Η γραφομηχανή

0
512

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι R.jpgΟ Σωκράτης απενεργοποίησε το συναγερμό κι άνοιξε την πόρτα του παλιού αρχοντικού, που είχε σκεβρώσει από τα χρόνια και την αλμύρα, κι η μυρωδιά της κλεισούρας και της μούχλας τού χτύπησε τα ρουθούνια με μια ηλεκτρική εκκένωση. Ο σκοτεινός χώρος ζωγραφιζόταν από το φως που περνούσε δειλά μέσα από της γρίλιες των παλιοκαιρισμένων παντζουριών και η σκόνη, που ταράχτηκε από την ξαφνική του είσοδο, άρχισε να χορεύει κόντρα στους νόμους της βαρύτητας.

Προχώρησε δειλά και τα βήματα του έτριζαν πάνω στο σκονισμένο μάρμαρο. Ήξερε ότι το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε συνδεθεί ακόμη αλλά θεώρησε καλό να επισκεφτεί πρώτα το σπίτι προτού να πάει στο ξενοδοχείο. Μπαίνοντας μέσα όμως, παρά την παραίτηση, τη σκόνη και τη μούχλα, συνειδητοποίησε ότι άδικα είχε κλείσει δωμάτιο. Αυτός ο χώρος τον καλούσε να τον τιμήσει με την παρουσία του. Η ατμόσφαιρα ήταν υγρή και πηχτή, σαν ατμόσφαιρα ονείρου που η άνωση της σε κάνει να αιωρείσαι κι η αντίσταση της να τρέχεις σε αργή κίνηση.

Το σπίτι του προπάππου του είχε μείνει πολλά χρόνια άδειο από ζωντανές ψυχές, και σαν να του φώναζε να μείνει για να του δώσει λίγη ζωή, προτού παραδοθεί στην αδηφάγα λαιμαργία των σιδερένιων τεράτων που θα γκρέμιζαν και την τελευταία από τις τρίδυμες βίλες στην προνομιακή θέση πάνω στην παραλιακή· κι αυτό το οικόπεδο θα δινόταν για αντιπαροχή. Ο τεχνικός της Δ.Ε.Η. θα ερχόταν την επόμενη ημέρα για να επαναφέρει την σύνδεση.

Η δουλειά του Σωκράτη, μετά τη θερμή παράκληση και αυστηρή εντολή που είχε δεχτεί από τον πατέρα του, ήταν να αδειάσει το σπίτι από τα έπιπλα, τα βιβλία, τους πίνακες και τα διακοσμητικά, να τα εκποιήσει ή να τα πετάξει και να παραδώσει το σπίτι στον εργολάβο άδειο κουφάρι.

Δεν είχε φανταστεί όμως αυτό που αντίκριζε, σηκώνοντας τα σεντόνια από τα έπιπλα. Φορτωμένα με την πατίνα του χρόνου, τον μετέφεραν πίσω, στην εποχή που το σπίτι αυτό άδειασε μα κράτησε κλειδωμένες τις ψυχές των ανθρώπων που έζησαν και πέθαναν μέσα του.

Ήξερε ελάχιστα γι’ αυτό και τους ενοίκους του. Ήξερε μόνο όσα του είχε πει ο πατέρας του. Ο παππούς του δεν μιλούσε ποτέ για την οικογένεια της Ελλάδας. Γνώριζε ότι ο παππούς Σωκράτης ως πατέρα του αναγνώριζε τον αδερφό του πατέρα του, τον θείο Ζακ -Ιάκωβος βαφτισμένος αλλά στο Παρίσι ήταν γνωστός ως Ζακ Ζοακίμ, τον οποίο κι ο ίδιος θυμάται σαν σε όνειρο να κάθεται στα γόνατα του κι αυτός να του διαβάζει τους άθλους του Θησέα. Είχε μάθει μόνο ότι το σπίτι ερήμωσε γύρω στο 1955, όταν πέθανε ο πατέρας του παππού του, ο Σεραφείμ Ιωακειμίδης, διάσημος στους κύκλους τόσο της Σμύρνης όσο και των Αθηνών για τις πολυτελείς εκδόσεις αρχαίας ελληνικής γραμματείας και των μεταφρασμένων στα γαλλικά έργων των σημαντικότερων αρχαίων Ελλήνων· είχαν προηγηθεί δυο αυτοκτονίες, δυο σημαντικών γυναικών της οικογένειας, της προγιαγιάς του της Παρέσσας και της μικρότερης αδερφής του Σεραφείμ, της Αντιγόνης. Ο παππούς του και οι αδερφές του είχαν εγκαταλείψει την πατρογονική εστία οριστικά ήδη πριν το Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έτσι τα τελευταία χρόνια, ο μόνος ζωντανός ένοικος ήταν ο προπάππους του.

Απ’ όλα τ’ αντικείμενα, βιβλία, μπρούτζινες και μαρμάρινες προτομές, ασημικά και πορσελάνες, ρολόγια κι άλλα διακοσμητικά, το αντικείμενο που μαγνήτισε το βλέμμα του, ήταν μια παλιά γραφομηχανή, τακτοποιημένη προσεκτικά στο κέντρο ενός δρύινου γραφείου, που στέκονταν επιβλητικό μπροστά από το παράθυρο του δωματίου. Ενός δωματίου που ήταν φορτωμένο με βιβλιοθήκες κατάμεστες με δερμάτινους τόμους. Το λαμπατέρ που βρισκόταν δίπλα δεν άναψε, όταν αφηρημένος πίεσε τον διακόπτη. Θυμήθηκε την κομμένη σύνδεση και άνοιξε το παντζούρι για να μπει λίγο φως. Το φως του δειλινού ξύπνησε τα ξεθωριασμένα χρώματα και τους κόκκους της σκόνης που ξεσηκώθηκαν σε ένα χαιρετισμό του φωτός και της ζωής.

Αφού ειδοποίησε το ξενοδοχείο και τακτοποιήθηκε όπως όπως στον καναπέ του γραφείου που, επειδή ήταν δερμάτινος, μπόρεσε να τον καθαρίσει από τη σκόνη που είχε τρυπώσει κάτω από το ύφασμα που τον κάλυπτε, βγήκε μια βόλτα να περπατήσει στην παραλία που τέτοια εποχή έσφυζε από κόσμο.

Επέστρεψε γεμάτος ψυχική ενέργεια. Το σώμα του όμως φαινόταν να παραδίδεται στις αναπόφευκτες συνέπειες του τζετ λαγκ. Ακούμπησε το κεφάλι του στο μπράτσο του καναπέ και ξάπλωσε με τα ρούχα. Δεν κατάλαβε πότε τον πήρε ο ύπνος, κατάλαβε όμως πως ξύπνησε από έναν ήχο, που ακόμα και στον ύπνο του προσπάθησε να ταυτοποιήσει. Άνοιξε τα μάτια του και έπιασε το κινητό του βρισκόταν στο πάτωμα. Άναψε το φακό του και μια δέσμη φωτός χάιδεψε τα αντικείμενα που στόχευε. Μια δροσιά, σα να βρισκόταν σε κλιματιζόμενο χώρο, τον ανακούφισε και τον ξάφνιασε. Προσπάθησε να καταλάβει αν ο ήχος, σαν κλακέτες σε μεταλλικό πάτωμα, προερχόταν από κάποιον σωλήνα που διαμαρτυρήθηκε που ξύπνησε μετά από χρόνια ύπνου. Ο ήχος όμως είχε σταματήσει, ο Σωκράτης ξάπλωσε κι αμέσως παραδόθηκε στο λήθαργο. Νόμιζε ότι είχε κλείσει τα μάτια του μόλις για λίγα δευτερόλεπτα αλλά το κινητό τον διέψευσε γιατί είχε περάσει σχεδόν μιάμιση ώρα κι ο ρυθμικός ήχος, μεταλλικός, υπόκωφος και οξύς ταυτόχρονα, τον ξανάβγαλε από τη νάρκωση. Χωρίς αυτή τη φορά ν’ ανάψει το φακό του κινητού του, σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και προχώρησε στα σκοτεινά προς την πηγή του ήχου. Ξαφνιάστηκε όταν διαπίστωσε ότι οι βραχίονες της παλιάς γραφομηχανής χτυπούσαν πάνω στην μεταλλική μπάρα. Έβαλε τα δάχτυλα του πάνω στα πλήκτρα της και διαπίστωσε ότι όσο ο ήχος ακουγόταν, κάποια πλήκτρα υποχωρούσαν μόνα τους.

Έτρεξε σκουντουφλώντας σε έπιπλα, τη θέση των οποίων δεν είχε προλάβει ο εγκέφαλος του να χαρτογραφήσει, κι ψαχούλεψε το κινητό του πάνω στον καναπέ. Το άρπαξε και γύρισε γρήγορα όσο ο ήχος ακουγόταν στο γραφείο. Άναψε το φακό του μόλις έφτασε πάνω από τη γραφομηχανή και το μόνο που πρόλαβε να δει μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ήταν το τελευταίο πλήκτρο που ακούστηκε να επανέρχεται σε κατάσταση αναμονής.

Αν και αμφισβήτησε προς στιγμής τον ίδιο του τον εαυτό, παρέμεινε για λίγο με το φακό αναμενόμενο και περιεργάστηκε το αντικείμενο που φαινόταν να ζωντανεύει στο σκοτάδι και να διαταράσσει τον ύπνο και την ηρεμία του. Επέστρεψε στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια του σε μια προσπάθεια να ξανακοιμηθεί. Όμως όλες οι αισθήσεις του ήταν τεταμένες και περίμενε να ακούσει από στιγμή σε στιγμή τον παράξενο, μεταλλικό ήχο να ανασταίνει την σκουριασμένη μηχανή. Δεν μπορούσε να αποφύγει την αίσθηση ότι κάτι πολύ περίεργο συνέβαινε. Όσο κι αν προσπαθούσε να εκλογικεύσει το ξύπνημα της μηχανής ως λογικός και μοντέρνος άνθρωπος, δυσκολευόταν να βρει μια επιστημονικά αποδεκτή εξήγηση. Επέλεξε να ανοίξει τα παντζούρια του δωματίου και το χλωμό φέγγος της σελήνης χάιδεψε με το γκρίζο φως του τα αντικείμενα. Ο ύπνος τον επισκέφτηκε χωρίς να το καταλάβει. Βυθίστηκε σε έναν κόσμο με ταινίες, καρμπόν, πλήκτρα και τεράστιους βραχίονες γραφομηχανής που τον κυνηγούσαν και του ζητούσαν γράσο.

Ο ήχος δεν τον ξύπνησε κι όταν σηκώθηκε από τον καναπέ ιδρωμένος ήταν ήδη μεσημεράκι. Ο τεχνικός της ΔΕΗ τον κάλεσε στο κινητό κι έφτασε λίγο μετά τη μια. Η σύνδεση αποκαταστάθηκε και το σπίτι απέκτησε μια σύγχρονη μορφή μιας και το παλιό ψυγείο άρχισε να βρυχάται προσπαθώντας να ξαναδώσει ενέργεια στο μοτέρ του και ροή στα ξεραμένα σωληνάκια του. Ο Σωκράτης κατάλαβε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσει να βασιστεί πάνω του για δροσερό έστω νερό κι έτσι αποφάσισε να αγοράσει από κάποιο κοντινό κατάστημα που βρήκε στο Ίντερνετ ένα μικρό ψυγείο για να εξυπηρετηθεί τις ημέρες που θα περνούσε στο σπίτι μέχρι να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Κάλεσε και τον ξάδερφο του τον Παντελή, που του έστειλε ένα συνεργείο καθαρισμού και μέχρι το βράδυ το σπίτι ήταν κάπως καθαρό και λειτουργικό.

Παρόλο που θα μπορούμε να κοιμηθεί πλέον στη μια κρεβατοκάμαρα, που το συνεργείο είχε καταστήσει κατοικήσιμη, επέλεξε να ξαπλώσει άλλο ένα βράδυ στον καναπέ του γραφείου. Θα κοιμόταν με αναμμένο το φως και θα περίμενε να ακούσει τη γραφομηχανή να ζωντανεύει. Όμως, το βράδυ εκείνο, που το φως έλουζε το δωμάτιο, η γραφομηχανή, σαν άψυχο αντικείμενο, μάζευε σκόνη πάνω στο γραφείο και η νεκρή της φύση επιβεβαιωνόταν με τη σιωπή της. Ο Σωκράτης σκέφτηκε ότι το προηγούμενο βράδυ, η κούραση, το τζετ λαγκ και το περιβάλλον, που θα προκαλούσε δέος και στον πιο αδιάφορο,  έκανε τη φαντασία του να του παίζει παιχνίδια. Το ξημέρωμα τον βρήκε πάλι ιδρωμένο κι αποφάσισε να εξοπλίσει το σπίτι με ένα φορητό κλιματιστικό, ώστε η αναγκαστική παραμονή του εκεί να μην μουσκεύει στον ιδρώτα.

Το ξεκαθάρισμα των πραγμάτων ήταν δύσκολη υπόθεση. Συνέχεια έβρισκε πράγματα που συνειδητοποιούσε ότι θα δυσκολευόταν πολύ να αποχωριστεί. Αντικείμενα πολύτιμα, μοναδικά, σπάνια, περνούσαν μπροστά από τα μάτια του κι η στοίβα με τα πράγματα που επέλεγε να κρατήσει μεγάλωνε δυσανάλογα με την αντίστοιχη των πραγμάτων για πέταμα ή πώληση. Το τρίτο βράδυ τον βρήκε κατάκοπο και σκονισμένο. Έκανε ένα ντουζ και βρεγμένος, όπως ήταν, ξάπλωσε  στον δερμάτινο καναπέ. Το σούρουπο έβαφε το δωμάτιο με τα μενεξεδιά χρώματα του ουρανού κι ο ύπνος τον αγκάλιασε γλυκά σα μωρό στην αγκαλιά της μάνας του.

Μέσα στο όνειρο άκουσε έναν ήχο γνώριμο μα κι ανοίκειο. Μέταλλο έπεφτε με δύναμη πάνω στον κύλινδρο και το τραγούδι των γρύλων, που γιόρταζαν το καλοκαίρι, μπλέχτηκε με τη μελωδία της γραφομηχανής. Ανακάθισε στον καναπέ για να βεβαιωθεί ότι το μυαλό του δεν του έπαιζε παιχνίδια. Ήθελε να νιώθει τελείως ξύπνιος. Το ότι ήταν ο μόνος μάρτυρας αυτού του παράξενου συμβάντος δεν βοηθούσε καθόλου τη διατήρηση της αυτοπεποίθησης του. Σηκώθηκε χωρίς να ανάψει φως και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Έριξε νερό στο πρόσωπο και στο κεφάλι του κι, όταν βεβαιώθηκε ότι είχε βγει στην αληθινή πραγματικότητα, γύρισε μέσα στο σκοτάδι στο γραφείο. Η γραφομηχανή συνέχιζε να τραγουδάει κι οι πέντε διακριτοί ήχοι επαναλαμβάνονταν σαν μάντρα σε ινδουιστικό κύμβαλο.

Χωρίς να διακόψει τη μελωδία προχώρησε προς τη γραφομηχανή. Το αμυδρό φως της φεγγαρόλουστης νύχτας που περνούσε μέσα από τις γρίλιες έπεφτε πάνω της μα όταν βρέθηκε μπροστά της το σώμα του σκίασε το σημείο και τα πλήκτρα συνέχιζαν το χορό τους χωρίς όμως αυτός να μπορεί να διακρίνει τις κινήσεις τους. Ασυνείδητα το χέρι του κινήθηκε προς το διακόπτη στη βάση του λαμπατέρ στα αριστερά της γραφομηχανής και το πράσινο φως που την έλουσε δεν διέκοψε καθόλου τη λειτουργία της. Ρ-Τ-Ι. Τα πλήκτρα με τα συγκεκριμένα γράμματα υποχώρησαν με τη σειρά. Για λίγα δευτερόλεπτα η μηχανή σταμάτησε κι όταν συνέχισε τα δυο πρώτα γράμματα ανέβηκαν στον κύλινδρο σχηματίζοντας τη λέξη που ήδη είχε μαντέψει ο Σωκράτης. Χ-Α-Ρ-Τ-Ι ζητούσε η μηχανή. Σαν διψασμένος που φτάνει σε όαση στην έρημο, η γραφομηχανή ζητούσε χαρτί για ν’ αναβιώσει, να μπορέσει να ολοκληρώσει την αποστολή της: να γράψει και τα λόγια της να παραμείνουν ορατά. Ο Σωκράτης έτρεξε στο χαρτοφύλακα του κι έβγαλε μια κόλλα Α4. Με κόπο κατάφερε να περάσει το χαρτί στον κύλινδρο. Το ότι δεν είχε ξαναδεί ποτέ του από κοντά γραφομηχανή και μάλιστα τόσο παλιά δεν βοηθούσε καθόλου. Μόλις κατάφερε να βάλει το χαρτί, οι βραχίονες άρχισαν να χοροπηδάνε με ταχύτητα πάνω στον κύλινδρο και τα μάτια του δεν προλάβαιναν να συγκρατήσουν τα πλήκτρα που όριζαν τις κινήσεις. Γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να μαντέψει τι γράφονταν.

«Μελάνι, δεν έχει μελάνι» μονολόγησε. Κι απογοητευμένος κάθισε στην πολυθρόνα. Η μηχανή σαν να κατάλαβε την ματαιότητα της κατάστασης σώπασε κι έπεσε σε απραξία, όπως ταίριαζε άλλωστε και στη φύση της. Ο Σωκράτης γρήγορα έψαξε και βρήκε την αντιπροσωπεία της Olivetti στη Συγγρού, αν κι η γραφομηχανή που είχε στα χέρια του ήταν αμερικανική Royal 10. Φαντάστηκε όμως ότι θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν και δεν διαψεύστηκε. Ο τεχνικός που τον υποδέχτηκε την άλλη μέρα του εξύμνησε το συγκεκριμένο μοντέλο, κατασκευασμένο γύρω στο 1925 στην Αμερική κι υποσχέθηκε να την επαναφέρει σε πλήρη λειτουργικότητα, να του δείξει τον τρόπο λειτουργίας και συντήρησης της και να του προμηθεύσει αναλώσιμες ταινίες που να ταιριάζουν. Μόνο που χρειαζόταν χρόνο. Ο Σωκράτης δεν δίστασε να δείξει την ανυπομονησία του και με το αζημίωτο ο υπάλληλος συμφώνησε να δώσει προτεραιότητα στη συγκεκριμένη εργασία και να την έχει έτοιμη το επόμενο απόγευμα. Επομένως ένα βράδυ θα μπορούσε να ξεκουραστεί κι η μηχανή κι ο Σωκράτης. Όμως το γραφείο του φαινόταν ανατριχιαστικά άδειο χωρίς αυτήν στη θέση του κι εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε για πρώτη φορά από την άφιξη του στην Ελλάδα σε κρεβάτι.

Η επόμενη μέρα δεν πέρασε τόσο βασανιστικά όσο φοβόταν. Το ξεκαθάρισμα των πραγμάτων συνεχιζόταν συστηματικά και μάλιστα κάλεσε έναν παλαιοπώλη να έρθει να εκτιμήσει και να αγοράσει ό,τι μπορεί να τον ενδιέφερε από τα αντικείμενα που είχε ξεχωρίσει. Η αλήθεια ήταν ότι ένιωσε μια απογοήτευση από τις προσφορές που δέχτηκε.

«Στην Αμερική και στη Γαλλία θα έπιαναν τα πενταπλάσια τουλάχιστον», είπε στον ηλικιωμένο άντρα που τον επισκέφτηκε.

«Έχετε απόλυτο δίκιο, αλλά η αγορά της Ελλάδας δεν εκτιμά τα παλιά αντικείμενα όσο οι ξένοι. Φαίνεται ότι εμεις φοβόμαστε τη δύναμη που τα αντικείμενα των προγόνων μας φέρνουν στη ζωή μας ενώ οι άλλοι την τιμούν». Έδωσαν τα χέρια κι ο παλαιοπώλης πήρε μαζί του κάποια αντικείμενα από τα οποία  θεωρούσε ότι θα μπορούσε να βγάλει ένα αξιοπρεπές κι άμεσο κέρδος κι ο Σωκράτης έδωσε την υπόσχεση στον εαυτό του ότι προτιμούσε να πληρώσει κοντέινερ για να μεταφερθούν τα οικογενειακά κειμήλια στην Αμερική παρά να ξεπουλήσει τα υπόλοιπα για πενταροδεκάρες. Βέβαια ο πατέρας του διαφώνησε έντονα, υπενθυμίζοντας του ότι τον έστειλε εκεί για να ξεφορτωθεί τα πράγματα και το σπίτι αλλά ο γιος αντέταξε ότι αφού αυτό το κομμάτι της περιουσίας ανήκε στον ίδιο, αυτός θα αποφάσιζε και πώς θα το εκμεταλλευτεί. Η τηλεφωνική αυτή αψιμαχία τον καθυστέρησε στο ραντεβού που είχε με τον τεχνικό και  παρέλαβε τη γραφομηχανή με μια ώρα καθυστέρηση.

Άξιζαν τόσο τα χρήματα που έδωσε για τη συντήρηση όσο και τα επιπλέον για την επίσπευση. Η Royal 10 ακτινοβολούσε ζωή. Προς στιγμή φοβήθηκε μήπως μαζί με την πατίνα του χρόνου είχε χαθεί κι η μαγική της ιδιότητα να γράφει αφ’ εαυτού της αλλά το σκοτάδι που πλημμύρισε το δωμάτιο λίγες ώρες μετά τον καθησύχασε. Την είχε έτοιμη, πάνω στο γραφείο, με χαρτί περασμένο στον κύλινδρο της και κάθισε στην καρέκλα περιμένοντας. Η δροσερή αύρα που έμπαινε από το μισόκλειστο παντζούρι στέγνωνε τις σταγόνες ιδρώτα που γαργαλούσαν τον αυχένα του κι η αγωνία του πάγωσε τη στιγμή που το μελάνι της ταινίας άφησε πάνω στο χαρτί τη λέξη: «Επιτέλους!»

~~

Λίγες ώρες μετά, ο Σωκράτης μιλούσε με τον πατέρα του και του ανακοίνωνε την απόφαση του να μην γκρεμίσει το σπίτι, να κρατήσει τα πάντα και να μείνει στην Ελλάδα, ίσως για πάντα. Δεν τον άφησε καν να αρθρώσει λέξη. Έκλεισε το τηλέφωνο και περίμενε με ανυπομονησία να σκοτεινιάσει για να συνεχίσει η γραφομηχανή να απλώνει με το μελάνι της μπροστά στα μάτια του τη ζωή της οικογένειας Ιωακειμίδη, όπως την έζησαν οι τρεις άνθρωποι που πέθαναν μέσα στο σπίτι αυτό.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Βίκη Κόνιαρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής