Οι μέρες των τελευταίων μηνών ήταν παρόμοιες. Κάθε μέρα ίδια με την άλλη. Βαριεστημένο ξύπνημα μονόχνωτο, κακόκεφο. Κακό πρωινό ή μόνο καφές και τσιγάρο. Αδράνεια, αδράνειας αδράνεια. Χωρίς δουλειά, καμιά ενασχόληση με κάτι συγκεκριμένο, πέρα από απλές δουλειές του ποδαριού, χωρίς μεροκάματο, απλά βοηθώντας φίλους, αγγαρείες.
Αγγαρεία είχε καταντήσει κι η ζωή του.
«Τα παίρνεις όλα πολύ στα σοβαρά», του είπε κάποτε ένας τυχαίος γνωστός άγνωστος που είχε γνωρίσει σε μια ταβέρνα.
«Η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή», είχε πει ένας άλλος παλιόφιλος. Κι όμως, αγγαρεία και μιζέρια και φτου κι απ’ την αρχή. Τόσα χρόνια και δεν έμαθε τίποτα.
Ν’ αγγαρεύεις τον ίδιο σου τον εαυτό, να δουλεύεις για να τον ζεις και να μη του δίνεις μεροκάματο. Κανένα εύσημο, καμιά ανταμοιβή. Μόνο χαστούκια και χριστοπαναγίες. Μόνο απογοήτευση και μισόλογα.
Πρόσωπο απαθές κι ανέκφραστο. Αγέλαστος πέτρα. Καρδιά που έσφιξε και πετρώνει. Αρτηρίες φραγμένες. Το αίμα κυλάει στις φλέβες από συνήθεια. Όλα συνηθίζονται. Αλλά όταν ζεις μονάχα από συνήθεια κι ούτε καν επιβιώνεις, η κάθε συνήθεια είναι ένα στρίψιμο της κοφτερής λεπίδας, της σμιλεμένης από κοινωνικά κατάλοιπα και οικογενειακές απογοητεύσεις σε ένα κράμα συναισθημάτων και πληγιασμένων εμπειριών και βουτηγμένης στη λάβα του ακαθόριστου μίσους και της οργής μιας εφηβείας που ποτέ δεν τελειώνει.
Αλλά κι οι νύχτες σχεδόν ίδιες. Άλλαζε το σκηνικό που και που, αλλά γενικά ίδιες. Καθυστερημένο δείπνο της πλάκας, έξοδος για αλκοόλ, άσκοπο ξενύχτι και κουβέντες ρηχές, ύπνος κακός και γεμάτος από πολύβουα και ακαθόριστα όνειρα. Τα μέρη που έβγαινε ήταν πολύ συγκεκριμένα. Τις περισσότερες φορές μόνος έβγαινε και μόνος έμενε. Οι νύχτες δεν κυλούσαν, απλώς σέρνονταν πάνω σ’ ένα τραχύ χαλί από μαλλί μαύρης μοίρας, βαμμένο με εντάσεις, αναμνήσεις πόνου, θλίψη, αμφιβολίες, ανασφάλειες κι επικοινωνιακή ματαιότητα. Οι νύχτες δεν κυλούσαν. Πάντα έτσι ήταν.
Μια ακόμη νύχτα. Ξύπνησε απ’τον απογευματινό ύπνο με μια εικόνα στο μυαλό απ’ το τελευταίο πρωινό όνειρο. Ένα φίδι με τετραγωνισμένο κεφάλι, σαν ψεύτικο, σαν ρομπότ. Το κρατούσε κάποιος στο χέρι. Μόλις το είχε σηκώσει απ’το πάτωμα για να του δείξει πως ήταν ακίνδυνο. Αλλά παρέμενε τρομακτικό. Άλλωστε τα πιο επικίνδυνα πράγματα είναι συνήθως αυτά που δεν φαίνονται. Ψεύτικα. Καλυμμένα με προσωπείο άκακο και παιχνιδιάρικο, που όμως κρατάνε δηλητήριο βαρύ. Πλύθηκε, ξυρίστηκε, ντύθηκε. Τσίμπησε λίγο μπαγιάτικο ψωμί με ένα κομμάτι τυρί που σχεδόν είχε αλλάξει χρώμα. Έβαλε μπροστά το αμάξι που ήταν το μόνο που ακόμα κυλούσε ομαλά στη ζωή του κι έφυγε.
Έπαιζαν μουσική κάτι παλιόφιλοι απ’την πρώτη του γειτονιά. Έξω απ’την ‘Καταφυγή’, το μοναδικό μπαρ της πόλης που έχει αντέξει στο χρόνο ολόιδιο, πέτυχε τα παιδιά του Κωστή, κολλητού του στο λύκειο. Έφυγε ο Κωστής άδικα εφτά χρόνια πριν. Την είχε γλιτώσει τρεις φορές με τη μηχανή σε άσχημες φάσεις. Και πήγε από στοπ, χωρίς να φταίει. Του πετάχτηκε ο παππούς τελευταία στιγμή και τον έστειλε. Δε φόραγε και κράνος πρωί-πρωί, άνοιξε το κεφάλι σαν καρπούζι.
Τα πιτσιρίκια είχαν γίνει αλάνια πια. Με τα σκουλαρίκια τους, τα τατού, βαμμένα μαλλιά και τα σχετικά.
«Γεια σου θείο. Τι γίνεται; Ήρθες να θυμηθείς τα παλιά;»
«Ωραίες εποχές», θυμάται. «Μαύρες αλλά καλές. Καβάλαγες το πενηνταράκι σου που γέμιζε με πεντακόσιες δραχμές, σα να λέμε ενάμιση γιούρο, όργωνες την πόλη, από καφετέρια σε καφετέρια και στα μπαρ, έπινες τις μπύρες σου, τα τσιγάρα σου, τα έτσι σου. Κι όλα καθαρά. Αμέ. Έβρισκες φούντα χωριάτικη, λιβάνι. Με τις χημείες ήταν λίγο δύσκολα, αλλά ερχόταν μια φορά το μήνα το δέμα απ’τον Ανέστη που είχε πάει στο Βερολίνο να σπουδάσει και τη βγάζαμε ωραία στα πάρτι.
Αξέχαστη η βίλα του Νικόλα. Των γονιών του δηλαδή, αλλά έλειπαν συχνά σε επαγγελματικά ταξίδια και συνέδρια ιατρικής σε κάθε γωνιά του πλανήτη κι έμενε η πρώτη βίλα του λόφου άδεια να πούμε. Φασάρα. Για μιά βδομάδα, κάθε μεσημέρι μετά το σχολείο, βάζαμε όλοι από ένα κουτί χάπια στην τσάντα και ένα τζί φούντα ο καθένας και πηγαίναμε στο σπίτι, στη βίλα δηλαδή. Έτσι όταν έφτανε η ώρα του πάρτι η καβάτζα ήταν τίγκα. Ντρόγκια για όλους. Ηχοσύστημα το σπίτι είχε από μόνο του. Γαμάτη φάση. Παρασκευή απόγευμα μαζευόμασταν από νωρίς. Είχε ένα ηλιοβασίλεμα από ‘κει πάνω, τρέλα. Λάουντζ μουσική, τσιγάρα, μπύρες. Όταν έσκαγε ο κόσμος εμείς ήμασταν φτιαγμένοι κάργα. Και δωσ’του μετά. Μέχρι την Κυριακή το απόγευμα, νον στοπ που λέει. Μουντού, έκσταση και τα σχετικά. Και χορός, χορός. Μέρα νύχτα. Αν κλάταρες έπεφτες λίγο όπου ήσουν ή και όρθιος σε καμιά γωνία και συνέχιζες αργότερα.
Ο Αστέρης κι ο Μάκης είχαν ταλέντο από τότε. Γουστάριζαν να μιξάρουν με τις ώρες και το έκαναν καλά. Είχαν και την άνεση, λόγω μεγαλοδικηγόρου πατέρα, κι αγόραζαν τα βινύλια τους, τους μείκτες τους. Αλλά ήταν καλοί. Κυριακή μεσημέρι που είχε σπάσει ο κόσμος κι ήμασταν όλοι κομμάτια, έπαιζαν συνήθως τα δικά τους. Άρπαζε ο Μάκης την κιθάρα, καθόταν κι ο Αστέρης στο πιάνο και έδιναν τα ρέστα για το διήμερο. Ααααχ.. Ωραίες εποχές. Μακρηγόρησα ρε μάγκες, σόρυ που λέτε κι εσείς. Αλλά άμα πιάνω να θυμάμαι, ξέρετε.»
«Κανένα πρόβλημα θείο, να’σαι καλά», είπε ο μεγάλος, ο Νικόλας.
«Ναι, αφού τα θυμάσαι κιόλας… χαχαχ», καλαμπούρισε ο μικρότερος Αποστόλης.
Το μαγαζί είχε γεμίσει. Όχι ότι χωρούσε και πολύ κόσμο, λίγοι και καλοί. Εκατό άτομα με το ζόρι, φίσκα. Ξεκίνησαν δυναμικά. Το “Όλα μάταια”, το πρώτο χιτάκι τους έκανε χαμό. Έπαιξαν δύο ώρες ασταμάτητα. Νεολαία μπλεγμένη με τη μέση ηλικία που αναπολούσε στιγμές και προσπαθούσε να πιάσει τα πιτσιρίκια στο χορό. Ένα μπέρδεμα ωραίο, δυναμικό, αλλά με θλίψη να κρέμεται από πάνω.
Εκείνος είχε κάτσει σε μια άκρη και κάπνιζε. Τα γόνατα τον πρόδιδαν, δε χόρευε πια, μόνο κουνούσε το κεφάλι στο μπιτ και ανέμιζε που και που τα χέρια σε καμιά τρελή μελωδία. Τα φώτα γύριζαν συνέχεια σε όλα τα χρώματα. Σώματα και πρόσωπα αναβόσβηναν στο στρόμπο με φόντο το στέιτζ. Οι “Arrorave” έδιναν πόνο. Κιθάρες τίγκα στο ντιστόρσιον, πλήκτρα από άλλη διάσταση, μπιτ σε καλτίλα σωστή κι όλο το σκηνικό ένα όνειρο.
Εκείνος εκεί. Να καπνίζει κατεβάζοντας μπύρες τη μια μετά την άλλη και κάθε τόσο να ρουφάει γουλιές βότκα απ’το φλασκί στην τσέπη. Το κεφάλι του γυρνούσε. Αυτή η νοσταλγία, για μια εποχή που είχε φύγει κι είχε πάρει μαζί φίλους και φίλες που δεν άντεξαν τις απότομες αλλαγές στην κοινωνία και βυθίστηκαν σε ουσίες ή άφησαν τελευταία πνοή στην άσφαλτο, τον μεθούσε περισσότερο. Πρόσωπα του τότε περνούσαν από μπροστά του, χόρευαν εκεί δίπλα του μαζί με τα πιτσιρίκια που θαρρείς και είχαν ξεπηδήσει από κάποια μηχανή του χρόνου. Η μουσική διαπερνούσε όλο το σώμα φέρνοντας ρίγη στην πλάτη κι ανατριχίλα σε χέρια και στήθος.
Κάθε τόσο έπιανε τον εαυτό του ν’ αφήνεται εντελώς στην ατμόσφαιρα και να χαμογελάει αλόγιστα, χαζεύοντας τα όμορφα νιάτα να λικνίζονται μπροστά του και να φωνάζουν τους στίχους απ’το “Μαχαίρι και φωτιά” λες και γράφτηκε χτες. Όμως ανάθεμα κι αν ήξεραν την ιστορία πίσω απ’τα λόγια.
Το ζούσαν δυνατά, αλλά αυτού κάτι του έλειπε. Όπως πάντα. Όλο κάτι του έλειπε, πουθενά δεν έβρισκε χαρά και κανένα νόημα δεν υπήρχε γύρω του, εδώ και χρόνια. Αναδρομικά μεθύσια, νοσταλγικές έξοδοι σβησμένες σε σκέψεις απαισιοδοξίας και μίσος για όλα. Μίσος και θλίψη. Θλίψη, οργή κι απογοήτευση. Έτσι κι εκείνο το βράδυ. Μέσα στο μεθύσι και τη μαστούρα και την ένταση της συναυλίας, λίγη χαρά, πολλή νοσταλγία κι όλα ντυμένα με μαύρες σκέψεις. Η μουσική σταμάτησε. Έπαιζαν πλέον κλασσικά κομμάτια της εποχής στα ηχεία, σε χαλαρό ύφος.
Εκείνος σήκωσε το κεφάλι, κατέβασε την τελευταία γουλιά απ’τη ζεστή πλέον μπύρα και σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Πήγε στους παλιούς του φίλους, τους χαιρέτησε και τους είπε “Μπράβο ρε. Το κρατάτε ακόμα ζωντανό ρε. Μπράβο.” τσούγκρισε το άδειο του μπουκάλι, κέρασε ένα λυπηρό χαμόγελο και την έκανε.
Του πήρε ώρα να γυρίσει σπίτι. Δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει και δε θυμόταν κιόλας που είχε παρκάρει. Παραπατούσε κι η ανηφοριά τον ζόρισε λίγο. Έφτασε. Πήρε το κλειδί κάτω απ’τη γλάστρα και αφού έγδαρε λίγο την πόρτα, βρήκε την κλειδαριά και άνοιξε. Άνοιξε το δεύτερο συρτάρι στο κομοδίνο κι έβγαλε μια καρτέλα ζάναξ. Είχαν μείνει εφτά. Τα κούμπωσε όλα αδειάζοντας το φλασκί μονοκοπανιά. Άναψε το τελευταίο τσιγάρο της κασετίνας και ξάπλωσε ανάσκελα κοιτώντας το πορτοκαλί φως του πορτατίφ να κάνει παιχνίδια στο σάπιο ταβάνι.
Τα μάτια έκλεισαν και το τσιγάρο έπεσε στο σεντόνι που είχε ήδη μουσκέψει στο αίμα που κυλούσε ασταμάτητα απ’τον αριστερό του καρπό.
Οι στίχοι απ’το αγαπημένο του κομμάτι, που έπαιξε και για ανκόρ, σαν να γράφτηκαν απόψε άλλη μια φορά.
“Είχε φτάσει το μαχαίρι και κοκκίνιζε όλη τη γης
Ήταν το μαχαίρι της κατάρας και το αίμα ήταν της ευχής”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής