Το μαντήλι του μάγου

0
339

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι %CE%A7%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82-%CF%84%CE%AF%CF%84%CE%BB%CE%BF-1.png

Η Τζούλια έκανε πως ανασηκώθηκε από τη παλιά ξύλινη κρεβάττα που ήταν τοποθετημένη στο εσωτερικό πατάρι της άσπρης κάμαρας και χασμουρήθηκε αυτάρεσκα ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον υπόλοιπο χώρο.

Όλα ήταν εκεί παρατημένα όπως επίτηδες τα είχε αφήσει από το μεσημέρι που επέστρεψαν από τη κυριακάτικη παράσταση στη κεντρική πλατεία. Το συμμάζεμα δεν ήταν του χαρακτήρα της. Μάλλον το ανέμελο ανακάτωμα των πάντων. Όπως οι ξανθές μισόσγουρες τούφες μαλλιών που αφήνονταν ξέπλεκα στους ώμους της, ατίθασες και ντροπαλές μαζί, ένα αμάλγαμα ξιπασιάς και σεβάσμιας χάρης. Για τον άντρα της, τον μεγάλο μάγο, αυτό ήταν πάντα : ένας αγγελοδαίμονας που κατάφερε να τον βάλει στο κέντρο της δικής του παράστασης να παλέψει με τα λιοντάρια της καρδιάς του, να γίνει μονομάχος, να γίνει λυτρωτής ή χριστιανός μάρτυρας, βασανισμένος.

Έκανε κρύο στο υγρό δωμάτιο. Έτριψε επίμονα τα πόδια της κάτω από τις πολύχρωμες φλοκάτες ‘μπας και λίγο ζεσταθούν, και πεισματικά τράβηξε το λεπτό σκουρόχρωμο σεντόνι πάνω από το κεφάλι της για να καταφέρει να κρυφτεί από τις τελευταίες αχνές ακτίνες ήλιου του απογεύματος που τρύπωναν αυθάδικα από τις γρίλιες ενός ξεχαρβαλωμένου παντζουριού που άπονα έχει ξεχάσει να μερετέψει ο πρώην νοικάρης, τη στιγμή που είχε φροντίσει να δώσει τόση μεγαλοπρέπεια σε αυτή τη νυφική κρεβάττα.

Το όνειρο που την είχε συντροφεύσει στο μεσημεριανό της ύπνο ήταν αρκετά γλυκό για να καταφέρει να αποδράσει από αυτό. Έτσι σφάλισε τόσο γερά τα βλέφαρα της που σχεδόν την έπιασε πονοκέφαλος. Ήθελε επίμονα να ‘δει τη συνέχεια. Τώρα αμέσως. Έβαλε όλο της το ζόρι.

Σπάνια της προσφερόταν απλόχερα ένα τόσο ξεχωριστό δώρο όταν την έπαιρνε μαζί του ο Μορφέας, αγκαλιαστά και προστατευτικά σα κόρη του. Ένα όνειρο που την έκανε να ζει αληθινά, να νιώθει στο στήθος της τον κάθε χτύπο, το αίμα να ανεβαίνει ψηλά από τα μάγουλά της ως τα μηνίγγια της και να κρατάει την ανάσα της δοσμένη στις αισθήσεις του αλλοτινού και του απόκοσμου.

Από την ώρα που θα ξυπνούσε αυτή και μόνο η σπιρτάδα του ξεχωριστού ονείρου μπορούσε να της αλλάξει τη διάθεση όλη την ημέρα και το άρωμα αυτό να κρατήσει και βδομάδες. Ευτυχώς δηλαδή που ενίοτε ονειρευόταν τόσο ζωντανά και ταξίδευε μακρυά. Όχι, ότι και επί του καθημερινού δεν θα ’λεγε κανείς πως ήταν ονειροπόλα. Κάθε άλλο.

