό.

«Δεν νομίζω ότι θα ξαναπιώ.»
«Καλά, μην παίρνεις όρκο. Λοιπόν, ήθελα να σου πω… Τι θυμάσαι απ’ τον πατέρα σου;»
«Τίποτα απολύτως. Ίσως λιγάκι το άρωμα του. Όχι εικόνα.»
«Πώς μύριζε;»
«Σαν εκκλησία. Ναι, λιβάνι.»
«Τι σκατά γίνεται;» έκανε η Ρουθ. «Πρέπει να είναι ο Γεζουές.»
«Αυτό είπε κι ο κάπτεν Μπαντ, με βεβαιότητα.»
«Τι ξέρεις για τον Γεζουέ;»
«Όσα μου είπε η Λάιλα Λου. Ήταν καπετάνιος. Λιγομίλητος. Έφευγε κι έκανε πολύ καιρό να γυρίσει. Την τελευταία φορά έκανε χρόνια πολλά. Κι όταν γύρισε ήταν που πήγε με μένα στην αγκαλιά του. Τριών χρονών ήμουν. Η Λάιλα είχε ότι έμοιαζε δέκα γεροντότερος, ήταν πολύ ταλαιπωρημένος…»

Κοίταξε πάλι μπροστά μήπως έβλεπε τα Άραν.

«Α, είχε κι ένα τατουάζ, ένα…»
«Ένα Άλφα σε τετράγωνο κλεισμένο. Σιγά που δεν θα είχε ο Γεζουές.»
«Νιώθω ότι δεν τον συμπαθείς; Τον ήξερες;»
«Προσωπικά όχι, αλλά όλοι τον ξέρουμε.»
«Όλοι;»
«Όλοι όσοι δεν ήμασταν αρκετά λευκοί, άντρες, χριστιανοί, νόμιμοι. Όλοι εμείς οι παράξενοι θαλασσινοί.»
«Κι έκανε μια παράξενη κόρη που του άλλαξε τα μυαλά;»
«Πόσων χρονών είσαι;»
«Δεκάξι.»
«Τότε η γέννηση σου δεν του άλλαξε καθόλου τα μυαλά. Πάρε να πιεις, θα το χρειαστείς, γιατί θα σου πω ό,τι ακούγεται για το Σαύλο Γεζουέ. Δεν ξέρω πόσα είναι αληθινά, αλλά δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά.»

~~~

Ο Γεζουές ήταν από τη Θάλαττα. Γιος του προέδρου του χωριού, έδειξε από μικρός ότι τα κατάφερνε στα γράμματα. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στο Χελιδόνι και μπήκε στη Σχολή Πολέμου.

Το 1897, στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, ήταν είκοσι εφτά χρονών κι είχε γίνει ήδη ανθυποπλοίαρχος. Όλοι προβλέπανε για εκείνον ότι θα γινόταν ναύαρχος μια μέρα.

Στην πολιορκία της Πρέβεζας, ήταν δεύτερος αξιωματικός στη θωρακοβαρίδα «Βασιλεύς Γεώργιος ο Δεύτερος». Αυτό ήταν ένα θωρακισμένο ατμόπλοιο, με κλειστό πυροβολείο τεσσάρων κανονιών, ο πρόδρομος των θωρηκτών.

Όταν ο κυβερνήτης σκοτώθηκε ανέλαβε πλοίαρχος ο Γεζουές, έσωσε το πλοίο και τους ναύτες του, καταπόντισε τον εχθρό. Από τότε ακούστηκαν κάποιες αντιρρήσεις για τον τρόπο που το χειρίστηκε. Ψιθυριζόταν ότι αφού είχε καταστρέψει το εχθρικό πλοίο άφησε τους Τούρκους ναύτες να πνιγούν. Έπειτα βομβάρδισε το λιμάνι της Σαλαώρας, παρότι γνώριζε ότι οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν άμαχο πληθυσμό για ασπίδα.

Πήρε μετάλλιο και προαγωγή σε κυβερνήτη. Είχε κερδίσει τη ναυμαχία, με ελάχιστους νεκρούς Έλληνες, είχε συντρίψει τη Σαλαώρα.

Έγινε ο νεότερος κυβερνήτης στην ιστορία του Βασιλικού Ναυτικού. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι να ξεκινήσουν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, έγινε ο τρόμος των Τούρκων, των πειρατών και των λαθρεμπόρων.

Δεν έπαιρνε αιχμάλωτους, δεν έδειχνε έλεος στους ηττημένους. Μαζί με τον πλοίαρχο της κορβέτας Πάτρα είχαν γίνει γνωστοί ως οι δύο Άλφα, αδίστακτοι, ανελέητοι, άσπλαχνοι, άκαρδοι, ανθρωποφάγοι, όλα αρνητικά.

Και λεγόταν ότι πληρωνόταν καλά από μη κρατικές πηγές για να κάνει αποστολές κι επιδρομές που δεν αναφέρονταν στον ετήσιο απολογισμό του Βασιλικού Ναυτικού. Όπως σ’ αυτές που τους έστελνε ο Καρπόφ.

~~~~

Η Γιωταλία είπε στη Ρουθ όσα είχαν μάθει απ’ το Θάνο και τον Καρόγλου, για τους Άλφα και τον Καρπόφ. Ότι ετοίμαζαν ένα νέο πόλεμο, τον μεγαλύτερο που είχε δει ο κόσμος. Δεν ήθελε να το πιστέψει ότι ο πατέρας της ήταν ένας από αυτούς. Εκείνη πίστευε ότι ήταν καπετάνιος σε εμπορικά.

«Σιγά μην ήτανε και σε τράτα. Άκου κάτι, μάγισσα. Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις είναι να ζεις με αυταπάτες. Η αλήθεια είναι σκληρή, το ξέρω. Αν την αντέξεις θα πας παρακάτω. Αν μείνεις να πιστεύεις στα ψέματα που σου φύτεψαν στο κεφάλι, δεν είσαι χαζή, είσαι δειλή. Εμάς εδώ, κι εμένα μαζί, μας βλέπεις για έξυπνους; Με τίποτα. Πάμε κόντρα στο καιρό, τρέχουμε όλη την ώρα και θα πεθάνουμε πριν την ώρα μας. Αλλά δεν μπορείς να μας πεις δειλούς. Ξέρουμε ποιοι είμαστε, ξέρουμε τι κάνουμε. Κι αν πεθάνουμε αύριο δεν θα κατηγορούμε το θεό και τους γονείς μας. Διαλέξαμε να είμαστε παράνομοι. Γιατί; Γιατί ο κόσμος τους, ο νόμιμος κόσμος τους, είναι σκατά. Έτσι απλά κι ωραία.»

Θα μπορούσε να είναι το Μανιφέστο των Παράνομων της Θάλασσας, αλλά η Ρουθ δεν ασχολιόταν με μανιφέστα, έλεγε ό,τι της ερχόταν, ζούσε όπως ήθελε.

«Δεν σου λέω να με πιστέψεις. Κι εγώ σου λέω ότι άκουσα να λένε για το Γεζουέ. Αλλά μην το απορρίψεις εξαρχής, επειδή είναι πατέρας σου. Άσε που με τον πατέρα ποτέ δεν ξέρεις. Μόνο για τη μάνα υπάρχει βεβαιότητα. Κι εμένα η δική μου τέσσερα αδέλφια, όλα από διαφορετικό πατέρα ήμασταν.»

Γέλασε δυνατά, έτσι όπως συνηθίζουν οι πειρατές. Ήπιε περισσότερο ρούμι, γιατί έτσι της άρεσε.

«Εγώ άκουσα ότι ο δικός σου ήταν καθίκι. Κι ο ίδιος το κατάλαβε στην Έλλη.»

~~~~~

Η ναυμαχία της Έλλης έγινε το Δεκέμβρη του 1912, ανάμεσα στον πιο ισχυρό τουρκικό στόλο και στον ελληνικό. Ναύαρχος του ελληνικού στόλου και πλοίαρχος του θωρηκτού Αβέρωφ, ήταν ο Παύλος Κουντουριώτης.

Εκείνος αφού απελευθέρωσε όλα τα νησιά του κεντρικού και βόρειου Αιγαίου (Λήμνος, Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Άγιος Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος, Τένεδος) έστειλε τηλεγράφημα στον Οθωμανό ναύαρχο: «Καταλάβαμε Τένεδον. Αναμένουμε έξοδο του στόλου σας. Αν επιθυμείτε γαιάνθρακα, προτίθεμαι να σας εφοδιάσω».

Οι Τούρκοι δέχτηκαν την πρόκληση και βγήκαν απ’ τα Δαρδανέλια. Ο Κουντουριώτης οδήγησε το στόλο εναντίον τους μ’ ένα παράτολμο σχέδιο. Διέταξε τους υπόλοιπους κυβερνήτες να μην ρίξουν πριν απ’ το θωρηκτό κι όρμησε με όλη την ταχύτητα του Αβέρωφ, που ήταν είκοσι ένας κόμβοι, απ’ τα πιο γρήγορα της εποχής ενάντια στον Τουρκικό στόλο.

Μόνο του το Αβέρωφ βρέθηκε σε απόσταση βολής και ξεκίνησε να διαλύει το τουρκικό στόλο που γύρισε να επιστρέψει στα στενά με την ουρά στα σκέλια. Ο Κουντουριώτης έδωσε εντολή καταδίωξης. Η τουρκική ναυαρχίδα, το Μπαρμπαρόσα, άντεξε. Θα βυθιζόταν στην επόμενη ναυμαχία.

Ο Γεζουές, που ήταν κυβερνήτης του αντιτορπιλικού Λέων, ένα απ’ τα τέσσερα «Θηρία» του πολεμικού ναυτικού, άλλαξε πορεία κι επιτέθηκε στο νοσοκομειακό πλοίο Ρεσίτ Πασάς. Δεν το βύθισε, αλλά σκότωσε πολλούς.

Ο Κουντουριώτης, σαν έμαθε τι είχε κάνει ο Γεζουές, εξοργίστηκε. Επιβιβάστηκε στο Λέων και μπροστά στα μάτια των ναυτών του είπε την ιστορική φράση: «Είμεθα στρατιώται, ουχί εκδοροσφαγείς.»

Τον καθαίρεσε, ανεπίσημα και ατιμωτικά, εκείνη τη στιγμή σχίζοντας τις επωμίδες του και πετώντας το πηλίκιο του στη θάλασσα.

Ο Γεζουές θα μπορούσε να τη γλιτώσει, γιατί ο βασιλιάς Γεώργιος είχε εκνευριστεί με τις επιτυχίες του Κουντουριώτη, και τον είχε επιπλήξει, για τον «ασυλλόγιστο ηρωισμό» του.

Όμως η εν πλω καθαίρεση ήταν για το Γεζουέ σαν τη μεταστροφή του απόστολου Παύλου, στο δρόμο για τη Δαμασκό. Κι εκείνος ήταν ο μεγαλύτερος διώκτης των χριστιανών, μέχρι που εμφανίστηκε μπρος του ο Θεός και τον τύφλωσε.

Η αφαίρεση της εξουσίας, της τιμής, από το ναύαρχο, ήταν σαν τύφλωση για το Γεζουέ. Και το όνομα που του είχε δώσει η νονά του, Σαύλος, τον έκανε να ταυτιστεί περισσότερο.

Το 1912 ο Γεζουές εξαφανίστηκε. Να παραιτηθείς απ’ το στρατό δεν μπορείς, γι’ αυτό και χάθηκε. Ίσως να περιπλανήθηκε κι εκείνος, σαν τον Σαούλ που μεταστράφηκε.

~~~~~~

Τη διήγηση της Ρουθ διέκοψε η φωνή ενός ναύτη. Είχαν φανεί τα νησιά Άραν. Όλοι πήγαν μπροστά για να δούνε. Πρώτα είδαν τους τιτάνιους γκρεμούς του Μόχερ, διακόσια μέτρα κάθετου βράχου. Τα Άραν ήταν εκεί, τρία επίπεδα νησιά με γκρεμούς εξίσου εντυπωσιακούς. Το Ίνισμορ, το Ίνισμαν και το Ίνισιρ. Η Τενερίφη έκανε σήμα στον πλοηγό να πάει προς το μεγαλύτερο, το Ίνισμορ.

«Αυτά είναι τα περίφημα νησιά», είπε ο Θάνος. «Τα Ιόνια είναι πιο εντυπωσιακά.»
«Ναι, είναι λίγο απογοητευτικά», έκανε κι ο Καρόγλου.
«Γιατί ήρθαμε εδώ;»
«Υπάρχει πολλή δύναμη», είπε η Γιωταλία που τα κοιτούσε χωρίς να μπορεί να πάρει τα μάτια της.
«Περισσότερη απ’ όση φαίνεται», είπε η Τενερίφη.
«Περιμένετε», είπε η Ρουθ. «Έχουμε τον Φάρελ.»

Ο Φάρελ ήταν απ’ το Γκάλγουεϊ, στον κόλπο πίσω απ’ τ’ Άραν. Τον ρώτησαν να τους πει για τα νησιά. Τους είπε ότι τα έλεγαν «νησιά των αγίων και των ποιητών.» Ένα ιερό και τρομακτικό μέρος. Το κατοικούσαν οι πρώτοι Ιρλανδοί, οι Κέλτες. Υπήρχε εκεί απ’ το 1100 π.Χ. στον γκρεμό που έβλεπε τον Ατλαντικό, το προϊστορικό φρούριο του Dun Aengus, ενός απ’ τους βασικούς θεούς των Κελτών. Κι έλεγαν ότι τότε, στα αρχαία χρόνια, εξόριζαν τους εγκληματίες και τους άπιστους στο Ίνισμορ. Κανείς δεν γυρνούσε, ζωντανός τουλάχιστον.

