Όλοι γνωρίζουμε την περίφημη μάχη της Λευκόπετρας, της εμβληματικής μάχης που σήμανε την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Ο κύλινδρος όμως του Νικίου του Σελεμέντιου, που πρόσφατα ανακαλύφθηκε, μας κάνει γνωστή την ανέκδοτη ιστορία που προηγήθηκε της μάχης.
Ο στρατηγός Μάμμιος, με τον πολυπληθή στρατό του, είχε ήδη ενημερωθεί από τον αποχωρήσαντα στρατηγό Μέττελο ότι οι Αχαιοί της Συμπολιτείας αρνήθηκαν να αποχωρήσουν από την Σπάρτη, στην Κόρινθο, και τον Ορχομενό. Ο Μάμμιος προέλασε προς την Λευκόπετρα, αποφασισμένος να κατακτήσει την Κόρινθο.
Όμως, σύμφωνα με επιβεβαιωμένες ιστορικές πηγές, ο Ρωμαίος στρατηγός ήταν λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, της τέχνης και των γραμμάτων του και δεν επιθυμούσε να επιβληθεί διά πυρός και σιδήρου στην περίτεχνα διακοσμημένη πόλη της Κορίνθου. Έτσι σκέφτηκε να προκαλέσει τον Δάιο, επικεφαλής στρατηγό της Συμπολιτείας, σε μία ιδιότυπη μονομαχία· μία γαστρονομική μονομαχία. Είναι γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων ότι, εκτός από τον έρωτα, κι όλες οι συνθήκες ειρήνης περνούν από το στομάχι.
Επομένως θα μπορούσε άκοπα να κατακτήσει τα εδάφη χωρίς σταγόνα ιδρώτα και αίματος, βασιζόμενος στους δεξιοτέχνες μάγειρες που μάγευαν τους αριστοκράτες στα ρωμαϊκά όργια.
Οι καλύτεροι μάγειροι των δύο στρατών θα διαγωνίζονταν μεταξύ τους σε γευστικές δημιουργίες. Ως κριτές πρότεινε τον Ρωμαίο Σάλβιο τον Κοντίζιο, διάσημο για τις θαλασσινές λιχουδιές του, που μέχρι και τον ίδιο τον Ποσειδώνα ημέρωναν.
Τον Γέτη από την Δακία, Πάνειο τον Γκιανίδαξ, διάσημο για τις περίφημες πίτες του με όσπρια και φρούτα και λαχανικά, που λέγονταν ότι οι ιέρειες της Ήρας μόνο ό,τι προέρχονταν από δικές του συνταγές δέχονταν στα παρθένα σώματά τους , και τον Έλληνα Λεωνίδα Τον Χωλό, του οποίου τα ψητά ξεσήκωναν ακόμη και τους θεούς του Ολύμπου.
Ο Δάιος, παρόλο το άσβεστο μίσος του για τους Ρωμαίους, συμφώνησε, σίγουρος για την ανωτερότητα της ελληνικής γαστρονομίας έναντι αυτής των βάρβαρων, προκειμένου να διασώσει όσο το δυνατόν περισσότερους από τους πολεμιστές του.
Η συμφωνία ήταν ότι η κάθε ομάδα θα ετοίμαζε τρία πιάτα: Ένα με θαλασσινά, ένα με πίτες ή όσπρια, και ένα με κρεατικά και οι τρεις κριτές θα βαθμολογούσαν τα πιάτα χωρίς όμως να γνωρίζουν ποιο πιάτο θα ήταν παρασκευή της κάθε ομάδας.
Όταν έφεξε η μέρα του διαγωνισμού, τα καζάνια κόχλαζαν, οι θράκες πύρωναν, και οι μάγειροι ακόνισαν τα μαχαίρια τους. Το σύνθημα για την έναρξη δόθηκε από τους δύο ιερείς, τον Αχαιό Κοχλία τον Στιφάδιο και τον Ρωμαίο Μακαρόνιο τον Κονσάλτσιο. Αυτοί οι δύο θα ήταν υπεύθυνοι για την εξασφάλιση της μυστικότητας των δοκιμών και του αδιάβλητου της διαγωνισμού.
Ο ήλιος ανέβαινε στην πεδιάδα και το πρώτο πιάτο εμφανίστηκε μπροστά στους κριτές. Από τη μία ψητή, συναγρίδα με ελαιόλαδο με κίτρο συνοδευόμενη με ατμισμένα λαχανικά με σάλτσα από μέλι και θυμάρι και από την άλλη σουπιές γεμιστές με δημητριακά, βρασμένα χόρτα και λαχανικά με μυρωδικά και βότανα. Φυσικά σε αυτή τη δοκιμασία Σάλβιος βρήκε κόκκαλο στο κατά τ’άλλα εξαιρετικά ψημένο και γαρνιρισμένο ψάρι και ο Πάνειος έκρινε ότι οι σουπιές ήταν παραψημένες και τα χόρτα ήταν αρκετά πιο ωμά απ’ όσο θα έπρεπε. Οι κριτές σημείωσαν τις βαθμολογίες τους σε ψηφίδες και τις παρέδωσαν στους ιερείς.
Η δεύτερη δοκιμασία ήταν πιο απαιτητική. Το πρώτο πιάτο παρουσιάστηκε με ένα συνδυασμό βρασμένου μέσα σε μελωμένο νερό σιταριού, που συνοδευόταν από τραγανές πίτες με δυόσμο και τριμμένους ξηρούς καρπούς και το δεύτερο μια πίτα με χορταρικά, μυρωδικά και κατσικίσιο πηγμένο γάλα. Ο Σάλβιος επεσήμανε ότι το πρώτο πιάτο θα ταίριαζε περισσότερο ως επιδόρπιο ενώ ο Λεωνίδας βρήκε ότι θα ήθελε να «ακούει» πιο έντονα το κατσικίσιο γάλα.
Το τρίτο πιάτο ήταν από τη μια ψητό μοσχάρι συνοδευόμενο από αποξηραμένα φρούτα βρασμένα σε κρασί και το άλλο χοιρινό με ψητά μήλα.
Αφού οι κριτές αλλά και οι επιτελείς των δύο στρατών απέλαυσαν τα υπέροχα γεύματα, οι ιερείς παρουσίασαν τις βαθμολογίες. Οι δύο ομάδες συγκέντρωσαν την εξής βαθμολογία:
Σάλβιος ο Κοντίζιος Πάνειος ο Γκιαννίδαξ Λεωνίδας ο Χωλός
Ομάδα Α VII+VII+VIII=XXII VIII+IX+IIX=XXV Θ+Η+Θ=ΚΔ
Ομάδα Β IIX+VII+IIX=XXIII VII+IIX+IX=XXIV Ζ+Η+Η=ΚΓ
Συνολικά λοιπόν η πρώτη ομάδα είχε συνολική βαθμολογία 71 ενώ η δεύτερη ομάδα είχε συγκεντρώσει μόλις ένα βαθμό λιγότερο.
Το αποτέλεσμα ήταν ξεκάθαρο, οριακό αλλά ξεκάθαρο: η ομάδα Α ήταν η νικήτρια. Τώρα έμενε να ανακοινώσουν οι ιερείς ποια ήταν η κάθε ομάδα. Εμφανίστηκαν λοιπόν μπροστά στους δύο στρατηγούς. Και με φωνή που με προσπάθεια κατάπινε το φόβο, ανακοίνωσαν ότι νικήτρια ομάδα αυτού του ιδιότυπου διαγωνισμού ήταν οι Αχαιοί. Ο Δάιος σηκώθηκε όρθιος και με χαμόγελο ζήτησε από τον Μόμμιο να τηρήσει το λόγο του και να αποχωρήσει με το στρατό του από την ελληνική γη. Οι θεοί είχαν μιλήσει.
Ο Μόμμιος χωρίς να αποκριθεί σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε ακολουθούμενος από τους επιτελείς του. Ο λόγος του έπρεπε να τηρηθεί όμως αυτό θα σήμαινε ότι ο Καίσαρας θα ήθελε το κεφάλι του επί πίνακι, επειδή αμαχητί θα είχε παραδώσει μια εύκολη νίκη στα χέρια των Αχαιών. Έτσι, αφού ξεθύμανε με το να διατάξει την εκτέλεση όλων των μαγείρων, αποφάσισε να προχωρήσει χωρίς καθυστέρηση στην εκστρατεία κατάκτησης, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό· φρόντισε όμως να μην επιτεθεί στην Κόρινθο αλλά να την πολιορκήσει προκειμένου να αποφύγει την καταστροφή της πόλης.
Οι Αχαιοί, αγνοώντας τις προθέσεις του Μόμμιου και θεωρώντας ότι οι Ρωμαίοι θα τηρούσαν το λόγο τους και δεν θα τολμούσαν να αψηφίσουν την παρουσία των θεών, απολάμβαναν την αναίμακτη νίκη. Οι μάγειρες μοίρασαν τα φαγητά που είχαν περισσέψει στο στράτευμα· επειδή όμως αυτό σίγουρα δεν έφτανε για να χορτάσουν τα πεινασμένα από την στέρηση αλλά και την αγωνία στομάχια των στρατιωτών, οι μόσχοι και τα αμνοερίφια που θυσιάστηκαν ως ευχαριστήρια προς τους θεούς για την εύνοια τους, ψήθηκαν στις ήδη πυρακτωμένες θράκες και το νερωμένο κρασί έρρεε άφθονο. Τα τείχη της Κορίνθου είχαν μετατραπεί σε υπαίθρια γιορτή.
Σ’ αυτήν την κατάσταση τους βρήκαν τα νέα που κατέφθασαν από τον Μακαρόνιο τον Κονσάλτσιο, που θεωρώντας ότι η παραβίαση όρκου θα μπορούσε να επιφέρει τη μήνι των θεών κι επιθυμώντας να προστατέψει τον εαυτό του εξαιρώντας τον από την τιμωρία, προετοίμασε τους Αχαιούς για την προδοσία. Ο Δάιος, τυφλωμένος από το θυμό και απελευθερώνοντας το μίσος του για τους Ρωμαίους, διέταξε αιφνιδιαστική καταδρομική επίθεση κατά του αντιπάλου στρατού.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Βίκη Κόνιαρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής