Τα θρανία είναι διπλά, οι μαθητές κάθονται δύο δύο, γιατί αυτός που τα έφτιαξε δεν έκοψε τα ξύλα στη μέση. Μάλλον δεν προλάβαινε επειδή του φώναζε η μαμά του και τ’ άφησε έτσι.
Επειδή αυτουνού του φώναζε η μαμά του, εγώ είμαι αναγκασμένη να κάθομαι με την Χριστίνα. Να βλέπω το δάκτυλο της στη μύτη της συνέχεια κι όταν το παραγεμίσει να το σκουπίζει στα τετράδια της και στο βαθούλωμα για τα μολύβια που ‘χει το θρανίο. Αλλά δεν είμαι κι η μόνη. Κι ο Γιάννης απέναντι κάθεται με τον Μιχάλη. Ο Μιχάλης ξεχνά να καθαρίζει τον λαιμό του στην αυλή και προτιμά να φτύνει στο θρανίο και να παίζει με τις φουσκάλες, όταν η δασκάλα περιμένει να λύσουμε το πρόβλημα στην αριθμητική.
Στο τοίχο κρέμεται ένας χάρτης της Ελλάδας, που δεν μου αρέσει καθόλου γιατί μου θυμίζει τους νομούς και τις πρωτεύουσες που δεν κατάφερα να μάθω μέχρι τώρα και δεν κατάλαβα ποτέ γιατί να τις μάθω, αφού δεν πρόκειται να πάω σε καμία από αυτές.
Ο μαύρος πίνακας μπροστά μας είναι τεράστιος, γιατί πάλι ο ξυλουργός δεν τον έκοψε στη μέση. Κι έτσι βρήκε ευκαιρία η δασκάλα να γράφει πολλά, κάτι ατέλειωτες προτάσεις που θέλεις μια βαθιά ανάσα για να σου φτάσει ο αέρας και να τις διαβάσεις. Το μόνο που προσεύχομαι είναι, να μη μου πει η δασκάλα να τις διαβάσω εγώ. Ποτέ δεν μου φτάνει ο αέρας.
Μια φορά που πήρα μπόλικη ανάσα πριν ξεκινήσω, όχι μόνο δεν μου έφτασε, αλλά στο τέλος χρειάστηκα κι άλλη, κι ακούστηκε περίεργα στην τάξη κι όλοι γέλασαν. Η τάξη μας είναι η χώρα της μάγισσας δασκάλας. Κάθε φορά που μπαίνουμε μέσα, όλα αλλάζουν. Εγώ τσακώνομαι με τη Χριστίνα για τις μύξες της, ο Γιάννης με το Μιχάλη, η Μαρία με την Έφη και πάει λέγοντας.
Η δασκάλα είναι μάγισσα. Από την πρώτη στιγμή το κατάλαβα. Μόλις μπει κανείς δεν μιλάει, λες κι έχασαν τη φωνή τους. Μετά κάποιοι τσακωνόμαστε μεταξύ μας κι όταν πει την μαγική λέξη «ανοίξτε τα τετράδια σας με τις ασκήσεις της αριθμητικής» όλοι παγώνουν. Φτάνει αυτή η μαγική πρόταση κι όλοι αλλάζουν φάτσα.
Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Προχτές που δεν με άκουγε ο σκύλος μου, ο Μπούμπη, του φώναξα «άνοιξε το τετράδιο της αριθμητικής», δεν έπιασε όμως. Δεν ξέρω πώς να το κάνω. Μήπως με ραβδί; Από την άλλη, δεν έχω δει τη δασκάλα να ‘χει ραβδί. Δεν ξέρω πού το κρύβει.
Ένα άλλο μαγικό της είναι να κάνει τον Πάρη να κοιτά επίμονα την εικόνα της Παναγίας πάνω από τον πίνακα, όταν τον ρωτάει την προπαίδεια του 8.
«Πες μας, Πάρη, πόσο κάνει οκτώ επί πέντε» κι αμέσως ο Πάρης κοιτά την εικόνα της Παναγίας.
Μάλλον αυτό πρέπει να πω κι εγώ στην μαμά μου, όταν τσακώνεται με τον μπαμπά. Ο μπαμπάς θέλει κι αυτός μια εικόνα της Παναγίας ή του Χριστού στο σπίτι, αλλά η μάνα μου δεν θέλει. Κάθε φορά που της φωνάζει «το Χριστό σου και την Παναγία σου» εκείνη δεν κάνει τίποτα, δεν βάζει αυτή την εικόνα να σταματήσει ο μπαμπάς, παρά κάθεται και τον κοιτάζει χωρίς να μιλάει. Αν της πω 8 επί 5, θα κοιτάξει κι αυτή ψηλά εκεί που της λέει ο μπαμπάς να βάλει την εικόνα; Να τελειώνουμε και με τις φωνές καμία ώρα; Ποιος ξέρει, θα το δοκιμάσω. Αλλά χωρίς ραβδί χλωμό το βλέπω.
Το άλλο μαγικό που κάνει η δασκάλα και μου την δίνει πολύ, είναι που καταφέρνει να κάνει τους άλλους να γελάσουν μαζί μου όποτε θέλει. Αρκεί ένα «πάλι βλακείες λες» κι όλοι ξαφνικά χαχανίζουν και με κοιτάνε. Από τη φάτσα της αριθμητικής και τη φάτσα του ανοίξτε-τα-τετράδια, περνάνε στη φάτσα του χαχανίσματος. Δεν κρατάει πολύ αυτή η ώρα ευτυχώς, γιατί πάλι κάποια ερώτησή της θα τους αλλάξει φάτσα. Τα μαγικά της δεν έχουν τελειωμό.
Πήρα πέντε φύλλα άσπρα χωρίς γραμμές, τα δίπλωσα στα τέσσερα, έκοψα τις ενωμένες σελίδες κι έφτιαξα ένα τεφτέρι και στην πρώτη σελίδα, έγραψα «μαγικές λέξεις». Μέσα έγραψα όλες τις μαγικές λέξεις και προτάσεις που λέει η κυρία. Τις έκανα πρόβα στο δωμάτιο μου, φορώντας πιτζάμες τη μια μέρα, μαύρο μαντήλι της άλλη, πολύχρωμα ρούχα, ακόμη και με ένα ραβδάκι που το έλεγε μαγικό η Χριστίνα. Τίποτα. Σε κανέναν δεν κατάφερα να αλλάξω φάτσα.
Χθες έγινε και το άλλο. Η Ευανθία που είναι η καλύτερη μαθήτρια και μάλλον γι’ αυτό την επέλεξε η κυρία, πήγε να κάνει μάθημα δίπλα στο άλλο τμήμα, γιατί έλειπε λέει ο κύριος Αλέκος και δεν έπρεπε να μείνουν μόνα τους τα παιδιά.
Είχα τεράστια περιέργεια. Θα της έδωσε κάποιες από τις δυνάμεις της η κυρία; Λες να της έδωσε το μαγικό ραβδί; Ήμουν σίγουρη ότι κάτι τέτοιο θα έκανε, γιατί μόλις η Ευανθία άκουσε την δασκάλα να της λέει να πάει δίπλα και να τους κάνει την προπαίδεια, κοίταξε ευθεία ξαφνικά, με τα φρύδια σηκωμένα και το κορμί της σαν να ‘χει καταπιεί ομπρέλα.
Σκέφτηκα ότι πήρε τις μαγικές ικανότητες ξαφνικά. Είχα τόση περιέργεια να δω εάν θα έπιαναν τα μαγικά λόγια όταν θα τα έλεγε η Ευανθία, που δεν μπορούσαν να κρατηθώ.
Ζήτησα από την κυρία να βγω έξω, λέγοντας ψέματα ότι θέλω τουαλέτα. Σταύρωσα και τα πόδια για να με πιστεύει η κυρία κι ευτυχώς τα κατάφερα και πήρα άδεια να βγω έξω.
Έκανα πως πήγαινα στην τουαλέτα, έσκυψα για να μην με δουν απ’ το παράθυρο και πήγα σιγά σιγά στο παράθυρο της άλλης τάξης. Πιάστηκα απ’ το περβάζι και σήκωσα λίγο το κεφάλι μου να δω μέσα. Η Ευανθία με μια βέργα μακριά, μάλλον θα ταν το μαγικό ραβδί σκέφτηκα, να ουρλιάζει, να φωνάζει, να λέει τις μαγικές λέξεις «ανοίξτε τα τετράδια της αριθμητικής τώρα!». Τίποτα. Χαμός, φωνές, πεταγόντουσαν τετράδια, γόμες ξύστρες και μολύβια από την μια μεριά στην άλλη. Μάλλον αυτό το «τώρα» δεν έπρεπε να το πει, δεν το λέει η δασκάλα, αυτό χάλασε όλο το μαγικό.
~~
Πηγαίνοντας σπίτι μετά το σχολείο, με είδε η γιαγιά μου σκεφτική και μου έπιασε την κουβέντα. Δεν ξέρω πώς, αλλά άρχισα να της λέω για τα μαγικά της δασκάλας κι ότι θα θελα να ‘χα μαγικές ικανότητες κι εγώ και με μια λέξη να αλλάζω τις φάτσες των παιδιών.
Η γιαγιά με άκουγε και κάπου κάπου γέλαγε, δεν μου άρεσε αυτό, να νιώθει χαζά αυτά που λέω, ενώ έλεγα την αλήθεια. Σε μια από τι παύσεις που έκανα για ανάσα στις διηγήσεις μου, είπε: «Άκου παιδί μου. Άμα μεγαλώσεις και γίνεις κι εσύ δασκάλα δεν θα χρειαστείς το μαγικό ραβδί. Μπορείς να επιλέξεις όμως, ποια φάτσα θες να έχουν τα παιδιά».
Ακόμη σκέφτομαι αυτό που είπε η γιαγιά μου η Σμυρνιά. Αλλά με εκνευρίζει κι αυτή γιατί μιλάει πάντα με γρίφους, όπως της λέει κι η ξαδέλφη μου η μεγάλη. Χάθηκε ο κόσμος να μου πει ακριβώς τι εννοούσε; Όμως νομίζω ότι ξέρω τι εννοούσε. Από δασκάλα σε δασκάλα, οι μαγικές ιδιότητες μεγαλώνουν. Όταν μεγαλώσεις και γίνεις δασκάλα κουβαλάς τα μαγικά της δική σου δασκάλας, αλλά και τα δικά σου . Α χα, γι’ αυτό και μπορείς να κάνεις τα παιδιά να αλλάξουν κι άλλες φάτσες. Α ρε γιαγιά με τους γρίφους σου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νάγια Πιέρρου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι του Robert Doisneau.