Αλλά και για τους χριστιανούς ήταν άγιο μέρος. Εκεί ίδρυσε το πρώτο μοναστήρι της Ιρλανδίας ο άγιος Έντα των Άραν. Η αδελφή του Φέντσια είναι αγία και για τους Ορθόδοξους. Οι περισσότεροι άγιοι της Ιρλανδίας έχουν κάποια σχέση με τα Άραν. Και κάποια εποχή είχε περισσότερα μοναστήρια από σπίτια –και σ’ αυτά έμεναν οι λαϊκοί που εξυπηρετούσαν τους μοναχούς.

«Είναι κάτι σαν το Άγιο Όρος της Ιρλανδίας», είπε ο Καρόγλου.

Κι ενώ συνέχιζαν να κοιτάνε τα άγια νησιά, η Ρουθ σκούντηξε τη Γιωταλία.
«Τώρα το θυμήθηκα. Αυτό που είχα ακούσει τελευταία για το Γεζουέ. Ήμασταν στη Γένοβα, είχαμε πιει… Κάποιος είπε ότι ο Γεζουές έγινε καλόγερος. Στο Άγιο Όρος.»
«Πώς γίνεται;»
«Γιατί όχι; Πήγε για να εξιλεωθεί… Τίποτα άλλο για το Ίνισμορ, Φάρελ;»
«Πεταλούδες.»
«Πεταλούδες;»

Στα νησιά Άραν δεν έχει χιονίσει ποτέ. Ούτε και καύσωνα έχει κάνει. Δέντρα δεν έχει το νησί, αλλά η χαμηλή χλωρίδα του, γρασίδι και αγριολούλουδα, είναι το καλύτερο μέρος για τις πεταλούδες.

«Τα λένε κι αλλιώς», τους είπε ο Φάρελ. «Τα νησιά των ψυχών. Τη μέρα πεταλούδες, μόλις βραδιάσει νυχτοπεταλούδες.»
«Σκώροι», είπε η Τενερίφη και κοίταξε τα νησιά. «Αυτό το μέρος είναι πολύ δυνατό. Είναι ιερό, μαγικό μέρος, σαν τους Δελφούς. Μπορεί να ήρθαμε λάθος.»

Τα ιερά μέρη δεν τα έχτιζαν οι άνθρωποι, δεν επέλεγαν εκείνοι πού θα σταθούν οι ναοί, τα μαντεία. Αυτά τα μέρη ήταν μαγικές παγίδες που τραβούσαν τους ευαίσθητους κάθε εποχής. Έτσι τα Άραν είχαν τραβήξει τους Κέλτες, τους Χριστιανούς και τους διανοούμενους. Πολλοί απ’ τους Ιρλανδούς ποιητές ήταν απ’ τα Άραν ή είχαν πάει να γράψουν εκεί.

«Υπάρχει κάτι ακόμα», είπε ο Φάρελ. «Κάτι που λένε στα τραγούδια, στο Γκάλγουεϊ. Στα νησιά γεννήθηκαν εκατό άγιοι και μια αγία.»
«Και λοιπόν;»
«Ακόμα δεν έχει γεννηθεί αγία στα Άραν.»
«Μπορεί να γεννηθεί μάγισσα», είπε η Τενερίφη.

Καθώς πλησιάζαν στο Ίνισμορ, η Ρουθ έδωσε σήμα να το παραπλεύσουν, για να δέσουν από πίσω, στον κόλπο του Γκάλγουεϊ. Κανείς δεν δένει στον Ατλαντικό. Έφυγε για να τους οδηγήσει.

Ο Θάνος με τον Καρόγλου κατέβηκαν κι εκείνοι. Έμειναν στην πλώρη οι δυο μάγισσες.

«Φοβάσαι μη δε βρεις τίποτα;» είπε η Τενερίφη.
«Δεν φοβάμαι. Στο κουτί μου, αυτό που μου άφησε ο… πατέρας μου, είχα το σχέδιο της Μεγάλης Αρκούδας, και του Πολικού Αστέρα. Ήρθαμε Βόρεια, αυτό είναι το μέρος.»

Έφυγε κι εκείνη. Η Τενερίφη άναψε τσιγάρο και γέλασε.

«Τι ωραία να είσαι έφηβος. Νομίζεις ότι ξέρεις πού πηγαίνεις.»

60.

Το Ζόρα έδεσε στο λιμάνι του Ίνισμορ. Παρότι το μεγαλύτερο νησί είχε δυο εκατοντάδες σπίτια. Όπως συνηθίζεται στην Ιρλανδία αντιστοιχούσε μια εκκλήσια ανά πενήντα σπίτια και μια παμπ ανά δέκα σπίτια. Οι λαθρέμποροί απέφευγαν τα Άραν, γιατί οι μοναχοί είχαν κυνηγήσει από παλιά κάθε τι ανήθικο. Πορνεία και χαρτοπαιξία δεν ταίριαζαν στην ιερότητα του χώρου, υπήρχε το Κορκ για όσους τα αναζητούσαν. Υπήρχαν οι παμπ, καθώς η μπύρα για τους Ιρλανδούς είναι το συμπλήρωμα στο τρίπτυχο: Καθολοκισμός, οικογένεια και Éire –Ιρλανδία στα γαέλικα, προφέρεται Έεζε.

Η Ρουθ είπε στο πλήρωμα να μείνουν στο πλοίο. Ήδη, πριν να κατέβουν, οι ντόπιοι κοιτούσαν καχύποπτα το νεοφερμένο καράβι. Θα κατέβαιναν μόνο οι στεριανοί, η Ρουθ, κι ο Φάρελ, που ήξερε γαέλικα. Ο Θάνος ζήτησε να κατεβάσει και τη Σιρίν, για να ξεκουραστεί απ’ το κούνημα, να τρέξει λιγάκι. Κατέβηκαν στο Ίνισμορ απόγευμα κι έκανε κρύο, ενώ ψιχάλιζε. Στα Άραν δεν χιονίζει ποτέ, αλλά η μέγιστη θερμοκρασία είναι δεκάξι βαθμοί.

Τους πλησίασαν ψαράδες και τους ρώτησαν στ’ αγγλικά από πού έρχονταν και τι θέλανε. Ο Φάρελ τους απάντησε στα γαέλικα, κάτι που ήταν σαν βίζα στο διαβατήριο. Τους υποδέχτηκαν με χαρά.

Έμειναν να κοιτάνε τα σπίτια και τις παμπ.

«Πού πάμε τώρα;» ρώτησε ο Καρόγλου που περπατούσε με μαγκούρα, κι έλεγε πως του άρεσε το καινούριο του στυλ.
«Δεν μπορώ να πω πια. Είναι… Εδώ!» είπε η Τενερίφη κι έδειξε τριγύρω.

Η μαγικότροπη πυξίδα του μυαλού της γυρνούσε γύρω γύρω, πότε δεξιά, πότε αριστερά.

«Οπότε τι κάνουμε; Αρχίζουμε να χτυπάμε όλες τις πόρτες; Συγνώμη, μήπως είδατε ένα μικρό κορίτσι που είναι μάγισσα; Γύρω στα δέκα. Ή τη μητέρα της Γιωταλίας;»
Αυτά είπε η Ρουθ κι άναψε το τσιμπούκι της.

~~

Στη διαδρομή της είχαν εξηγήσει τι έψαχναν, από πού ήρθαν, ποιοι ήταν. Τα πίστεψε όλα και πρόσθεσε το δικό της λίθο στην ιστορία.

«Το ήξερα ότι θα ερχόταν η μέρα», τους είχε πει στο πλοίο, πίνοντας ρούμι με λεμόνι και ζάχαρη. Και τους εξήγησε γιατί έγινε πειρατίνα.

Κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει δει καν τη θάλασσα. Οι δικοί της είχαν κατέβει από Δακία στην Ήπειρο. Εκεί, στον Αχέροντα κοντά, συνάντησαν κάποιους άλλους της φυλής τους. Έκατσαν όλοι μαζί, έφαγαν, ήπιαν, το γλέντησαν.

Υπήρχε σ’ εκείνους μια τσιγγάνα γριά σαν το θάνατο, τυφλή σαν πέτρα. Πήγε κατευθείαν πάνω στη μικρή Ρουθ.

«Έλα να σου πω τι θα κάνεις;» είπε η γριά χελώνα και την τράβηξε στο κάρο της.

Η Ρουθ ήταν δεν ήταν δεκαεφτά χρονών, κι είχε αργήσει πολύ να παντρευτεί.

«Πρέπει να φύγεις», είπε η Ελώνα, η γριά.
«Πού να πάω;»
«Στη θάλασσα. Αυτό είναι το κισμέτι σου.»
«Τι ‘ναι το κισμέτι;»
«Οι Άραβες το λένε έτσι. Είναι αυτό που δεν μπορείς ν’ αποφύγεις.»
«Δεν ξέρω από θάλασσα.»
«Κανείς δεν ξέρει. Θα μάθεις. Σε περιμένει.»

Το ίδιο βράδυ είχε πέσει να κοιμηθεί κι είχε ονειρευτεί ένα αβγό, τεράστιο σαν τον κόσμο. Το αβγό βούλιαζε στον ωκεανό, που ήταν μαύρος σαν το τίποτα. Η Ρουθ μ’ ένα μικρό καράβι προσπαθούσε να το προλάβει πριν χαθεί.

Οπότε σαν άκουσε για το Αβγό της Ευρυνόμης, κατάλαβε ότι είχε έρθει η στιγμή που ονειρεύτηκε.

~~~

«Δεν χρειάζεται να χτυπήσουμε καμιά πόρτα», είπε η Γιωταλία. «Ξέρω πού πρέπει να πάμε.» Τους έδειξε μια μικρή παμπ, που δεν ξεχώριζε σε τίποτα απ’ τις άλλες. «Το κουτί που μου άφησε ο πατέρας μου είχε κι ένα πεντάγραμμο, της μουσικής.»

Έδειξε την ταμπέλα της παμπ. Είχε το πεντάγραμμο και πάνω του σημειωμένη τη νότα Ντο. Στα αγγλικά και στα γερμανικά οι νότες έχουν διαφορετική ονομασία (A, B, C, D, E, F, G) απ’ ό,τι στη σολφέζ, που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι (ντο, ρε, μι, φα, σολ, λα, σι). Όμως πάνω στο πεντάγραμμο γράφονται με τον ίδιο τρόπο.

«Νόμιζα ότι το Ντο είχε να κάνει με το όνομα μου. Όμως αυτός που έστειλε το μήνυμα ήθελε να το καταλάβω όταν το δω.»
«Είναι σαν το Χ στο χάρτη.»
«Εμένα μου θυμίζει το Αβγό.»
«Εδώ πρέπει να μπούμε, ελάτε.»

Προχώρησε μπροστά κι οι άλλοι ακολούθησαν. Ο Θάνος είπε ότι θα έτρεχε λιγάκι με τη Σιρίν.

~~~~

Ήταν μια μικρή παμπ. Όλοι γύρισαν να τους κοιτάξουν. Οι μουσικοί σταμάτησαν να παίζουν. Η Ρουθ έκατσε στην μπάρα, την ακολούθησαν κι οι υπόλοιποι. Ο μπάρμαν πλησίασε σκουπίζοντας ένα ποτήρι. Τους ρώτησε στα αγγλικά, κατάλαβε ότι δεν ήταν Ιρλανδοί, τι θα ήθελαν να πιουν.

«Δως μας έξι Γκίνες, αγαπητέ», του είπε η Ρουθ.
«Μικρές;»
«Πίντες.»

Εκεί τέλειωσε η ανίχνευση των ξένων. Όλοι επέστρεψαν στα ποτά τους κι οι μουσικοί συνέχισαν να παίζουν. Όποιος πίνει Γκίνες με την πίντα είναι φίλος.

Η αρχική αντίδραση της Τενερίφης όταν τη σέρβιραν τη Γκίνες ήταν αρνητική.

«Τι είναι αυτό το μαυροζούμι;» είπε και την απώθησε>
«Καβουρντισμένη βύνη. Δοκίμασε. Δεν συγκρίνεται με καμιά μπύρα», της είπε ο Καρόγλου.

Στην αρχή πικράθηκε λιγάκι, μετά απόλαυσε το πλούσιο σώμα της στάουτ.

«Ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα, γιατί δεν μου το είχατε πει νωρίτερα. Δώσε τσιγάρο!»
«Καλώς ήρθες στην Ιρλανδία», της είπε η Ρουθ.

Τσούγκρισαν και τ’ αδειάσανε. Τελικά αποδείχτηκαν πιο Ιρλανδοί απ’ τους Ιρλανδούς, αφού ήπιανε από τρεις πίντες σε δέκα λεπτά. Πλέον η ισορροπία στην παμπ αποκαταστήθηκε. Άνθρωποι που πίνουν έτσι είναι καλοί άνθρωποι. Το γκρουπάκι έπαιξε πιο διασκεδαστικά τραγούδια. Άντρες και γυναίκες σηκώθηκαν να χορέψουν.

«Πολύ μ’ αρέσουν αυτοί», έκανε η Τενερίφη. «Είναι σαν Έλληνες.»
«Στο είπα. Και καλύτεροι.»

Έτσι συνέχισαν να πίνουν, ήρθε κι ο Θάνος. Ο κόσμος χόρευε.

Η Γιωταλία είχε ένα ποτήρι Γκίνες μπροστά της. Δεν το άγγιξε. Ο Θάνος ήπιε τη δική του γρήγορα, για να πάρει θάρρος να της μιλήσει. Ο Φάρελ ήταν ήδη στην πίστα και χόρευε.

«Τι νομίζεις ότι θα γίνει μετά;» της είπε ο Θάνος.
«Μετά από τι;»
«Μετά από δω.»
«Δεν ξέρω, θέλω να μάθω. Πάρε και τη δική μου, δεν μ’ αρέσει.»

Ήπιε και δεύτερη μπύρα, λίγο ξεθάρρεψε το μυαλό, έτσι όπως ζαλίστηκε.

«Για μετά λέω. Θα ήθελες να κάνεις παιδιά, κάποτε;»
«Όχι, δεν θέλω να γίνω σαν τους γονείς μου.»
«Δεν είναι ανάγκη. Εννοώ, δεν θα γίνεις.»
«Οι δικοί σου πώς ήταν;»
«Μάλλον όπως όλοι οι γονείς: Ή απόντες ή χολερικοί.»
«Τι σημαίνει χολερικοί;»
«Να προσπαθούν να σου πουν πάντα τι να κάνεις.»

~~~~~~~

Τότε ακούστηκε ο κιθαρίστας του γκρουπ να προλογίζει την αγαπημένη του τραγουδίστρια. Οι ντόπιοι χειροκρότησαν πιο δυνατά, οι ξένοι συνέχιζαν να κουβεντιάζουν χωρίς να παρακολουθούν τι γινόταν. Μέχρι που εμφανίστηκε απ’ το πίσω δωμάτιο η τραγουδίστρια. Πρώτα η Γιωταλία και η Τενερίφη σταμάτησαν να μιλάνε και γύρισαν να δουν.

Οι υπόλοιποι, ξένοι και ντόπιοι, μαγεύτηκαν απ’ τη φωνή της. Η γυναίκα τραγουδούσε μια παραδοσιακή μπαλάντα. Κι εκείνοι που τόση ώρα τραγουδούσαν στάθηκαν σαν να βρίσκονταν στη Θεία Λειτουργία. Τα όργανα κρατούσαν το ίσο και η γυναίκα τραγουδούσε. Δεν είχε σημασία τι έλεγε. Η φωνή της ήταν σαγηνευτική –και κανείς δε γλίτωσε απ’ τη σαγήνη.

Τέλειωσε το αργό και κατανυκτικό κομμάτι, έλυσε τα μάγια, κι έπιασαν να παίζουν ένα χορευτικό. Οι θαμώνες έπιασαν πάλι το χορό.

«Ποια είναι αυτή;» ρώτησε η Γιωταλία κι έτρεμε.

Η Τενερίφη σηκώθηκε και πήγε κοντά στην ορχήστρα. Κοίταξε την τραγουδίστρια. Ήταν πάνω από σαράντα χρονών ή φαινόταν τόσο. Αναγνώρισε τα μάτια, μόνο αυτά. Περίμενε να τελειώσει το τραγούδι.

«Γεια σου, Ζήνα», της είπε η Τενερίφη.

Ένα βιαστικό σύννεφο πέρασε απ’ τα μάτια της, έπειτα χαμογέλασε και της είπε στα γαέλικα:
«Συγνώμη, από πού σε ξέρω;»

61

Η Ζήνα έκανε την πιο παράξενη διαδρομή στο Πέρασμα. Εμφανίστηκε τριάντα χρόνια νωρίτερα απ’ τους άλλους, στο 1883. Τη βρήκανε στην ακτή του Ίνισμορ, μισοπνιγμένη. Όλοι πίστεψαν πώς ήταν ναυαγός. Έτσι βρεγμένη όπως ήταν, τόσες ώρες στο κρύο, έπαθε πνευμονία.

Τρεις μήνες ήταν μεταξύ ζωής και θανάτου, με τα πνευμόνια της μισογεμάτα με υγρό. Τη φρόντισε η ντόπια γητεύτρα, η Τάρα. Η μικρή παραληρούσε, έλιωνε στον πυρετό, μιλούσε μια άγνωστη γλώσσα, φώναζε συνέχεια μια λέξη: Τενερίφη.

Αφού τα καταπλάσματα και τα βότανα δεν έφεραν αποτέλεσμα, η Τάρα αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα. Έκανε μια μικρή οπή στο αριστερό πλευρό της Ζήνας. Εκεί έχωσε ένα έντερο γουρουνιού και κάθε μέρα, απ’ την άλλη μεριά, ρουφούσε το υγρό, το μάζευε σ’ ένα μπουκάλι και το έριχνε πίσω στη θάλασσα. Από τη θάλασσα το είχε μαζέψει, εκεί έπρεπε να πάει.

Αυτούς τους τρεις μήνες η μικρή ήταν πιο πολύ πεθαμένη, παρά ζωντανή. Κι όμως, οι δυνάμεις της υπήρχαν ακόμα. Η Τάρα κατάλαβε ότι το κορίτσι ήταν ξεχωριστό, γιατί κάθε βράδυ έμπαιναν στο δωμάτιο δεκάδες νυχτοπεταλούδες και πετούσαν γύρω της, σαν να ήταν φως, σαν να ήταν φωτιά.

Έτσι, αφού δεν ήξερε το όνομα της, την ονόμασε Tenielle, Τενιέλ, που σημαίνει στα γαέλικα: Αυτή που φέρνει το φως.

Τη μέρα έμπαιναν οι ξυλολευκούδες πεταλούδες. Αυτό είναι ένα σπάνιο είδος πεταλούδας. Τα φτερά της είναι λευκά με γκρίζα νερά να τρέχουν, γι’ αυτό τις λένε έτσι, Wood White. Αυτές πήγαιναν τη μέρα και κάθονταν πάνω στη Ζήνα, σαν να ήτανε λουλούδι. Τις έδιωξε τις πρώτες μέρες, και πάντα γύριζαν. Οπότε κατάλαβε ότι ήταν μέρος της θεραπείας. Τις άφησε.

Έπειτα από τρεις μήνες σταμάτησε να βγάζει υγρό το πνευμόνι της κι η καρδιά της πήρε να λειτουργεί κανονικά. Έμεινε άλλους έξι μήνες αναίσθητη, χωρίς ν’ ανοίξει μάτια, αλλά και χωρίς πυρετό και σπασμούς. Και ξύπνησε στις 21 Μαρτίου, την εαρινή ισημερία, που ήταν σπουδαία μέρα για τον Κέλτες, όπως και για όλους τους ανθρώπους, μία απ’ τις πιο ιερές μέρες: Η αναγέννηση της άνοιξης. Για τους κάτοικους του Άραν ήταν κάτι παραπάνω, γιατί εκείνη τη μέρα γιόρταζαν και τον μεγαλύτερο άγιο των νησιών, τον άγιο Έντα.

Η Τάρα την αγκάλιασε. Δεν είχε ποτέ παντρευτεί, κι ήξερε απ’ την αρχή ότι αυτή θα ήταν το δικό της παιδί, αυτή το Πνιγμένο Κορίτσι. Έτσι ήταν το παρατσούκλι της, αλλά το όνομα της ήταν Τενιέλ. Την πήγανε και στο μοναστήρι του άγιου Έντα, να τη βαφτίσουν.

Αυτή που κάποτε λεγόταν Ζήνα συνήλθε, αλλά το μυαλό της δεν λειτουργούσε. Η Τάρα έπρεπε να την ταΐζει σαν μωρό, να τη ξεσκατώνει, να τη βγάζει έξω σε μια καρέκλα με ρόδες. Το σώμα της ήταν κανονικό, δεν είχε μείνει τετραπληγική, αλλά δεν ήξερε πώς να το χρησιμοποιήσει. Χωρίς μυαλό ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος. Είχε γίνει σαν μωρό –ή σαν γριά με άνοια. Είχε ξεχάσει να μιλάει, να τρώει, να περπατάει, είχε ξεχάσει ποια είναι, τι είναι.

Η Τάρα δεν την άφησε ούτε μια μέρα, ούτε λεπτό. Την έπλενε, τη χτένιζε, την έντυνε και την τάιζε. Κι όλη τη μέρα της μιλούσε. Τις νύχτες κάθονταν μπρος στη φωτιά και τις έλεγε για τους θρυλικούς πολεμιστές και τις βασίλισσες της Ιρλανδίας. Της μιλούσε στη δική τους γλώσσα, στα γαέλικα.

Ειδικά σ’ εκείνη τη μεριά της Ιρλανδίας υπήρχαν πολλοί πυρήνες Gaeltacht, που σημαίνει ότι μιλούσαν μόνο την προγονική γλώσσα μεταξύ τους, στα σπίτια και στα μαγαζιά, στις εκκλησίες –κι ας χρησιμοποιούσαν την αγγλική, των κατακτητών, στις υπηρεσίες.

Υπήρχε λόγος γι’ αυτό. Ο Μεγάλος Λιμός, που ξεκίνησε το 1845 με τον περονόσπορο της πατάτας κόστισε τη ζωή σ’ ένα εκατομμύριο Ιρλανδούς –κι άλλοι τόσοι μετανάστευσαν στην Αμερική. Δεν έπληξε ιδιαίτερα τα Άραν και τα χωριά του Ατλαντικού, γιατί εκεί δεν εξαρτιόνταν απ’ τις πατάτες. Ήταν ψαράδες –και τα ψάρια δεν είχαν αρρωστήσει. Εκείνα τα εφτά χρόνια του Λοιμού, τα νησιά και η Ανατολική Ιρλανδία είχαν αύξηση πληθυσμού –και πατριωτισμού, αφού η Μεγάλη Βρετανία ήταν υπεύθυνη για τον λοιμό.

Η πρώτη λέξη που είπε η αναγεννημένη Τενιέλ, μετά από δυο χρόνια αφασίας, ήταν το όνομα της καινούριας της μητέρας. Είπε Τάρα, που στα γαέλικα σημαίνει αστέρι του βορρά.

Κι έμαθε να μιλάει, να γράφει, να διαβάζει αυτή τη γλώσσα. Κι όπως λένε, η γλώσσα που μιλάμε, με το πολιτιστικό περιεχόμενο που μεταφέρει, αλλάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε.

Αυτό έπαθε ακριβώς κι η Ζήνα. Έγινε Τενιέλ κι έμαθε να μιλάει και να σκέφτεται σαν Ιρλανδή.

~~

Η Τενιέλ έμεινε κοντά στη Τάρα για έξι χρόνια. Εκείνη δεν ήθελε να την κάνει γητεύτρα, για να μη μείνει μόνη. Να πάει σχολείο δεν γινόταν, αφού δεν ήξερε τα βασικά. Οπότε της έκανε τα μαθήματα στο σπίτι, αυτά τα λίγα που ήξερε κι εκείνη, μαζί με οικοκυρικά και γνώσεις για τα βότανα.

Στα δεκαεφτά της η Τενιέλ ερωτεύτηκε τον Seumas, που στα Ιρλανδέζικα τον έλεγαν Séamas. Και όλοι τον φωνάζαν Τζέιμς ή Τζέιμι. Εκείνος ήταν ένας Σκωτσέζος επαναστάτης, που είχε πάρει μέρος σε μια επίθεση ενάντια στους Άγγλους. Το έσκασε όταν τον πρόδωσαν οι δικοί του. Βρέθηκε στα Άραν. Ήταν είκοσι χρονών, κοκκινομάλης, γεροδεμένος κι όμορφος, με μια χαρακιά στο μάγουλο. Του την είχε κάνει λόγχη Άγγλων. Ήταν ένα παράσημο που τον έκανε ακόμα πιο όμορφο.

Όλα τα κορίτσια του Ίνισμορ –κι όχι μόνο τα κορίτσια, όχι μόνο οι γυναίκες, τον ερωτεύτηκαν τον Σήμους που τον έλεγαν Τζέιμι. Εκείνος διάλεξε με την πρώτη φορά το Πνιγμένο Κορίτσι, τη μελαχρινή Τενιέλ. Την είδε να κατεβαίνει το δρόμο κι έτρεξε πίσω της. Της είπε διάφορα. Λίγο καιρό μετά παντρεύτηκαν.

~~~

Ο Τζέιμι ήταν Χαϊλάντερ, δεν ήξερε από ψάρεμα. Κι η Τενιέλ απέφευγε τη θάλασσα. Έπρεπε να βρουν έναν τρόπο βιοπορισμού.

Αυτό του ήρθε όταν δοκίμασε το νερό του Ίνισμορ. Ολόκληρο το νησί, που δεν είχε και πολλούς κατοίκους, έπαιρνε νερό από μια αστείρευτη πηγή, στο κέντρο του νησιού, εκεί όπου είχε αφήσει το ραβδί του ο άγιος Έντα. Το «αστείρευτη» ίσως να είναι υπερβολή, αφού στο νησί έβρεχε τριακόσιες μέρες το χρόνο. Κάθε σπίτι είχε τη δεξαμενή του για όμβρια ύδατα –και δεν άδειαζε ποτέ. Το νερό της πηγής το είχαν μόνο για να πίνουν –και να κάνουν ουίσκι.

Όταν το δοκίμασε ο Τζέιμι κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Ήταν καθάριο νερό, απόλυτα διαυγές, αλλά είχε λίγη αλμύρα. Σαν να είχες ρίξει δυο κρυστάλλους αλατιού σ’ ένα κιλό νερού. Πριν ακόμα το φτιάξει, του ήρθε το όνομα: Tenielle, όπως ήταν το περίφημο μαλτ Talisker, που έφτιαχναν στη Σκωτία, στο νησί του Skye . Κι από κάτω θα  έγραφε: Aran Salted Whiskey.

Υπήρχε μια προαιώνια κόντρα ανάμεσα στους Ιρλανδούς και στους Σκωτσέζους: Ποιος έφτιαξε το πρώτο ουίσκι; Ποιος φτιάχνει το καλύτερο ουίσκι;

Ο Τζέιμι βρήκε τη χρυσή λύση. Πήρε κριθάρι απ’ τη Σκωτία για να κάνει τη βύνη και το ανακάτεψε με το τόσο ελάχιστα αλμυρό νερό της πηγής του Έντα. Έκανε δέκα βαρέλια και τ’ άφησε να ζυμωθούν. Τα πούλησε νωρίς, για να βγάλει τα χρήματα για τα επόμενα. Κι όλοι έψαχναν να πιουν Tenielle. Το καλύτερο μαλτ ουίσκι που είχε κυκλοφορήσει.

Στη συνέχεια το βελτίωσε, το άφησε να ωριμάσει, το έβαλε σε διαφορετικά βαρέλια, είχε βρει το δρόμο του: Κέλτικο ουίσκι. Ιρλανδοί και Σκωτσέζοι ενωμένοι.

Αλλά ποτέ δεν αύξησε την παραγωγή. Έβγαζε όσα βαρέλια χρειαζόταν να βγάλει να καλύψει οικονομικά την οικογένεια του –και να βοηθάει στο νησί. Αυτό έκανε το ουίσκι του πιο σπάνιο, οπότε και πιο ακριβό. Απ’ τα λεφτά που έβγαλε μόνο μια επένδυση έκανε. Αγόρασε τη παμπ του Φίννεϊ, που είχε πεθάνει από κίρρωση του ήπατος. Και τη μετονόμασε σε «Ντο». Εκεί τραγουδούσε η Τενιέλ.

~~~~

Εκείνη άργησε να βρει το δρόμο της, γιατί διαρκώς γεννοβολούσε. Οι Καθολικοί απαγορευόταν να χρησιμοποιούν προφυλάξεις. Έτσι κι εκείνη έπεσε στην παγίδα της αέναης τεκνοποίησης. Απ’ το 1889 ως το 1910 έμεινε έγκυος δεκαπέντε φορές. Δέκα κυήσεις έφτασαν ως τη γέννα. Δύο πέθαναν στη γέννα, τρία λίγα χρόνια μετά. Επιβίωσαν και μεγάλωσαν τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι. Έτσι ήταν η ζωή της γυναίκας στα Άραν.

Λίγο πριν τα σαράντα ζήτησε απ’ τη μητέρα της, τη Τάρα, να της δώσει κάτι ώστε να σταματήσει να μένει έγκυος.

«Αυτό το κάνουμε», της είχε πει η Τάρα. «Αλλά μετά θα πρέπει να βρεις και κάτι άλλο να κάνεις.»
«Θα γίνω τραγουδίστρια», της είπε η Τενιέλ.

Όλα τα παιδιά της, κι ο άντρας της μαζί, μαγεύονταν όταν την άκουγαν να τραγουδάει. Κι εκείνη το αγαπούσε. Χανόταν όταν τραγουδούσε, σαν να γινόταν κάποια άλλη. Η μελωδία δεν έβγαινε από μέσα της. Ήταν κάτι πιο παλιό από εκείνη, έτσι το ένιωθε, σαν έκσταση, σα μυσταγωγία.

Καθώς το ένιωθε τόσο έντονα –και το έκανε τόσο καλά, δεν άργησε να γίνει η βασική τραγουδίστρια του «Ντο». Οι Αρανιανοί πήγαιναν για να την ακούσουν. Κι απ’ το Γκάλγουεϊ την είχαν καλέσει να τραγουδήσει. Εκείνη δεν έφευγε, δεν την ένοιαζε. Είχε το πρόγραμμα της, είχε την οικογένεια της, είχε τον Τζέιμι, είχε το χειροκρότημα, δεν της έλειπε τίποτα.

~~

Έτσι κι εκείνο το βράδυ. Βρήκε και είπε αυτό που περίμεναν, ένα παραδοσιακό τραγούδι:
Óró, sé do bheatha bhaile
Óró, sé do bheatha bhaile
Óró, sé do bheatha bhaile
anois ar theacht an tsamhraidh.

Που σήμαινε:
Οου ρο, καλώς ήρθες σπίτι
Οου ρο, καλώς ήρθες σπίτι
Οου ρο, καλώς ήρθες σπίτι,
τώρα που έρχεται και το καλοκαίρι.

Ήταν κάτι σαν ύμνος που έλεγαν πάντα στην αρχή. Έπειτα έπιασε πιο διασκεδαστικά κομμάτια, και ξεκίνησε με το Rocky Road to Dublin, αυτό που αγαπούσε και ο Λεοπόλδος Μπλουμ. Στο τέλος του κομματιού στάθηκε μπροστά της εκείνη η μαυροντυμένη γυναίκα. Της μίλησε σ’ άγνωστη γλώσσα. Όμως η Τενιέλ ένιωθε ότι από κάπου ήξερε το πρόσωπο της. Κάπου την είχε ξαναδεί. Τη ρώτησε από πού την ξέρει.

Η γυναίκα γύρισε στην μπάρα. Πήρε το σάκο της και γύρισε στη Τενιέλ. Έψαξε μέσα, βρήκε κι έβγαλε αυτό που ήθελε. Ήταν ο φρυγικός σκούφος, το καπέλο των μαγισσών. Το φόρεσε.

62

Σαν είδε την Τενερίφη να φοράει το σκούφο, η Τενιέλ έχασε τον κόσμο. Λιποθύμησε κι έπεσε, χωρίς να κρατηθεί από πουθενά. Οι μουσικοί κι οι θαμώνες έτρεξαν να τη βοηθήσουν. Εμφανίστηκε κι ο Τζέιμι. Κράτησε τη Τενιέλ, τη φίλησε, της μίλησε. Γύρισε στη Τενερίφη.

«Ποια είσαι εσύ;» της είπε σε άγρια αγγλικά.

Η Τενερίφη δεν κατάλαβε τι τη ρώτησε, αλλά δεν είχε και καμιά σημασία. Ο Τζέιμι όρμησε και την έπιασε απ’ το λαιμό. Την έριξε κάτω. Οι φίλοι της Τενερίφης πήγαν να τη βοηθήσουν. Οι θαμώνες της παμπ μπλέχτηκαν στον καβγά.

Τότε έτρεξε κι η Γιωταλία, για να προστατέψει την Τενερίφη. Τ’ άσπρα μαλλιά της ανέμισαν, σαν να έπλεαν μέσα στο χρόνο. Είπε μισό ξόρκι κι όλο το μέρος ταρακουνήθηκε. Όλοι στάθηκαν να τη δουν. Ήταν σαν καταιγίδα.

Ο Φάρελ φώναξε στον Τζέιμι: «Ας την. Δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί της.»

Κι εννοούσε τη Γιωταλία, που έλαμπε μέσα στην παμπ, σαν αγία, σαν θέαινα.

Ο Τζέιμι ήταν ξεροκέφαλος, όπως συνηθίζουν να είναι οι Σκωτσέζοι. Πήγε να πιάσει τη Γιωταλία απ’ το λαιμό, ενώ οι θαμώνες τους περικύκλωναν, ο Θάνος με τον Καρόγλου έμπαιναν στο παιχνίδι. Η Ρουθ ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι της.

Τους σταμάτησε όλους μια φωνή. Στην πόρτα στεκόταν η Τάρα. Ήταν πολύ γριά πλέον, αλλά η φωνή της ακούστηκε πάνω απ’ τον καβγά. Μίλησε γκαέλικα και μετά είπε μία λέξη στα ελληνικά, από τις λίγες που ήξερε: Φίλοι.

Πρώτα έμειναν ακίνητοι, στη στάση που βρίσκονταν, σαν να έπαιζαν ταμπλό βιβάντ. Έπειτα στάθηκαν με σεβασμο και παραμέρισαν για να περάσει η πρεσβύτερη του Ίνισμορ. Εκείνη πέρασε δίπλα απ’ την Τενερίφη, που έφτιαχνε τα ρούχα της και την περηφάνια της, και της χαμογέλασε, αναγνωρίζοντας μια ισότιμη. Πήγε στη Γιωταλία. Έπιασε τ’ άσπρα μαλλιά της. Παρατήρησε τα μάτια της, το πρόσωπο της. Της κράτησε το χέρι. Φαινόταν ότι είχε εντυπωσιαστεί με τη μάγισσα. Ακούστηκε μια λέξη απ’ τη Τενιέλ, που συνερχόταν.

~~

Σε κάθε Ιρλανδέζικη παμπ υπάρχει ένα πίσω δωμάτιο, που πηγαίνουν οι πότες όταν κλείνει το μαγαζί για να συνεχίσουν, καθώς κι εκείνοι που δεν θέλουν να φαίνονται, ανεξαρτήτως ωραρίου. Οι επισκέπτες και οι ντόπιοι πήγαν εκεί, υποβαστάζοντας τη Τενιέλ.

«Δεν είστε από δω», τους είπε η Τάρα, όχι σαν ερώτηση, αλλά σαν δήλωση, μπορεί κι επίπληξη. Ο Φάρελ έπαιζε το ρόλο του μεταφραστή.
«Δεν είμαστε απ’ το τώρα», είπε η Τενερίφη χωρίς να κρύψει τίποτα. «Εγώ κι η Ζήνα.»
«Δεν τη λένε Ζήνα.»
«Κάποτε τη λέγανε.»
«Γνωρίζεις τη Μαύρη Δωδεκάτευχο;» της είπε η Τάρα.
«Τη γνωρίζω, αλλά δεν τη χειρίζομαι καλά. Αυτή το κάνει», έδειξε τη Γιωταλία.
«Τι είστε;» μπήκε στη μέση ο Τζέιμι. «Επιδρομή μαγισσών;»
«Διάσωση μάγισσας.»
«Η γυναίκα μου δε χρειάζεται διάσωση.»

Η Τενερίφη πήγε κατά πρόσωπο στον παραλίγο δολοφόνο της και ζήτησε απ’ το Φάρελ να του λέει ακριβώς ότι έλεγε.

«Αλήθεια, κύριε άντρα. Αν η… Τενιέλ ήξερε ποια είναι, αν θυμόταν τι δύναμη έχει, δε θα χρειαζόταν διάσωση. Όλοι οι άλλοι θα χρειαζόσασταν.»

Γύρισαν να δουν τη Τενιέλ. Σίγουρα δεν έμοιαζε με πανίσχυρη μάγισσα, έτσι όπως ήταν ζαλισμένη. Ο Τζέιμι της έδωσε λίγο ουίσκι για να συνέλθει.

«Αυτή λέει ότι σε ξέρει», της είπε.
«Όχι, δεν την ξέρω, πάμε σπίτι.»

Η Τενερίφη της φώναξε στα ελληνικά: «Ζανζιβάρη!» Τα μάτια της Τενιέλ  στένεψαν. «Ο Αυτόλυκος σκοτώθηκε. Και ο Φοίβος είναι προδότης. Αυτή είναι η κόρη της Φουέρτε.»

«Φύγετε», τους είπε η Τενιέλ και βγήκε έξω με τον άντρα της. Ακολούθησε κι η Τάρα, χωρίς να προσθέσει κάτι.

~~~

«Τι κάνουμε τώρα;» είπε ο Καρόγλου.
«Τι κάνουμε; Θα μείνουμε μέχρι να της θυμίσω ποια είναι και τι αποστολή έχουμε.»
«Δε φαίνεται να τη νοιάζει.»
«Δε με νοιάζει αν τη νοιάζει. Θα την πάρω ακόμα και αναίσθητη.»
Σαν το είπε αυτό κοίταξε ασυναίσθητα τη Γιωταλία κι εκείνη κάτι κατάλαβε για τη δική της λιποθυμία.
«Πάμε να πιούμε καμιά μπύρα», είπε η Ρουθ και προχώρησε, «μάλλον θα τραβήξει πολύ αυτό.»
«Μάλλον ουίσκι», είπε ο Καρόγλου.

Επέστρεψαν στην μπάρα, αλλά πλέον τους κοιτούσαν όλοι εχθρικά. Ο Καρόγλου ρώτησε τι ουίσκι είχαν. Του άφησε ένα μπουκάλι απ’ το δικό τους μαλτ, το Dún Aonghasa.

«Να ρωτήσω κάτι», είπε ο Θάνος. «Έστω ότι αυτή η Τενιέλ, Ζήνα, που δε μου φαίνεται σπουδαία μάγισσα, έστω ότι δέχεται να έρθει μαζί μας… Πού είναι αυτό το μαζί μας; Πού θα πάμε; Ξέρει κανείς;»

Η σιωπή του έδωσε να καταλάβει. Δεν υπήρχε κανέναν σχέδιο για παρακάτω. Έπρεπε να πάνε εκεί. Δεν ήξεραν καν τι θα βρουν. Και βρήκανε μια μάγισσα που είχε σταματήσει να είναι μάγισσα.

«Έχει και χειρότερα», τους είπε η Ρουθ που μόλις είχε μιλήσει με τον Φάρελ. Εκείνος είχε κάνει μια βόλτα ανάμεσα στους θαμώνες κι έμαθε περισσότερα για τη Τενιέλ.
«Τι χειρότερα;» είπε ο Καρόγλου, όχι ιδιαίτερα δύσθυμος, αφού το Dún Aonghasa ήταν το καλύτερο μαλτ που είχε δοκιμάσει. Έπρεπε να πάρει μερικά μπουκάλια.
«Τη μάγισσα σας τη βρήκανε μισοπεθαμένη στην ακτή πριν τριάντα χρόνια. Το πνιγμένο κορίτσι, έτσι τη λένε. Είναι παντρεμένη με τον κοκκινοτρίχη. Κι έχει πέντε παιδιά.»
«Αυτό οι ποιητές μας το έλεγαν ειρωνεία», είπε η Τενερίφη. «Βάλε κι άλλο απ’ αυτό. Πώς το είπες; Είναι καλύτερο κι από γαλλικό κρασί. Ειρωνεία. Την πήρα απ’ το Κατσικοχώρι, όπου η μοίρα της ήταν να γεννοβολάει κουτσούβελα. Κι ήρθε εδώ, στο κατσικονήσι, να γεννοβολάει κουτσούβελα.»
«Και καταλαβαίνετε ότι αυτό δυσχεραίνει την… αποχώρηση της», είπε ο Θάνος.
«Η φωνή της λογικής.»
«Ναι, τι θα της πεις; Να εγκαταλείψει πέντε παιδιά;»
«Και πέντε παιδιά ζωντανά σημαίνει ότι έχει θάψει άλλα τόσα», είπε η Ρουθ.
«Θ’ αφήσει τα παιδιά της για ν’ ακολουθήσει κάποια που με το ζόρι θυμάται;»
«Μπορούν να έρθουν μαζί», είπε η Γιωταλία.
«Ναι, το μόνο που μας έλειπε είναι να ‘χουμε και πέντε κουτσούβελα.»
«Μάλλον θα είναι παντρεμένα ήδη.»
«Χειρότερα. Θα ‘χει κι εγγόνια.»

Συνέχισαν έτσι να μιλάνε για πολλή ώρα, κάνοντας υποθέσεις, αλλά είχαν πιει αρκετά και η κουβέντα της είχε γίνει αερολογία. Δεν είχαν οινοχόο να νερώσει το ουίσκι τους.

Παραδόξως οι δυνατές φωνές τους, κι ο τρόπος που συζητούσαν, σαν να τσακώνονταν, ηρέμησε τους υπόλοιπους πελάτες. Έτσι μιλάνε κι οι Ιρλανδοί. Αν εκείνοι οι ξένοι ψιθύριζαν μεταξύ τους θα ήταν ύποπτοι. Φωνακλάδες άνθρωποι που πίνουν μαλτ με το μπουκάλι γίνονται πιο εύκολα δεκτοί, κι ας φέρνουν κι αναταραχές. Ιρλανδοί ήταν, τους άρεσαν οι ταραχές. Έπιασαν να παίζουν πιο έντονα κι οι μουσικοί, χορευτικά, κι η πίστα γέμισε ξανά.

Ο Φάρελ τους έδειξε και γέλασε:
«Μου ‘λειψε η πατρίδα. Είμαστε θεοτρελοί. Τη μια μπορεί να πολεμάμε και την άλλη να χορεύουμε. Άντε πάμε!»

~~~~

Πήδηξε απ’ το σκαμπό και μπήκε στο χορό. Αλλά χόρευαν σε ζευγάρια. Γύρισε πίσω κι άρπαξε τη Γιωταλία. Εκείνη είχε πιει δυο γουλιές απ’ το μαλτ. Δεν ήταν μεθυσμένη, αλλά δεν έφερε αντιρρήσεις στο κάλεσμα.

Ξεκίνησε να χορεύει με κέφι και ρυθμό. Έμαθε τις φιγούρες στο λεπτό. Στο δεύτερο κομμάτι όλοι είχαν μαζευτεί γύρω τους και χτυπούσαν παλαμάκια. Η Γιωταλία κι ο Φάρελ ξεσάλωναν. Εκείνη πέταξε τα παπούτσια της στην άκρη, σήκωσε το φόρεμα κι έπιασε το καλύτερο Céilí, τον παραδοσιακό χορό, κάνοντας φιγούρες, χοροπηδώντας. Ο Φάρελ χόρευε γύρω της, σαν τη μέλισσα στο λουλούδι.

Οι Ιρλανδοί κρατούσαν το ρυθμό με παλαμάκια και ζητωκραύγαζαν όποτε η Γιωταλία έκανε κάποια φιγούρα. Κι εκείνη είχε πιάσει κάποιες γκαέλικες λέξεις και φώναζε μαζί τους.

Ο Θάνος είχε σκάσει απ’ τη ζήλεια και τον πόθο. Καθώς την έβλεπε τόσο χαρούμενη και ζωντανή την πόθησε πιο πολύ από ποτέ. Καθώς την έβλεπε να χορεύει με κάποιον άλλον ήθελε να σηκωθεί και να τον πνίξει.

«Χορός είναι μόνο, μη σε νοιάζει», του είπε ο Καρόγλου στο αυτί. Ο Θάνος δεν αισθανόταν έτσι, αλλά έσφιξε τα δόντια και κούνησε το κεφάλι.
«Αυτή χορεύει καλύτερα κι από Ιρλανδέζα», φώναξε η Ρουθ.
«Ωραία», έκανε η Τενερίφη. «Ωραία. Ας την αφήσουμε κι αυτή εδώ, να παντρευτεί και να κάνει μωρά.»

Βλαστήμησε και γύρισε στην μπάρα. Δεν μπορούσε να τους βλέπει να διασκεδάζουν, ενώ είχαν θέματα να λύσουν.

63

Διανυκτέρευσαν στο νησί. Η Ρουθ τους κάλεσε στο πλοίο, αλλά η Τενερίφη ήθελε να μείνουν εκεί. Οι δυο θαλασσινοί δεν μπορούσαν να κοιμηθούν στη στεριά. Μετά από τόσα χρόνια ύπνου στο νερό, τους έπιανε ζάλη στα στεριανά κρεβάτια.

Οι άλλοι τέσσερις βρήκαν να μείνουν σ’ ένα μοναστήρι. Πανδοχεία δεν υπήρχαν στο Ίνισμορ. Αν ξέπεφτε κάποιος τον κοίμιζαν στα σπίτια τους. Αλλά εκείνοι ήταν ξένοι. Ο μπάρμαν τους πήγε με το κάρο του μέχρι το πιο κοντινό μοναστήρι, του αγίου Έντα. Ο Θάνος ακολουθούσε με τη Σιρίν.

Ο Ηγούμενος δεν το συζήτησε καθόλου. Έβαλε τις γυναίκες σ’ ένα κελί και τους άντρες σ’ ένα άλλο. Τους οδήγησαν σ’ αυτά με μια λάμπα πετρελαίου και τους άφησαν να ξαπλώσουν χωρίς φως. Δεν τους είπαν καν καληνύχτα.

Παρά το κρύο και την υγρασία, ήταν τόσο κουρασμένοι, κάποιοι και τόσο πιωμένοι, που κοιμήθηκαν σαν ακούμπησαν στο σκληρό στρώμα. Ο μόνος που δεν κοιμήθηκε αμέσως ήταν ο Θάνος. Σκεφτόταν το χορό της Γιωταλίας με τον Φάρελ κι έτριζε τα δόντια του. Φαντάστηκε εκατό τρόπους να τον σκοτώνει. Γύρω στον εκατοστό δέκατο αποκοιμήθηκε κι εκείνος.

Στο κελί όπου κοιμόταν η Γιωταλία ξεκίνησαν να μπαίνουν απ’ το διαλυμένο παντζούρι νυχτοπεταλούδες και να φτερουγίζουν σε κύκλο γύρω της.

Ο πρώτος που ξύπνησε ήταν ο Θάνος –κι είχε μια στύση που τον εμπόδιζε να γυρίσει μπρούμυτα. Ντύθηκε γρήγορα και βγήκε έξω. Οι μοναχοί, μια δεκάδα ήταν, είχαν τον πρωινό όρθρο. Τους βρήκε στην εκκλησία της μονής, να κουνάνε το κεφάλι και να κροταλίζουν το ροζάριο, αλλά δεν έψελναν. Έμεινε κι εκείνος για λίγο, προσευχήθηκε στο Χριστό, που δεν διέφερε και πολύ από εκείνον της εκκλησίας στο Αγρίδι.

Έπειτα πήγε να πάρει τη Σιρίν κι έφυγε έξω καλπάζοντας. Το Ίνισμορ είναι δεκατέσσερα χιλιόμετρα σε μάκρος. Θα το έκανε μια δυο φορές για να εκτονωθεί.

Δεύτερη ξύπνησε η Τενερίφη, παρά το ατελείωτο πιοτό. Γύρισε στο διπλανό κρεβάτι κι έμεινε έκπληκτη, ακόμα κι εκείνη που είχε δει τόσα. Πάνω στο κρεβάτι της Γιωταλίας, στο στρώμα, στο σκέπασμα, παντού εκτός απ’ το δέρμα και τα μαλλιά της, είχαν κάτσει ξυλολευκούδες πεταλούδες. Κι ήταν σαν να την είχαν ντύσει νύφη για την κηδεία της.

Καθώς σηκώθηκε οι πεταλούδες τρόμαξαν και πέταξαν. Η Γιωταλία δεν ξύπνησε. Φοβήθηκε για λίγο, μετά είδε το στήθος ν’ ανεβοκατεβαίνει, άκουσε την ανάσα της, δεν ήταν πεθαμένη. Βγήκε απ’ το δωμάτιο.

Είδε κι εκείνη τους μοναχούς στην εκκλησία, αλλά δεν μπήκε. Έφυγε έξω, να περπατήσει και να σκεφτεί. Το Άραν είναι επίπεδο σχεδόν και χωρισμένο σε αγροτεμάχια με ξερολιθιές. Αν το δεις από ψηλά μοιάζει μ’ ένα γιγάντιο παζλ. Παντού πετρότοιχοι. Όταν έχεις τόση πολλή πέτρα κάτι πρέπει να την κάνεις. Οι κάτοικοι των Άραν προτού μάθουν να μιλάνε έχτιζαν τοίχους.

Έκανε μια μεγάλη πεζοπορία σ’ εκείνο το παράξενο τοπίο. Παντού υπήρχαν πεταλούδες και θαλασσοπούλια. Ήταν τόσο διαφορετικό μέρος απ’ το Φινιστέρ, παρότι και τα δύο έβλεπαν τον Ατλαντικό. Το Φινιστέρ έμοιαζε να νικάει τη θάλασσα. Τα Άραν είχαν παραδοθεί. Ήταν ένα θαλασσινό τοπίο –έξω απ’ το νερό.

Όσο περπατούσε έψαχνε τρόπους να πείσει τη Ζήνα. Σκεφτόταν τι έπρεπε να της θυμίσει. Δεν την ήξερε τόσο καιρό, μόλις που την είχε πάρει απ’ το Κατσικοχώρι. Της ήρθε μια ιδέα όταν είχε μια πεταλούδα στα θερμά χρώματα: Κίτρινη, πορτοκαλί, κόκκινη. Η φωτιά.

Αυτή ήταν συγκλονιστική εμπειρία για τη Ζανζιβάρη τη μάγισσα. Είχε ρουφήξει μια ολόκληρη δασική πυρκαγιά. Κανείς δεν είχε αναφέρει μάγισσα ή μάγο με τέτοια δύναμη. Ίσως μόνο οι μύθοι που μιλούσαν για θέαινες. Εκείνη ήταν θνητή, κόντεψε να πεθάνει.

Έπρεπε να της θυμίσει αυτό, που ήταν η πιο δυνατή μαγεία που ‘χε κάνει. Συνέχισε να περπατάει κι ευλογούσε τα γένια της. Σκεφτόταν ότι η Γιωταλία, που σίγουρα ήταν πανίσχυρη, δεν μπορούσε να φτάσει σε δύναμη τη δική της μαθήτρια. Έπειτα θυμήθηκε πώς είχε καταντήσει: Μια άμαγη τραγουδιάρα με πέντε παιδιά. Και γύρισε να βλέπει τον Ατλαντικό, για να ξεχαστεί.

~~

Ακριβώς εκεί όπου κοίταξε είδε μια καμινάδα να καπνίζει. Δεν ήταν παράξενο για καλοκαίρι –η υγρασία ήταν ανυπόφορη. Πήγε προς εκείνο το πετρόχτιστο σπίτι που στεκόταν ακριβώς πάνω απ’ το γκρεμό. Καθώς πλησίαζε κατάλαβε τι θα βρει και πήγε πιο σιγά.

Η Τάρα βγήκε στην πόρτα της και της έκανε νόημα. Είχε φτιάξει τσάι και το είχε σερβίρει. Την περίμενε. Έκατσαν χωρίς να μιλήσουν. Ήπιαν, έφαγαν και λίγο κέικ. Κι όπως η Τενερίφη άκουγε τη σκέψη της Νέδας, έτσι άκουσε και τις σκέψεις της γητεύτρας. Ξεκίνησαν να συζητάνε, χωρίς ν’ ανοίξουν το στόμα τους.

«Η Τενιέλ δεν θα φύγει ποτέ από δω.»
«Η Ζήνα θα φύγει.»
«Δεν υπάρχει πια αυτή που ψάχνεις.»
«Τη γνώρισα πριν από σένα. Εγώ την έκανα μάγισσα.»
«Εγώ την έκανα άνθρωπο.»

Η Τενερίφη ήπιε λίγο τσάι ακόμα.

«Όχι, δεν έχω ουίσκι.»
«Εντάξει… Το πρόβλημα είναι ότι εμείς χρειαζόμαστε τη μάγισσα, όχι τον άνθρωπο.»
«Εμείς;»
«Όλοι μας. Όχι μόνο οι Ιρλανδοί, όλοι. Κινδυνεύει το Αβγό της Ευρυνόμης, ξέρεις τι είναι αυτό;»
«Ο Κόσμος ολόκληρος.»
«Ακριβώς. Και θέλουμε την πιο ισχυρή μάγισσα.»
«Η Τενιέλ δεν θα φύγει απ’ το Ίνισμορ. Το ξέρω. Το ονειρεύτηκα την πρώτη νύχτα που τη βρήκα.»

Η Τενερίφη σηκώθηκε κι άναψε τσιγάρο. Η Τάρα έκανε μια χειρονομία αποδοχής. Πήγε κι έφερε ένα μπουκάλι μαλτ και της έβαλε στο τσάι, να χαλαρώσει.

«Κι εγώ την αγαπώ.»
«Το ξέρω. Το είδα. Μιλάς για αποστολή, αλλά δεν ήρθες γι’ αυτό. Ήθελες να βρεις τη… Ζήνα, την κόρη σου. Έτσι τη νιώθεις κι εσύ.»
«Ναι, είναι αλήθεια.»
«Και τώρα της λες ν’ αφήσει τα παιδιά της;»

Η Τενερίφη ήπιε λίγο ακόμα. Αυτή η γητεύτρα δεν ήταν ισχυρή, αλλά ήταν σοφή.

«Ας φύγουνε όλοι μαζί. Αν μείνει εδώ κινδυνεύει.»
«Από τι κινδυνεύει;»
«Μας κυνηγάνε. Μας βρήκαν στη Μασσαλία. Μας βρήκαν στην Οξιτανία, σ’ ένα αγρόκτημα. Τους σκότωσαν όλους. Μας βρήκαν και στο Φινιστέρ.»

Για πρώτη φορά η Τάρα κοίταξε άγρια την Τενερίφη.

«Η Τενιέλ είναι τριάντα χρόνια εδώ. Δεν τη βρήκε κανείς ούτε την ψάξανε. Τώρα έρχεσαι εσύ και λες ότι κινδυνεύει. Ότι σας βρίσκουν όπου κι αν πάτε. Μήπως σας έστειλαν για να τη βρείτε, για να τους την παραδώσετε;»

Η Τενερίφη ακούμπησε πίσω. Το μυαλό της βαρούσε συναγερμό.

64

Ο Θάνος κάλπασε ως την άκρη του Ίνισμορ και γύρισε πίσω. Του άνοιξε την πόρτα ο ίδιος μοναχός ή μπορεί να ήταν άλλος, όλοι του φαίνονταν ίδιοι. Βρήκε τον Καρόγλου στη τραπεζαρία ν’ απολαμβάνει το πρωινό του, μαζί με τους μοναχούς σε κατανυχτική σιωπή.

Σαν τον είδε του φώναξε: «Έλα! Ο καλύτερος…»

Ο μοναχός που καθόταν απέναντι ακούμπησε το δείκτη στα χείλη.

«Ο καλύτερος καφές που έχω πιεί», ψιθύρισε ο Καρόγλου. Έκανε χώρο για να κάτσει ο Θάνος.
«Όρκο σιωπής έχουν κάνει αυτοί;»
«Ισόβιο.»

Το μοναστήρι αυτό δεν ήταν το πρώτο, που είχε ιδρύσει ο ίδιος ο άγιος Έντα, εκείνο ήταν το 500 μ.Χ. και πλέον είχαν μείνει μόνο τα χαλάσματα. Αυτό που υπήρχε το είχε ιδρύσει κάποιος άλλος άγιος, ο Τάιγκ. Αυτός ήταν ένας απ’ τους πιο γνωστούς βάρδους της εποχής του. Ζούσε ακόλαστη ζωή και σε πολλά απ’ τα τραγούδια του κορόιδευε τους χριστιανούς που έχαναν όλες τις απολαύσεις. Μια νύχτα, στη μέση του τραγουδιού, του κόπηκαν τα ήπατα –και η φωνή. Είδε μέσα στην παμπ ένα λευκοντυμένο νεαρό, με χιτώνα, μούσια και μακριά μαλλιά, να πλησιάζει και να του λέει: «Τάιγκ όταν κοροϊδεύεις τους πιστούς, κοροϊδεύεις εμένα.»

Πέταξε κάνω τη λύρα του και δεν ξανατραγούδησε. Δεν ξαναμίλησε καν. Πήγε και έφτιαξε τη νέα μονή του άγιου Έντα, όπου απαγορεύονταν ακόμα κι οι ψαλμοί. Ούτε καν ζώα δεν είχαν εκεί μέσα. Το μόνο που εκτρέφανε σε δεξαμενές ήταν ψάρια.

«Ευτυχώς που είμαστε φιλοξενούμενοι», του είπε ο Καρόγλου. «Δοκίμασε.» Του έβαλε σε μια πήλινη κούπα.
«Έχει ποτό μέσα;» είπε ο Θάνος σαν ήπιε.
«Ουίσκι. Ο καφές είναι νεροζούμι και το ενισχύουν με το ντόπιο μαλτ. Ιρλανδέζικος καφές, ο καλύτερος που ‘χω πιει.»
«Είναι νωρίς για μένα.»

Πήρε δυο κομμάτια ψωμί κι έβαλε μέσα καπνιστό ψάρι.

«Ωραίο μέρος να περάσεις τα γεράματα σου. Θα μπορούσα να μείνω, αν δεν υπήρχε το θέμα της σιωπής. Μου αρέσει να μιλάω.»
«Το κατάλαβα αυτό.»

Ο Ηγούμενος σηκώθηκε κι έριξε τα ψίχουλα στο πιάτο του. Ευχαρίστησε, σιωπηλά, το Θεό για όσα είχαν κι αποχώρησε. Ένας ένας τον ακολούθησαν κι οι υπόλοιποι. Οι ξένοι τους χάζευαν.

«Πώς τα πας με τη θρησκεία;» ρώτησε ο Καρόγλου βάζοντας κι άλλο καφέ στο ουίσκι του.

«Η μάνα μου πίστευε στο Χριστό και σε χίλια άλλα παγανιστικά. Αυτό μ’ έκανε να καταλάβω ότι όλα είναι αρλούμπες. Μέχρι…»

«Μέχρι που συναντήσαμε τις μάγισσες, ξέρω. Και τώρα προσπαθούμε να διακρίνουμε το αληθινό απ’ το… αληθινό;»

Ο Θάνος σκέφτηκε για λίγο αυτό που είχε ακούσει. Έβαλε κι αυτός ουίσκι στον καφέ του, τον έκανε ιρλανδέζικο, νωρίς το πρωί.

«Μπορεί γι’ αυτό να χρειάζονται οι μάγισσες», είπε αφού ήπιε μια καλή γουλιά. «Ένας κόσμος χωρίς μαγικό, χωρίς ανορθολογικό, θα ήταν στείρος. Βαρετός.»
«Χειρότερα. Θα είναι ανυπόφορος. Human kind cannot bear very much reality.»
«Τι σημαίνει;»
«Κάτι που μου είχε πει ένας φίλος Άγγλος, ποιητής. Οι άνθρωποι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς μυθοπλασίες.»
«Έτσι ένιωθα, σαν να μη ζω, και μετά…»
«Γνώρισες τον έρωτα. Μη νομίζεις. Κι ο έρωτας μυθοπλασία είναι, η ομορφότερη φαντασίωση. Αυταπάτη.»
«Χα! Αν κοιμάμαι μη με ξυπνάτε. Αν είμαι τρελός, μη μου το πείτε.»

Ο Καρόγλου χειροκρότησε και του έβαλε περισσότερο ουίσκι.

«Είδες; Ποτέ δεν είναι αρκετά νωρίς για ένα καλό μαλτ. Ξέρεις τι λένε στην Ιρλανδία; Αν πετάξεις μια πέτρα σε παμπ θα χτυπήσεις ή ποιητή ή μουσικό. Τώρα κατάλαβες γιατί», είπε κι ύψωσε την κούπα του.

«Στην υγεία των καλύτερων φαντασιώσεων μας.»
«Στον έρωτα.»
«Πίστεψε το.»

Ήπιανε και γέλασαν δυνατά. Ο Ηγούμενος μπήκε στην τραπεζαρία και τους έκανε έκκληση να ησυχάσουν.

~~

Πίσω του εμφανίστηκε η Τενερίφη. Δεν φαινόταν να έχει ιδιαίτερα καλή διάθεση. Έκατσε απέναντι τους. Δεν πήρε φαγητό ούτε καφέ. Σκέτο ουίσκι με λίγο νερό. Ανατρίχιασε σαν ήπιε και δήλωσε ότι το είχε ανάγκη. Ο Θάνος ρώτησε για τη Γιωταλία.

«Τώρα την είδα. Κοιμάται σαν μωρό.»
«Παράξενο.»
«Ναι, δεν την έχω να φχαριστιέται ύπνο. Μπορεί να της ταίριαξε το κλίμα.»
«Εμένα πάντως μ’ έχει ταράξει.»
«Εσύ, Καρόγλου, είσαι μεσήλικας με πρόσφατα σπασμένα όλα σου τα κόκκαλα.»
«Γι’ αυτό πίνω.»
«Κι όπως βλέπω έχεις πιει ήδη πολύ.»
«Το κατά δύναμιν ευαγγέλιο.»

Έβαλε κι εκείνη καφέ, έφαγε δυο μπουκιές. Οι άλλοι την περίμεναν να χορτάσει για να τους πει τι είχε συμβεί.

«Περπάτησα μέχρι το σπίτι της Τάρας, ξέρετε, της γητεύτρας.»
«Μητέρα της Ζήνας είναι. Αυτή τη μεγάλωσε.»
«Αυτή μεγάλωσε την Τενιέλ.»
«Το ίδιο λέμε.»
«Ναι, εντάξει. Μου έβαλε μια παράξενη ιδέα.» Σκέφτηκε πώς να το πει. Βρήκε τη μεταφορά. «Ίσως να είμαστε μόνο… Τα κυνηγόσκυλα.»
«Τι κυνηγάμε;»
«Μάγισσες. Μάλλον μια συγκεκριμένη μάγισσα, τη Ζήνα. Στείλανε τις μάγισσες να βρουν τη μάγισσα.»
«Κυνηγόσκυλα που κυνηγούν τους όμοιους.»
«Ακριβώς.»
«Εμένα δε μου φαίνεται και πολύ για μάγισσα.»
«Δεν σου φαίνεται γιατί το ‘χει θάψει.»

Ήταν το αντίστροφο της φαντασίωσης που έλεγαν πιο πριν οι δυο τους. Το μυαλό της Ζήνας δεν μπορούσε ν’ αντέξει τόσο πολύ υπερφυσικό. Οπότε έχτισε μια αντίστροφη μυθοπλασία, όπου ήταν κανονική γυναίκα.

Καμία εκδήλωση μαγείας, κανένα θαύμα, τίποτα παράξενο. Δεν θα μπορούσαν ποτέ να τη βρουν όσοι την έψαχναν. Ο καλύτερος τρόπος να βρεις μια μάγισσα που δεν κάνει μαγικά; Πείσε μια άλλη μάγισσα ότι πρέπει να τη βρει για το καλό της. Κι ύστερα ακολούθησε τα ίχνη.

«Οπότε θα ‘ρθουν κι εδώ. Εξαιτίας μας.»
«Μπορούμε να φύγουμε, τώρα αμέσως», είπε ο Θάνος.
«Κι απ’ τους Μολιέ είχαμε φύγει.»
«Τι εννοείς; Θα κάτσουμε να πολεμήσουμε; Τον Καρπόφ;»
«Δεν εννοώ τίποτα. Έχω μπερδευτεί. Βάλε κι άλλο απ’ αυτό.»
«Ναι, ούτε για σένα είναι πολύ νωρίς», είπε ο Καρόγλου και της το ξεχείλισε

~~~

Ίσως να σταματούσαν να πίνουν και να σκέφτονταν τι έπρεπε να κάνουν, αν ήξεραν ότι την προηγούμενη μέρα ο Φοίβος είχε φτάσει στη Βρέστη. Εκεί ήταν το σημαντικότερο στρατιωτικό λιμάνι της Γαλλίας, με τα πιο ισχυρά και σύγχρονα πλοία.

Πέρασε αεράτος όλα τα σημεία ελέγχου του ναυαρχείου. Έφτασε στο γραφείο του διοικητή στόλου Ατλαντικού και είπε το όνομα του στη γραμματέα.

«Κύριε Αβαρίδη, δυστυχώς ο ναύαρχος δεν μπορεί να δεχτεί κόσμο σήμερα», είπε εκείνη με βρετονική προφορά.

Ο Φοίβος απάντησε σε άπταιστα γαλλικά, με προφορά πρωτευουσιάνικη, σαν να ‘χε σπουδάσει στη Σορβόννη.

«Κυρία, δεν είμαι… κόσμος. Είμαι το πιο σημαντικό πρόσωπο που θα συναντήσει ο ναύαρχος σήμερα, ίσως κι όλο το χρόνο.»

Η γραμματέας έκανε μια γκριμάτσα περιφρόνησης. Ο Φοίβος έβγαλε και της έδωσε ένα έγγραφο. Έλεγε: «Εξυπηρετήστε αυθωρεί και παραχρήμα τον κύριο Φοίβο Αβαρίδη, σε οτιδήποτε χρειαστεί. ΥΓ: Χωρίς δεύτερη σκέψη.»

Το έγγραφο είχε την υπογραφή και το σήμα του Υπουργού Αμύνης, που όλοι έλεγαν ότι θα γινόταν ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Η γραμματέας ζήτησε συγνώμη και μπήκε στο γραφείο του ναυάρχου. Στην αρχή ακούστηκε εκείνος να μιλάει δυνατά. «Ποιος διάολος είναι αυτός ο Αβαρίδης;» Μετά η φωνή της, μια μικρή σιωπή, μια κουβέντα «Φερτον μέσα.» Και η γραμματέας βγήκε χωρίς την επιστολή του Υπουργού.

«Κύριε Αβαρίδη περάστε. Θέλετε να σας φέρω κάτι;»
«Ένα λευκό κοράκι», της είπε εκείνος και μπήκε.
Η γραμματέας προσπαθούσε να καταλάβει τι είδους ποτό ή ρόφημα είναι το λευκό κοράκι.

~~~~

Έπειτα απ’ τις αναγκαίες αβρότητες ο ναύρχος έδειξε στον νεαρό το κάθισμα απέναντι του.

«Έχετε υψηλές διασυνδέσεις, κύριε Αβαρίδη.»
«Κι είμαι ακόμα στο ξεκίνημα.»
«Ενδιαφέρουσα προφορά. Πού μάθατε τη γλώσσα;»

Ο Φοίβος δεν απάντησε. Έβγαλε το πακέτο του κι άναψε τσιγάρο χωρίς να πάρει άδεια. Αυτό ήταν προσβολή ανεπίτρεπτη για το ναύαρχο, αλλά πριν πει κάτι άκουσε το νεαρό να λέει κάτι ακόμα πιο προσβλητικό:
«Θέλω να χρησιμοποιήσω ένα θωρηκτό σας. Το πιο γρήγορο και ισχυρό. Ποια έχετε εδώ; Μάλλον το ντρέντνωτ Βρετάνη.»
«Για ποιο πράγμα; Για ρεπορτάζ;»
«Για πόλεμο.»

Ο ναύαρχος έκανε ότι γελάει. Εκείνη την ώρα άνοιξε την πόρτα και μπήκε η γραμματέας. Του είπε ότι είναι ώρα να φύγει για το ραντεβού. Αυτό ήταν ένα κόλπο που χρησιμοποιούσαν για να ξεφορτώνονται ανεπιθύμητους. Συγνώμη, αλλά πρέπει να φύγω, ξέχασα το ραντεβού μου.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ναύαρχος σηκώθηκε κι έβρισε τη γραμματέα. Της είπε να μην ξανανοίξει την πόρτα. Έπειτα, όρθιος και θυμωμένος, μίλησε αυστηρά στον νεαρό.

«Δεν με νοιάζει ποιανού εντολή έχετε. Το Βρετάνη είναι το καινούριο μας ντρέντντωτ θωρηκτό. Δεν έχει κάνει καν στρατιωτική αποστολή.»
«Ευκαιρία να το δοκιμάσετε.»
«Όχι, εγώ δεν δίνω τα πλοία μου να πολεμάνε ξένους πολέμους. Έλληνας δεν είστε; Θέλετε να το χρησιμοποιήσετε ενάντια στους Οθωμανούς; Ξεχάστε το, όσο είμαι εγώ ναύρχος!»

Χτύπησε το χέρι του στο γραφείο, βέβαιος πως είχε επιβληθεί. Ο Φοίβος ρούφηξε το τσιγάρο του κι έκανε κυκλάκια με τον καπνό. Έπειτα έγειρε μπροστά κι έπιασε τη φωτογραφία που υπήρχε πάνω στο γραφείο.

«Μισέλ, εφτά χρονών, πολύ καλή στο πιάνο. Σοφί, εννιά, μάλλον θα γίνει δασκάλα. Ιρέν, εφηβεία. Δύσκολο να έχεις τρία κορίτσια.»

Άφησε τη φωτογραφία στη θέση της.

«Έχετε ένα Άλφα στο χέρι σας, κύριε ναύαρχε. Το ξέρω γιατί το ξέρει κι ο εργοδότης μου, ο κύριος Καρπόφ. Μάλλον θα τον γνωρίζετε. Αν όχι, σίγουρα γνωρίζετε τον κύριο Ροτσίλντ. Νομίζω ότι αυτός χρηματοδότησε την κατασκευή των πλοίων σας. Κάνω λάθος;»

Ο ναύαρχος έκατσε στην καρέκλα του. Αγαπούσε τις κόρες του πιο πολύ απ’ τον πόλεμο. Όταν είχε κάνει τατουάζ το Άλφα δεν είχε παιδιά ακόμα. Τον βοήθησαν πολύ όλες αυτές οι διασυνδέσεις να φτάσει εκεί όπου έφτασε. Σκέφτηκε ότι ήταν ώρα να παραιτηθεί. Όλοι οι Άλφα ήξεραν ότι ερχόταν πόλεμος, αυτοί τον είχαν στήσει, και θα ήταν ο μεγαλύτερος που είχε γίνει. Μέχρι εκείνη τη μέρα ανυπομονούσε να ξεκινήσει. Σαν μίλησε με τον Φοίβο θυμήθηκε ένα ωραίο αγρόκτημα που είχαν στην Ινδοκίνα. Θα πήγαινε εκεί. Αφού έκανε το θέλημα του Ροτσίλντ, γιατί αλλιώς δεν θα πήγαινε πουθενά.

«Ωραία, θα έχετε το Βρετάνη. Πού θα πάτε; Δαρδανέλλια;»
«Καλύτερα να μην ξέρετε. Μόνο ο κυβερνήτης του θα μάθει. Είναι Άλφα;»
«Βεβαίως. Και πολύ πιστός. Πότε θα αποπλεύσετε;»
«Τώρα.»
«Θα στείλω μήνυμα. Σε μια ώρα το πολύ ξεκινάτε. Ο στόλος μας είναι σε διαρκή ετοιμότητα.»
«Ωραία, σας ευχαριστώ πολύ, ναύαρχε. Προτού αποχωρήσω θα ενημερώσω τον κύριο Καρπόφ για τη συνεργασία μας.»

Ο Φοίβος πήγε κι άνοιξε την πόρτα. Στάθηκε και πριν βγει είπε δυνατά, να τον ακούσει κι η γραμματέας:
«Ξέρετε τι λένε, κύριε ναύαρχε. Επειδή όλα τα κοράκια που έχεις δει είναι μαύρα, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άσπρα κοράκια. Απλώς δεν έχεις δει ακόμα.»

Ο ναύαρχος ζήτησε να μιλήσει με τον κυβερνήτη του Βρετάνη. Ένιωθε το γραφείο του να μυρίζει σαν να είχε μπει ο διάβολος.

65

Συζητούσαν μέχρι την ώρα του μεσημεριανού –κι έπιναν μαζί. Λύση δεν βρήκαν. Το πιο πιθανό ήταν να πάρουν όλη την οικογένεια μαζί, αν τους έπειθαν. Όμως κι αυτό να γινόταν μόνο θα ανέβαλλαν τη συνάντηση με το κακό. Θα τους έβρισκαν όπου κι αν πήγαιναν, ειδικά αν ήταν ολόκληρο μπουλούκι.

«Υπάρχει κι άλλο θέμα», είπε ο Θάνος.
«Ωχ, τι θα πεις τώρα;»
«Τα μεγαλύτερα παιδιά πόσων χρονών είναι; Αν η κόρη είναι η μεγάλη θα έχει κάνει κι αυτή άλλα δυο τρία παιδιά. Θα πρέπει να πείσουμε κι αυτούς.»
«Γι’ αυτό σας λέω δεν μπορούμε να πάρουμε τα παιδιά ούτε να το συζητήσουμε. Θα την απαγάγουμε.»
«Αφού σκοτώσουμε τους πάντες;»
«Δεν ξέρω, καθόλου δεν ξέρω.»

Παρατήρησαν τον τραπεζοκόμο μοναχό που έστρωνε για το μεσημεριανό.

«Τρώνε νωρίς εδώ ή εμείς ξεχαστήκαμε;»

Κατάλαβαν ότι δεν είχαν δει ακόμα τη Γιωταλία. Σηκώθηκαν για να πάνε στο δωμάτιο της, όταν την είδανε να κατεβαίνει μαχμουρλού. Το πρόσωπο της μετά από τόσο ύπνο δεν θα έβαζε σε πειρασμό τους μοναχούς, γιατί δεν έμοιαζε καν ανθρώπινο, ήταν σαν άγγελος.

«Έκανα τον καλύτερο ύπνο της ζωής μου», είπε κι έκατσε δίπλα στη Τενερίφη.
«Είδες τίποτα προφητικό;»
«Δε θυμάμαι. Είδα πολλά. Μου έμεινε μόνο το συναίσθημα: Ευτυχία.»
«Τουλάχιστον ένας από μας είναι ευτυχισμένος.»
«Δύο», είπε ο Καρόγλου που είχε γίνει λιάρδα.
«Τρεις», σήκωσε το χέρι ο Θάνος. Για ‘κείνον ευτυχία ήταν να ‘ναι με τη Γιωταλία.
«Τέλεια. Είμαστε μια ευτυχισμένη παρέα λίγο πριν το τέλος του κόσμου.»

Ο Ηγούμενος τους πλησίασε και τους παρακάλεσε στη διάρκεια του γεύματος να μιλάνε λιγότερο και πιο σιγά, αν και θα προτιμούσε να μη μιλούσαν καθόλου ή να πήγαιναν έναν περίπατο. Τα είπε όλα αυτά με νοήματα κι όλοι κατάλαβαν.

Η Γιωταλία έφαγε με τεράστια όρεξη ψωμί, χόρτα και ψάρια.
«Τι έχει πάθει αυτή;» ψιθύρισε ο Καρόγλου στο Θάνο.
«Νιώθει καλά.»

Δεν της είπαν τίποτα σχετικά με το σχέδιο, γιατί δεν είχαν σχέδιο. Θα επέστρεφαν στην παμπ Ντο το βράδυ, για να ξαναβρούν τη Ζήνα που πλέον λεγόταν Τενιέλ. Ο Καρόγλου παραπατώντας πήγε για έναν μεσημεριανό ύπνο. Η Τενερίφη ήθελε να μείνει μόνη. Ο Θάνος με τη Γιωταλία βγήκαν έξω να περπατήσουν.

~~~

«Μου αρέσει εδώ», του είπε.

Όπου πατούσαν έβλεπαν πεταλούδες να βγαίνουν. Έκαναν μερικούς γύρους στο κεφάλι της Γιωταλίας πριν επιστρέψουν στα λουλούδια. Κάποιες είχαν μείνει στα μαλλιά της, κι έτσι όπως ήταν πολύχρωμες έμοιαζαν με λουλουδένιο στεφάνι.

«Σου πάει», της είπε.

Στάθηκαν στην άκρη του γκρεμού, κοιτώντας τη θάλασσα.

«Νομίζω ότι πήρα την αγάπη του πατέρα μου για τη θάλασσα.» Θυμήθηκε όσα της είχε πει η Ρουθ για ‘κείνον και συννέφιασε.
«Να ταξιδεύεις;»
«Όχι τόσο αυτό, είναι κουραστικό. Να τη βλέπω. Θέλω να ζήσω σ’ ένα μέρος όπου θα βλέπω τη θάλασσα. Όχι όπως στην αγροικία των Μολιέ.» Κι άλλη άσχημη σκέψη.

«Ξέρεις τι έλεγε ένας σοφός;» της είπε ο Θάνος. «Ευτυχία είναι καλή υγεία και κακή μνήμη. Πρέπει ν’ αφήνουμε πίσω μας…»
«Κοίτα, είναι η μητέρα της Ζήνας», τον διέκοψε η Γιωταλία κι έδειξε την Τάρα που περπατούσε προς το μέρος τους.

Πήγαν κοντά της. Σήκωσε το μπαστούνι σαν να ήθελε να χτυπήσει τη Γιωταλία. Το έκανε για να διώξει τις πεταλούδες. Εκείνες δεν έφυγαν. Ο Θάνος τη χαιρέτησε, λέγοντας λίγες αγγλικές φράσεις που ήξερε. Η Τάρα δεν απάντησε. Είχε κολλήσει να κοιτάει το πρόσωπο της Γιωταλίας, τα μαλλιά της. Έκανε το σταυρό της κι έφυγε.

«Δεν με συμπαθεί πολύ», είπε η Γιωταλία και γύρισε ν’ ατενίσει τη θάλασσα.

Αργά το απόγευμα, την ώρα του λυκόφωτος, ξεκίνησαν με το κάρο για το λιμάνι του Ίνισμορ. Ο καλόγερος και δυο επιβάτες. Η Γιωταλία γύρισε με το Θάνο, καβάλα στη Σιρίν. Της εξήγησε πώς κάνεις ιππασία, τα βασικά. Έπειτα αυτός κατέβηκε.

«Σιγά σιγά», της είπε.

Η Γιωταλία μίλησε στο αυτί της Σιρίν κι έφυγαν καλπάζοντας.

«Πρόσεξε!» της φώναξε ο Θάνος.

Την είδαν να φεύγει, το κορίτσι με τ’ άσπρα μαλλιά, πάνω στο άσπρο άλογο. Ο Θάνος ανέβηκε κι εκείνος στο κάρο, όχι τόσο ευτυχισμένος.

«Καημένε μου, εσύ πρόσεχε», του είπε η Τενερίφη. «Δεν είναι ένα όμορφο κορίτσι.»
«Το ξέρω, είναι η γυναίκα της ζωής μου.»
«Φαίνεται. Αλλά μπορεί να μην είσαι εσύ ο άντρας της ζωής της.»

Ο Καρόγλου τη σκούντηξε.
«Τι; Η αλήθεια πρέπει να λέγεται.»

Ο Θάνος έτσι κι αλλιώς δεν άκουγε. Κοιτούσε εκείνο το λευκό σημάδι μέχρι που δεν φαινόταν πια.

~~~~~

Όταν μπήκαν στην παμπ δεν τους κοίταξαν έντονα για πολύ ώρα, σχεδόν καθόλου. Τους είχαν συνηθίσει. Στα μικρά μέρη κάνεις εύκολα φίλους –και εχθρούς. Η Ρουθ με τον Φάρελ ήταν ήδη στην μπάρα κι είχαν πιει αρκετά, όπως φάνηκε απ’ την εγκάρδια υποδοχή.

«Πού είναι η μάγισσα;» ρώτησε η Ρουθ.
«Καλπάζει, καλπάζει. Για ρώτα. Σερβίρουν τίποτα άλλο από ψάρι; Γιατί θα βγάλω λέπια σε λίγο.»
«Χοιρινό με λάχανο. Και πατάτες. Πατάτες τηγανιτές, πατάτες βραστές, πατάτες ψητές με πουρέ πατάτας από πάνω.»
«Πες του να μου δώσει ένα πιάτο από εκείνο με το λάχανο.»

Τότε σκέφτηκε το κόστος όσον έτρωγαν και πίνανε. Στράφηκε στον Καρόγλου.

«Αλήθεια… Πώς τα πάμε οικονομικά;»
«Μη σε νοιάζει. Ας είναι καλά ο πατέρας μου. Φάε όσο θες και πιες περισσότερο.»

Παρήγγειλε διπλή μερίδα χοιρινό, μια πίντα Γκίνες και ουίσκι.

«Πόσο καιρό θα μείνετε ακόμα;» ρώτησε η Ρουθ.
«Όσο χρειαστεί.»
«Καλώς. Εμείς θα πρέπει να φύγουμε. Είχαμε πει να σας φέρουμε. Αυτή ήταν η συμφωνία. Όχι να σας περιμένουμε.»
«Και πώς θα φύγουμε;»
«Έχει βάρκες και πλοιάρια να σας πάνε απέναντι, στο Μόχερ. Από εκεί Δουβλίνο. Και μετά όπου θέλετε.»
«Πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα», είπε η Τενερίφη. «Δε γίνεται να μας αφήσετε. Καρόγλου, ας είναι καλά ο πατέρας σου, κανόνισε τα.»

Εκείνος έπιασε ιδιαίτερη κουβέντα με τη Ρουθ. Της είπε πόσα θα της έδινε για κάθε μέρα καθυστέρησης. Της είπε λίγα, για να κάνει εκείνη ρελάνς και να φτάσουν στο ποσό που ήθελε να δώσει. Πήγαν να κάτσουν σ’ ένα τραπέζι.

Απέξω ακούστηκε καλπασμός. Ο Θάνος πετάχτηκε για να υποδεχτεί τη Γιωταλία.

Η Τενερίφη είχε μείνει μόνη της να τρώει και να πίνει. Ο Φάρελ δίπλα της μουρμούριζε γαέλικα τραγούδια. Χειροκρότησε μαζί με τους θαμώνες όταν βγήκε η μπάντα κι έκατσαν στον καναπέ για να παίξουν. Η Τενιέλ δεν πήγε μαζί τους. Έκατσε δίπλα στον Φάρελ και του είπε να μεταφράσει στην Τενερίφη.

«Σ’ έβλεπα στον ύπνο μου στην αρχή», της είπε. «Δεν ήξερα ότι ήσουν αληθινή.»
«Τους γονείς σου τους θυμάσαι;»
«Η Τάρα.»
«Αυτή σε ανέστησε, δε σε γέννησε.»
«Αυτή είναι η μητέρα μου.»
«Το πιστεύεις ότι ήρθες εδώ απ’ την… αρχαία Ελλάδα.» Ακόμα δεν είχε συνηθίσει να λέει αρχαίο τον καιρό της.
«Είναι χαζό», είπε η Τενιέλ.
«Ότι είσαι μάγισσα;»
«Όλες οι γυναίκες είναι μάγισσες.»
«Όχι, δεν είναι. Λάθος. Μάγισσες είναι μόνο οι μάγισσες.»
«Τι θες από μένα;»
«Να θυμηθείς ποια είσαι.»
«Ξέρω ποια είμαι.»

Ο Φάρελ τους ζήτησε ένα μικρό διάλειμμα να πιει λίγη μπύρα. Εκείνη την ώρα ξεκίνησε να παίζει η μπάντα ένα χορευτικό ρυθμό. Χειροκρότησε, αλλά σαν είδε το μονόφρυδο της Τενερίφης να κατεβαίνει απειλητικά επέστρεψε στη διερμηνεία.

«Είμαστε μάγισσες, έχουμε αφοσιωθεί σε κάτι.»
«Εγώ δεν είμαι.»
«Σκατά! Είσαι η πιο δυνατή μάγισσα που έχω δει.»
«Δεν ξέρω να κάνω μαγικά.»
«Ξέχασες. Θα θυμηθείς.»
«Δεν θέλω να θυμηθώ. Είμαι ευτυχισμένη εδώ, τα έχω όλα. Γιατί να γίνω κάτι άλλο;»
«Τι έχεις;»

Ο Καρόγλου με τη Ρουθ είχαν συμφωνήσει ακριβώς στην τιμή που ήθελε εκείνος και πλησίασαν για ν’ ακούσουν τη συζήτηση.

«Έχω αγάπη», της είπε η Τενιέλ. «Είμαι ερωτευμένη ακόμα με τον άντρα μου, κι αυτός το ίδιο. Έχω τα παιδιά μου. Πρώτα εκείνα που ζουν. Αλλά και τα άλλα, πηγαίνω και τους αφήνω λουλούδια στα γενέθλια τους. Έχω την Τάρα, τη μητέρα μου. Έχω τους ανθρώπους μου, έχω τη μουσική, έχω το νησί μου, έχω αγάπη. Τι μου δίνεις γι’ αντάλλαγμα;»

Καθώς ο Φάρελ μετέφραζε αυτά που άκουγε είχε δακρύσει. Του είχε λείψει κι εκείνου η πατρίδα του. Ο Θάνος με τη Γιωταλία είχαν μπει κι εκείνοι, άκουγαν και κουνούσαν το κεφάλι.

Δεν ήταν πλέον η Ζήνα. Είχε γεννηθεί μ’ αυτό το όνομα, είχε γίνει Ζανζιβάρη, το μαγικό όνομα, κι είχε ζήσει ως Τενιέλ, το τρίτο όνομα.

Όλοι γύρισαν στην Τενερίφη. Να δουν αν θα μπορούσε ν’ απαντήσει. Αλλά κι εκείνη ήταν πεισματάρα.

«Όλ’ αυτά που λες, αγάπη, έρωτας, παιδιά, θα χαθούν.»
«Όχι, όλ’ τ’ άλλα χάνονται. Η αγάπη δε χάνεται.»

Τα πρόσωπα όλων γύρισαν στην Τενερίφη.

«Τι κοιτάτε;» φώναξε εκείνη, που ένιωθε να χάνει. Έπιασε να πιει να πάρει έμπνευση.

Η Τενιέλ συνέχισε:
«Βλέπεις τον κοκκινομάλλη που παίζει κιθάρα. Έμοιασε στον πατέρα του. Αυτό είναι ο Μπριν, ο μεγάλος μου γιος. Δεν είναι πρωτότοκος. Ο Ρόι πέθανε μωρό. Ο Μπριν παντρεύτηκε φέτος. Θα γίνω και γιαγιά σε λίγους μήνες.»

Ο Μπριν έπαιζε κεφάτα μουσική. Ο κόσμος χόρευε στο ρυθμό. Στην πίστα ήταν πολλοί άνθρωποι κάθε ηλικίας. Ήταν κι ένα μικρό κορίτσι, που χόρευε μόνο του.

«Ο δεύτερος, ο Ντάραγκ, έγινε ναυτικός. Πλοίαρχος. Προσεύχομαι κάθε μέρα γι’ αυτόν. Κάθε φορά που γυρνάει έχουμε γιορτή.»

Το κομμάτι τέλειωσε. Όλοι χειροκρότησαν, μαζί κι η Τενιέλ. Αμέσως ξεκίνησε το επόμενο το ίδιο κεφάτο. Ο κόσμος χόρευε, το μικρό κορίτσι χόρευε. Η Γιωταλία είπε στο Θάνο να μπουν κι αυτοί μέσα. Εκείνος είπε ότι δεν ήξερε να χορεύει.

«Ο Ρος θα γίνει ποιητής. Δεν τα πάει καλά στο σχολείο, αλλά έχει μυαλό ποιητή. Όλη την ώρα κοιτάζει τα λουλούδια, τη φύση, τον ουρανό.»

Η Γιωταλία μπήκε μόνη της στην πίστα για να χορέψει. Ο Φάρελ ήθελε ν’ ακολουθήσει, αλλά είχε το ρόλο του διερμηνέα.

«Κι εδώ έχω τα δυο μικρά, τα τελευταία. Ο Φέργκους θέλει να γίνει σαν τον μπαμπά του, αυτό λέει. Νάτος εκεί. Κι η Γκιορσαλί θα γίνει χορεύτρια, σίγουρα. Νάτη.»

Η Τενιέλ έδειξε το τρίχρονο κοριτσάκι που χόρευε στην πίστα. Φορούσε ένα φωτεινό πράσινο φόρεμα. Το πρόσωπο της ακτινοβολούσε. Τα μακριά μαλλιά της ήταν πιο ανοικτά απ’ το ξανθό.

Η Γιωταλία έκανε μερικές περιστροφές και βρέθηκε δίπλα στη μικρή. Καθώς ήταν οι μόνες χωρίς παρτενέρ της έπιασε τα χέρια και ξεκίνησαν να χορεύουν μαζί.

Όλοι οι ξένοι, κι η Τενιέλ μαζί, κοιτούσαν το ζευγάρι και το μυαλό τους κάηκε. Η έφηβη Γιωταλία και η τρίχρονη Γκιορσαλί έκαναν ακριβώς τα ίδια βήματα κι έμοιαζαν να είναι η μητέρα με την κόρη. Ή έστω αδελφές.

«Τι όνομα είναι το Γκιορσαλί;» ρώτησε η Τενερίφη χωρίς να παίρνει τα μάτια της απ’ το ντουέτο.
«Είναι γαέλικο απ’ τη Σκωτία. Ο Τζέιμι το είπε σαν είδε το μωρό.»

Στα σκωτικά γαέλικα υπάρχει το γυναικείο όνομα Giorsal ή Giorsala. Σημαίνει δύο πράγματα. Το ένα είναι: Αυτή που έχει τη Χάρη.

«Το δεύτερο νόημα ποιο είναι;» είπε η Τενερίφη.

Το πόδια των δυο κοριτσιών συνέχισαν συντονισμένα. Το προφίλ τους ήταν παρόμοιο. Ο Τζέιμι στεκόταν πίσω απ’ την μπάρα κι άκουγε τόση ώρα, αλλά δεν είχε φανερωθεί. Μπήκε για να λύσει την απορία.

«Γκιορσάλα στη Σκωτία σημαίνει και κάτι άλλο: Αυτή που έχει γκρίζα μαλλιά.»
«Έτσι γεννήθηκε», είπε η Τενιέλ, «με κάτασπρα μαλλιά. Το σοφό μωρό, έτσι την είπε η Τάρα. Μετά ξεκίνησαν να σκουραίνουν. Κάθε χρόνο γίνονται και πιο καστανά.»

Όλοι συνέχιζαν να κοιτάνε τα δυο κορίτσια. Τότε ο Θάνος τόλμησε να πει αυτό που όλοι είχαν σκεφτεί, αλλά τους ήταν αδύνατο να το ξεστομίσουν.

«Είναι ο ίδιος άνθρωπος!»

Η Γιωταλία χόρευε με τον εαυτό της, με τον δεκατρία χρόνια νεότερο εαυτό της. Η Τενιέλ, η Ζανζιβάρη, η Ζήνα, ήταν η μητέρα της Γιωταλίας.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Σ.τ.Σ.
Οι ωραίες συμπτώσεις της λογοτεχνίας:
Το όνομα Giorsal-a υπάρχει στα γαέλικα και πράγματι σημαίνει αυτό που αναφέρω. Δεν το ήξερα όταν ξεκίνησα τη Γιωταλία, πριν δυο χρόνια σχεδόν. Και προχθές, καθώς έψαχνα ένα γαέλικο όνομα για τη μικρή Γιωταλία, έπεσα πάνω του. 
Σύμπτωση;