Το νερό έπεφτε στα φύλλα των δέντρων. Ένα μικρό ρυάκι είχε σχηματιστεί στο τσιμεντένιο δρομάκι. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί, άλλοι με ανοιχτές ομπρέλες κι άλλοι απλά υπομένοντας την ψιχάλα, περίμεναν να τελειώσει ο παπάς.
Το αεράκι, ψυχρό κι επίμονο, περνούσε ανάμεσα από τους λευκούς σταυρούς και τάφους. Ένα μόνο σημείο ήταν κενό και καφέ. Είχε γίνει λάσπη που προσπαθούσαν όλοι και όλες να αποφύγουν. Η κυρά Μαρίτσα με το μαντίλι στα χέρια σκούπιζε τα δάκρυά της. Δίπλα η κόρη της, Νίκη, την στήριζε από το μπράτσο.
-Αχ, πού είσαι αδελφούλα μου. Αχ, πού είσαι να δεις πόσοι είναι εδώ να σε αποχαιρετίσουν. Αχ, γιατί έφυγες από κοντά μας Νίτσα μου; Τι θα κάνω τώρα μόνη μου χωρίς εσένα;
-Έλα ρε μάνα, κάνε λίγο κουράγιο, έλεγε η Νίκη ψιθυριστά.
Ο παπάς τελείωσε. Το φέρετρο κατέβηκε και άφησε την Νίτσα στην τελευταία της κατοικία. Ο εργολάβος έδινε ένα φτυαράκι να ρίχνει ο κόσμος λίγο χώμα στον τάφο και μετά πήραν τον κατήφορο για τον καφενέ στην είσοδο του νεκροταφείου. Μάνα και κόρη αγκαζέ περπατούσαν με μικρά βήματα ανάμεσα στις φίλες της αδερφής και γειτόνισσες.
Μπήκαν στην αίθουσα και κάθισαν στο πρώτο τραπέζι κοντά στην είσοδο. Οι υπόλοιποι απλώθηκαν στα γύρω τραπέζια. Ο καφές και τα κουλουράκια άρχισαν να έρχονται. Το ποτηράκι με το κονιάκ έφτανε στα χείλη της Νίκης όταν ξάφνου ένα κρύο ρεύμα αέρα την ακούμπησε στο πρόσωπο κι έστρεψε το βλέμμα στην είσοδο.
Μία βρεγμένη, μαύρη ομπρέλα ξύλινο χερούλι φάνηκε πρώτα. Ένας ψηλός άνδρας, με σκούρο μπλε κουστούμι και δετά παπούτσια την έκλεινε. Πέρασε από μπροστά τους, πήγε στα πίσω τραπέζια κι έκατσε. Έβαλε ποτό και σιγόπινε κοιτώντας γύρω του για γνωστούς. Οι σταγόνες της βροχής κυλούσαν στο πρόσωπο και μαλλιά του. Σκουπίστηκε. Η Νίκη είχε στυλώσει την ματιά της πάνω του κι αναρωτιόταν ποιος ήταν. Κρυφά από την μάνα της έσιαξε λίγο τα μαλλιά της, κοίταξε πώς ήτανε τα ρούχα της, τσίμπησε λίγο τα μάγουλά της κι έριξε ακόμα μια ματιά προς τον άγνωστο άντρα.
Ο άγνωστος παρήγγειλε έναν σκέτο ελληνικό καφέ κι άρχισε να κοιτάζει το κινητό του. Η Νίκη γύρισε στην φίλη της Αμαλία που καθόταν δίπλα και της τον έδειξε. Ρώτησε αν τον είχε ξαναδεί στην γειτονιά. Η απάντηση ήταν αρνητική. Έκανε νόημα στην ξαδέρφη της, Λίνα, να τον δει και ξαναρώτησε αν τον ήξερε. Η απόκριση ήταν ίδια. Αρνητική.
Άρχισε να αναρωτιέται από πού είχε έρθει. Ποιος ή ποια τον είχε καλέσει. Η μάνα της ευτυχώς είχε ηρεμήσει μιλώντας με τις φίλες της και δεν αντιλήφθηκε το σούξου μούξου που γινόταν δίπλα της.
