Πολλή ζέστη πια. Τι θέλαμε και ήρθαμε Αύγουστο μήνα στην Κέρκυρα. Νησί, ξενησί ο ήλιος καίει. Ούτε να κοιμηθείς το μεσημέρι μπορείς. Ας όψεται η παρέα κι ότι θα είναι η τελευταία μας εκδρομή, όλων μαζί, πριν πάμε στρατό.
Τα άλλα παιδιά αράζουν στο μπαλκόνι των ενοικιαζόμενων δωματίων σε κατάσταση αποχαύνωσης λόγω της τρομερής καλοκαιρινής κάψας. Εγώ αποφασίζω να πάω για ένα μπανάκι εκεί κοντά. Στο Φαληράκι.
Αρπάζω το σακίδιό μου. Ρίχνω μέσα μια πετσέτα, το καπελάκι μου, λίγο κρύο νερό και ροβολάω τα καντούνια με κατεύθυνση την θάλασσα. Περνάω τη Λιστών, το παλιό παλάτι και φτάνω στο μπαλκόνι πάνω από την παραλία. Τσεκάρω από κάτω την περιοχή. Γεμάτη κόσμο και φασαρία.
Τώρα τι κάνουμε; Σηκώνω το κεφάλι και κοιτώντας απέναντι βλέπω το νησάκι. Νομίζω λέγεται Βίδος. Με μια απόφαση της στιγμής λέω στον εαυτό μου, γιατί δεν πετάγομαι απέναντι; Ρωτώντας, λένε, πας στην Πόλη. Έτσι κι εγώ βλέποντας έναν κύριο με το σκυλάκι του ζητώ πληροφορίες. Μου λέει πως φεύγουν καραβάκια ανά τακτά διαστήματα από το παλιό λιμάνι, λίγο παρακάτω.
Μετά από σύντομο περπάτημα φτάνω στο λιμάνι. Για καλή μου τύχη, ένα καραβάκι με το όνομα Γλάρος, φεύγει για το νησί. Σε δέκα λεπτάκια ταξίδι, δένουμε στο Βίδο, ανάμεσα σε ψαρόβαρκες. Οι παραλίες ακούω είναι από την άλλη πλευρά. Ακολουθώ κάποιους με τσάντες και καρεκλάκια παραλίας για σιγουριά. Περνάμε ένα δάσος, ένα μεγάλο πέτρινο κτήριο και σε λίγο βλέπουμε μια παραλία με πράσινα νερά.
Διαλέγω ένα πεύκο παραδίπλα, για σκιά. Αφήνω τα πράγματα μου και κατευθείαν πέφτω στην δροσιά της θάλασσας. Ηρεμία, αεράκι, τι άλλο να θέλω; Μετά από ένα μισάωρο βγαίνω να ξεκουραστώ στην παραλία. Ξαπλώνω ευχαριστημένος για την απόφασή μου να περάσω απέναντι και σύντομα με παίρνει ο ύπνος.
Ακούω κάτι να πέφτει στο νερό. Ξανά και ξανά. Ένας επαναλαμβανόμενος ήχος. Ανοίγω τα μάτια λίγο, εξαιτίας της αντηλιάς, και βλέπω στα αριστερά ένα ξανθό παλικάρι να κάθεται πάνω σ’ ένα βραχάκι στην άκρη της ακτής. Ρίχνει βότσαλα στη θάλασσα. Ο ήλιος χτυπάει κατακούτελα μεσημεριάτικα.
Πίνω καναδυό κρύες γουλιές νερό απ’ το θερμός μου κι αράζω. Ο ήχος συνεχίζεται για κάποια λεπτά ακόμα. Οι πέτρες να πέφτουν στο νερό τακτικά και το παιδί να σφυρίζει μία μελωδία. Άγνωστη σε μένα, νομίζω.
-Έι, εσύ εκεί. Γεια, με λένε Θανάση. Μήπως θέλεις να κάτσεις κάτω από το δέντρο; Έχω και κρύο νερό, αν διψάς.
Σταματά, στρέφει το βλέμμα του πάνω μου και κοιτά. Του κάνω νόημα με το χέρι να έρθει προς τα μένα για να καθίσει κάτω από το δέντρο. Σηκώνεται μετά από λίγο και πλησιάζει.
Πρέπει να είναι λίγο μικρότερός μου. Φοράει ένα πουκάμισο, χωρίς κολάρο, απέξω από ένα παντελόνι, λίγο ταλαιπωρημένο. Ένα κομμάτι σχοινί στη μέση το συγκρατεί γιατί είναι και αρκετά αδύνατος. Παπούτσια δεν έχει. Τα μπατζάκια του παντελονιού είναι γυρισμένα και βρεγμένα από την θάλασσα.
Του δείχνω να κάτσει στη σκιά και του προσφέρω το μεταλλικό μου θερμός. Το πιάνει με τα χέρια του και διστακτικά πίνει λίγο. Τα γαλανά του μάτια μου ρίχνουν καμιά ματιά. Σαν φοβισμένα πουλιά πεταρίζουν γύρω μας. Ακουμπώντας τα χέρια του στο στήθος και γνέφει με το κεφάλι προς τα κάτω.
-Γεια σου. Είμαι ο Θανάσης. Εσύ;
-Αλεξάντερ, ψιθυρίζει.
-Μάλλον δεν είσαι από εδώ. Ποια είναι η χώρα σου;
-Εγώ ….έρχομαι από τη Σερβία.
-Α, ωραία. Λίγο πιο πάνω από την Ελλάδα. Είσαι πολύ καιρό εδώ;
-Είμαι λίγο καιρό στο νησί.
-Μόνος σου είσαι;
-Όχι, ήρθαμε πολλοί μαζί. Ήμασταν στρατιώτες που φεύγαμε να γλυτώσουμε από την μανία των Αυστριακών που μας κυνηγούσαν. Από μακρυά βλέπαμε φωτιές, κανόνια να ρίχνουν. Περάσαμε από το Μοντενέγκρο στην Αλβανία για να σωθούμε και ακολούθησαν και άλλοι δικοί μας από κοντά. Αυτοί ήταν πολίτες που έφευγαν με λίγα από τα υπάρχοντά τους, γιατί είχαν ακούσει ότι από όπου περνούσε ο εχθρικός στρατός καίγανε χωριά ολόκληρα. Ο κόσμος εκεί είτε σκοτώνονταν είτε τους έπαιρναν μαζί τους αιχμαλώτους. Υπήρχαν διάφορες ηλικίες, άτομα τραυματισμένα ή άρρωστα.
-Και πώς φτάσατε σε αυτό το μέρος; ρωτώ και ταυτόχρονα αναρωτιέμαι αν έχω ακούσει για κάτι τόσο τρομερό να συμβαίνει τόσο κοντά στην πατρίδα μας.
-Μετά από πολλές μέρες περπάτημα στα βουνά για να μην μας βρουν. Μετά από πολλούς θανάτους λόγω αρρώστιας ή τραυματισμών. Μετά από πείνα, επειδή τα τρόφιμά μας ήταν λίγα εκεί πάνω. Τότε φάνηκε ένα διέξοδο στον ορίζοντα. Μας είπανε ότι πρέπει να κατέβουμε στο λιμάνι της Αυλώνας. Εκεί μας περίμεναν καράβια Γαλλικά που θα μας πήγαιναν στην Ελλάδα που είναι κι αυτοί ορθόδοξοι και θα μας βοηθήσουν.
-Έτσι φτάσατε στην Κέρκυρα;
-Ναι. Μας κατέβασαν στην Κέρκυρα και σε άλλα μικρότερα λιμάνια. Μας δώσανε φαγητό. Φροντίσανε τους αρρώστους και τους τραυματίες μας. Αλλά επειδή ήμασταν χιλιάδες μας χώρισαν. Μερικοί που χρειάζονταν βοήθεια έμειναν σε πρόχειρα νοσοκομεία και σπίτια και οι άλλοι ήρθαμε στο νησάκι.
-Άρα όλα καλά πήγαν, λέω ανακουφισμένος.
-Τον πρώτο καιρό όλα καλά. Αφού πέρασαν κάποιοι μήνες ήρθανε νέα από απέναντι. Γυρνά και δείχνει, με χέρι που τρέμει, το λιμάνι της Κέρκυρας. Μας είπανε ότι υπήρξαν περιστατικά στα νοσοκομεία που νοσηλεύονταν οι φαντάροι μας, μιας αρρώστιας. Νομίζω πως την λέγανε, χολέρα.
-…..και τότε τι έγινε;
-Άρχισαν να ψάχνουν ποιοι ήτανε καθαροί από την αρρώστια εκεί, μα κι εδώ. Πήραν την απόφαση οι λίγοι γιατροί και οι αρχές της πόλης να μεταφερθούν στο νησί, οι άρρωστοι.
-Δηλαδή εδώ γέμισε αρρώστους; Πώς πήγε το πράγμα;
-Ήταν πολύ δύσκολα. Ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλονε. Οι γιατροί λίγοι. Τα φάρμακα ακόμα λιγότερα. Τα φαγητά που στέλνανε από απέναντι άλλοτε φτάνανε, άλλοτε όχι. Οι σκηνές γεμίζανε από πτώματα δίπλα σε ανθρώπους που ή ήταν ετοιμοθάνατοι ή υγιείς και βοηθούσαν όσους είχαν ανάγκη. Τα χέρια ήταν λίγα. Η ανάγκη και η αλληλεγγύη μεταξύ μας δούλεψε. Όσοι τάφοι και να σκάβονταν σε ένα τόσο μικρό μέρος δεν έφταναν. Τότε πάρθηκε η απόφαση να έρχονται μεγάλες βάρκες να παίρνουν τα νεκρά σώματα και να τα πετούν στο πέλαγος. Μερικές φορές, αν λόγω καιρού, δεν έρχονταν τους πήγαιναν εκεί που ‘χει ψηλά βράχια και τους ρίχνανε από εκεί στην θάλασσα.
Δείχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ακούγοντας αυτήν την διήγηση αρχίζει να μου σηκώνεται η τρίχα, όπως λέμε. Η απελπισία, ο πόνος, οι συνθήκες που υπήρχαν και ζούσε εκεί όλος αυτός ο κόσμος. Ο κόσμος που έφυγε από τα χώματά του, από τα σπίτια τους για να βρεθούν σε ξένα μέρη και να πεθάνουν εκεί. Να βρεθούν τα σώματά τους στο χώμα ή ακόμα χειρότερα να τα τρώνε τα ψάρια.
Τα λόγια του Αλεξάντερ ρίχνουν μια σιωπή ανάμεσά μας .
-Τελικά; ρωτώ, μην ξέροντας πως να εκφράσω την λύπη και σκέφτομαι πως αυτός ο νέος άνθρωπος πέρασε τέτοια κόλαση.
-Μετά από ένα μήνα πάνω-κάτω άρχισε να δουλεύει η καραντίνα. Τα περιστατικά της αρρώστιας μειώνονταν σιγά σιγά και επήλθε ηρεμία στο νησί, μα και στην χώρα.
Ησυχία επικρατεί γύρω μας. Ένα πέπλο κόκκινο αρχίζει να τυλίγει την περιοχή. Ο ήλιος αρχίζει να πέφτει βάφοντας το τοπίο αλλά και τον ουρανό με κάτι μικρά συννεφάκια παρέα εκεί πάνω.
-Μήπως θέλεις λίγο νερό ακόμα; Πρέπει να στέγνωσε το στόμα σου τόση ώρα που μιλούσες.
Το λέω για να σπάσω την σιωπή, αλλά και να κατευνάσω τον πόνο της ψυχής μου. Να μην ακούγεται ο ήχος της καρδιάς μου στην έρημη παραλία.
-Μια στιγμή, κάνω πιάνοντας το θερμός.
Είναι πολύ ελαφρύ. Το κουνώ και καταλαβαίνω ότι έχει τελειώσει το νερό.
-Κάτσε όπου είσαι να πεταχτώ να μας φέρω νεράκι από το λιμανάκι. Ή μήπως να φέρω καμιά μπυρίτσα που θα είναι πιο καλά για μας. Τι λες;
-Ό,τι θέλεις Θανάση, μου απαντά.
Πετάγομαι πάνω και κατευθύνομαι προς το λιμάνι. Μπαίνω στο δασάκι. Περνώ ένα ξωκλήσι. Πιο κάτω βλέπω ένα μεγάλο μαρμάρινο σταυρό και δίπλα του ξαναβλέπω το μεγάλο κτήριο που τώρα είχε ένα τσούρμο ανθρώπους μπροστά. Τους μιλά ένας ξεναγός για το μαυσωλείο των νεκρών Γιουγκοσλάβων από το 1916.
-Θα σας βάλω τώρα να ακούσετε ένα τραγούδι που έγραψε ένας νεαρός στρατιώτης εκείνη την εποχή. Αυτό το τραγούδι έγινε ένα παραδοσιακό τραγούδι που ακούγεται και τραγουδιέται μέχρι σήμερα για τα δεινά του πολέμου που προκαλούνται και στον άνθρωπο και στην πατρίδα τους.
Tamo daleko, daleko od mora,
Tamo je selo moje, tamo je Srbija. Tamo daleko, gde cveta limun žut, Tamo daleko gde cveta beli krin, Tamo gde tiha putuje Morava, Tamo gde Timok, pozdravlja Veljkov grad, Bez otadžbine, na Krfu živeh ja, ali sam ponosno klic’o, Živela Srbija! |
Εκεί μακριά, πέρα από τη θάλασσα,
υπάρχει το χωριό μου, υπάρχει η Σερβία. Εκεί μακριά όπου ανθίζουν τα κίτρινα λεμόνια, Εκεί μακριά όπου ανθίζουν τα κίτρινα κρίνα, Εκεί, όπου ταξιδεύει σιωπηλός ο Μοράβας, Εκεί όπου ο Τίμοκ χαιρετά την πόλη του Βέλικο, Από την πατρίδα μου μακριά, ζω στην Κέρκυρα, |
Παγώνω. Αυτός ο ήχος. Αυτός ο σκοπός μοιάζει με αυτό που σφύριζε ο Αλεξάντερ στο βραχάκι. Κοιτάζω από εκεί που κατέβηκα και αποφασίζω να γυρίσω πίσω. Άσε τα νερά και τις μπύρες.
Πλησιάζω την ακρογιαλιά. Το νερό κάλμα. Η πετσέτα με την τσάντα μου παρατημένη εκεί στην άμμο. Πιο εκεί το θερμός δίπλα στο σημείο που καθόταν εκείνος. Ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει σε μια άλικη θάλασσα. Μια υπενθύμιση των ανθρώπων, των ψυχών εκείνων που βρίσκονται ακόμα κάπου εκεί κάτω στη θάλασσα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Καλίτσης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.