- Νύχτα γλυκιά που είναι σαν ζωγραφιά και τη λένε Bella Notte. Νύχτα ζεστή, σαν την καρδιά μου τώρα.
- Φοβάμαι τη νύχτα. Ίσως όχι καθαυτή, αλλά αυτά που κρύβει· τα δαιμόνια και τις γητειές. Ίσως απλά να φοβάμαι το θάνατο.
- Καλοκαιρινές νύχτες στο χωριό που μου μοιάζουν ατελείωτες. Νύχτες γεμάτες παρεΐστικα γέλια στην αυλή και στα παγκάκια. Δεν μπορούμε να δούμε πέρα από την άκρη του ουρανού της κληματαριάς ή από το φως των φανοστατών. Είναι ζεστά στο φως.
- Νύχτες αστέρινες, σκοτεινές. Στην τεμπελόραχη χαζεύουμε τα αμάξια στη φωτισμένη εθνική οδό. Ξαπλωμένοι ο ένας πάνω στον άλλο προσπαθούμε να διακρίνουμε τη Μεγάλη Άρκτο (η μικρή που είναι;), την Κασσάνδρα και τον Δία πέρα απ’ την αστερόσκονη. Υφέρπει η θλίψη μας· ξεχύνεται στον καπνό απ’ το τσιγάρο μας.
- Νύχτες ρομαντικές, ερωτικές, κρυφές. Μα πού πήγαν όλοι; Τι κάνω εδώ μόνη μου πάλι; “Περίμενε μωρό μου λίγο κι όλα θα φτιάξουν.”. “Μα είμαι δεκαεννιά μαμά, κι ακόμα τίποτα!”
- Νύχτες που δοκιμάζουμε την αντοχή μας στο ποτό. Δεν θα ξανάρθει η πρώτη ζάλη, δεν θα μας χτυπήσουν ποτέ ξανά τα συναισθήματα μας τόσο έντονα (μήπως θα έπρεπε να γράφω στον ενικό;). Αλλά είμαστε εκεί, είμαστε μαζί.
- Νύχτες του αποχωρισμού – Γιώργο είσαι εκεί; Αν φτάσω στην άκρη του βράχου θα είσαι εκεί;
- Ίσως και να είναι μπερδεμένα ακόμα όλα στο κεφάλι μου. Πριν λίγο σ’ άφησα κι όμως κάπου μου λείπεις. Μα είναι η νύχτα μου πιο ζεστή εξαιτίας σου. Ελπίζω και η δικιά σου.
- Κάποιοι λένε ότι η νύχτα είναι μόνο η μέρα χωρίς φως. Λες και το φως είναι λίγο. Προτιμώ τις νυχτερινές βόλτες στο κέντρο της πόλης. Είναι ασφαλείς. Είναι μια δροσερή νύχτα του Οκτώβρη. Κίτρινο φως έρχεται από τον πεζόδρομο, σκοτεινές οι πολυκατοικίες τριγύρω, η διπλανή φωνάζει στα παιδιά της.
- Νύχτες του Νοέμβρη στα γιορτινά μπαλκόνια, δοκιμάζω τα όρια μου. Γιώργο, εσύ είσαι; Όχι, εσύ είσαι άλλος παλιός γνώριμος. Απ’ αυτούς που τσιμπάνε.
- Νύχτες του Νοέμβρη στην πλατεία! Χαζεύω τον Θερβάντες στο παλιό λιμάνι ακούγοντας κάπου στο βάθος πολιτικές συζητήσεις. Ύστερα θα πάμε στο ρολόι με περιπτερόμπυρες. Θα μου κρατάς το χέρι στη διαδρομή, θα κάτσεις ασφυκτικά δίπλα μου και θα με σκουντάς με το πόδι σου. Θες να με νιώθεις, μου λες. Δε χαλάω χατίρι στα μάτια σου, αλλά μ’ έχει φάει το αγιάζι.
- Νύχτες και ξημερώματα Χριστουγέννων! Όσο σιχαίνομαι τις εκκλησίες, τόσο λατρεύω την κατανυκτική ατμόσφαιρα. Γυρίζουμε σπίτι, ο μπαμπάς φτιάχνει πρωινό και ανοίγουμε τα δώρα. Παραμονή Πρωτοχρονιάς θα μαζευτούμε με τους θείους και θα περιμένουμε τον Παπαδόπουλο να μας πει «Καλή Χρονιά». Μας λείπουν οι γιαγιάδες μας.
- Χειμωνιάτικες νύχτες στο χωριό με τη γιαγιά. Βλέπουμε με τα ξαδέρφια τηλεόραση και ουρλιάζουμε. Στις 10:30 ακριβώς ακούμε ένα αμάξι απ’ έξω να στρίβει. “Ύπνο γρήγορα, ήρθε ο νεροπούλος να σας πάρει!”. Σπίρτο η γιαγιά. Το μόνο που ακούγεται είναι η φωτιά που καίει στη σόμπα.
- “Τα πάντα όλα!”. Γιατί ουρλιάζεις μες τη νύχτα και πηγαινοέρχεσαι; “Τα πάντα όλα!”. Πέσε για ύπνο κι άσε τα παιδιά σου κι εμάς ήσυχους!
- Νύχτες αποκριάτικες! Τριγυρίσματα στη βραδινή Πάτρα ντυμένοι, μασκοφόροι – “Για να ψαρώνουμε τον κόσμο”, μου λες. Κι ύστερα σε ντύνω μπαλαρίνα και το δέχεσαι. Πού πήγαν αυτά; Από τα περίφημα καρναβαλικά πάρτι των φίλων σου με πήγες μόνο σε ένα. Φταίω κι εγώ κι οι φόβοι μου.
- Τι φάση που είχε να είμαστε έξω μέχρι αργά, καμία σκοτούρα, σερπαντίνες, υπέροχη 90s ποπ μουσική. Περπατάμε την Πάτρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Πού πήγαν αυτά; Κι ύστερα γυρνάμε όλοι μαζί στο σπίτι και κοιμόμαστε στα τέσσερα τετραγωνικά. Εμείς άρχοντες στο «ημίδιπλο» κρεβάτι σου, το πληρώνουμε με τα ροχαλητά των άλλων.
- “Γιώργο μου, Γιώργο μου!”, από δίπλα. Δεν είναι τυχαίο – ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΤΥΧΑΙΟ. Έχω την άκρη μιας ασημένιας χορδής δεμένη στην αριστερή μου πλευρά κι όταν είμαστε κοντά νιώθω να πάλλεται. Ίσως να ψάχνουμε νοήματα στα αστέρια, ίσως να είναι τέτοια η σχέση μας με το τέλος που τις νύχτες βγαίνουν τα φαντάσματα σεργιάνι.
- Ίσως να είσαι κάπου εκεί έξω απόψε και να βλέπεις τηλεόραση αμέριμνος. Ίσως ο καναπές σου να είναι αφράτος και γεμάτος. Ίσως να έχεις σκύλο.
- Γέμισε η ζωή μου αξημέρωτα βράδια. Θυμάμαι εκείνη τη νύχτα στα κατσάβραχα του Βεΐκου. Δεν είχα ξαναδεί την πόλη από εκείνη την πλευρά. Σ’ ευχαριστώ.
- Νύχτες μετά από θεατρικές παραστάσεις. Στα βραχάκια κάτω από την Ακρόπολη μαζευόμαστε και διώχνουμε τους τουρίστες. Είμαστε όλοι εκεί, έχουμε κιθάρες και πίνουμε – τι άλλο – μπύρες. Είμαστε συνοδοιπόροι καλλιτέχνες όσο μεγάλος ή μικρός κι αν είναι ο ρόλος μας.
- Νύχτες που γυρνάω μεθυσμένη από το κέντρο με τα πόδια. “Να προσέχεις”, μου λέει η μάνα μου. Ρε μάνα, έχεις περπατήσει τη νύχτα; Μόνο αν ξενυχτίσεις μπορείς να την καταλάβεις, να σταματήσεις να τη φοβάσαι.
- Είναι φόβος ή θάνατος; Είναι φόβος για το θάνατο; Ο δρόμος περνάει μόνο από μέσα.
- Παραληρώ για όλους τους Γιώργους της ζωής μου απόψε. Τι να κάνω, σας άφησα όλους τη νύχτα. Θα άλλαζε κάτι αν ήταν μέρα; Μπορεί να χάνατε λίγο από τη μαγεία της.
- Και γιατί η μαγεία συμβαίνει μόνο τη νύχτα; Είναι το φεγγάρι, λένε, που μας αλλάζει σε λυκανθρώπους, βρικόλακες και μάγισσες. Εσύ τι είσαι; Δείξε μου τις πληγές σου και θα σου δείξω τις δικές μου. Αργά αργά, όμως!
- Ετοιμάζομαι να βγάλω το λευκό νυχτικό μου κάτω από το φεγγάρι για να σου δείξω. Ακούω ένα αηδόνι – σημαίνει θάνατο. Σε κοιτάζω καχύποπτα. Για εμένα κελαηδάει; Είναι πολύ αργά για να σκεφτώ, το τραγούδι του με παρακινεί να γδυθώ.
- “Θα έρθεις; Φοβάμαι μην τρυπηθώ μόνη μου”. Κουνάς το κεφάλι σου και μου δείχνεις το δρόμο να προχωρήσω· είσαι ακόμα δίπλα μου.
- “Πόσο βαθιά στο δάσος θα πάμε;”. “Όσο αντέχεις”, μου λες. Οι πευκοβελόνες που τρυπούν τα γυμνά μου πόδια αραιώνουν σιγά σιγά· τις διαδέχονται φύλλα από βελανιδιές και οξιές. Μυρίζουν όμορφα. Ανταλλάσσουμε ένα χαμόγελο.
- Δεν σε βλέπω όμως νιώθω τη θέρμη σου. Θέλω να έρθω πιο κοντά σου. “Είσαι πιο κοντά μου απ’ ό,τι νομίζεις”, μου λες. Σε κοιτάω απορημένη, μα τα μάτια σου είναι σταθερά και ζεστά. Μου αρέσει να σε βλέπω να χαμογελάς.
- Το δασικό χαλί αραιώνει, φτάνουμε στο ξέφωτο. Σου πιάνω το χέρι και σταματάμε. “Είσαι σίγουρος;”. Γνέφεις.
- Τα πόδια μου πατούν πια το βρεγμένο χώμα. Είναι ευχάριστη αίσθηση. “Φτάσαμε”, μου λες και γυρνάς προς το μέρος μου. Πλέκουμε τα χέρια μας, καθρέφτης ο ένας του άλλου. Με κοιτάς ευθεία στα μάτια κι ύστερα ψηλά. “Κοίτα τι όμορφη που είναι η νύχτα”, μου λες κι εγώ θέλω μόνο να νιώσω το κορμί μου πάνω σου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο Σβάιτσερ έγραψε η Ανώνυμη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής