Αμέρσα

0
661

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 2018_ITW_France-culture_Jane-Evelyn-Atwood-1024x687.jpg

Πρώτη συνεδρία – Αμέρσα

‘’Δεν έχω μιλήσει σε γιατρό σαν εσάς, ποτέ. Περίμενα να είναι διαφορετικό το γραφείο σας εδώ. Η υπόλοιπη φυλακή δεν έχει πολλά χρώματα.

Μου αρέσει η θέα από εδώ, έχει ωραίο φως. Κάθε φορά που κοιτάζω το ηλιοβασίλεμα από το προαύλιο θυμάμαι αυτές τις αηδίες που μου λέγανε: Κάθε φορά που βλέπεις να δύει ο ήλιος βλέπεις πως όλα τελειώνουν, και έτσι το αποδέχεσαι. Δεν έχω ιδέα ποιος είπε αυτή τη μπούρδα, ένα πράγμα μπορώ να σου υπογράψω γι’ αυτόν τον ηλίθιο: Ήταν σίγουρα κάπου έξω, δε ζούσε στη φυλακή. Και θα μου πεις, μωρέ Αμέρσα ποιος σου φταίει; Αν αρχίσω αυτή τη λίστα όμως μάλλον δε θα έχει τελειωμό.

Εγώ ξεκίνησα την πορεία μου από μικρή. Έτσι ίσως να ήταν γραμμένο να γίνει, να καταλήξω εδώ. Γεννήθηκα σε έναν τόπο έρημο το χειμώνα και γιομάτο τα καλοκαίρια. Καταραμένα μέρη ετούτα που δε μπορούν να συνδεθούν με κόσμο, παρά μόνον όταν έχει καλό καιρό. Σα να μη μπορείς να γνωρίσεις κανέναν, να κάνεις φίλους, να ερωτευθείς, να χαρείς όταν δεν έχει ντάλα ήλιο και πανηγύρια. Εγώ γιατρέ μου, από πάντα συνδεόμουν με όρους. Ο βασικότερος όλων; Να είναι άνθρωποι εκτός του τόπου μου. Δε το ‘θελα το νησί το καταραμένο. Γιατί δηλαδή να μη μπορούμε να επιλέγουμε το που γεννιόμαστε; Όλοι λένε για την οικογένεια, χαίρω πολύ, κι εγώ δε θα επέλεγα αυτούς για γονείς, αλλά το πρώτο και το κύριο, δε θα επέλεγα το νησί.

Κι έπειτα, αυτή την οικογένεια δε θα την επέλεγε κανείς. Ο πατέρας μου μέγας μέθυσος του νησιού. Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει ‘’Ο Στρατής το μισό κρασί που παράγει το πίνει μοναχός του’’ κι άδικο δεν είχε. Όχι πως κι αυτή ήταν καμία Αγία. Μην τρελαθώ! Η μάνα μου μας παράτησε. Όταν ήμουν επτά χρονών μάζεψε τα μπογαλάκια της κι ένα πρωί είχε φύγει από το σπίτι μας. Δεν την ξανάδα από τότε. Ούτε ξέρω πόσο καιρό μου πήρε να το καταλάβω ότι δε θα ‘ρθει ξανά. Μα θυμάμαι το μεθύστακα να με κυνηγά ένα μεσημέρι και να μου φωνάζει ‘’Να πας στην πουτάνα τη μάνα σου!’’ Τον είχα ξυπνήσει βλέπεις σπάζοντας κάτι στο σπίτι. Από τότε φοβόμουν μη και σπάσω κάτι, και μέχρι πριν μπω δω μέσα το φοβόμουν. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα να σπάσω. Το σπίτι μας ένα μόνιμο νεκροταφείο ήταν. Νεκροταφείο ονείρων, νεκροταφείο συναισθημάτων.

Ο αδερφός μου, ο Παναγιώτης, το μόνο μου στήριγμα, ήταν τριών ετών όταν μας άφησε η μάνα. Κι εγώ τι να πρωτόκανα; Να έπιανα το σπίτι; Να διάβαζα για το σχολείο που μόλις είχα αρχίσει ή να φρόντιζα τον Παναγιώτη; Ε, φρόντισα τον Παναγιώτη κι ανέλαβα το σπίτι. Σχολείο έκανα μέχρι και το δημοτικό. Βλέπεις ο Θεός δε του έδωσε την υγεία του τ’ αδερφού μου. Ήταν φιλάσθενος ο κακομοίρης από όταν γεννήθηκε. Σα να τον είχε καταραστεί η μάνα μας, κι αυτόν και το νησί. Ήθελε να τον ρίξει όταν το κατάλαβε πως ήταν για πέμπτη φορά έγκυος, μα ο αχαΐρευτος δε της την έκανε τη χάρη να τη σαπίσει στο ξύλο μέχρι θανάτου, όπως έκανε στα υπόλοιπα. Αυτή ήταν και η τιμωρία της. Οκτώ μήνες έγκυος αυτή, αυτός και τους οκτώ ξενοκοιμόταν και δε την άγγιζε, παρά μόνο κάτι χαστούκια εδώ κι εκεί. Κι από όταν γέννησε κάθε βράδυ ξύλο, και σε εκείνη και σε ‘μένα.

Κι εγώ τι ζήτησα; Μια ευκαιρία να φύγω απ’ το νησί των καταραμένων. Έφτασα δεκάξι και εκτός που έκανα το σκυλί στα χωράφια του πατέρα μου, με έβαλε να φέρνω βόλτα και την ταβέρνα. Βλέπεις γιατρέ μου αυτός τα πιο πολλά βράδια έπινε ο,τι είχε μπροστά του κι έχανε το λογαριασμό και για εκείνον και για τους άλλους. Σκληρές δουλειές στα χωράφια, τα χέρια μου τα θυμάμαι κατακόκκινα, με κάλους και με πληγές παντού. Μα το χειρότερο μου ήταν η ταβέρνα, με όλα τα σκουπίδια του νησιού να με ξερογλείφονται, να με ακουμπάνε δήθεν από λάθος, κι ο πατέρας μου να γελάει από πάνω. Μια μέρα που του είπα ότι ο φίλος του μου ρίχτηκε το βράδυ που κοιμόταν στην καρέκλα η αφεντιά του, όχι μόνο δε με υποστήριξε μα με χαστούκισε και θυμάμαι σαν τώρα να μου λέει ‘’Άκου να δεις πουτανάκι, δε φταίω εγώ που έγινες σα τη μάνα σου. Να έχεις τα πόδια σου κλειστά, εγώ άλλα μπάσταρδα δε μεγαλώνω’’. Δε μίλησα ούτε τότε. Τι να του έλεγα; Αυτός δεν άκουγε. Κανείς εκεί δεν άκουγε. Κατέληγα να κλαίω μόνη μου στα κρυφά, μη με δει κανείς, μη με κρίνει κανείς. Πρώτη φορά γοερά έκλαψα εδώ μέσα, στο κελί μου. Όχι από μετάνοια, μα από το παράπονο.

Δε θυμάμαι να χαίρομαι ούτε μια τόση δα στιγμή, ούτε καν τα καλοκαίρια, που όσοι έρχονταν στο νησί τα χαίρονταν. Όταν πάτησα τα δεκατρία κι έπειτα άρχισα να το σκάω από το σπίτι. Είχα βρει αφορμή που ο πατέρας μου γινόταν τύφλα, τον κουβάλαγα σπίτι, έπεφτε στον καναπέ, κι εγώ έφευγα απ’ το παράθυρο. Ο Παναγιώτης στο μεταξύ είχε μεγαλώσει, δε με είχε ανάγκη πια. Ήξερε να κλειδώνει και την πόρτα και ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Έβαζα μαξιλάρια κάτω από την κουβέρτα, και το έπαιζα ότι κοιμάμαι. Ερχόταν με τη μηχανή ο φίλος μου ο Ίθαν. Βασανισμένος κι αυτός, από μάνα Αγγλίδα, που πέθανε νέα, και πατέρα κοντοχωριανό της μάνας μου, άλλος μέθυσος κι αυτός! Με περίμενε στη γωνία κάθε βράδυ και εγώ έτρεχα όπως δεν είχα τρέξει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου, να πάω να τον βρω και να γυρίσουμε τα μπαράκια και τις ταβέρνες. Τόσο σουρωμένοι που ήταν οι πατεράδες μας ποτέ δεν έμαθαν ότι τους κλέβαμε λεφτά για να συνεχίσουμε τα κατορθώματα τους.

Και κάπου στα δεκάξι ξεκίνησαν οι κακές σκέψεις. Σκεφτόμουν από χρόνια πόσο τυχερή θα ήμουν αν πέθαινε ο γέρος, μα τώρα σκεφτόμουν να γίνω η αιτία. Δε σταμάτησε να μας χτυπά ποτέ ο αχρείος. Κάθε φορά που χτυπούσε τον Παναγιώτη έμπαινα μπροστά. Και κάθε φορά που με έβλεπαν στη γειτονιά με μαυρισμένο μάτι κατέβαζαν όλοι το βλέμμα. Εγώ κοιτούσα στα χαμένα. Κανείς δε ρωτούσε, αφού όλοι ήξεραν. Οι φωνές μας ακούγονταν μέχρι την πέρα μεριά του νησιού. Οι γειτόνισσες θυμάμαι να με κοιτούν με οίκτο τη μια μέρα και την επομένη που θα με έβλεπαν με τον παιδικό μου φίλο, τον Ίθαν, να ψιθυρίζουν ‘’κοίτα την πως ξεπετάχτηκε, το μικρό τσουλί’’, ‘’Ίδια με τη μάνα της έγινε αυτή’’, και άλλα τέτοια. Οι άνδρες του νησιού και βέβαια σιγόνταραν στα κουτσομπολιά, δεν είναι γυναικείο το άθλημα απ’ ότι φαίνεται. Τους καθόταν βαρύ βλέπεις που δε τους έριχνα ούτε ματιά, και αυτοί ήθελαν να το παίζουν τζόβενα και όποτε έβρισκαν αφορμή μου τα ‘ριχναν.

Σε έναν πελάτη του πατέρα μου, τον Ανέστη, είχα μάλιστα επιτεθεί ένα βράδυ, την είχα γλιτώσει όμως τη φυλακή. Ήταν 16 Αυγούστου, είχα πιο πολλή δουλειά από ποτέ, κι ο πατέρας μου είχε γίνει τύφλα από το μεσημέρι και φώναζε και μ’ έβριζε, και δώστου να με τραβά απ’ το μαλλί, και να με ξεφτιλίζει σ’όλο το νησί. Ήρθε ο Παναγιώτης και τον κουβάλησε προς το σπίτι. Έμεινα μόνη μου στο κωλομάγαζο και βρήκε αφορμή ο Ανέστης να με στριμώξει στην κουζίνα την ώρα που όλοι χόρευαν στην αυλή. Πέρασε το ένα χέρι του στη μέση μου και με το άλλο σήκωσε τη φούστα μου ‘’Ακόμη παρθένα είσαι εσύ μικρή;’’ μου ψιθύρισε. Του έδωσα μια σπρωξιά με το χέρι μου και μόλις πήγε να μου ορμήσει του πέταξα στο δεξί του χέρι το καυτό λάδι απ’ τις πατάτες που μόλις είχα σερβίρει. Τσίριζε στον πόνο και εγώ του ψιθύρισα πως αν με αγγίξει ξανά θα τον κάψω ολόκληρο. Από τότε δε με πλησίασε ξανά.

 

Ήμουν νέα, γεμάτη από ζωή. Είχα κάτι όμορφο πάνω μου, δεν ξέρω τι, μα είμαι βέβαια πια πως ήμουν όμορφη. Το κατάλαβα λιγάκι αργά, αλλά και τότε πρέπει να το ένιωθα. Τα βλέμματα των αγοριών της ηλικίας μου δε με άγγιζαν συχνά, από ντροπή μάλλον. Μα οι πιο μεγάλοι άνδρες με κοιτούσαν πάντα αδιάκριτα όπως καταλαβαίνεις. Ο πρώτος μου ήταν ένας τουρίστας. Πάντα ξένους επέλεγα. Άλλωστε όλοι οι δικοί μας τίποτα δε θα μου προσέφεραν. Σαν έμαθε ο πατέρας μου ότι είχα μπλέξει με Ελληνογερμανό με σάπισε. Θυμάμαι να με έχει ρίξει στο πάτωμα και να με κλωτσάει στην κοιλιά και τα πόδια. Είχε πάρει χαμπάρι ότι μας σχολίαζε η γειτονιά και δε με χτύπαγε στο πρόσωπο, μη χάσει και την πελατεία του στο μαγαζί. Ο Παναγιώτης έλειπε στην ταβέρνα και βρήκε αφορμή να ξεσπάσει.

Κάποια στιγμή σήκωσε το φτυάρι που είχε στην αυλή και εκεί είπα πως ήρθε το τέλος μου. Μια να μου είχε δώσει θα είχα φύγει άκλαφτη. Μα πήρε το φτυάρι κι άρχισε να με θάβει ζωντανή. Από το ξύλο άκουγα κάθε φτυαριά να αντηχεί στα αφτιά μου. Στιγμιαία μου θύμισε την κηδεία της γιαγιάς, της πεθεράς του δηλαδή. Στα έξι μου θυμάμαι να στέκομαι μπροστά στο φέρετρο και να ακούω το χώμα να υποφέρει από τις βίαιες κινήσεις του φτυαρίσματος. Η μάνα μου τότε μου κρατούσε το χέρι και μου το έσφιγγε. Τότε όμως κανείς δε βρέθηκε να μου κρατήσει το χέρι. Σε λίγα λεπτά ο γέρος είχε ήδη κουραστεί και πέταξε το φτυάρι στο τσιμέντο. Κάπου εκεί σταματά η μνήμη μου. Η επόμενη εικόνα που έχω είναι τον αδερφό μου να με φροντίζει στο κρεβάτι και να κλαίει στα βουβά.  

Και το επόμενο καλοκαίρι γνώρισα το Δημήτρη. Μαύρη η ώρα σου λέω, καλύτερα να πέθαινα στον κήπο. Αυτός μου προσέφερε ένα εισιτήριο για την πόλη που μεγάλωσε, τη Δράμα. Όνομα και πράγμα εκείνη η πόλη. Έχασα μια ολόκληρη ζωή στο νησί, κι άλλη μια στο δράμα του. Με κουβάλησε στο σπίτι του με τα πολλά, τάχα με έκλεψε το επόμενο καλοκαίρι που ξανάρθε. Έτσι τον άφησα να νομίζει δηλαδή. Και στη Δράμα είχα δουλειά σε μια ταβέρνα με άλλους μέθυσους, και τη μάνα του να μπουκάρει κάθε τόσο στο σπίτι μας με κάθε λογής αφορμή. Η κυρά Ιουλία έμενε από κάτω και ήταν σα να μένει μαζί μας ένα πράγμα. Μια μέρα ήρθε στο σπίτι και με βρήκε στον καναπέ να κλαίω. Ο Δημήτρης με είχε σύρει απ’ τα μαλλιά σ’ όλο το σπίτι όταν κατάλαβε ότι δεν είχα μαγειρέψει άλλο φαγητό πέραν του χθεσινού. Είχε κι απαιτήσεις το γομάρι. ‘’Χθεσινό φαγητό; Γι’ αυτό σε παντρεύτηκα μωρή;’’ Μονάχα αυτό θυμάμαι να μου λέει. Βρέθηκα με τα πολλά στον καναπέ με αφόρητους πόνους σε όλο μου το σώμα. Τούφες απ’ τα μαλλιά μου σ’ όλο το σπίτι. Κι ήρθε εκείνη να μου πει μετά με πολύ θράσος ‘’Μη τον εκνευρίζεις, κάνε υπομονή κόρη μου’’. Από όλα εκείνο το ‘’κόρη μου΄’ με θύμωσε πιο πολύ. Εγώ δεν είχα ποτέ μάνα, κι αν είχα δε θα ‘θελα να μου λέει ‘’κάνε υπομονή’’. Θα ‘θελα να μου λέει ‘’Σήκω φύγε, αξίζεις περισσότερα’’ και να με βοηθούσε να γλιτώσω. Τότε λίγο μέσα μου άρχισα να δικαιολογώ τη μάνα μου που έφυγε. Πώς να αντέξεις τέτοια τυραννία; Μέσα μου με τα χρόνια τη συγχώρεσα που έφυγε, μα δε τη συγχώρησα που μας άφησε εκεί.

Εγώ πάντως το πόδι μου στο νησί το πάτησα μονάχα δυο φορές από τότε. Η μία ήταν λίγο μετά από το ξεμάλλιασμα μου, όταν πήγα να βρω καταφύγιο από το ξύλο του Δημήτρη. Και τότε ο αχαΐρευτος τον πήρε τηλέφωνο κρυφά και τον ειδοποίησε να έρθει να με πάρει. Με έσυρε απ’ το μαλλί ως το λιμάνι ο καλός ο πατέρας μου, κι από εκεί, σα το πρόβατο στη σφαγή με παρέλαβε ο άλλος τύραννος. Στην αρχή με χάδια και γλυκόλογα και όσο κοντεύαμε στη Δράμα τόσο το πρόσωπο του άλλαζε και με έσφιγγε όλο και περισσότερο από το μπράτσο. Τόσοι και τόσοι μας είδαν, γίναμε βούκινο παντού, μα κανείς δεν έβγαλε μιλιά. Ήμουν το κτήμα του. Και η δεύτερη φορά ήταν στην κηδεία του πατέρα μου στα 23 μου. Αναγκαστικό ταξίδι, μα κι ευχάριστο δε σου κρύβω. Ο Δημήτρης δεν ήρθε μαζί μου, προφασίστηκε δουλειά. Είχε ήδη βλέπεις βρει μια μπαρόβια γκόμενα και δε του έφτανε ο χρόνος. Μου φόρτωσε την κυρά Ιουλία για να έχει το σπίτι δικό του και για να μην τολμήσω να φύγω. ‘’Τώρα που πέθανε ο γέρος σου δε θα έχεις πουθενά να πας, μα μη τυχόν και κάνεις κάνα αστείο’’ μου είπε πριν μπω στο λεωφορείο.  Στην κηδεία του πατέρα μου η κυρά Ιουλία δεν ήρθε γιατί ήταν λέει πολύ κουρασμένη απ’ το ταξίδι. Πήγα στην κηδεία με τον Παναγιώτη, που μόλις είχε γυρίσει από την ταβέρνα. Με κοίταξε με το ίδιο άδειο βλέμμα που πρέπει να είχα κι εγώ. Κανένας πόνος, καμία νοσταλγία. Περίμενα να φύγουν οι χωριανοί και οι παρατρεχάμενοι κι έφτυσα πάνω στον τάφο του. Εσύ θα μου πεις γιατρέ μου αν αυτό δείχνει κάτι. Εγώ πάντως το χάρηκα. Ήταν η μόνη στιγμή που χάρηκα μετά από χρόνια.

Και όταν είχα ξεμπερδέψει και με αυτή την εκκρεμότητα, κι ο αδερφός μου είχε πια μεγαλώσει δούλευε στα καράβια, πουλήσαμε και την ταβέρνα σε κάτι χωριανούς-κοράκια του κερατά. Τότε αποφάσισα να φύγω κι εγώ από την κόλαση που ζούσα. Ένα βράδυ μάζεψα δυο ρούχα σε ένα σάκο, με τα χέρια μου να τρέμουνε από το κρύο και την αγωνία. Έκανα όση ησυχία μου είχε μάθει το νεκροταφείο που μεγάλωσα, μα δεν ήταν αρκετή. Όπως πήγαινα απ’ το δωμάτιο προς την εξώπορτα στην κουζίνα ο σάκος απ την πλάτη μου έσπρωξε ένα πορσελάνινο βάζο της κυρά Ιουλίας. Έγινε χίλια κομμάτια και αυτό και η καρδιά μου. Ο κρότος ήταν τόσο δυνατός που θα ξύπναγε και βόδι.

Δεν πέρασε ένα λεπτό και μ’ έπιασε απ’ το μπράτσο. Φώναζα, χτυπιόμουν, μα τίποτα δε τον σταμάτησε. Η μόνη μου ελπίδα ήταν να έρθει η πεθερά να με σώσει. Μα δεν ήρθε. Εκείνο το βράδυ μέσα στα σκοτάδια το μόνο που ξεχώριζε ήταν το βλέμμα του που δε το ξέχασα ποτέ. Κρύα, μικρά μάτια, γαλανά αλλά και κόκκινα απ’ τον ύπνο. Με κοιτούσε με μίσος που με διαπερνούσε. Με απείλησε πως αν κάνω προσπάθεια να φύγω ξανά, θα με πνίξει με τα χέρια του και θα με θάψει στον κήπο. Μα δεν ήξερε πως με είχε θάψει κι άλλος πριν από εκείνον. Δεν ήξερε πως με έθαψαν μα ήμουν σπόρος τελικά.

 

Και εκεί πήρα την απόφαση. Ήταν ή εκείνος ή εγώ. Και δεν είχα και πολύ ζωή να χάσω εδώ που τα λέμε. Κάθε μέρα ξυπνούσα με το ίδιο συναίσθημα, φόβος. Είχα φτάσει σε σημείο να κατουριέμαι απ’ το φόβο μου. Δε μιλούσα. Αν ένα πράγμα έμαθα, είναι πως στη βία ποτέ δε μιλά κανείς. Κάθε φορά που ερχόταν σπίτι δεν έβγαζα μιλιά. Άλλο σπίτι νεκροταφείο αυτό. Σκοτεινό, έπεφταν οι τοίχοι να με πλακώσουν κάθε φορά. Με κλείδωνε στο σπίτι τις τελευταίες μέρες. Ένιωθα πιο αβοήθητη από ποτέ. Κοιτούσα το παράθυρο και σκεφτόμουν πως η φυλακή θα είναι καλύτερη επιλογή. Και ήταν.

Το βράδυ εκείνο του Αυγούστου με μια φοβερή ζέστη έξω και μέσα μου, ήρθε ξανά στο σπίτι με όρεξη ο μπάσταρδος. Άνοιξε την πόρτα θυμάμαι και μύρισε ο τόπος ουίσκι και πατσουλιά. Στεκόταν στο σημείο που πριν καιρό με είχε αρπάξει από το χέρι και με το ζόρι παρέμενε όρθιος. Τον κοίταξα στα μάτια κι αυτός ούτε που μπορούσε να δει ευθεία απ’ τη θολούρα του. Έκανε να κλείσει την πόρτα με μια αδέξια κίνηση. Στο δεξί μου χέρι κρατούσα το κουζινομάχαιρο. Δεν είχα διαλέξει ούτε το μικρό ούτε το μεγάλο. Το μεσαίο, για να χρειαστεί να το μαχαιρώσω πολλές φορές. Έτσι κι έκανα. Όπως γύρισε νευριασμένος να κλείσει την πόρτα τον κάρφωσα στην πλάτη. Μα ήθελα να με κοιτάξει κιόλας. Όπως τον κοίταζα κι εγώ κάθε φορά που με χτυπούσε. Στην αρχή πήγε να αμυνθεί, μα δεν είχε δύναμη απ’ το πιόμα του. Το μαχαίρωσα ναι, το είπα και στο δικαστήριο, στιγμή δεν αρνήθηκα ότι εγώ τον σκότωσα. Είμαι υπερήφανη γι’ αυτό, ψέματα δεν είναι. Καθώς ξεψυχούσε εγώ τον έφτυσα, κι εκεί άφησα τον τελευταίο μου φόβο. Κάλεσα ψύχραιμη την αστυνομία και ομολόγησα το φόνο που του άξιζε. Η κυρία Ιουλία είχε έρθει ήδη στη σκάλα και χτυπούσε τα κουδούνια. Δεν άνοιξα μέχρι να έρθει η αστυνομία.

Και τώρα εδώ και δύο χρόνια κάνω το χρέος μου προς την κοινωνία που δε με προστάτεψε. Έχω γνωρίσει κι άλλες γυναίκες σαν εμένα, που δεν είχαν άλλη επιλογή. Αυτές μου είπαν για σένα και δέχτηκα να έρθω. Μου είπαν πως είσαι γυναίκα και ξέρεις να ακούς. Πωπω πέρασε η ώρα! Συγγνώμη, βλέπεις, μιλάω πολύ από τότε που ήρθα εδώ, και λέω σιγά σιγά ν’ αρχίσω και να γράφω. Σε ευχαριστώ που με άκουσες. Αν υπάρχει Θεός, να σε έχει καλά γι’αυτό που κάνεις.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το μονόλογο έγραψε η Κατερίνα Δαμιανίδη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Η φωτογραφία είναι της Jane Evelyn Atwood.

France, Metz, 1990 Visiting rights for couples who are incarcerated at the same time, male and female, in two sections of the same prison. The couple on the left was serving time for selling kitchen cabinets that don’t exist;the couple on the right was arrested for currency trafficking. Women’s prison. Jane Evelyn Atwood / Agence VU