~~
Η ώρα πέρασε κι ο κόσμος άρχισε να αποχωρεί. Λίγοι λίγοι περνούσαν από το τραπέζι χαιρετώντας και δίνοντας τα συλλυπητήριά τους σε μητέρα και κόρη. Ανάμεσα στα τόσα χέρια και την οχλαγωγία που υπήρχε, νάτος κι αυτός στην σειρά να περιμένει.
-Συλλυπητήρια για την κυρία Νίτσα. Να είστε καλά να την θυμάστε, είπε σφίγγοντας απαλά το χέρι της Νίκης. Ένα κύμα φούντωσης υψώθηκε από μέσα της κι έφτασε στα μάγουλα της.
-Ευχαριστώ πολύ, απάντησε ασθμαίνοντας.
Εκείνος προχώρησε λέγοντας τα ίδια παρηγορητικά λόγια στη μάνα της δίνοντάς της το χέρι και μετά κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Ίσιαξε τα ρούχα του, κοίταξε την κλειστή ομπρέλα του και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά προς το τραπέζι τους, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω.
Μια μαχαιριά. Ένας πόνος χτύπησε το στήθος της. Η ανάσα της χάθηκε για κάποια δεύτερα. Κοίταξε απελπισμένα γύρω της. Έπιασε το χέρι της και το μύρισε προσπαθώντας να κρατήσει αυτήν την σύντομη επαφή μεταξύ τους. Η μάνα της την σκούντηξε με τον αγκώνα και ρώτησε:
-Είσαι καλά; Τι έπαθες και στέκεις σαν κούτσουρο; Ο κόσμος περνά κι εσύ είσαι σαν να είδες φάντασμα. Συγκεντρώσου λίγο! Δεν ζητάω και τίποτα δύσκολο.
Μετά από αυτό, όλα πέρασαν για την Νίκη σαν κινηματογραφική ταινία. Ο κόσμος πέρασε σαν να ήταν αερικά. Δεν είδε κανέναν, δεν κατάλαβε κανέναν, δεν άκουσε τίποτα άλλο.
Την έπιασε στο τέλος αγκαζέ η φίλη της και συνοδεία της μάνας τραβήξανε για το σπίτι τους. Η βροχή είχε σταματήσει. Το φως του ήλιου περνούσε μέσα από τα εναπομείναντα σύννεφα φωτίζοντας τις λιμνούλες στον δρόμο που οδηγούσαν στην καθημερινότητα. Στην ίδια ζωή, στις ίδιες δουλειές του σπιτιού που θα ερχόταν μπροστά της από την στιγμή που θα άνοιγε την πόρτα του κήπου τους.
~~{}~~
-Τι αλαμπουρνέζικα μου αραδιάζεις εδώ και ώρα Ανδρονίκη; Πώς είναι δυνατόν μέσα στο πόνο μου για τον χαμό της αδελφούλας μου να προσέξω έναν άντρα με μπλε κουστούμι; Και γιατί θα πρέπει να ασχολείσαι με αυτόν τον άγνωστο; Ολόκληρη γυναίκα, και μάλιστα στα σαράντα σου, κάθεσαι και λιγουρεύεσαι έναν άγνωστο; Γύρνα αμέσως στο μαγείρεμά σου!
Αυτό άκουγε η Νίκη εδώ και μέρες, αφού προσπάθησε να μάθει -με μαλακό τρόπο στην αρχή και μετά πιέζοντας την μάνα της- για τον άντρα με την ομπρέλα.
Τα σχόλια βέβαια που άκουγε χρόνια τώρα, είτε για την εμφάνισή της, την ηλικία της, τους σωστούς τρόπους συμπεριφοράς μιας κυρίας, φυσικά δεν σταματούσαν να εναλλάσσονται. Έβγαιναν αβίαστα από την φαρέτρα της μάνας της και τρυπούσαν την ψυχή της επαναληπτικά. Αυτή όμως δεν έλεγε να αφήσει την εικόνα του ή την αίσθηση του φευγαλέου τους αγγίγματος εκείνη την ημέρα. Ούτε και στον ύπνο της τον αποχωριζότανε. Έμπλεκε στα όνειρά της, στις επιθυμίες της, στους πόθους της να φύγει από εκείνο το σπίτι αγκαζέ με τον κύριο με τα μπλε.
Αυτός ο καημός την έπνιγε μέρα με την μέρα πιο πολύ. Άρχισε να προσπαθεί να βρει τρόπους να τον συναντήσει, να μιλήσουν παραπάνω. Να γνωριστούν καλύτερα, να προχωρήσουν παρακάτω.
Ήταν ένα θέμα συζήτησης και με την φίλη της, την Αμαλία, που είχε γίνει το πιο επείγον για να βρεθεί μια λύση. Οι ιδέες πέφτανε στο τραπέζι της κουβέντας τους με τον καφέ. Τι και να πάρει τηλέφωνο λοιπούς συγγενείς που είχαν παρευρεθεί στην κηδεία σκέφτηκαν. Ή ακόμα και να γυρνάνε στην γειτονιά, αφού η θεία έμενε κοντά τους. Μπορεί να δουλεύει σε κάποιο μαγαζί ή να ζει εκεί γύρω και να πέσουν πάνω του, όλως τυχαίως. Οι ιδέες και υποθέσεις λύσης του μυστηρίου έπεφταν βροχή.
Όποτε πήγαινε στα μνήματα με την μάνα της για να καθαρίσουν, να ανάψουν το καντήλι, να διαβάσουν κάποια ευχή, τα μάτια της ήταν ολούθε. Παρατηρούσε σαν γεράκι τον κόσμο που κυκλοφορούσε ανάμεσα στους μαρμάρινους σταυρούς, στην εκκλησία, έξω από το καφενείο.
Είχε και την μάνα της να μην σταματά να δίνει εντολές συνέχεια. Κάνε αυτό, κάνε εκείνο. Μην χαζεύεις γύρω σου, τι θα πει ο κόσμος. Βοήθησε με με τα κεριά, φέρε νερό από την βρύση να πλύνεις τον τάφο. Ψάξε τον παπά να έρθει. Έχε τα μάτια σου ανοιχτά να τον εύρεις.
Αυτή είχε τα μάτια ανοιχτά, αλλά και την καρδιά της να πεταρίζει κοιτώντας με λαχτάρα όλον τον αντρικό πληθυσμό που περνούσε από μπροστά της. Έψαχνε τα καστανά μαλλιά, τα πράσινα μάτια που την αντίκρισαν πριν από τόσες μέρες.
Οι μόνες ώρες της μέρας που είχε για δικές της ήταν το βράδυ. Στο κρεβάτι της προτού κοιμηθεί έψαχνε τρόπους να τον βρει, να ολοκληρωθούν τα όνειρά της να φύγει από αυτό το σπίτι. Να είναι μαζί του και ως την άκρη του κόσμου. Μια από αυτές τις νύχτες κατάλαβε ότι ο καιρός περνούσε κι αποτέλεσμα δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Και μια ιδέα έκανε τα μάτια της να λάμψουν. Αφού τον είχε συναντήσει στο νεκροταφείο, στην κηδεία της θείας της, πρέπει να ήταν φίλος ή μακρινός συγγενής ή έμενε στην γειτονιά. Άρα αν πέθαινε κάποιος από το σόι της αυτός θα ερχόταν στην κηδεία ξανά.
Ποιος όμως να ήταν νεκρός εκείνη την μέρα για να έρθει στην κηδεία του; Ποιος, ή μάλλον ποια ήταν μεγάλης ηλικίας και κοντά στην θειά της; Που θα πέθαινε και θα έκανε μεγάλο καλό σε μένα στη συγκεκριμένη περίσταση; σκέφτηκε και κράτησε την ανάσα της αντιλαμβανόμενη σε ποια αναφερόταν.
Θα είμαι επιτέλους λεύτερη, μόνη μου να κάνω ότι θέλω και ποθώ. Να παντρευτώ, να κάνω οικογένεια. Να φύγω από αυτό το κωλόσπιτο, από αυτήν την μέγαιρα, τη μάνα μου. Όλο διαταγές, όλο κάνε το ένα κάνε το άλλο. Πρόσεχε αυτό, μην κοιτάς εκείνον, μην μιλάς στον άλλο. Δεν είσαι όμορφη, δεν ντύνεσαι καλά, δεν θα βρεις κανέναν να σε θέλει,να τον παντρευτείς. Ε, λοιπόν, θα πάρω την τύχη μου στα χέρια μου, είπε αποφασιστικά στον εαυτό της.
~~
Την επόμενη μέρα πήγε για ψώνια όπως πάντα στο κοντινό σούπερ. Μετά επισκέφτηκε τον φούρνο της γειτονιάς για ψωμί και κανένα γλυκάκι για να κατέβουν τα φαρμάκια. Επέστρεψε σπίτι, μαγείρεψε κοτόσουπα, φάγανε με την μάνα της, την έπρηξε πάλι με τις παρατηρήσεις της, το φαγητό δεν το έκανες καλό, εκείνο το άφησες μέσα στην σκόνη. Γλώσσα δεν έβαζε μέσα η μάνα της.
Το βραδάκι αφού είδαν πάλι την αγαπημένη σαπουνόπερα της μάνας της προσφέρθηκε να της κάνει ένα τσάι του βουνού. Πήγε στην κουζίνα, έβρασε το τσάι, έβαλε τρεις κουταλιές ζάχαρη, δύο λεμόνι και δεκαπέντε χαπάκια ηρεμιστικά που είχε κάνει σκόνη το απόγευμα κρυφά. Η μάνα της το πήρε και σιγά σιγά το ήπιε παινεύοντας την πόσο σωστά το έφτιαξε. Σε μισή ώρα καληνυχτίστηκαν και πήγαν στα δωμάτιά τους για ύπνο.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ακούστηκε ένας γδούπος. Μια πόρτα άνοιξε χτυπώντας στον τοίχο και μια φωνή δυνατή και απελπισμένη ακούστηκε στην μικρή γειτονιά.
-Βοήθεια, γειτόνοι, βοήθεια! Η μάνα μου δεν είναι καλά. Δεν ξυπνάει. Δεν σηκώνεται από το κρεβάτι. Ας έρθει κάποιος. Ας πάρει κάποιος το ΕΚΑΒ.
Πρώτα έφτασε ο κύριος Κυριάκος από το διπλανό σπίτι. Φώναξε στην γυναίκα του να τηλεφωνήσει το 166 και μπήκε τρέχοντας στην κρεβατοκάμαρης της. Ακολούθησε η κυρία Γιαννούλα με την κόρη της την Αμαλία. Την πήραν αγκαλιά και προσπαθούσαν να ηρεμήσουν την Νίκη και να την σταματήσουν να κλαίει. Η φίλη της της έδωσε ένα ποτήρι νερό να συνέλθει. Εκείνη την στιγμή έφτασε κι από πίσω τους η κυρία Λίτσα λέγοντας ότι το ασθενοφόρο θα έρθει σε λίγο.
Ήρθε μετά από μισή ώρα. Ο νοσοκόμος που έτρεξε μέσα εξέτασε την μάνα και είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Δεν έπιανε σφυγμό και ότι η μητέρα της είχε δυστυχώς αφήσει την τελευταία της πνοή. Είχε πεθάνει από καρδιά. Η κυρία Λίτσα και η κυρία Γιαννούλα προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν λέγοντας ότι ήρθε η ώρα της να φύγει, να συναντήσει τον πατέρα της στον παράδεισο. Είπαν ότι θα είναι συνεχώς δίπλα της για να βοηθήσουν με την κηδεία και ότι άλλο χρειαστεί.
Η μέρα πέρασε με κλάματα, ετοιμασίες της κυρά Μαρίτσας για την ολονυχτία που θα ακολουθούσε από συγγενείς και γειτόνους στο σπίτι της για τελευταία φορά. Ο κόσμος που μπαινόβγαινε στο δωμάτιο με την νεκρή έδινε συλλυπητήρια στην Ανδρονίκη για την μάνα της και κουράγιο επειδή έμεινε μοναχή της σε αυτόν τον σκληρό κόσμο.
Εκείνη φορώντας τα μαύρα που είχε η μάνα της, λόγω και της χηρείας της και του θανάτου της αδερφής της την βόλεψαν μια χαρά. Φόρεσε κι ένα μαύρο τσεμπέρι που βρήκε, πήρε κι ένα μαντήλι στο χέρι και έκλαιγε γοερά και χτυπιότανε που έμεινε μόνη και ορφανή πια. Η Αμαλία από κοντά προσπαθούσε να ησυχάσει και να μαλακώσει τον πόνο της φίλης της.
~~
Ήρθε και η επόμενη μέρα. Η νεκροφόρα πήρε την μάνα της και όλοι ακολούθησαν προς την εκκλησία του νεκροταφείου της Μαλακοπής για την τελετή της κηδείας. Το πρωινό ήταν ηλιόλουστο, σε αντίθεση με την κηδεία της θείας. Όλα ήταν φωτεινά και η φύση γύρω από τον χώρο της τελευταίας κατοικίας της κυρίας Μαρίτσας ήταν γεμάτος με τιτιβίσματα πουλιών και μυρωδιές λουλουδιών.
Αφού κατέβηκε το φέρετρο μέσα στον λάκκο που περίμενε την ένοικό του, οι παρευρισκόμενοι με προεξάρχουσα την Νίκη στηριζόμενη στο μπράτσο της φίλης της κατευθύνθηκαν προς το παρακείμενο καφενείο για τον τελευταίο καφέ του αποχαιρετισμού.
Κάθισαν πάλι οι συγγενείς στο πρώτο τραπέζι κοντά στην είσοδο και ο υπόλοιπος κόσμος στριμώχτηκε σε όποιο τραπέζι υπήρχε κενό γιατί υπήρχε κι άλλος κόσμος από προηγούμενη κηδεία που καθυστέρησε. Η Νίκη με χαρτομάντιλο στο πρόσωπο και σκουπίζοντας τα κόκκινα μάτια της έριχνε και ματιές αριστερά δεξιά ψάχνοντας για τον κύριο με το μπλε κουστούμι.
Η οχλοβοή μεγάλη. Τα κεφάλια πολλά γύρω να πίνουν τον καφέ τους,να μιλούν όλοι μαζί κι ένα βουητό σαν από μελίσσι γέμιζε τον χώρο. Στο πίσω μέρος τον είδε. Καθισμένος πάλι μόνος έπινε το ποτό του και πάλι φορούσε το ίδιο σκούρο μπλε κοστούμι. Η καρδιά της σταμάτησε για κάποια δεύτερα. Έκλεισε το στόμα της με το χαρτομάντιλο να μην βγει μια κραυγή χαράς που ανέβαινε από μέσα της.
Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά γι αυτήν αλλά λίγοι λίγοι παίρνοντας το σακουλάκι με τα κόλλυβα άρχισαν να περνούν και να συλλυπούνται. Σηκώθηκε κι αυτός. Η Νίκη τον είδε. Έσιαξε τα ρούχα της, τα μαλλιά της και χαιρετώντας τον κόσμο περίμενε την άφιξή του. Επιτέλους πλησίασε. Έτεινε το χέρι του και απευθυνόμενος της είπε:
-Λυπάμαι για τον χαμό της μητέρας σας. Καλό παράδεισο να έχει και να την θυμάστε. Όταν τελειώσετε από εδώ θα σας πάρω τηλέφωνο, μου το έδωσε η κυρία Γιαννούλα, για να κανονίσουμε και τον λογαριασμό της κηδείας. Και πάλι συλλυπητήρια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Καλλίτσης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής