Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί (εκδοχή τρίτης ηλικίας)

2
866

 

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι T03255_10-1019x1024.jpg

Αυτά τα μικροδιηγήματα (flash fiction) γράφτηκαν από δύο συνεργούς. Τυχαία διάλεξαν τον ίδιο πίνακα ως αφορμή για το διήγημα τους. Τυχαία ασχολήθηκαν κι οι δύο με τον έρωτα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Για πάντα

Κι όσο την παρατηρούσα χανόμουν μέσα στον βυθό των ματιών της, σ’ εκείνο το ανέμελο και συνάμα γεμάτο ερωτισμό βλέμμα της.

Ακόμη και οι ρυτίδες της, τα ζαρωμένα της χείλη είχαν ακόμη εκείνη τη φλόγα που ‘χα πρωτοαντικρίσει τότε, σ ’εκείνο το αυγουστιάτικο γλέντι.

«Χορεύουμε;»
«Βεβαίως!»

Κι ακούγοντας εκείνο το τραγούδι, το κορμί της, έρμαιο της μελωδίας, πάλλονταν ρυθμικά στο σκοπό. Και το χαμόγελό της! Αχ εκείνο το γλυκόπιοτο χαμόγελο που σκορπώντας παντού ανεξέλεγκτα σωρεία συναισθημάτων, πλημμύριζε την πλάση.

Σαν έπιασα το χέρι της, σαν τρυφερό άνθος λουλουδιού, σαν την άγγιξα, αμέσως ένιωσα πως τούτη εδώ είναι η αφετηρία μου, τούτος και ο πηγαιμός μου.

«Πότε θα σε ξαναδώ;»
«Αύριο φεύγω.»

Και τότε πια σκοτείνιασε η όψη της και μαζί της και η ψυχή μου.

«Όπου κι αν πας θα έρθω να σε βρω.»
«Ετοιμάζονται να με προξενέψουν τα Χριστούγεννα.»
«Όπου κι αν είσαι μονάχα γράψε μου και θα έρθω να σε βρω και να σε πάρω.»

Και τώρα πια να είχαν περάσει και έξι  δεκαετίες από κείνη τη βραδιά, ποιος ξέρει άραγε. Μα και τί σημασία έχει πια.

Κι εκείνη εκεί, καθισμένη στην αγαπημένη της θέση, όπου λάτρευε να χαλαρώνει. Και τώρα έμοιαζε τόσο ήρεμη, γαλήνια, θαρρείς κι άκουγε την καρδιά μου και ταξίδευε μαζί της.

Κάθισα σιμά της κι έβαλα ένα ποτήρι κρασί. Τούτη τη στιγμή πάντα την απολάμβανα, να στέκω πλάι της και να κουβεντιάζουμε με τις ώρες. Η φωνή της, σαν τη μεθυστική φωνή των Σειρήνων, μ’ οδηγούσε κοντά της, μα εγώ, σαν άλλος Οδυσσέας, θα έμενα για πάντα εδώ. Γιατί αυτή ήταν η δική μου Πηνελόπη…

«Κορίτσι μου, θέλεις να βάλω ένα δίσκο ν’ ακούσουμε;»
«Ναι. Θα ήθελα όμως πρώτα να μου διαβάσεις εκείνο το ωραίο ποίημα.»
«Ό,τι θέλεις.»

Είχε περάσει καιρός πια από την τελευταία φορά που την αποκάλεσα με το όνομά της. Δεν το θυμόταν μήτε δαύτο μήτε κι εμένα.

Διστακτικά και με περίσσια δύναμη να κρατηθώ νηφάλιος, άνοιξα το μπαούλο κι έβγαλα από μέσα το Τετράδιο.

Ήταν ο θησαυρός μας. Μέσα εκεί κρυβόταν η ζωή μας όλη. Έρωτες, χαρές, στενοχώριες, όλα αμπαρωμένα καλά. Κάπου ανάμεσα στα τόσα και τόσα και μια σελίδα από υλικό φθαρτό, μα το περιεχόμενο παντοτινά πρώιμο.

Ήταν οι στίχοι απ’ το τραγούδι εκείνο που χορέψαμε εκείνη τη βραδιά.

Σαν πάτησε το πόδι της στο χωριό και την αντίκρισα, σάστισα. Ο νους μου μούδιασε κι η καρδιά μου έτοιμη να ξεγλιστρήσει και να χυθεί στους δρόμους. Ευθύς έτρεξα στο καλυβάκι πλάι στο σπίτι και με το λαγούτο μου συντροφιά κατάφερα να το πλάσω. Και σε τούτο το γλέντι με προσμονή, μόλις την είδα ζήτησα να το παίξουν γι’ αυτή, για μας.

Το λάτρευε, θαρρείς και γνώριζε για ποιον προορίζονταν, μα ποτέ δεν της το ‘πα. Ήταν το δικό μου μυστικό.

Μέσα σε κείνους τους στίχους, ανάμεσα στις νότες ζωντάνευε ξανά και ξανά ο έρωτάς μας. Μια γλυκιά κι αιώνια ιστορία αγάπης που δεν θα πω όμοια με παραμύθι, παρά μόνο γιατί παραμυθένια μονάχα μπορεί να οριστεί.

Ακόμη κι αν δεν θυμόταν, κατά έναν ανεξήγητο λόγο λάτρευε να το ακούει.

«Λοιπόν ξεκινάω.»
«Συγνώμη που σε διακόπτω… Δεν ξέρω ποιος είσαι, δεν σε θυμάμαι, συγγνώμη, όμως ήθελα να σου πω πως  η φωνή σου μου αρέσει πολύ.»

Τότε, πνιγμένος πια, άφησα χάμω το χαρτί κι έβαλα τη βελόνα στο πικάπ. Με όση δύναμη μου απόμεινε σηκώθηκα, άφησα στην άκρη το μπαστούνι μου, την πλησίασα, γονάτισα και πιάνοντας το χέρι της της ψιθύρισα στο αυτί:

«Δεν πειράζει αγάπη μου που δεν με θυμάσαι, αρκεί που θυμάμαι εγώ ποια είσαι και τί μου ’χεις προσφέρει.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Νίκος Αλμπάνης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Συνάντηση με τον εαυτό

Έχει δέκα λεπτά που κάνω ότι διαβάζω εφημερίδα, αλλά πάνε πολλά χρόνια που έχω να φλερτάρω με μια γυναίκα. Όσα χρόνια ήμουν παντρεμένος, σαράντα τέσσερα συν δέκα από τότε που πέθανε η Τζοάνα. Και τι να της πω; να πάμε για καφέ;

«Χαίρετε, είμαι ο Στέργιος. Αν δεν γίνομαι αδιάκριτος, τι κάνει μια τόσο νέα γυναίκα στον καρδιολόγο;»

«Εβδομήντα εφτά χρονών νέα! Ήρθα για τον καθιερωμένο έλεγχο της πίεσης και για την συνταγογράφηση των φαρμάκων. Εσείς, τόσο νέος;»

«Είμαι ο μεγάλος αδερφός του γιατρού. Τον περιμένω να γευματίσουμε. Έχω τα γενέθλια μου το Σάββατο.»

«Και γιατί πάτε από τη Δευτέρα;»

«Σκέφτηκα φέτος, να κάνω κάτι διαφορετικό. Δεν μας μένουν και πολλά. Πόσα να ‘ναι; Μετρημένα στα δάχτυλα του ενός, το πολύ και των δύο χεριών;»

«Θα μπορούσατε να πάτε με την σύζυγο σας ή αν έχετε παιδιά, μια εκδρομή.»

«Η σύζυγος μου, έφυγε πριν δέκα χρόνια. Από τότε τα δύο μου παιδιά, έφυγαν και έκαναν τις δικές τους οικογένειες στο Βέλγιο. Τουλάχιστον είναι μαζί και προσέχει ο ένας τον άλλο. Εσείς είστε παντρεμένη;»

«Λυπάμαι για την γυναίκα σας. Όχι, δεν έχω βρει τον κατάλληλο ακόμη. Δεν ξέρω καν πώς μοιάζει ένας κατάλληλος. Ήμουν δασκάλα μουσικής. Είχα ένα πανέμορφο ωδείο, στο Θησείο. Αφιέρωσα τη ζωή μου στη μουσική.»

«Η κυρία Παύλου; Περάστε παρακαλώ, ο γιατρός σας περιμένει.»

«Χάρηκα πολύ, Στέργιο, εύχομαι να τα ξαναπούμε. Είμαι η Φοίβη Παύλου.»

«Στέργιο τι κάνεις εδώ, δεν θα πάμε για φαγητό σε λίγο;»

«Ρε Κώστα; ποια είναι αυτή;»

«Για την Παύλου λες; έρχεται εδώ πολλά χρόνια. Τι έγινε;»

«Θα της ζητήσω να βγούμε, το πήρα απόφαση.»

Ο Στέργιος υπολόγισε με την εμμονική του μαθηματική ακρίβεια, πόση ώρα θα διαρκέσει το ραντεβού στο ιατρείο, μαζί με τα τέσσερα λεπτά που χρειάζεται κάποιος στην ηλικία της Φοίβης, να φτάσει ως την έξοδο. Την περίμενε απέξω.

«Φοίβη, αυτό το τριαντάφυλλο είναι για σένα. Αν δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις, ήθελα να περάσουμε μαζί τα γενέθλια μου το Σάββατο. Αυτό είναι το τηλέφωνο του σπιτιού μου. Θα περιμένω.»

~~{}~~

Η Φοίβη σάστισε και δεν πρόλαβε να χαιρετήσει τον άντρα, που μόλις την είχε ζητήσει σε ραντεβού.
Εκείνη τη στιγμή η Φοίβη, χάθηκε σε ένα πολύ βαθύ ταξίδι, στον κόσμο της σκέψης. Συλλογίστηκε ότι, η τοποθέτηση του εαυτού στον χρόνο και στην ύλη, δεν έχουν τελικά σημασία. Δεν ένιωθε πλέον εβδομήντα εφτά χρονών. Ένιωθε νέα γυναίκα, γεμάτη όνειρα κι αγωνία για τα μικρά: Τι χρώμα να είναι το φόρεμα της στο ραντεβού με τον Στέργιο; Αν θα έπρεπε να του τηλεφωνήσει την ίδια μέρα ή να παρατείνει για λίγο την συνάντηση.

Πλέον, δεν αισθανόταν αγγαρεία την επίσκεψη στην υπεραγορά, γιατί εκεί θα έβρισκε το σαμπουάν, που της είχε πει μια φίλη της πως δυναμώνει το χρώμα. Πλέον, δεν την ενδιέφερε που χρωστούσε δύο μήνες τα κοινόχρηστα -γιατί δεν είχε σημασία.

Ούτε ο Στέργιος είχε σημασία. Η ζωή είναι ένα καλοκουρδισμένο αστείο. Το είχε αντιληφθεί. Η χαρά εξαϋλώθηκε, δεν την όριζε. Πλέον, ένιωθε συνειδητοποιημένη. Αυτό μετρά. Ένιωθε να βιώνει τον εαυτό της, στο παρόν. Στο ραντεβού με τον Στέργιο θα πήγαινε ήρεμη, να γνωρίσει έναν καινούριο άνθρωπο. Πόσοι καινούριοι άνθρωποι υπάρχουν εκεί έξω; Και η ίδια είναι ένας από αυτούς. Όχι όμως για τον εαυτό της. Αυτή η μικρή, περίεργη συνάντηση, αποτέλεσε την αφορμή της αφύπνισης.

~~{}~~

«Στέργιο, καλησπέρα, η Φοίβη είμαι. Σκέφτηκα, αν ήθελες το Σάββατο, να βρεθούμε στο Θησείο, σου έχω μια μικρή έκπληξη για τα γενέθλια σου.»

«Μεγαλύτερη έκπληξη, απ’ αυτό το τηλεφώνημα; Χαίρομαι που με κάλεσες, Φοίβη. Θα σε δω σε λίγες μέρες.»

~~

Οι δυο άνθρωποι, συναντιούνται ως ξένοι. Σ’ αυτή την ηλικία δεν έχεις περιθώριο να προσποιηθείς. Η αλήθεια είναι ότι, ποτέ δεν το είχες. Τα αληθινά σου κίνητρα είναι πάντα εκεί, καλά κρυμμένα. Εξάλλου αυτά έψαχνε και ο Νίτσε, προτού καταλήξει να κλαίει.

«Στέργιο, αυτό το πιάνο είναι για σένα. Τι θα έλεγες, να έρχεσαι στο ωδείο όποτε έχεις χρόνο; Θα σου μάθω να παίζεις.»

Ο Στέργιος συγκινήθηκε βαθιά. Αισθάνθηκε ότι βρήκε ένα όμορφο κίνητρο, να συνεχίσει. Θα μάθαινε να παίζει πιάνο. Ποτέ δεν το σκέφτηκε -αν και άκουγε μουσική καθημερινά. Αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε να μάθει να παίζει το Für Elise ή έστω το Gnossienne no. 1.

~~

Έτσι προκύπτουν οι αλλαγές. Αναπάντεχα και ξαφνικά. Όταν γεννιέται η σκέψη , κυοφορείται για εννιά μήνες και παίρνει μορφή στον πραγματικό κόσμο. Έτοιμη να αλλάξει τον ρου της ιστορίας. Έτσι και η γνωριμία των δύο αυτών ανθρώπων, ενσαρκώνεται μέσω της μουσικής, στον καφέ στο διάλειμμα του μαθήματος ή στο περπάτημα της επιστροφής.

Πιστεύω ότι η ζωή είναι πολύ μεγάλη και δεν φεύγει γρήγορα. Ούτε ο θάνατος υπάρχει. Και αν υπήρχε, πάλι ζωή θα τον έκανα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Αντρέας Κετώνης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

~~~~~~~~~

Ο πίνακας: My Parents -1977 -David Hockney -born 1937