Ερωτικό ημερολόγιο

0
649

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 27155265084_c2ed41abc2_b-1024x821.jpg

Δεν ακούστηκε κανένα ξυπνητήρι, μα ο άντρας ξύπνησε και ανοιγόκλεισε τα μάτια του μερικές φορές μέχρι να συνηθίσουν στο πρωινό ημίφως. Μια άλλη ζωή, παλιότερη, του είχε αφήσει μερικά κουσούρια, ανάμεσα τους αυτά τα ξαφνικά, χωρίς καμιά ανάγκη, πρωινά ξυπνήματα.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Απέφυγε να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Δεν τον χρειαζόταν, αν ήταν απλά να του επιβεβαιώνει πως γερνάει. Μπορούσε και χωρίς αυτόν να νιώσει το πρόσωπο του να κρέμεται πάνω στο κρανίο του, έχοντας χάσει τη νεανική του σφριγηλότητα.

Έπλυνε τα μούτρα του, ξυρίστηκε γύρω από το μούσι του, το λάδωσε, καθάρισε τα αυτιά του, κι έτρεξε δυο φορές τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του, σε μια κίνηση που αυτός αποκαλούσε χτένισμα. Ήθελε καφέ. Πήγε στην κουζίνα.

Στον τοίχο ήταν ένα κιτρινισμένο ημερολόγιο της Pirelli, του 1994. Παρότι ήταν ήδη 40 χρόνια παλιό, ο άντρας γύριζε τους μήνες επιμελώς, κι έτσι τώρα που ήταν Απρίλης, η Kate Moss τον κοίταζε στα μάτια, κρατώντας ένα λουλουδάτο ύφασμα που άφηνε γυμνό το πάνω μέρος του κορμιού της. Το μικρό της στήθος τον ατένιζε επίσης, αγέρωχο κι αυτό. Άνοιξε το ντουλάπι με τον καφέ κρύβοντας προσωρινά την Kate. Το βαζάκι στο ντουλάπι ήταν άδειο. “Δεν πειράζει” σκέφτηκε, “ θα πάω για καφέ κάτω, στο Παλιό Λιμάνι”. Ντύθηκε, έβαλε παπούτσια, άρπαξε ένα βαρύ παλτό από την κρεμάστρα, πορτοφόλι και κλειδιά και βγήκε από την πόρτα.

Έξω είχε αρχίσει να φωτίζει λίγο περισσότερο. Οι δρόμοι της Παλιάς Πόλης είχαν ήδη φασαρία. Φορτηγά μικρά και μεγάλα, εκφόρτωναν προμήθειες στα μαγαζιά, υπήρχε ένα κυκλοφοριακό κομφούζιο, ενώ παντού άνθρωποι με πρόσωπα κρεμασμένα στα κρανία τους, περπατούσαν γρήγορα σκυφτοί και με πρόθεση, οι περισσότεροι πηγαίνοντας σε κάποια δουλειά.

Κατέβηκε το μεγάλο δρόμο με τις καμάρες και τα παλιά τουριστικά μαγαζιά. Ήταν όλα πια κλειστά, οι κάποτε πολύχρωμες πραμάτειες τους στις βιτρίνες, όλες γκρίζες από τη σκόνη και τους ιστούς. Στρίβοντας τη γωνία, φάνηκε στο βάθος η θάλασσα. Μερικά παλιά σκάφη λικνίζονταν δεμένα στο μώλο. Ένιωσε τη μυρωδιά του λιμανιού, κι άρχισε να περπατά λίγο πιο ζωηρά. Είχε ήδη αποφασίσει να πάει στο καφενείο του Αποστόλη, δίπλα στο παλιό μαγαζί του πατέρα του.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: “Ει, γέρο Μπεν, για πού το βαλες πρωί-πρωί;”

Γύρισε κι είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο τον Μένιο, ένα μάγειρα που είχε κάποτε στο σκάφος όταν ακόμη δούλευε στα θαλαμηγά. Λεβέντης κάποτε, μεγάλη επιτυχία με τις Αμερικάνες στο σκάφος, είχε αλλάξει αρκετά. Λιγοστά δόντια, ακόμη πιο λιγοστά μαλλιά, κι ένα μάτι “τρελό” αποτέλεσμα κάποιου μεταμεσονύχτιου καυγά.

”Πάω να πιω καφέ στου Αποστόλη, Μένιο, θες να έρθεις για παρέα;”
“Οχι, κάπτεν Μπεν, πάω να δω για δουλειά σ’ ένα απ’ τα πλοία και δεν προλαβαίνω, θα τα πούμε άλλη φορά.”
Ο Μπεν συνέχισε το δρόμο του περνώντας μπροστά από τα παλιά μηχανουργεία, εισπνέοντας τη χαρακτηριστική τους μυρουδιά λαδιών και γράσου.

Είχε χρόνια να περάσει από το παλιό μαγαζί. Ο πατέρας δε ζούσε πια, αλλά το μαγαζί το δούλευε, η μάλλον προσπαθούσε να το δουλέψει, η μικρή του αδερφή. Ήταν μια καντελερί, ένα μαγαζί που πουλούσε κεριά, σκοινιά και οτιδήποτε άλλο μπορεί να χρειαζόταν τα σκάφη που γυρνούσαν από τα ταξίδια τους, για προμήθειες κι επισκευές.

Φτάνοντας απέξω, είδε κόσμο. Υπήρχε μια μεγάλη και φασαριόζικη ουρά, και κατάλαβε αμέσως τι περίμεναν. Ήταν νωρίς το πρωί, τώρα έφταναν τα φρέσκα σκουλήκια, κι οι ψαράδες ανυπομονούσαν. Σε λίγο θα ήταν όλοι απλωμένοι στο μώλο με τα καλάμια τους, μικρά φωσφοριζέ κομμάτια τσουτσουνιού στα αγκίστρια τους και πεινασμένη ελπίδα στη ματιά τους. Έκαναν φασαρία, έσπρωχναν, και κάποιοι από αυτούς ήταν μεθυσμένοι ήδη, το μύριζε στον μπαγιάτικο αέρα της καντελερί, αναμεμειγμένο με μυρωδιές από χρώματα και δολώματα.

Ο Μπεν στάθηκε στο πίσω μέρος της ουράς. Είχε σηκώσει το γιακά του και κατεβάσει το καπέλο του, δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να τον αναγνωρίσει η αδερφή του. Κοίταξε τριγύρω.

Άδεια σκονισμένα ράφια, μερικά καρούλια σχοινί, δυο μεγάλα κορκώματα δίπλα στην πόρτα, σκονισμένα κι αυτά. Ξαφνικά είδε ένα περίεργο πλάσμα να μπαίνει στο μαγαζί. Ήταν μια γυναίκα, σίγουρα θηλυκό δηλαδή, αλλά δε μπορεί να ήταν πάνω από μισό μέτρο στο ύψος. Πιο κοντό κι από νάνος, κι ατσούμπαλο, λες και κει που τέλειωναν τα πόδια, άρχιζαν οι ώμοι, σαν κάποιος να έβαλε ένα υπερμέγεθες κεφάλι από πάνω. Είχε γκρίζα μαλλιά, ήταν βαμμένη, και φόραγε δυο χρυσά σκουλαρίκια με πέρλες. Καθώς οι ψαράδες ήταν όλοι κανονικού αναστήματος και έσπρωχναν ο ένας τον άλλον στην υποτυπώδη ουρά, κινδύνευε να την πατήσουν.

Έσκυψε προς το μέρος του πλάσματος και ρώτησε: “Τι χρειαζόσαστε, μήπως μπορώ να σας βοηθήσω;”

Μα πριν προλάβει να πάρει απάντηση, ένας μεγαλόσωμος ψαράς, άρπαξε το πλάσμα με το ένα χέρι και το εκσφενδόνισε από την πόρτα. Κι εκεί, μπροστά στα μάτια όλων, καθώς πετούσε στον αέρα, άλλαξε μορφή κι έγινε ένας μικρός πράσινος βάτραχος που προσγειώθηκε ανώδυνα στον ουρανό ενός αυτοκινήτου.

Ο Μπεν έτρεξε έξω, έπιασε προσεκτικά το βατραχάκι και το έβαλε στην τσέπη του παλτού του. Είχε ακούσει για αυτά τα πλάσματα αλλά δεν είχε συναντήσει ένα ποτέ του. Ήταν μια μετασχηματίστρια, ένα είδος που είχε παρουσιαστεί πρώτη φορά μετά την τελευταία μεγάλη πανούκλα που πέρασε από τον πλανήτη.

Γύρισε γρήγορα σπίτι, σταματώντας μόνο να πάρει λίγο καφέ. Όταν έφτασε, μπήκε μέσα, κλείδωσε την πόρτα και πήγε στην κουζίνα. Έβγαλε προσεκτικά το πλάσμα , που διατηρούσε ακόμη τη μορφή μικρού βατραχιού από την τσέπη του και το ακούμπησε στην καρέκλα. Άνοιξε τη σακούλα, πήρε τον καφέ και τον άδειασε στο βαζάκι. Γέμισε το μπρίκι νερό και πρόσθεσε δυο κουταλιές καφέ και δυο κύβους ζάχαρης. Ακούμπησε το μπρίκι στο γκαζάκι και το άναψε.

Ακούστηκε ένας ήχος πίσω του, σαν μια βαθιά ανάσα. Την ίδια στιγμή η φλόγα τρεμόπαιξε.

Γύρισε προς το τραπέζι. Στην καρέκλα καθόταν η Kate Moss, μισόγυμνη, τυλιγμένη μόνο με το λουλουδάτο ύφασμα.

“Γεια σου, Μπεν” του είπε κοιτώντας τον στα μάτια. Ο Μπεν ξεροκατάπιε. Πάντα έχανε τα λόγια του μπροστά στις όμορφες γυναίκες. “Γιατί με μάζεψες και με έβαλες στην τσέπη σου Μπεν, με τα παλιά χαρτάκια από τσίγαρα, τα τρίμματα καπνού και τα κέρματα;”
“Συγγνώμη… Απλά ένιωσα την ανάγκη να σε προστατέψω, αλλά ομολογώ και μια περιέργεια, αφού κατάλαβα αμέσως ότι είσαι μετασχηματίστρια.”

“Οκ, μπορώ να το δεχτώ αυτό. Φτιάξε μου και μένα ένα καφέ, Μπεν, σκέτο, και κάτσε να τα πούμε. Μπορείς να με λες Kate.”

Ο Μπεν και η Kate ήπιαν καφέ παρέα στην κουζίνα. Κάποια στιγμή η Kate σηκώθηκε αφήνοντας να πέσει το ύφασμα στο πάτωμα. Στάθηκε μπροστά του. Το κορμί της ήταν λείο, στιλπνό, μαυρισμένο και τόσο μα τόσο κοντά του. Ένιωθε μια θέρμη και δεν μπορούσε να καταλάβει αν είναι από τη δική του έξαψη η αν την εξέπεμπε το κορμί της. Τον πήρε από το χέρι και τον τράβηξε προς την κρεβατοκάμαρα. Έξω από τα παράθυρα βασίλευε το γκρίζο. Μα μέσα στο δωμάτιο, ο Μπεν και η Kate ξάπλωναν μαζί και το κρεβάτι μεταμορφωνόταν σε ηλιόλουστη αμμώδη παραλία.

Η μέρα πέρασε κυρίως στο κρεβάτι. Κοιμήθηκαν αγκαλιά. Μέσα στη νύχτα απομακρύνθηκαν προσωρινά στο διπλό κρεβάτι. μα ξαφνικά την ένιωσε να γατζώνεται από πάνω του, τα χέρια της να τον χαιδεύουν, καθώς το στόμα της γύρευε το δικό του μέσα στο σκοτάδι.

Έκαναν έρωτα ξανά. Κοιμήθηκαν αγκαλιά και πάλι.

Το πρωί ξύπνησε πρώτος και τη χάζευε. Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της και του είπε:
“Θα κάνουμε μια συμφωνία. Χρειάζομαι τη φροντίδα σου. Χρειάζομαι την αγάπη σου και βλέπω πως είσαι ικανός, και το κυριότερο, δεν με φοβάσαι, όπως όλοι. Σε αντάλλαγμα εγώ κάθε φορά που αλλάζεις το μήνα στο ημερολόγιο θα γίνομαι το κορίτσι του μήνα.”

Ο Μπεν, που άλλαζε τις σελίδες στο ημερολόγιο κάτι χρόνια τώρα, ήδη απαριθμούσε στο κεφάλι του τα μοντέλα, Helena Christensen, Karen Alexander και ‘κεινος ο Δεκέμβρης, σκέτη φωτιά η Cindy Crawford. Προβλεπόταν μια άκρως ενδιαφέρουσα κι ερωτική χρονιά.

Έτσι κι έγινε. Περνώντας οι μήνες, το πλάσμα μετασχηματίστρια, άλλαζε κάθε φορά και σε ένα άλλο supermodel. Ο Μπεν ήταν χαρούμενος, η ζωή του είχε γεμίσει έρωτα αλλά κυρίως προσμονή για κάτι άλλο κάθε μήνα. Κάτι καινούριο, κάτι όμορφο. Τον Δεκέμβρη, ο Μπεν, με την Cindy Crawford να τον περιμένει κάθε μέρα στο σπίτι, αλώνιζε τα παλαιοπωλεία, ψάχνοντας για παλιά ημερολόγια. Είχε ήδη βρει μερικά. Μα είχε βάλει στο μάτι να βρει εκείνο του 1997 με την Monica Belluci. Το βρήκε. Αυτό που δεν υπολόγισε ότι ήταν υπήρχαν μήνες με περισσότερα από ένα κορίτσια στη φωτογραφία.Το άντεξε κι αυτό.

Πέρασαν έτσι τρία χρόνια. Τα μοντέλα πέρναγαν από το κρεβάτι του κάθε νύχτα. Τα πρωινά ξυπνούσε και τις κοίταζε. Τις ήξερε όλες με τα μικρά τους. Το ίδιο κι αυτές. Ήξερε κάθε πτυχή του κορμιού τους, ήξερε τις μυρωδιές τους. Εκείνες ήξεραν τι του αρέσει και του το έδιναν απλόχερα.

Ένα καλοκαιρινό πρωινό, τρία χρόνια αργότερα, ξύπνησε ως συνήθως και τη χάζευε. Αυτό τον μήνα ήταν η Care Otis. Ο Μπεν είχε ξανανιώσει αυτά τα χρόνια. Είχε χάσει βάρος, το σώμα του είχε σφίξει και παρόλα τα χρόνια του, ο όμορφος άντρας που ήταν πάντα, είχε ξαναβγεί στην επιφάνεια. Συνειδητοποίησε πως τόσα χρόνια είχε δίπλα του το ίδιο πλάσμα σε δεκάδες διαφορετικές μορφές, με δεκάδες διαφορετικά ονόματα, αλλά δεν ήξερε ποια ήταν πραγματικά, ποιο ήταν το πραγματικό της όνομα.

Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε.
“Πες μου τι σκέφτεσαι” του είπε, “ρώτα με αυτό που θες να ξέρεις”.
Αυτός την φίλησε.
“Ποια είσαι πραγματικά, ποιο είναι το αληθινό σου όνομα;” τη ρώτησε.
“Κλείσε τα μάτια σου” του απάντησε. Τα έκλεισε κι άκουσε το γνώριμο ήχο της αλλαγής, σαν μια βαθιά ανάσα.

“Άνοιξε τα τώρα” του είπε μια γνώριμη φωνή.

Άνοιξε τα μάτια και είδε δίπλα του τον εαυτό του, τρία χρόνια πριν, γκρίζο και κουρασμένο. Από την κουζίνα ακούστηκε ο ήχος του ημερολογίου που έπεφτε στο πάτωμα. Το γκρίζο έξω από τα παράθυρα, ξαναμπήκε στο δωμάτιο. Το κρεβάτι δεν ήταν πια ούτε αμμουδιά ούτε εξωτικό τοπίο. Χαμογέλασε με κατανόηση, καθώς άφησε την τελευταία του πνοή, ευχαριστημένος και γνωστικός.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Πέτρος Παπαγεωργίου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής