Μη με ξεχάσεις – A bord de l’ Aspasia

0
979

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι lady-on-the-deck-of-a-ship-french-school-1024x768.jpgΤο φως του κεριού τρεμοπαίζει ελαφρά. Δίπλα του σκυμμένος ο Νίκος πάνω σε ένα τετράδιο γράφει. Τα μάτια του έχουν καρφωθεί στο χαρτί, που όλο γεμίζει με τα μικρά, στρογγυλά, συμμετρικά γράμματά του. Χοντρές στάλες ιδρώτα κατεβαίνουν από το μέτωπό του, κυλάν στο λαιμό του και χάνονται στην φανέλα του, αλλά αυτός δεν δίνει σημασία. Εδώ, σε αυτά τα μήκη και πλάτη του κόσμου, η ζέστη είναι ανυπόφορη, αποπνικτική κι ο αέρας ελάχιστος. Τα πνευμόνια πλαντάζουν για λιγοστό αέρα, το κορμί σκάει για ένα δροσερό αεράκι. Ο Νίκος όμως είναι συνηθισμένος από τη ζέστη κι από την θάλασσα. Κάτι άλλο δείχνει να τον βασανίζει.

 Αφήνει το μολύβι και κάνει να πιάσει τα τσιγάρα του, αλλά μετανιώνει και τα αφήνει πίσω. Το βλέμμα του χάνεται απλανές για μια στιγμή πάνω στα αντικείμενα του γραφείου, ένα ετερόκλητο πλήθος από μικροπράγματα που λικνίζονται απόψε μαζί του, στον ωκεάνιο ρυθμό.

Το φως του κεριού τον ενοχλεί. Το σπρώχνει μαλακά για να το απομακρύνει, αλλά το μάτι του μένει για μια στιγμή κοκαλωμένο πάνω στην ισχνή, κίτρινη φλόγα. Το φως. Ο Νίκος χάνεται μέσα στο φως, ώσπου αυτό μεγαλώνει, πλαταίνει και γίνεται…

…ήλιος. Ο ήλιος της Μεσογείου είναι ζεστός και γλυκός. Παρατηρείς τον αργό ρυθμό της ανατολής του, την νωχελική ανάβασή του στην γαλάζια απεραντοσύνη και η ψυχή σου γλυκαίνεται από αυτή την μαγευτική εικόνα. Εδώ δεν είναι Σιγκαπούρη, Κεΰλάνη ή Μπατάβια. Τη μια σκοτάδι πίσσα και ξαφνικά εκεί που δεν το περιμένεις έχει γίνει κολασμένο μεσημέρι. Όχι. Ο Νίκος αγαπά την Μεσόγειο και την θάλασσά της. Σήμερα είναι ιδιαίτερα ευδιάθετος. Κυριακή. Η μέρα του Θεού. Έχει ξυριστεί, φορά ένα λευκό πουκάμισο κι ένα λινό παντελόνι, παίρνει τα τσιγάρα του (απαραίτητο εφόδιο) κι ανεβαίνει σχεδόν τρέχοντας στο κατάστρωμα.

 Οι επιβάτες έχουν ανέβει και περιφέρονται στους υπαίθριους χώρους, απολαμβάνοντας τον ζεστό μαγιάτικο καιρό. Ζευγάρια αγκαλιασμένα αλα μπρατσέτα, παιδάκια που πλησιάζουν στα κυκλώματα για να κοιτάξουν τους αφρούς, ένα πολύχρωμο και πολύβουο πλήθος που ανακατεύεται, περιστρέφεται, κάνει θόρυβο. Ο Νίκος, ως κοσμοπολίτης άνθρωπος, ανάβει τσιγάρο και μπαίνει μέσα στον ανθρώπινο ανεμοστρόβιλο. Προχωρά χαιρετώντας και καλημερίζοντας, ώσπου φτάνει στην πρύμη. Εκεί σταματά και περιεργάζεται. Η καρδιά του πάει να σπάσει, καθώς την βλέπει.

Ξαπλωμένη σε μια σεζλόνγκ, με ένα ποτήρι πορτοκαλάδα στο χέρι, πάντα αινιγματική, πάντα μόνη της. Στην διπλανή σεζλόνγκ κάθεται μια κυρία, γύρω στα πενήντα, καλοστεκούμενη και καλοντυμένη, αλλά με σώμα κουρασμένο και μάτια απελπισμένα. Όποτε η κοπέλα τινάζεται από δυνατό βήχα, αυτή πετάγεται πάνω για της δώσει νερό ή να της σκουπίσει το μέτωπο από τον ιδρώτα της ασθένειας, μια ασθένειας βουβής, που την τρώει αργά και βασανιστικά. Τις λεπτομέρειες αυτές ο Νίκος τις άκουσε από τους καμαρότους, οι οποίοι έναντι πάντα είχαν τον τρόπο να μαθαίνουν όλα τα κουτσομπολιά.

Η κοπέλα αναταράζεται πάλι από τον βήχα, το λεπτό κορμί της συσπάται, κάτι που κάνει την μητέρα της να σηκωθεί απότομα και να της βοηθήσει να καθίσει καλύτερα.

«Καθρίν, νομίζω πως δεν έκανες καλά να βγεις έξω! Το ξέρεις πως ο γιατρός είπε…»

«Μητέρα σας παρακαλώ! Αφήστε με! Το βλέπετε πως είμαι καλύτερα από χθες. Σας υπόσχομαι πως σε λίγο θα επιστρέψω στο κρεβάτι, αλλά για όνομα του Πανάγαθου προς το παρόν αφήστε με να ηρεμήσω λίγο!»

«Καθρίν, ξέρεις πως ανησυχώ.»

«Το ξέρω, αλλά ηρεμήστε. Όταν θα φτάσουμε στην Marseille, θα έχετε όλο τον καιρό για να είστε από πάνω μου.»

 Η μητέρα κουνά το κεφάλι και σηκώνεται.

«Θα πάω στο εστιατόριο, να δω τι κάνει κι ο πατέρας σου. Θα έρθω να σε πάρω σε λίγο.»

«Μπορώ να έρθω και μόνη μου.»

 Η μητέρα απομακρύνεται. Μόνο τότε ο Νίκος πλησιάζει. Η κοπέλα, ως είκοσι ετών, φορά ένα λεπτό γαλάζιο φόρεμα, που ένεκα του πυρετού και της ζέστης έχει κολλήσει πάνω της, αφήνοντας να διαγράφεται το ασθενικό και λεπτεπίλεπτο κορμί της. Με κόπο σηκώνει το χέρι και βγάζει τα γυαλιά της, κάνοντας να αστράψουν τα γαλάζια μάτια της στο πρωινό. Τι μάτια! Ο Νίκος τα είδε από την πρώτη στιγμή που την συνάντησε και για μια στιγμή είχε νιώσει την καρδιά του να ραγίζει σε χίλια μικρά κομματάκια. Βαθυκύανα, με μια δόση θλίψης μέσα τους, που όταν τον κοιτούν είναι σαν βάραθρο που ανοίγει κάτω από τα πόδια του.

«Quelle surprise, Νίκο. Φοβήθηκα πως δεν θα σας έβλεπα σήμερα.» Σηκώνει το σώμα της για να μπορέσει να τον δει καλύτερα. «Θα με συγχωρέσετε που δεν σηκώνομαι, αλλά αισθάνομαι μια αδυναμία ακόμα, παρά την βελτίωσή μου»

«Παρακαλώ δεσποινίς Κατερίνα, μην κουράζεστε.»

Σιωπή κι απ’ τους δυο. Στα πλαίσια των καλών τρόπων ο Νίκος προσφέρει τσιγάρο και φωτιά, η Κατερίνα δέχεται. Ρουφά τον καπνό και τον αφήνει να κυλίσει μαλακά από τα κατακόκκινα χείλια της. Ύστερα σβήνει το τσιγάρο, τονίζοντας πως οι καταχρήσεις δεν επιτρέπονται πια. Δεν μιλάν πάλι και ποιος ο λόγος άλλωστε; Είναι η παρουσία του ενός που δίνει δύναμη και χαρά στον άλλο.

«Χθες είχα πάλι κρίση.» Ο Νίκος, διακριτικός, δεν απαντά. «Έβηχα, έβηχα, έβηχα, ώσπου απόκαμα. Το κορμί μου τιναζόταν σαν την κορφή του ενεργού ηφαιστείου.» Γέλασε, με ένα πικρό χαμόγελο. «Νίκο ξέρω πως δεν θα με ξεχάσεις. Το ξέρω και το βλέπω τώρα που με κοιτάς.» Ο Νίκος κάνει να μιλήσει, αλλά τον κόβει με μια κίνηση του χεριού της. «Κάτι περισσότερο. Με αγαπάς!»

Ασυναίσθητα ο Νίκος κουνά το κεφάλι. Νιώθει σαν πνιγμένος, τα μάτια του τον καίνε, τα χείλια του τρέμουν, αλλά βρίσκει αμέσως την αυτοκυριαρχία του. Κάνει να απαντήσει, αλλά με την άκρη του ματιού του βλέπει έναν καμαρότο να του κάνει σήμα πως τον ζητάν. Ο καπετάνιος τον ψάχνει, για κάτι επείγον. Γυρνάει να δικαιολογηθεί, αλλά η Κατερίνα του πιάνει το χέρι απότομα. Έχει δει ότι τον ψάχνουν και ότι θα φύγει. Η παλάμη του Νίκου γεμίζει από την θέρμη της, διασχίζει τους μύες του και χάνεται μέσα στην καρδιά του.

«Ένα πράγμα σου ζητώ Νίκο. Μη με ξεχάσεις. Μη με ξεχάσεις!»

Μιλάει χαμηλόφωνα, αλλά στ’ αυτιά του αυτές οι ψιθυριστές λέξεις ηχούν σαν κραυγές. Του αφήνει το χέρι, βάζει την καθωσπρέπει έκφραση μιας κοπέλας από καλή οικογένεια στο πρόσωπό της και τον χαιρετά, όπως κάνουν άλλωστε όλες οι καλές κοπέλες. Αυτός την αποχαιρετά ευγενικά και της γυρίζει την πλάτη. Στην θέση της καρδιάς του νιώθει ένα απέραντο κενό.

Θα την δει το βράδυ, όταν θα κατέβει μαζί με τους γονείς της στο πολύβουο λιμάνι. Δεν κοιτάζει πίσω της, κοντοστέκεται μόνο κάθε λίγα βήματα υποβασταζόμενη από τον πατέρα της και συνεχίζει, ώσπου χάνεται για πάντα από τα μάτια του.

~~

 Το κερί έχει σχεδόν σβήσει. Ένας σκυθρωπός Άγιος Γεράσιμος, χωμένος μέσα στα μαύρα ράσα του, παρακολουθεί κάθε κίνησή του. Ο Νίκος σηκώνεται και τεντώνεται, καθώς νιώθει το κορμί του βαρύ και πιασμένο. Καταραμένη υγρασία. Κοιτάει το χαρτί ξανά συλλογισμένος. Μια γλυκιά ανάμνηση για ένα κορίτσι με βαθυκύανα μάτια μόλις σχηματίστηκε. Πιάνει το μολύβι και συμπληρώνει τον τίτλο, ενώ η φωνή της Κατερίνας φτάνει με την ζεστή πνοή του αέρα «Νίκο, μη με ξεχάσεις.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Διονύσης Γεωργάτος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Ο πίνακας είναι του French School