(Στο πηγαιμό για την Τροία, οι Έλληνες σταμάτησαν στη Λήμνο. Εκεί δάγκωσε τον Φιλοκτήτη ένα ιοβόλο ερπετό. Ο Οδυσσέας πείθει τους Δαναούς να εγκαταλείψουν τον τραυματία στο νησί. Ο Φιλοκτήτης μένει εκεί – μόνος του – δέκα χρόνια. Αυτή είναι η τελευταία μέρα της εξορίας του, λίγο πριν φανούν τα πλοία των Ελλήνων, που γυρνάνε να τον πάρουν, λίγο πριν ξεκινήσει η τραγωδία του Σοφοκλή “Φιλοκτήτης”.
Το θεατρικό “πρίκουελ” έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς.)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ένας άντρας ταλαιπωρημένος και βρόμικος· με λερά κουρέλια και ένα τόξο για στήριγμα, προσπαθεί να σταθεί δίπλα από έναν βράχο. Ένας οξύς πόνος τον διαπερνά και από την ένταση της παράκρουσης που τον διακατέχει, γεννιούνται από το στόμα του τρομακτικές οιμωγές, φασκιωμένες με ανάσες βαθιές και άρρυθμες:
-Ωχ! Τι άλλο να κάνω πια ο καψερός; Σπαράζω από τους πόνους… Αχ! Μόνο για λίγο σταματάει το μαρτύριο… Κι άντε πάλι… Συμφορά μου! Ξεχνάω μέχρι και το όνομά μου. Εγώ, που έρχομαι από βασιλική γενιά. Που ο μεγαλύτερος ήρωας όλων, με τίμησε δίνοντας μου τα όπλα του, ως ανταμοιβή για τη νεκρική πυρά· που μόνο εγώ τόλμησα να την ανάψω, για να πέσει και να ανακουφιστεί από το μαρτύριο που προξένησε στις σάρκες του, το αίμα του Κένταυρου Νέσσου. Να πως κατάντησα ο δόλιος. Να σέρνομαι, για να μαζέψω την τροφή μου.
{Ο άντρας κοιτάζει προς τον ουρανό, και τα μάτια του γυρίζουν ανάποδα από τον πόνο, βγάζοντας άλλη μια σπαρακτική κραυγή}:
-Αχ! Τι αβάσταχτος πόνος είναι αυτός που με σουβλίζει; Είναι άραγε δίκαιο· οι Θεοί τους δίκαιους και άμεμπτους να τιμωρούν; Ποια αμαρτία τάχα να πληρώνω και τραβώ τούτα τα βάσανα; Αλίμονο μου· από τον πόνο παραλογίζομαι. Λίγο καταπράυνε το άλγος μου ετούτο το βοτάνι, που φυτρώνει δίπλα από το άνοιγμα της σπηλιάς μου. Κάνει το μαρτύριο μου υποφερτό· και μπορώ, έστω για λίγο, να ηρεμήσω.
Να, και σε βρήκα αγριοπερίστερο με το καρφωμένο βέλος. Σέρνομαι στα κακοτράχαλα βράχια για να έρθω να σε περιμαζέψω. Σε σένα περιστέρι μου, όλα θα τα πω. Όλα! Σε σένα θα τα πω, για να ξέρεις τον λόγο που πέθανες, πριν σε ξεπουπουλιάσω και σε φάω. Μήπως έμεινε και κανένας άλλος για να μιλήσω; Δεν συνηθίζεται περιστέρι μου η μοναξιά. Μόνος μου τόσα χρόνια, να μην έχω κανέναν να συνομιλώ. Συντρόφους παλιότερα είχα πολλούς. Χιλιάδες. Μα εδώ και δέκα χρόνια δεν έχω ούτε έναν. Ή μάλλον, έχω έναν σύντροφο. Αυτό εδώ το τόξο, το ιερό· αυτός είναι ο μόνος μου σύντροφος. Μ’ αυτό το τόξο, και με τα βέλη τα φαρμακερά καταφέρνω και επιβιώνω.
Είμαι ο Φιλοκτήτης. Γιος του Ποίαντα και της Μεθώνης. Βασιλιάς της Θεσσαλικής γης. Άνακτας της Μελίβοιας. Κοίταξέ με περιστέρι μου, πως κατάντησα! Παρατημένος σε τούτο το ερημονήσι. Εξόριστος… Εξόριστος στο έρημο νησί της Λήμνου, που άνθρωπος δεν κατοικεί. Μήτε ηθελημένα πλησιάζει. Και πως να έρθει; Με τόσα απόκρημνα βράχια, λιμάνι φιλόξενο δεν υπάρχει. Μόνο αγρίμια κατοικούν αυτό το νησί. Και εγώ έγινα το μεγαλύτερο του αγρίμι. Μα πως έφτασα εδώ; Μέρα παρά μέρα τα λέω, μην ξεχάσω, και πάντα να θυμάμαι. Τέτοιο είναι το μίσος μου για αυτούς που μ’ αδίκησαν. Μίσος για τους κατάπτυστους γιους του Ατρέα και για το φίδι, τον κακούργο Οδυσσέα, που χειρότερα με δάγκωσε και από το φίδι εκείνο που μου κληροδότησε την κακοφορμισμένη μου πληγή. Πριν δέκα χρόνια εκστράτευσα με δαύτους. Εκδίκηση για τον Μενέλαο, που ο Τρώας Πάρης του πήρε την Ελένη. Είχα δώσει όρκο ιερό, τότε που ήμουν κι εγώ ένας από τους μνηστήρες της Ελένης. Τον όρκο του Τυνδάρεω: Πως αν κάποιος εχθρός κλέψει την Ελένη από το σπίτι και τον σύζυγό της, θα βαδίσουμε όλοι ένοπλοι εναντίον του και θα ισοπεδώσουμε την πόλη του, για να αποκαταστήσουμε την αδικία. Και τον τίμησα τον όρκο μου. Με εφτά δικά μου πλοία συνέδραμα τον στόλο των Αχαιών και τριακόσιους πενήντα κωπηλάτες. Όλοι τους τοξότες άριστοι· εκπαιδευμένοι από εμένα. Να πάμε να τιμωρήσουμε τον Πάρη και να κουρσέψουμε το Ίλιον.
Και αφού μαζευτήκαμε στον όρμο της Αυλίδας, μόνο όταν ο μεγάλος στρατηγός θυσίασε την κόρη του την πολυαγαπημένη στη Θεά Αρτέμιδα, ούριος άνεμος φύσηξε και καταφέραμε να ξεκινήσουμε. Έτσι όλοι οι αρχηγοί συμφωνήσαμε, για να έχουμε τους Θεούς με το μέρος μας, σε όλα τα ιερά των νησιών που σταματούσαμε για ανεφοδιασμό, να κάνουμε θυσίες και να προσφέρουμε σπονδές, ζητώντας την εύνοια τους.
Ένα πρωί, λίγες μέρες μετά το σαλπάρισμά μας, σταματήσαμε στο νησί, που το έλεγαν Χρύση. Μετά από μια μεγάλη ευωχία μεταξύ συντρόφων, προσφέραμε σφάγια ζηλευτά, θυσία στη Θεά Αθηνά, που ήταν εκεί το ιερό της. Και όταν σε μια θυσία, ήμουνα κοντά στο ιερό, και απόλυτη ησυχία όπως έπρεπε επικρατούσε, μια οχιά που προστάτευε τον βωμό, με δάγκωσε στο αριστερό μου πόδι. Ο πόνος που μου προξένησε, ήταν σαν να άρπαξε φωτιά όλο μου το πόδι, και να καιγότανε μανιωδώς από αόρατες φλόγες. Όλο το στράτευμα κοιτούσε προς το μέρος μου, να καταλάβει ποιός, και γιατί, διασάλευε την ιερουργία και βεβήλωνε με τις φωνές του την τελετουργική σιγή της θυσίας. Και τα ουρλιαχτά μου και ο πόνος μου με τίποτα δεν σταματούσαν. Οι γιατροί που ήταν μαζί μας, και τι δεν προσπάθησαν για να με ανακουφίσουν. Γιατροσόφια και καταπλάσματα στην ανοιχτή πληγή μου. Μάταια. Μια και δυο έφτασα στο σημείο να λιποθυμώ από τους πόνους, μα με το που ξυπνούσα ο πόνος επέστρεφε οξύτερος.
Δεν έφταναν όμως μόνο τα ουρλιαχτά μου. Η φλέβα του ποδιού μου, από το δάγκωμα άρχισε να σήπεται, ώσπου έγινε κατάμαυρη και από τη χαίνουσα πληγή ανάβλυζε μια αποφορά που κανένας γύρω μου δεν μπορούσε να αντέξει. Και τότε, πάνω σε έναν ακόμα παροξυσμό μου, λίγο πριν λιποθυμήσω, άκουσα τον άθλιο Οδυσσέα να λέει στους αρχηγούς να με αφήσουν πίσω για να γλιτώσουν και από τις κραυγές και από τη δυσοσμία μου. Τάχα ταράσσονταν το στράτευμα και δεν μπορούσε να εκτελέσει όπως πρέπει τις θυσίες. Αλλιώς, σύντομα θα θυμώσουν οι Θεοί και η εκστρατεία θα αποτύχει.
Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο πέρα από εκείνη τη στιγμή. Μα δίχως άλλο ο Αγαμέμνονας, ο αρχιστράτηγος, έδωσε την εντολή. Μόλις ξύπνησα, βρέθηκα μόνος μου στην παραλία δίπλα από την σπηλιά, με λίγα τρόφιμα, λίγο νερό και τα όπλα μου: το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή. Στην αρχή έκλαψα για την κακή μου τύχη, καλό μου περιστέρι. Μα η πληγή με έκανε να κλαίω περισσότερο. Ούρλιαξα, φώναξα, βλαστήμησα. Μα κανένας γύρω μου δεν ήταν για να μου συμπαρασταθεί. Και σαν συνήλθα, σύρθηκα στην σπηλιά που έμελε να γίνει η μονιά μου. Εκεί άναψα φωτιά με τους πυρόλιθους· έφερα φύλλα και τα έκανα στρώμα και κρεβάτι μου και περίμενα με μια κρυφή ελπίδα, μήπως οι σύντροφοι που με παράτησαν γυρίσουν, ή στείλουν κάποιον να με πάρει. Σαν τελείωσαν όλες οι προμήθειες, εξανεμίστηκαν και όλες μου οι ελπίδες. Σύρθηκα και πάλι έξω από την σπηλιά, με στήριγμα το τόξο μου. Ο κουτσός, δεν μπορούσα να πάω και πολύ μακριά. Από τότε στόχευα με τα βέλη μου πουλιά, σαν εσένα. Με συγχωρείς περιστέρι μου, μα κάπως πρέπει και εγώ να βρίσκω την τροφή μου. Αλάθητα τα βέλη μου. Φαρμακερά. Ποτισμένα στο αίμα της Λερναίας Ύδρας. Μια και μόνο μικρή γρατζουνιά από δαύτα και κανένας στόχος δεν ξεφεύγει ζωντανός. Ποτέ δεν αστόχησα. Ήμουν ο καλύτερος τοξότης στο στράτευμα. Μα όταν σας πετυχαίνω, ύστερα πρέπει να συρθώ για να σας μαζέψω. Έτσι τρώω. Έτσι επιβιώνω.
Άλλες μέρες πιο παλιά, έβγαινα στη γάργαρη πηγή, δίπλα από το στόμιο της σπηλιάς να πιω νερό να ξεδιψάσω το φρυγμένο μου στόμα. Και παραμόνευα κανένα αγριοκάτσικο, ή άλλο αγρίμι να κατέβει από το βουνό να ξεδιψάσει κι εγώ θήραμα το κάνω. Στην αρχή δεν φοβόντουσαν τα ζώα και στην πηγή αμέριμνα κατέβαιναν. Μα σαν μάθανε τα φονικά μου βέλη, σπάνια άλλο αγρίμι είδα να έρχεται εδώ κοντά. Μόνο αλυχτίσματα και γρυλίσματα ακούγονται από μακριά. Οι μόνες φωνές που μου έμειναν να ακούω. Και έτσι έμεινα τελείως μόνος.
Κατάλαβες περιστέρι μου; Χωρίς καμία συντροφιά. Χωρίς ανθρώπινο λόγο. Χωρίς γυναίκας άγγιγμα. Χωρίς την αγάπη των γονιών μου, που πίσω στην πατρίδα θα νομίζουν πως μάχομαι στην Τροία. Χωρίς δόξα. Χωρίς τιμή. Μόνος. Μόνος με μόνιμη παρέα την χαίνουσα πληγή μου, την κακοφορμισμένη, που τη δένω με κουρέλια. Που δεν ξέρω πως είναι πια η όψη μου μετά από τόσες κακουχίες. Που όταν με κυριεύει ο πόνος, χάνω τον εαυτό μου και δεν θυμάμαι ούτε ποιός είμαι, ούτε το όνομά μου. Ένας άνθρωπος που αφέθηκε στην εξορία, για να μην τους βρομάει και να μην τον ακούνε να ουρλιάζει. Και έτσι κατέληξε αγρίμι.
Έτσι αποκτηνώνεται ο Άνθρωπος…
Ανάθεμα τους! Ας έβλεπα για λίγο την πατρική γη, αντί να είμαι αναγκασμένος να ζω σε τούτο τον βράχο τον έρημο και να ξεπουπουλιάζω αγριοπερίστερα για να τραφώ, και να συνομιλώ μαζί τους πριν τα φάω για να μην αποτρελαθώ!
{Ο Φιλοκτήτης τινάζεται ξαφνικά, από ένα διαπεραστικό σούβλισμα που ξεκινάει από την πληγή του και ανεβαίνει σε όλο του το πόδι, ως τον μηρό}:
-Αχ! Οϊμέ! Όχι πάλι! Όχι πάλι αυτός ο πόνος, ο αβάσταχτος…
Θεοί! ΘΕΟΙ! Σας εκλιπαρώ! Γιατρεύστε με!
Απαλλάξτε με από το ατέρμονο μαρτύριο. Αλλιώς αφήστε με να πεθάνω. Τι έφταιξα και τραβάω όλα αυτά τα δεινά;
Ωχ! Ας μπορούσα να ανέβω ως το ηφαίστειο, στο Μόσυχλο, εκεί που είναι το αμόνι του Ηφαίστου με την πανάρχαια φλόγα, και μέσα της να πέσω. Να καώ, όπως ο μεγάλος ήρωας, ο Ηρακλής που μου χάρισε αυτά εδώ τα όπλα.
Ωχ συμφορά μου! Δεν το αντέχω άλλο. Το πύον τρέχει πάλι από την πληγή, μαζί με μαύρο αίμα. Ζαλίζομαι ο έρμος…
Ωχ! Την κατάρα μου να έχουν όσοι με αφήσανε εδώ. Και πάνω από όλα οι αχάριστοι Ατρείδες και ο πανούργος Οδυσσέας. Την κατάρα μου! Ο τάφος τους να είναι η γη του Πριάμου! Κομμάτια να γίνουν και να πάνε στα Τάρταρα! Στα τσακίδια να πάνε! Αυτή είναι η αποκτήνωση του Ανθρώπου…
Ωχ! Σβήνω….
*
Ο Θεός Ύπνος, ο δίδυμος αδερφός του Θανάτου, λυπήθηκε άλλη μια φορά τον Φιλοκτήτη και ήρθε και τον αγκάλιασε, ρίχνοντας τον σε μια καταπραϋντική ονειροπόληση.
*
Μια ελληνική τριήρης, με πανιά αργείτικα, φάνηκε από μακριά να προσεγγίζει το δυσπρόσιτο νησί. Ο Νεοπτόλεμος, με τις νουθεσίες του Οδυσσέα, θα ερχόταν για να εκπληρώσει τον χρησμό του Έλενου και να αλλάξει τη μοίρα του ταλαίπωρου ανθρώπου. Η μέρα που θα ξημέρωνε θα ήταν η τελευταία της εξορίας του Φιλοκτήτη. Η πολυπόθητη γιατρειά και η ηρωική δόξα θα τον περίμεναν στην Τροία, όπου θα σαλπάρανε όλοι μαζί για να εκπληρωθεί το πεπρωμένο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τον μονόλογο έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Η τοιχογραφία είναι του Έλληνα καλλιτέχνη Φίκου https://fikos.gr/murals/