Η νύχτα απόλυτη, επιβλητική είχε σκεπάσει την πλάση, επιδεικνύοντας προκλητικά την ηγετική της υπεροχή. Το σκοτάδι φώτιζε τη χαοτική ησυχία μεσουρανώντας στο απόλυτο κενό.
Μέσα στον ύπνο τον βαθύ, φασαρία ακαθόριστη με φωνές διαπεραστικές με σήκωσαν απ’ το κρεβάτι. Διστακτικά προχώρησα και στην εικόνα ετούτη μπρος σάστισα.
«Τι κάνετε εσείς εδώ; Ποιοι είστε;»
Και οι φωνές ακατάπαυστες πια και μπερδεμένες ζάλιζαν το νου μου. Μα όσο τα κοιτούσα τόσο πιο γνώριμα μοιάζανε.
«Θα μου πείτε επιτέλους τι θέλετε;»
Τότε, από τον ακαθόριστο τούτο όχλο μια φωνή ψέλλισε:
«Δεν μας κατάλαβες; Τα όνειρά σου είμαστε, αυτά που εσύ ποθείς κι αποζητάς. Το σκάσαμε απ’ το μπαούλο που μας έχει αμπαρωμένα η γριά – Μοίρα και να ‘μαστε εδώ μπροστά σου»
Ποτέ μου, ως εκείνη τη στιγμή, δεν τόλμησα ν’ αφήσω τη φαντασία μου ν’ απλωθεί ελεύθερη στ’ ανοιχτά, ώστε να φανταστώ τη ζωή μου πώς θα ‘ταν έπειτα απ’ την εκπλήρωση των ονείρων που εγώ είχα πλάσει. Και τώρα πια, σαν θεός, είχα τη δυνατότητα να το ζήσω.
Κι όσο το συνειδητοποιούσα, τόσο περισσότερο μεγάλωνε η σύγχυση που ‘χε ξεσπάσει μέσα μου μεταξύ φόβου κι ενθουσιασμού.
«Και τώρα τι γίνεται;» ρώτησα πνιγμένος απ’ τις σκέψεις.
Τότε ένα που ήταν κοντά πλησίασε και με όλη τη γαλήνη που το χαρακτήριζε μου χτύπησε δυο φορές την πλάτη και μου ‘πε χαμηλόφωνα, διακριτικά:
«Διάλεξε εσύ όποιο ποθείς και κράτα το κοντά σου. Τότε κι η Μοίρα σαν θα ‘ρθει πίσω να μας γυρίσει το ένα δεν θα τ’ αντιληφθεί κι εσύ μ’ αυτό που επιθυμείς θα ζήσεις ευτυχισμένος.»
Στα λόγια του πια μούδιασα. Ρίγος μ’ είχε καταβάλει, μα η λαχτάρα πιο δυνατή δεν μ’ άφηνε να ηρεμήσω. Έτσι λοιπόν, ανήμπορος πια ν’ αποφασίσω, άφησα την καρδιά μπροστάρη, εκείνη να επιλέξει ποιο απ’ όλα τα όνειρα θα ’χει την πιο πολλή και πιο μακρά ευόδωση.
Ευθύς ξεχύθηκα ανάμεσά τους. Κι ήταν όλα εκεί. Όλα. Τα μάτια μου άρχισαν να νιώθουν έντονη πια την πίεση των δακρύων που θέλαν να ξεσπάσουν με μανία. Όλα όσα έπλαθα στο νου μου μια ζωή ξετυλίγονταν μπροστά μου.
Κι εκεί στο βάθος, να εκεί, εκείνο το αφελές και παντοτινά παιδικό, καθισμένο κατάχαμα. Εκείνο που κουβαλούσε στο κορμάκι του αναμνήσεις απ’ τα παλιά. Τότε που κανείς δεν έλειπε, κι ήταν όλοι εκεί, αγαπημένοι, χαμογελαστοί να με περιμένουν να βγω απ’ την είσοδο απάνω στο πατάρι κι έπειτα με ένα φύσημα, με μια μόνο νότα, να ξεσπάσει γλέντι δίχως τελειωμό, γλέντι που θα κρατούσε χρόνια ολάκερα.
Έπαιζε, σαν τα μωρά στην άμμο, χτίζοντας όμως πύργους αλλιώτικους, επιβλητικούς, αρχιτεκτονικά θαύματα. Στάθηκα από πάνω του να το κοιτώ με θαυμασμό. Μονάχα σαν μ’ αντιλήφθηκε σήκωσε το κεφάλι και μου ‘πε μ’ ενθουσιασμό κι αφέλεια γεμάτη από την αγνότητα της παιδικής νιότης:
«Γεια σου, με θυμάσαι;»
«Μα πώς είναι δυνατόν μικρό μου να μη σε θυμάμαι; Να ξέρες πόσες και πόσες φορές σε φέρνω ακόμη στο νου μου» και του χάιδεψα το κεφάλι στοργικά κι εκείνο με κοίταξε χαμογελαστό και συνέχιζε να παίζει.
Πιο πέρα σαν προχώρησα όμως δεν θα πίστευα πια στα μάτια μου. Εκείνη τη στιγμή, μπρος στην εικόνα του λύγισα.
«Πώς είσαι; Χρόνια έχω να σε δω» και τότε εκείνο φοβισμένο άρχισε να τρέχει.
«Στάσου, μη φοβάσαι, πλησίασε. Εγώ είμαι, αυτός που σου ‘δωσε ζωή και ύπαρξη»
Τότε κοιτώντας με βαθιά στα μάτια ένιωσε πια ήρεμο κι αφέθηκε σκορπώντας παντού νοσταλγία.
Η ψυχή μου μουδιασμένη, ανήμπορη ν’ αντιδράσει μονάχα κοιτούσε έκπληκτη, η καρδία μου ολοκληρωτικά διαλυμένη.
Ήταν το πιο γινωμένο και σοβαρό, καθισμένο σταυροπόδι και σκάλιζε το τσιγάρο που μόλις είχε στρίψει. Ανάμεσα στα σπλάχνα του ξετυλίγονταν οι μνήμες. Εκεί μέσα όλοι τους, τώρα πια ζωντανοί, υγιείς μα πιο πολύ ευτυχισμένοι. Μικροί μεγάλοι, σαν να τα ‘χαν βάλει με τον Χάρο και να τον είχαν ενικήσει.
«Παππού; Παππού μου μ’ ακούς; Τι κάνεις αγαπημένε μου; … Ωχ! Ευάκι μου εσύ; Ευάκι μου εγώ είμαι, από το Α1. Τί όμορφη που είσαι!… Κύριε Γιώργο πώς είστε;… Θεία!..» και ήταν όλοι τους εκεί.
Για λίγο πήρα ένα σκαμνί και κοντοστάθηκα να ξαποστάσω. Τούτο το απρόσμενο ταξίδι, που όλοι αποζητούν να ζήσουν κι εύχονται να είχαν μονάχα τη δυνατότητα να το γευτούν για λίγο, εγώ τώρα το ζούσα κι ήταν τόσο έντονο. Μα τόσο που ήταν σχεδόν αδύνατον να το διαχειριστώ.
Τότε ευθύς σαν αερικό πέρασε από μπρος μου μια όψη μυστήρια. Μάλλον από δαύτα τα όνειρα που χαν φτιαχτεί τελευταία κι έμοιαζαν ντροπαλά ανάμεσα στο πλήθος. Μα αυτό είχε κάτι το ξεχωριστό. Μαγνητίστηκα και πλησίασα.
«Στάσου γιατί τρέχεις; Τι έχεις και κρύβεσαι;»
«Τίποτα, μονάχα που ‘μαι τωρινό, πρώιμο, σχεδόν νεογέννητο, τρεις μήνες ζωής μόλις μετράω κι ανάμεσα στα άλλα εγώ την τελευταία θέση κατέχω»
Έκατσα να το κοιτάζω με θαυμασμό. Τούτο δω έμοιαζε το πιο σπάνιο, πολύτιμο πετράδι. Ίσως το πιο ποθητό απ’ όλα, τρυφερό κι εύθυμο γεμάτο ζωή και λάμψη και η γοητεία που σκορπούσε μεθούσε γύρω την πλάση. Απάνω του ζωντάνευε μια μούσα μελαχρινή, υπέρλαμπρη και ποθητή, θαρρείς κι αναδυόταν απ’ το βυθό της λίμνης, εκείνης που ‘χει στα σπλάχνα της το αιώνιο νερό. Κι ήταν τόσο ελκυστικό, που αμέσως σαν έκλεισα τα μάτια μου κατάλαβα το λόγο ύπαρξής του και τι ήταν αυτό που το ξεχώριζε.
«Στάσου και είσαι τόσο όμορφο που εσένα στη ζωή μου θέλω»
Ευθύς το χέρι μου άπλωσα και δίχως να πολυσκεφτώ, δαύτο το πιο γλυκό το τράβηξα κοντά μου. Το πήρα στην αγκαλιά μου και με τρυφερότητα το κοιτούσα που έμοιαζε αιώνια ποθητό και ήταν από υλικά άφθαρτα, φτιαγμένο από έρωτα κι ευτυχία.
Κι είχαν περάσει τρεις μήνες πια, μήνες γεμάτοι χαμόγελα, προσδοκίες, με κείνο υπέρλαμπρο και φωτεινό να σκορπά ελπίδες ανοίγοντας τον δρόμο τον παντοτινά ευθύ και ίσιο, που ΄ναι στρωμένος απ’ τα δυνατότερα πάθη.
Και ξαφνικά, ένα σούρουπο, που ήλιος καλοδέχτηκε το φωτεινό φεγγάρι, ήχος βαρύς ακούστηκε, σαν κάποιος με μανία να έκρουε τη θύρα.
Πλησίασα και μια φωνή θα ‘σκίζε την ψυχή μου.
«Άνοιξέ μου και το κρατάς δίχως να με ρωτήξεις.»
Αφηνιασμένη, γεμάτη οργή τούτη η γριά η Μοίρα, ήταν πια εδώ μπροστά, έτοιμη την αναστάτωση να σκορπίσει. Αμέσως ξοπίσω έτρεξα, πνιγμένος απ’ τη θλίψη και με περίσσια δύναμη, το έντυσα, το φάσκιωσα και το έστειλα στ’ αμπάρι.
«Άνοιξε μου αναθεματισμένε, που ετόλμησες το πιο γλυκό εσύ να μου το πάρεις.»
Το τέλος είχε οριστεί και θα ήταν σκληρό, αβάσταχτο. Μονάχα στάθηκα να το κοιτώ κι όσο το ‘χα πιστέψει, τώρα που πια έμαθα μ’ αυτό τώρα θα μου το πάρει. Κι η ζωή πια θάνατο θα φέρει στην καρδιά μου. Στην αγκαλιά μου το ‘σφιξα και του ‘ πα με αγάπη:
«Κι αν ήσουνα τόσο σύντομο, ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Και πάντα θα ελπίζω στη στιγμή που ίσως δικό μου ξαναγίνεις. Κι αν τούτη η Μοίρα η σκληρή σε άλλα χέρια σε δώσει, μονάχα εσύ ν’ αποζητάς να είσαι ευτυχισμένο»
Και τότε πια κατάχαμα τη πόρτα είχε ρίξει και με ορμή εισχώρησε και στάθηκε μπροστά μου να μου υπενθυμίζει βίαια ποια η θνητή μου φύση και ποια τα όριά μου.
Και απ’ το χέρι το ‘πιάσε και το ‘σύρε μακριά μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Νίκος Αλμπάνης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Ο πίνακας είναι του Netanel Moran