Ξέρω καλύτερα να πεθαίνω

0
612

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 08766.jpg

Αυτά που έγιναν εκείνη τη μέρα δε τα θυμάμαι καλά, αυτά που δεν έγιναν και έπρεπε να γίνουν μου έρχονται ευκολότερα. Θυμάμαι τη Ματίνα να κλαίει και την Έλλη και τον Θανάση από το διπλανό διαμέρισμα να πηγαινοέρχονται, να καλούν μία την αστυνομία μία το 166 και άκρη να μη βρίσκουν. Καμιά φορά λέω θα προσπαθήσω να θυμηθώ λεπτομέρειες γι αυτά που έκανα, ή που κάναμε ή που έκανε δεν ξέρω πια. Αλλά όσο κι αν στύβω το μυαλό μου, αδύνατον. Διαγραφή, κενό, σκόρπιες εικόνες εδώ κι εκεί.

Θυμάμαι που ήρθαν κάποια στιγμή λοιπόν οι απέναντι και μας βρήκαν τον έναν εδώ τον άλλον εκεί. Αυτή στο πάτωμα να αφρίζει από το στόμα, το χρώμα της ένα και το αυτό με το λευκό νυχτικό της, τα μαλλιά της ξεχτένιστα να χύνονται κάτω και τη ματιά της στο υπερπέραν. Εγώ να κάθομαι στο τραπέζι με το κεφάλι μου μέσα στα χέρια μου και να κοιτάω τα λασπωμένα μου παπούτσια. Αυτά τα θυμάμαι, είχα φέρει τις λάσπες μέσα στο σπίτι από τη μανία μου να μπουκάρω ο μαλάκας. Αν ζούσε τώρα αυτό θα μου έλεγε.

Αυτό που επίσης καθαρά θυμάμαι είναι τα ουρλιαχτά της πριν βγω έξω στις λάσπες, να με βρίζει να μου λέει ότι με μισεί και ότι είμαι ό,τι χειρότερο της έχει συμβεί. Και μετά εγώ κοπάνησα την πόρτα και βγήκα να καλμάρω, να σκεφτώ μια λύση που θα μας έβγαζε από το καθημερινό βασανιστήριο του να αγαπιόμαστε κάνοντας κακό ο ένας στον άλλον. Γιατί αυτός ήταν ο τρόπος μας, ή αυτός που μας έμαθαν τέλος πάντων, δεν θα το εξετάσω τώρα. Κοπάνησα λοιπόν την πόρτα πίσω μου, θυμάμαι, και ένιωθα τα μηνίγγια μου να πετάγονται από το μέτωπό μου, σα φουσκωμένα ποτάμια έτοιμα να εκραγούν και να μου πλημμυρίσουν τον εγκέφαλο. Ένα δευτερόλεπτο ακόμα αν έμενα θα τη σκότωνα. Θα της έσφιγγα το λαιμό λίγο παραπάνω για να της πάρω τη ζωή. Ναι, είχα φτάσει εκεί. Να τη φαντάζομαι να πεθαίνει και να χαίρομαι στην ιδέα του ότι είναι επιτέλους νεκρή.

Θα πρέπει να περπάτησα τουλάχιστον δέκα χιλιόμετρα γιατί έλειπα τουλάχιστον μια ώρα. Με το που βγήκα από το σπίτι σταμάτησα στο βενζινάδικο και πήρα ένα μπουκάλι ουίσκι για το δρόμο. Είχε κρύο τσουχτερό και κάθε γουλιά έκαιγε το στήθος μου από μέσα. Στα πρώτα βήματα θυμάμαι να κοιτάω μόνο την άσφαλτο, δυο φορές έριξαν τα αυτοκίνητα τα φώτα τους απάνω μου και κόρναραν για να φύγω από τη μέση. Μέσα στη θολούρα μου πέρασα από την άσφαλτο μέσα στα οικόπεδα της πίσω γειτονιάς. Οι σόλες μου βούταγαν με φόρα μες τη λασπουριά, το λαρύγγι μου έκαιγε, τα μάτια μου έτσουζαν.

Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως θα τη σκότωνα όταν γύριζα. Πως θα την έπνιγα, πως θα έκρυβα το σώμα της, που θα το πετούσα. Αυτή η λάσπη ήταν ιδανική για σκάψιμο, σκέφτηκα. Εκεί της άξιζε να είναι, εκεί ήθελε να είναι, δεν ήθελε να ζει, δεν ήταν ζωή αυτή έτσι κι αλλιώς. Φανταζόμουν το σώμα της ακίνητο, να της πετάω λάσπες στο πρόσωπο και ύστερα να γυρίζω σπίτι και να είμαι επιτέλους μόνος. Μόνος μες την ησυχία. Κι ας γινόταν ό,τι ήθελε μετά. Ας με έπιαναν, ας με έβαζαν μέσα, λίγο με ένοιαζε.

Και τι δεν είχα κάνει γι αυτή τη γυναίκα τα τελευταία χρόνια. Ό,τι ζήταγε, δικό της. Σε κάθε κατρακύλα της να τη σηκώνω και σε κάθε σήκωμά της εγώ να νιώθω κι εγώ άλλος άνθρωπος και να νομίζω ο βλάκας πως είναι η τελευταία φορά που γινόμασταν χάλια. Η αλήθεια είναι ότι αυτή είχε τη δύναμη να φτιάχνει ή να χαλάει την κατάσταση. Περνούσαν μέρες σιωπής της και μέρες τρέλας. Μέρες που μ’ άφηνε να τρώω μόνος μου σαν το σκυλί και να μη μου ρίχνει ούτε ένα βλέμμα. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τη σιωπή ανάμεσα σε δύο. Να ακούγονται μόνο τα μαχαιροπήρουνα που χτυπούσαν το πιάτο μου και να ξέρω ότι σιγοβράζει ένα καζάνι μέσα της, που σύντομα θα ξεχειλίσει και θα μας πνίξει και τους δύο. Αυτές τις σκούρες μέρες, μέρες της σιωπής ένιωθα ότι με σιχαίνεται, ότι την κάνω βαθιά δυστυχισμένη.

Άλλες φορές γύριζα σπίτι και την έβλεπα κολλημένη στο τζάμι να κοιτάει το δρόμο, μ’ αυτό το ίδιο άσπρο νυχτικό που φορούσε σήμερα με το δάκρυ να κυλάει στα μάγουλά της και να μην ξεκολλάει από εκεί για ώρες.

Υπήρχαν και μέρες που με περίμενε και έβλεπα πως προσπαθούσε να πιάσει κουβέντες για τα απλά μπας και καταφέρουμε έστω για λίγο να συναντηθούμε. Κι αυτές οι μέρες ήταν που πάντα κατέληγαν σε τσακωμούς και φωνές που ξεσήκωναν τους γείτονες. Και αν με ρωτήσεις γιατί, δεν ξέρω να σου πω, δεν έχω ούτε σήμερα απάντηση στο γιατί κομματιάζαμε έτσι τη ζωή μας.

Ένα βράδυ, κάτσε γιατί ένα ένα τα θυμάμαι, τι ήρθε και μου είπε; Να πάμε, λέει, να ζήσουμε στην Αμερική. Εκεί, λέει, θα γινόμουν κι εγώ άνθρωπος κι αυτή θα μπορούσε να κυνηγήσει το όνειρό της να γίνει τραγουδίστρια. Εκεί ήταν οι ευκαιρίες, εκεί ήταν το μέλλον, έλεγε. Και ξέρεις τι, έτσι που την είδα να μας περιλαμβάνει μια φορά και τους δυο στο ίδιο μέλλον, αναθάρρησα. Κάναμε έρωτα εκείνο το βράδυ. Και ήταν σα να κάναμε για πρώτη φορά, παρόλο που τελικά κάναμε για τελευταία. Περάσαμε τρεις μέρες σχεδιάζοντας τι θα κάνουμε, που θα βρούμε τα πρώτα μας έξοδα, σε ποιους γνωστούς θα μείνουμε, που θα βρούμε δουλειά. Το ανακοίνωσα και στον μαλάκα το αφεντικό μου στη δουλειά. Μπήκα μέσα όλο καμάρι, κορδώθηκα, θα φύγουμε του λέω, κάνε ότι καταλαβαίνεις με τα εμβάσματα γιατί εγώ εδώ μέσα δεν έχω και πολλά ψωμιά. Και με κοίταγε σα χάνος ο μαλάκας, φαντάζομαι απορούσε πως τόλμησα να του μιλήσω. Αλλά τώρα πια εμένα ποιος με έπιανε.

Μας έπιασε και τους δυο μια ανυπομονησία, εγώ ένιωθα σαν παιδάκι ξανά, σκεφτόμουν ότι αυτή είναι η λύση, ότι αν αλλάζαμε χώρα και φεύγαμε από αυτή τη μιζέρια όλα θα ήταν καλύτερα. Και θα προσπαθούσα κι εγώ, θα τη στήριζα όσο μπορούσα μέχρι να βρει το δρόμο της με το τραγούδι, δεν είναι κι εύκολο επάγγελμα εδώ που τα λέμε, αν δεν κάθεσαι στον κάθε μαλάκα δεν πας μπροστά. Στην Αμερική όμως δεν είναι έτσι, είναι χορτάτοι από τέτοια, αν έχεις καλή φωνή και παρουσία βρίσκεις ατζέντη και προχωράς. Όχι όπως εδώ που μας ρουφάνε το αίμα. Τέλος πάντων, ξέφυγα.

Λίγες μέρες μετά τη συμφωνία να φύγουμε, δεν προλάβαμε να χαρούμε που λένε, γύρισα σπίτι και την είδα μπροστά στο παράθυρο πάλι. Κατάλαβα ότι κάτι πάλι δεν πήγαινε καλά. Κάποια ιδέα σφήνωσε πάλι στο κεφάλι της σκέφτηκα, το μετάνιωσε κι αυτό, γιατί  κάθεται πάλι εκεί, σκέφτηκα, γιατί φοράει αυτό το νυχτικό, αφού τα πάμε τα συμφωνήσαμε ότι θα αλλάξουμε τη ζωή μας.

Αυτή όμως είχε βυθιστεί ξανά. Σα να την είχε τραβήξει ένα χέρι απότομα κάτω, στα έγκατα της ύπαρξης και της ανυπαρξίας της.

Έγινα έξαλλος, το θυμάμαι καλά αυτό. Την τράβηξα από το χέρι, απ’ τα μαλλιά, τη ρωτούσα τι θέλει, αν άλλαξε γνώμη πάλι, αν μαγείρεψε, αν η μάνα της θα έστελνε τα λεφτά που είπε για να μας βοηθήσει. Όλα μαζί τα μπλεξα έτσι σε μια πρόταση. Αυτή άρχισε να φωνάζει ότι με μισεί, ότι απορεί γιατί θέλησε να φύγει μαζί μου, γιατί με παντρεύτηκε αφού είμαι ένας ανίκανος.

Το χοντρύναμε κι άλλο, δεν τα θυμάμαι όλα, εκεί ήταν που μου μπήκε η ιδέα ότι μόνη λύση είναι ο θάνατος. Ο ένας από τους δυο έπρεπε να φύγει ή και οι δυο, κι αυτό λύση θα ήταν. Γιατί ο χωρισμός δεν ήταν λύση; Μη με ρωτάς. Ο χωρισμός δεν υπήρξε ποτέ πάνω στο τραπέζι. Ακόμα και στα χειρότερά μας, προτιμούσαμε να απειλούμε με θάνατο παρά με χωρισμό.

Μπήκα λασπωμένος και πιωμένος για να τη σκοτώσω, να την πνίξω με τα χέρια μου και μετά ίσως να αυτοκτονήσω κι εγώ. Μ’ αυτό είπα μέσα μου θα αναμετρηθώ όταν τελειώσουμε μ’ αυτήν.

Μπαίνω έτοιμος για όλα, και το εννοώ. Και τότε είναι που τη βλέπω στο πάτωμα, με τα μάτια της ανοιχτά. Τα χάνω κι αρχίζω να αναρωτιέμαι μέσα στο μεθύσι μου αν βλέπω όνειρο, αν τη σκότωσα και δεν το θυμάμαι ή αν απλά το παίζει νεκρή για να με εκνευρίσει περισσότερο. Δεν έκανα τίποτα, δεν πλησίασα, έκατσα εδώ να στο τραπέζι και οι ώρες πέρασαν σα νερό. Η εξώπορτα έμεινε ανοιχτή, από εκεί μπήκαν οι απέναντι και άρχισαν να φωνάζουν και να με συνεφέρνουν. Πάνω στο τραπέζι ένα κωλόχαρτο, με τα γράμματά της: «ξέρω καλύτερα να πεθαίνω». Τέσσερις λέξεις.

Έκατσα εκεί μέχρι το πρωί. Δεν πήρα κανέναν, ούτε τη μάνα της. Σκεφτόμουν τι να εννοούσε με αυτές τις τέσσερις λέξεις. Ακόμα και τώρα δεν καταλάβαινα. Γιατί δεν είναι τι λες, καμιά φορά είναι πως το λες. Ώρες ώρες έκλαιγα, θυμάμαι, με λυγμούς. Όλοι θα πάρουμε το δρόμο μας σκεφτόμουν τώρα, και πάλευα να πιστέψω ότι τελικά εγώ τη σκότωσα. Μπορεί να φαίνεται περίεργο, το ξέρω, αλλά θα με πονούσε λιγότερο αυτό.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ηρώ Παππά, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.