Τελευταία ευχή

0
1250

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 19192-1024x439.jpg

Η Στάμω Γερολυμάτου ήταν προορισμένη να πεθάνει στις 16 Οκτωβρίου, ένα ιδιαίτερα δροσερό βράδυ.

Από το παράθυρό της ακουγόταν το σιγανό μουρμουρητό της σκοτεινής θάλασσας. Η υγρασία ήταν πολύ έντονη. Την ένιωθε να σέρνεται μέσα από τους τοίχους, να διαπερνάει τα ταβάνια, να ξεχύνεται σαν ποτάμι μέσα από τα πατώματα. Το σώμα της πονούσε αφόρητα. Οι πόνοι ξεκινούσαν από την βάση του λαιμού της και με σταθερό βηματισμό, όμοιοι με φίδια, κουλουριαζόντουσαν γύρω από τους αρμούς της, όργωναν τους ατροφικούς της μύες και καταλήγανε στα πόδια της.

Την ίδια ώρα η αναπνοή της γινόταν όλο και πιο αργή και κάθε προσπάθεια για να γεμίσει τα κουρασμένα πνευμόνια της με το άφθονο οξυγόνο που της παρείχε ο ιατρικός αναπνευστήρας την άφηνε όλο και πιο εξαντλημένη. Φρικτό μαρτύριο, ίδιο με του Ταντάλου. Οι φλέβες στον λαιμό της είχαν αρχίσει να τεντώνονται, τα δάχτυλα του αριστερού χεριού ανοιγόκλειναν ρυθμικά (το δεξί της χέρι παρέμενε ακίνητο, ένεκα ενός εγκεφαλικού).

Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Από τις εννέα το βράδυ, που η νοσοκόμα πέρασε για να την δει, οι αισθήσεις ήταν τεντωμένες σαν χορδή τόξου. Κάθε φύσημα αέρα γινόταν αισθητό, κάθε τρίξιμο του πατώματος ή κάθε χτύπημα μια πόρτας έφτανε στα αυτιά της. Τα μάτια της, συνηθισμένα στο σκοτάδι, είχαν καρφωθεί στην γκρίζα όψη του ταβανιού. Σερνόντουσαν πάνω του και κατέγραφαν με αδηφάγο τρόπο, στον εγκέφαλό της (ένα όργανο που σύντομα θα έμπαινε σε αιώνια αχρηστία) αυτά τα τελευταία ψήγματα αναμνήσεων.

Ποιος ο λόγος; Αυτή η ερώτηση έλαμψε μέσα στις σκέψεις τις, σαν αστραπή. Σαν μια ξένη φωνή να της μίλησε. Ποιος ο λόγος που ακόμα και τώρα παιδεύεσαι; Δεν βαρέθηκες;

Ναι, είχε βαρεθεί. Τώρα στα τελειώματα της ζωής της, έβλεπε την ματαιότητα των πραγμάτων. Τα πάντα της φαινόντουσαν μάταια. Μάταια; Λάθος λέξη. Ανούσια.

Τι κέρδισε που από τα δέκα της δούλευε στο αμπέλι του πατέρα της, στον ελαιώνα του θείου της, φρόντιζε τις αγελάδες, τις κότες και τις κατσίκες τους. Να ξυπνάει πριν το πρώτο φως της αυγής, να μασουλάει μέσα στα σκοτάδια ένα ξερό κομμάτι ψωμί, να σκουντάει την αδερφή της να σηκωθεί κι αυτή από τον ύπνο της, ενώ η ίδια ντυνόταν ανόρεχτα το τριμμένο από τις αγροτικές εργασίες φουστάνι της, έδενε τα μαλλιά της και έβγαινε από το σπίτι, όσο πιο σιγά μπορούσε για να μην ξυπνήσει τον πατέρα και την μητέρα (αυτοί ξυπνούσαν λίγο αργότερα).

Η τσάπα, το κλαδευτήρι, το ράντισμα, οι βαριοί μεταλλικοί κουβάδες γεμάτοι πότε με νερό και πότε με ζωοτροφή, την τσάκιζαν με την πάροδο του χρόνου, αυτής της αδυσώπητης και απρόσωπης μηχανής που συμπαρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του.

Στα είκοσι της έμοιαζε σαράντα, στα σαράντα έμοιαζε με εξήντα κι όταν ο μεγάλος της αδερφός της έφερε προξενιό έναν συμπαθητικό ώριμο άντρα, μεγαλύτερο της κατά δεκαπέντε χρόνια, έσκυψε το κεφάλι όπως έκανε πάντα και τον παντρεύτηκε. Τα δεσμά του γάμου τις προσέφεραν τρία παιδιά και τρεις αποβολές.

Όποια ομορφιά υπήρξε πάνω της είχε χαθεί μέσα σε αυτή την άθλια ζωή. Το δέρμα της, εκτεθειμένο πότε στον καυτό ήλιο και πότε στο κρύο, είχε ζαρώσει και γεμίσει ρυτίδες. Τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει, η μικρή της πλάτη είχε καμπουριάσει, οι παλάμες της είχαν καλυφθεί από κάλους και πληγές. Μόνο τα μάτια της είχαν μείνει αναλλοίωτα. Πράσινα, σαν το χρώμα του κυπαρισσιού. Ίσως να ήταν και καπρίτσιο κάποιου θεού αυτό το μέρος του σώματός της να παραμείνει άθικτο.

Η αναπνοή της άρχισε να γίνεται όλο και πιο αργή, τα μάτια της αν και ορθάνοιχτα άρχιζαν να καλύπτονται από το σκοτάδι. Σύντομα δε θα υπάρχω πια, σκέφτηκε και με την σκέψη αυτή ένα δάκρυ κύλησε από το αριστερό μάτι της. Έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια να τεντώσει τον λαιμό της και να κοιτάξει προς την πόρτα (για ποιο λόγο άραγε;), αλλά δεν τα κατάφερε.

«Κανείς δεν θα έρθει για σένα απόψε. Άδικος κόπος να ξοδεύεις έτσι τις τελευταίες σου δυνάμεις.»

Ποιος είχε μιλήσει; Μια ατσάλινη και άχρωμη φωνή είχε ακουστεί από την άκρη του δωματίου, τόσο μακριά, αλλά και τόσο κοντά στα αυτιά της. Έσφιξε τα δάχτυλα του γερού της χεριού καθώς άκουγε βήματα στην άκρη του κρεβατιού. Ξαφνικά τα χείλια της στέγνωσαν, η γλώσσα της κόλλησε στον ουρανίσκο της από τον τρόμο, έναν τρόμο που έκανε το στομάχι της να ανακατεύεται. Μια ξεψυχισμένη κραυγή βγήκε από μέσα της, τόσο αδύναμη που δεν ξεχώριζε από μια εκπνοή αέρα.

Το γέλιο του επισκέπτη είχε την ίδια αίσθηση με ξυραφιές στα πόδια κι όταν την πλησίασε και αντιλήφθηκε την σκιά της ξένης παρουσίας πάνω της, τότε έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να προσεύχεται με πνιχτά κλάματα. Ένα ζευγάρι παγωμένα χέρια απλώθηκαν κι άρπαξαν το μαξιλάρι που ακουμπούσε το κεφάλι της. Με μαλακές κινήσεις, πρώτα την σήκωσε και μετά την τοποθέτησε αναπαυτικά και με τέτοιο τρόπο που να μπορεί να τον κοιτάξει. Ο επισκέπτης ήταν μια γυναίκα. Η Στάμω την κοιτούσε τρομοκρατημένη και αποσβολωμένη, ενώ αυτή περιφερόταν στο δωμάτιο. Αφού επεξεργάστηκε τον χώρο γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε την κατάκοιτη γριά.

Η επισκέπτρια φορούσε ένα μακρύ ως τις φτέρνες μαύρο φόρεμα, κλειστό στο λαιμό και ανοιχτό στους ώμους. Τα μαύρα μαλλιά της έφταναν μέχρι την μέση της, το λευκό δέρμα του προσώπου της άστραφτε μέσα στο σκοτάδι. Τα μάτια της! Το ένα γαλάζιο και το άλλο μαύρο. Τα κατακόκκινα χείλια της γυναίκας τραβήχτηκαν σε ένα άψυχο και πλατύ χαμόγελο, μέσα από το οποίο ξεπρόβαλαν κατάλευκα δόντια. Η καρδιά της Στάμως άρχισε να χτυπάει δυνατά, ένας καλπασμός που τράνταζε το στήθος και τα πλευράς της. Τα χέρια της γυναίκας απλώθηκαν, δυο χέρια κατάλευκα με νύχια μακριά και γαμψά και τυλίχτηκαν στο μεταλλικό προστατευτικό.

«Μην φοβάσαι» ξαναείπε η γυναίκα. «και μην κοιτάς την εικόνα του Ναζωραίου. Αν ήθελα να σου κάνω κακό θα το είχα κάνει.».

Πήγε απέναντί της και κάθισε στην μοναδική καρέκλα που υπήρχε.

«Ένιωθα τον πόνο σου, της ψυχής, όχι του σώματος κι αποφάσισα να έρθω. Μόνη, εγκαταλειμμένη απ’ τα παιδιά και τους λοιπούς συγγενείς σου, να περιμένεις το αναπόφευκτο, ενώ αναλογίζεσαι τη ζωή που έχασες. Το έχω ζήσει χιλιάδες φορές. Εσείς οι άνθρωποι είστε τόσο κοινότοποι.».

Σηκώθηκε και την πλησίασε. Έσκυψε από πάνω της και κάρφωσε τα μάτια της στα δικά της, δυο μάτια που μέσα τους έδειχναν το κενό.

«Λοιπόν, άκου καλά, γιατί μόλις τελειώσω και πάρω την απάντησή σου, δεν θα υπάρχει γυρισμός. Μπορείς να ζήσεις. Ναι, έχω αυτή την δύναμη. Μπορώ να σε κάνω ξανά νέα. Είκοσι, ίσως και λίγο μεγαλύτερη, με νέο και δυνατό σώμα, με χρήματα στην τσέπη, με την μνήμη σου ακέραιη. θα μπορείς να γευτείς όλα αυτά που έχασες, να ζήσεις ότι δεν έζησες, να βιώσεις τις ηδονές που στερήθηκες κι όταν περάσουν τριάντα χρόνια θα επιστρέψω και θα σου ζητήσω την πληρωμή μου. Ποια είναι αυτή; Να με υπηρετήσεις για το δεκαπλάσιο από την νέα σου ζωή».

Η Στάμω έμενε κοκαλωμένη. Από τα μάτια της τα δάκρυα έτρεχαν ρυθμικά. Μπροστά της ανάβλυζαν οι εικόνες της νέας της ζωής, σαν παραμύθι που γράφτηκε μόνο για αυτή. Τα λευκά χέρια της γυναίκας την έπιασαν τρυφερά από το πρόσωπο και χάιδεψαν τα γκρίζα μαλλιά της, κάνοντας να χυθεί στην ψυχή της ένα ζεστό και γλυκό αίσθημα. Αυτή ήταν μια θεά που μπορούσε να ακούσει τις προσευχές της, μια θεά που δεν θα άφηνε κανένα απολωλός πρόβατο πίσω. Κοίταξε τα λευκά τ χέρια που ξεπρόβαλαν από το μαύρο φόρεμα και τα φίλησε τρυφερά. Η Θεά χαμογέλασε κι έφερε το χέρι της πάνω από τα μάτια της Στάμως.

~~

     Το επόμενο πρωί, μια γυναίκα προχωρούσε στην Σταδίου. Προχωρούσε δυναμικά, αγέρωχα, χτυπώντας τις βρώμικες πλάκες του πεζοδρομίου με τακούνια αδέκαστα. Το νεανικό της ντύσιμο, το αψεγάδιαστο σώμα της, τα κυπαρισσένια μάτια της έκαναν κάμποσους άντρες να γυρίσουν και να την κοιτάξουν με πόθο και κάμποσες άλλες γυναίκες να την κοιτάξουν με μίσος. Αυτή δεν σταματούσε. Μια νέα ζωή ήταν μπροστά της. Μια ζωή που ξεπρόβαλε μέσα από δυο λευκά χέρια, ένα σκοτεινό βράδυ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Διονύσης Γεωργάτος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.