Όλοι όσοι τη συναναστρέφονταν και δεν μπορούσαν να την κερδίσουν με κομπλιμέντα για την ομορφιά της, γρήγορα της το γύριζαν το παιχνίδι ανάποδα από τη μοχθηρία τους και πότε-πότε της το πέταγαν περιπαιχτικά και φαρμακερά, ότι αργοπορούσε για το τάδε ή το δείνα, αλλά κυρίως γιατί στο διάβα της ζωής ήταν πάντα αργόρυθμη, νωχελική, σχεδόν αέρινη.

Δεν την πολυένοιαζε. Δεν τους κοίταζε αυτούς τους ανθρώπους, δεν τους ήθελε, έβλεπε πίσω από τη πλάτη τους. Έβλεπε με τα μελιά μάτια και το γλυκό βλέμμα πίσω τους. Τα στριμωγμένα πάθη τους κολλημένα στα πλεμόνια τους, από εκεί που ερχόνταν οι αρρώστιες τους και δεν μπόραγαν ανάσα να πάρουν και σκορπιόνταν και πέθαιναν σαπισμένοι από άδεια ζωή και ψεύτικη. Εκεί έβλεπε η Τζούλια. Πίσω από τη πλάτη τους, την χωρίς φτερά και χωρίς κέρατα. Την πλάτη τους την άδεια.

Δεν την ένοιαζε. Αλλά όλα κι όλα, στο όνειρο δεν έμπαινε κανείς, ήταν δικό της, ολάδικό της, για χαΰλι της, για πάρτη της. Ήταν η δική της κρυφή ατομική έκφραση. Η ξεχασμένη γλώσσα των ενστίκτων της. Τους άφηνε όλους απ’ έξω και το φχαριστιότανε. Εε κι άματις καμιά φορά χαζολόγαγε και ονειροπολούσε και ξύπνια, μια φορά κακό δεν έκανε σε κανέναν τους.

Μουρμούρισε κάτι σα σιγανό νανούρισμα, κουνήθηκε αργά  πέρα-δώθε σα λίκνο μέσα στη βαριά βελέντζα και χουζούρεψε λίγο  σε αυτό το ρυθμό μήπως και τη βοηθούσε να ξαναμπεί στη σφαίρα του ονειρικού υλικού. Που είχε μείνει; κάτσε να ’δεις… όμως τίποτα το όνειρο δεν συνεχιζόταν με όση προσπάθεια κι αν φόρτσαρε, και εκείνη άρχισε τελικά να εκνευρίζεται.

-‘’Ας είναι.. μέχρι εδώ”, σκέφτηκε πονεμένα και αμέσως παρηγόρησε τον εαυτό της

‘’Κι αυτό καλό ήταν. Καιρός να σηκωθώ’’..

Το χειμωνιάτικο απόγευμα είχε απλώσει σε όλη τη κάμαρα πλέον και ίσα που έβλεπε μέσα στη σουρουπάδα ν’ ανάψει τη λάμπα και να ‘βρει τη παραπεταμένη ψευτοδαντελένια ρόμπα της.

Άφησε τη βρύση να τρέξει καθαρό νερό, ήπιε λαίμαργα δυο μεγάλα ποτήρια. Είχε στεγνώσει το στόμα της. Ταυτόχρονα άναψε το πετρογκάζ και έκανε να φτιάξει λίγο ρύζι για να έχουν το βράδυ κάτι. Το στομάχι της ήταν άδειο από τα χτες αλλά χασκογελούσε με τα μικρογουργουρίσματά του και σημασία δεν του έδινε.

Απρόσεχτη ως ήταν και μέχρι να βάλει επάνω το κατσαρόλι, το δεξί φραμπαλιαστό μανίκι της πλαστικής ρόμπας, ανέμισε μια φλόγα έτοιμη να την αρπάξει ολάκερη κι εκείνη, να την καταπιεί ως τα έγκατα της.

Δεν κατάλαβε καν το χρόνο… ο Άλαν είχε ‘μπει σπίτι, πετάχτηκε δίπλα της και με ένα μεγάλο πανί τη χτυπούσε απανωτά μέχρι που οι μικρές φλόγες έπαψαν να καψαλίζουν τη συνθετική ρόμπα.

Έπιασε αμέσως το χέρι της να ‘δει το καμένο δέρμα, ευτυχώς δεν είχε πολλές εκδορές. Ήταν όμως κατακόκκινο. Έβγαλε πρόχειρα το μωβ μαντήλι από ταφτά που είχε πάντα στη αριστερή του τσέπη και μαζί με λίγο πάγο το τύλιξε πολύ σφιχτά γύρω από το καρπό της.

Την έβαλε να καθίσει και κάθισε και εκείνος σα χαμένος από το ξαφνικό, σιμά της στο στρογγυλό τραπεζάκι από φελλό. Ξεφύσησε ιδρωμένος.

Η Τζούλια τον κοιτούσε ασάλευτη. Μια στιγμή σα να νόμισε ότι ήταν  η συνέχεια από το όνειρο.. Ξαφνικά μέσα στην ολιγόλεπτη σιωπή παράδοξα τον ρώτησε:

‘’Άλαν, να σου ‘πω τι όνειρο είδα λίγο πριν;’’ και δίχως να περιμένει ανταπόκριση, έσφιξε πιότερο το χέρι της μέσα στο μαντήλι που άρχισε να στάζει το νερό.

‘’Έβλεπα λέει, ότι ήμουν σε ένα χωριό που μαζί με κοριτσόπουλα φτιάχναμε υφαντά σε αργαλειούς. Το χωριό είχε έναν ωραίο νεαρό μα εκείνος δεν επιθυμούσε να πάρει καμιά από τις γυναίκες τούτου του ντουνιά, παρά μόνο ορέγονταν μια Νεράιδα για γυναίκα. Βέβαια κι οι Νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πετούσαν χαμηλά κι έρχονταν και τον τσίγλαγαν. Δοκίμασε αρκετές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν κατάφερε γιατί ήταν όλες μαγίστρες. Μια μέρα ρώτησε μια μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια από τις Νεραιδοπούλες για γυναίκα.

Και η γριά του είπε : «σαν’ρθουν οι Νεραΐδοχαιδεμένες να σε πειράξουν, ‘συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής τη μαγική μαντήλα που είναι δεμένη στην δεξα φουστάνα της. Κι α’ θές να μείνει μαζί σου, πρέπει τη μαντήλα να τη κάψεις. Αλλά πρόσεχε ωρέ κακομοίρη μου, μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις τούτο. Το καλύτερο είναι να της τηνε κρύψεις σε ένα ανήλιο μέρος. Μα να προσέχεις μη σου την ξαναπάρει την μαντήλα της. Μονάχα  αυτός είναι ο τρόπος».

..Κι οταν ήρθαν πάλι οι Νεραΐδομαγεμένες και τον επείραζαν, εχύθει αυτός με την ρώμη του απάνω σε μία που της έπεσε η μαντήλα της και την έχωσε βαθιά μέσα στο κόρφο του. Η Νεράιδα τον παρακαλούσε να της ‘τηνε δώσει!Όμως ο μορφονιός της είπε πως θέλει αμέσως τώρα να ‘τηνε πάρει για γυναίκα του. Οι άλλες Νεράιδες ξεκαρδίστηκαν σε γέλια. Αυτή η έρμη όμως δεν μπορούσε να πετάξει κι αναγκαστικά ξέμεινε στο κάμπο με το χωρικό κι έκαμε παιδιά με δαύτον. Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη. Ο νέος που έβλεπε το μαράζι της, ελυπότανε πολύ είναι η αλήθεια. Και μια μέρα που ήταν μεγάλη γιορτή και πήγαιναν όλοι στο πανηγύρι όξω από το χωριό, και η μικρή Νεράιδα ζητούσε πάλι με τα κλάματα τη μαντήλα από τον άντρα της, να της δώκει πίσω επιτέλους να στολιστεί γιατί τα χρόνια πέρασαν και μπορεί να την εμπιστευτεί – τη συμπόνεσε εκείνος ο μαύρος και ήθελε να της ‘τηνε δώσει. Μόνο που φοβόταν μην του φύγει…

Του το ’ταξε κι αυτή η δόλια: «Τώρα πώς να σ’ αφήσω, ύστερα από χρόνια, και που ’χω καμωμένα παιδιά με σένα;» Έτσι της την έδωσε τη μαντήλα. Και με μιας το σπιτικό έλαμψε απ’ την ομορφιά της, γιατί σα Νεραϊδόπουλα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις θηλυκές στα κάλλη. Και πήγε  η καλή σου στη πλατεία, και με μια αηδονίσια φωνή ένα τραγούδι που ‘σκιζε τα βράχια και μάραινε καρδιές και γλύκαινε τους πόνους του κόσμου. Και σαν έκαμε τρεις γύρους καταμεσής, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε δυνατά την μαντήλα της πάνω στη Φουστάνα της κι έκαμε μια «Φσίουυυ…» και πέταξε ψηλά στα αιθέρια για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθη διαπαντός. Κι έτσι  ο χωρικός έχασε τη γυναίκα του και έκλαψε γοερά.

Ο Άλαν συνέχισε να κοιτά καρφωμένος στο πάτωμα.

‘’Με κούρασες. Τελείωσες με τα ονείρατα;’’ της είπε κοφτά. Γιατί αν τελείωσες, καημένη και καμμένη Τζούλια, απλά να σου ανοίξω τη πόρτα. Τα ξέρω εγώ τούτα τα όνειρα και τι σημαίνουν. Η πόρτα είναι ανοιχτή και τα σκυλιά δεμένα. Όσο για τις Νεράιδες και ξωτικά, τα έχω όλα εδώ’ να μέσα στο καπέλο μου, βαλμένα και φιμωμένα. Εσένα τίποτα να μη σε γνοιάζει.. τα έχω φυλαμένα – εσύ τώρα αν τελείωσες, απλά δώκε μου πίσω το μαντήλι μου, το δικό μου μαντήλι, που μόνο εγώ τα μαγικά του ορίζω, και κάνε εσύ πως φέεις και σαλοπατάς στους δρόμους τους δικούς σου, γιατί να πετάς δεν ξέρεις ακόμα..και ποτές σου άλλωστε δεν θέλησες να μάθεις’’.

Τράβηξε αγριεμένα το βρεγμένο μαντήλι του από το καψαλισμένο χέρι της και κατευθύνθηκε σκυφτός στη καμάρα που είχε αφήσει τη βελούδινη βιολετί βαλίτσα με όλα τα εργαλεία της δουλειάς του. Άφησε όλο του το κορμί να πέσει ξερό στο ξέστρωτο κρεβάτι, δεν ήξερε αν πονούσε η ψυχή του, το σώμα του από την καταπονιά, δεν ήξερε αν φταίνε τα χρόνια, σα να γέρασε, δεν ήξερε αν τον τρυπούσε η Τζούλια στη καρδιά με εκείνο το όνειρο, αν τον έζωναν οι μνήμες που καιρό είχε να τις ταΐσει. Δεν ήθελε φως στη κάμαρα. Ήξερε τι θα αντίκριζε γύρω του: Πεταμένα ρούχα και φτιασίδια δικά της, τα εργαλεία του και τα μαγικά του σκορπισμένα στις άκρες, τα ψίχουλα απ’ το ψωμί που μασουλούσε εκείνη ψες ακόμα πάνω στα σεντόνια καθώς δεν μαγείρεψε και αρνιότανε να του παραδεχτεί ότι πεινούσε μέσα στα σκοτάδια, πιο ’κει το γυάλινο τασάκι με τα τσιγάρα του τα πρωινά, και μερικές πορτοκαλόφλουδες που έστρωνε ολόγυρα στη παλιοκρεβάτα για να μυρίζει λέει η κάμαρη φρουτένια και να σπρώχνει τη μούχλα πέρα από τον τοίχο.

Σε κάποια στιγμή τραμπαλίστηκε μέσα του. Να ανάψει τη λάμπα να αντιμετωπίσει το θέαμα και να ξεσπάσει ή να κάτσει στο σκοτάδι και να αντιμετωπίσει την νοσταλγία; Η Τζούλια ήδη του είχε πέσει βαριά στη σκοτοδίνη του για το απόγευμα, για την έρμη σπιτίσια του επιστροφή/σα να μην ήθελε άλλο. Χαμογελώντας έκανε μια κίνηση πως βγάζει το μαντήλι από το καπέλο του..σαν να άνοιξε το πορτάκι δειλά του παλιοχρόνου και ξετρούπωσαν από μέσα του όλοι παλιοί και σχεδόν οικείοι βελζεβούλιδες της ζωής του. Σαν να ήτανε πάλι εκεί, πίσω στο πατρικό του μεμιάς.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Mπήκε μέσα στο ψηλοτάβανο σαλόνι και ο πατέρας του αγέρωχος κάθεται στο καθιστικό σε μια αρχοντική μπρεζέρα διαβάζοντας εφημερίδα. Η μάνα δίπλα κεντάει σιωπηλά ένα εργόχειρο, σταυροβελονιά. Ακούει τον πάτερα του να βρυχάται: «Μας γδύνουν οι ανεπρόκοποι οι πολιτικάντηδες, τι άλλο θέλουν, εμείς την στήσαμε τούτη την άκρη της γης, με τα δικά μας χνώτα να ιδρώνουν στο λιμάνι, στο χωράφι και να οι φόροι, να τα επιτόκια. Να ’δεις Νορίγια μου ότι σύντομα θα μας τελέψουν εδωνά στα χώματά μας και δε θα φταίει η Τουρκιά τότε, αυτούς τους αγρίους καλώς τους έσμπρωξε στην άκρη η Μεγάλη Αικατερίνη αλλά η ξεροκεφαλιά των δικώνε μας που μόλις ξεμυτίσει το κεφάλι του Έλληνα και προκόψει, θέλει ο άλλος Έλληνας να του το σγούψει μες της γης να του το λιώσει. Τέτοιοι ήμασταν όλους τους καιρούς Νορίγια».

Η μάνα μου σα να ξερόβηξε συμφωνώντας και επίσης έβηξε δεύτερη φορά συνθηματικά κάνοντας μου σινιάλο, καθώς φαινόμουν πίσω από το σκαλιστό σκρίνιο να πετάω τις πολύχρωμες μπαλίτσες στον αέρα και μονομιάς να τις πιάνω όλες πίσω. Μαζεύτηκα στα γρήγορα και πήγα να συνεχίσω το παιχνίδι στο μαγερειό μας, ακολούθησα τη μυρουδιά με κλειστά τα μάτια και έβαλα στον εαυτό μου αρκετές τρικλοποδιές μέσα από το λαβύρινθο των δωματίων, αλλά κατέληξα πανευτυχής εκεί ακριβώς που άχνιζαν τα πιάτα της ουκρανής μαγείρισσας.

Από εκεί νόμιζα ότι θα ήμουν προστατευμένος στη ποδιά της Ζέλντας. Μετά όμως από ένα λεπτό το σπίτι σείστηκε. Οι φωνές του πατέρα ακούγονταν μέχρι κάτω. «Τι είναι αυτά Νορίγια; Δεν σου είπα να του τα πετάξεις; Γιατί δεν απαντάς και σμουλόχνεσαι μωρέ; Πάλι μπαλάκια, κορδελλάκια, κουνελάκια, χαντρούλες και μαγικά ραβδιά; Είσαι με τα καλά σου; Θέλετε να με πεθάνετε και οι δυο πριν την ώρα σας; Δεν είπαμε ο κανακάρης σου να στρωθεί να διαβάσει, τσάμπα φέρνω τόσους δασκάλους μέσα στο σπίτι; Σε λίγο θα μας γελάει όλη η παροικιά, πρόσεξε Νορίγια, μόνο αυτό σου λέω πρόσεξε καλά, και μην του δίνεις θάρρητα σαν δεν θες να τον ‘δεις σα τον ακαμάτη τον πατέρα σου τον τσιγγάνο να γυρνά τις γειτονιές ξεβράκωτος μια μέρα των ημερών. Αλέξαντρεεε που είσαι παλιόπαιδο, σου μιλάω, που είναι ο μικρός μας άτακτος μάγος, εξαφανίστηκε για τα καλά; Αλέξαντρεεε είπα και ελάλησα…..»

Έκλεισα τα μάτια μου στην αγκαλιά της Ζέλντας. Το μόνο που καταδέχτηκε ο πατέρας μου από τον πάππο μου ήταν να με βαφτίσουν το όνομά του. Παράξενο μεν, κατανοητό δε, καθώς ο πατέρας ήταν λάτρης του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δεν το σύγκρινε καν!! Μα πως θα μπορούσε ένας τιποτένιος τσιγγάνος να λέγεται Αλέξανδρος ;… ακόμη και το Αλέκος, όπως συνήθιζαν να τον φωνάζουν τον πάππο μου στα εμποριά και στη ζωοπανήγυρι, του φαινόταν ανήκουστο του πατέρα. Απορούσε μάλιστα πως υπήρξε τσιγγάνος με τέτοιο όνομα, χωρίς να τον έχουν ραβδίσει μόνο και μόνο για αυτό του το έγκλημα ενάντια στην ιστορία!

Το σπίτι σείστηκε και πάλι. Ο πατέρας συνέχισε να κραυγάζει ακόμα πιο αυταρχικά το όνομα μου. Η μάνα μου η μοναδική μελαχρινή με τα σμαραγδένια μάτια σε όλη την παροικία, πρέπει τώρα να σιγόκλαιγε. Από έρωτα την πήρε ο πατέρας όταν μια ανοιξιάτικη μέρα την είδε στην αγορά, γιατί κατά τα άλλα μέχρι τότε, τίποτα δεν έβλεπε καθώς ήταν πάντα χωμένος στα μελάνια, στα χαρτιά του και στο εμπόριο.

Και εκείνη από ανέχεια τον πήρε, όταν την ίδια μέρα πήγε στην αγορά να γυρέψει κάτι λίγα δανεικά από έναν ψευτοσυγγενή για την κηδεία του πάτερα της.

Ο πατέρας είχε σεβαστό όνομα σε όλη την Οδησσό και έκανε λεφτά με τις εξαγωγές σίτου, όπως πολλοί Έλληνες. Ιάκωβος Ράλλης με το όνομα, όνομα δεσποτικό και ηχηρό, κι όμως πάντα δουλευταράς και πάντα με το σταυρό στο χέρι. Στο τέλος άλλωστε όταν τα πράγματα αγρίεψαν, μόνο αυτόν τον σταυρό, του άφησε ο ρώσος αγιογδύτης συνεταίρος του, μόνο αυτόν το σταυρό του άφησε-να τον κοιτά. Το μόνο του ξεστράτισμα ήταν ότι είχε τολμήσει να πάρει τη κόρη ενός τσιγγάνου. Κι αυτό πάλι, αφού τον έβαλε ο παππάς να κάνει τρία ευχέλαια για να την μπάσει σπίτι, να την εκχριστιανίσει και    να πάρει ευλογία ξεχωριστή μετά το γάμο. Και εν ολίγοις ήταν και το μόνο που είχε εξαγοράσει με τα χρήματά του για να μπορέσει να βουλώσει όλα τα κακά στόματα στη πάνω γειτονιά των διανοούμενων και των πραματευτάδων, και να κάνει ο έρμος το μοναδικό πράγμα που λαχτάρισε στη ζωή.

Ωστόσο έβλεπες στις γειτονιές είχαν μαζευτεί πολλοί πια: Έλληνες, Τούρκοι, Ρώσοι, Οβριοί, Ουκρανοί και άλλοι … και σαν άρχιζαν τα συμφέροντα να στριμώχνονται στους δρόμους και να πνίγονται στο λιμάνι κάνοντας τους πάντες να βαριανασαίνουν, ασθμαίνοντας ακόμα κι από την μικρή αλληλεγγύη που διαφαίνονταν στη καθημερινότητα μεταξύ τους. Αυτά περίπου διάβαζε και ο πατέρας στην πολιτική εφημερίδα αλλά τόση φαντασία όση αυτήν που του φύλακε η μοίρα δεν μπορούσε να τη συλλάβει τότε. Η άσχημη θύελλα των εξελίξεων δεν άργησε να φανεί στον πνιγερό ορίζοντα εξαιτίας των αδιεξόδων της πλατιάς μάζας της ρωσικής κοινωνίας και η κατάσταση βγήκε εκτός ελέγχου. Η διαδρομή του πατέρα μου και τόσων άλλων της παροικίας υπέκυψε στη λαίλαπα της Επανάστασης, της επέμβασης ξένων στρατιωτών και βεβαίως των ατυχών χειρισμών της ελληνικής κοινότητας. Οι ομογενείς αποχώρησαν ατάκτως κι αφού βάναυσα τους καταλήστεψαν και πετσόκοψαν, άφησαν πίσω τους περιουσίες που είχαν αποκτηθεί με φιλοπονία και κάματο.

Η Ζέλντα έκλαιγε πολύ και έλεγε ότι μας ματιάσανε γιατί ήμασταν καλοί άνθρωποι και προκομμένοι και όλο για εμάς μιλούσαν και την ομορφιά της μάνας μου, που εγώ καθόλου δεν της είχα μοιάσει παρά μόνο στα μακριά δάχτυλα και στα μαγικά της χέρια. Κατά τα άλλα ήμουν το κακέκτυπο των δυο ασχημανδρών, του πατέρα μου και του παππού μου.

Όλα τούτα ήρθαν και μας βρήκαν μέσα σε μια βδομάδα. Η καταναγκαστική αποχώρησή μας με ένα ταγάρι πράματα για να φθάσουμε έστω σώοι ως τη Θεσσαλονίκη και να μείνουμε δυο νύχτες σε ένα παλιό φίλο του πατέρα μου, πήρε άλλη μια. Μέσα στο φευγιό μας όμως μέσα στις άγριες νύχτες, μου φαίνονταν σαν να έβλεπα στις γωνίες τα βράδια ένα άσχημο μαυριδερό τύπο που τα μάτια του σπινθήριζαν διαβολικά-τον έβλεπα και εκείνος γελούσε με ένα γέλιο σαν μέσα από τη Κόλαση και κορόιδευε την φυγή μας. Δεν τολμούσα να τον κοιτάξω άλλο, νόμιζα πως τον αναγνώριζα και ας μην είχα ’δει ποτέ μου, κι ας μην τον είχα γνωρίσει ποτέ μου, ήμουν σίγουρος, ήταν ο πάππος ο τσιγγάνος. Ο Αλέκος Καραγιάννης. Δεν τολμούσα να ακούσω όσα μου μαρτυρούσε, όσα μου σφύριζε η γλώσσα του. Τον μισούσα για την παντοτινή του ξεγνοιασιά γιατί σα να ‘ξερε τη ζωή πιότερο, τον μισούσα που γελούσε τη κατάντια μας. Τον μισούσα γιατί εκδικιόταν τον πατέρα. Τον ξόρκιζα με το μαγικό μου ραβδί, να εξαφανιστεί από τα μάτια μου, να χαθεί, εγώ ήμουν ο μεγάλος μάγος τώρα. Να ‘πάει στα κομμάτια.

Αφού η μάνα μου σιγούρεψε την ύπαρξη μου ως εκεί πέρα, μετά από λίγο μας εγκατέλειψε ήσυχα ένα βράδυ. Χωρίς ούτε ένα σινιάλο. Λέγανε κάποιοι ότι την είδανε σε ένα κάρο στο λιμάνι της Σαλόνικας. Κανείς δεν ξέρει να ‘πει με σιγουριά. Απομείναμε μονάχοι με τον πατέρα μου. Τον θυμάμαι να με κρατάει από το χέρι, με ένα κράτημα αβέβαιο και ταυτόχρονα ξερό να περπατάμε στη προκυμαία και από εκεί ως το παλιό ορφανοτροφείο της πόλης. Εκεί με παρέδωσε με το όνομα Αλέκος Καραγιάννης. Ακριβώς σα του πάππου.

Τα μάτια μου βούρκωναν εκατομμύρια γιατί. Μου είπε πως θα ήμουν περισσότερο ασφαλής εκεί με αυτό το όνομα, μη τυχόν και μας γυρέψουν από την Οδησσό για χρέη και επειδή ήμουν σερνικό. Έπειτα μουρμούρισε πως δεν ήξερε τίποτα από παιδιά, η Ζέλντα ήταν στη χαμένη πατρίδα και η μάνα μου η τσιγγάνα έφυγε σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη, εκείνος μόνο από χαρτιά, μελάνια και σιτηρά ήξερε. Επίσης μονολόγησε ότι μάλλον ούτε από αυτά ήξερε πια, κοντολογίς δεν ήξερε τίποτα και ούτε ήθελε άλλα να μάθει. Σα να τον έσερνε η κατάρα του πάππου του τσιγγάνου του ξεριζωμένου του μόνιμου μετανάστη και τυχοδιώκτη, που πάντα τον έβριζε τον βλογιοκομμένο. Αυτά είπε και έστρεψε τη πλάτη προς το λιμάνι..η ομίχλη δεν με άφηνε να ‘δω κατά που πηγαίνει και η πόρτα έκλεισε ηχηρά. Σκοτάδι εμπρός μου.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η πόρτα της καμάρας έτριξε στο άνοιγμά της και φάνηκε δειλά η φιγούρα της Τζούλιας.

« Άλαν, μην είσαι σκυθρωπός – αφού ξέρεις ότι δεν το αντέχω..θα με συγχωρέσεις;» είπε χαμηλή φωνή κι ολωσδιόλου μετανιωμένη.

Εκείνος μειδίασε, αλλά τελικά σηκώθηκε, τη φίλησε απαλά στο μέτωπο και της ψιθύρισε πως δεν υπάρχει κάτι για να συγχωρέσει και πως θέλει να της κάνει έρωτα.

Η Τζούλια το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να ξαπλώσει πλάι του, απλά και ήσυχα, αποφεύγοντας τον προηγούμενο θυμό του και προκειμένου να κερδίσει τις στιγμές πέταξε πιτσιλωτά μερικά συγγνώμη. Από αυτά που συνήθως έλεγε για να ξεμπερδεύει με τον εγωισμό του.

Ο Άλαν σε ένα παραλήρημα των παλιών σκέψεων, των φόβων, της χαμένης ελπίδας και των απρόβλεπτων αύριο, άρχισε να μυρίζει το δέρμα της, να τη φιλά απρόσεχτα, παθιασμένα και η ανάσα του να γίνεται βαριά αγκαλιάζοντας όλα της τα χνώτα. Εκείνη ανταποκρινόταν νωχελικά στο φίλημα του. Αγαπούσε τη ψυχή αυτού του άνδρα, που σαν απαλό ζυμάρι μπορούσε να ζουλάει σαν ήθελε πότε-πότε. Άδολα και τεμπέλικα. Αγαπούσε τα δάκτυλά του, τα χέρια του, άλλωστε σε αυτά παραδινόταν όταν ένιωθε φοβισμένη μα απόψε δεν είχε όρεξη για έρωτα. Μετά το όνειρο και το σοκ με τη φωτιά, ήθελε να γαληνέψει σε έναν επόμενο ύπνο. Ο Άλαν διαισθάνθηκε την πλήρη άρνηση και σταμάτησε λαχανιασμένος.

«Πάω κάτω, της είπε μουδιασμένα. Πρέπει να προβάρω ακόμα μερικά τελευταία τρικ με το μαντήλι και επίσης να μαζέψω ό, τι εσύ δεν μάζεψες τίποτες σήμερα. Μαγικά κάνω για να τρώμε ψωμί, δεν μπορώ να κάνω μαγικά για να σου μαζεύω το σπίτι, ούτε μαγικά κόλπα για να σε κρατήσω στο κρεβάτι, αν εσύ δεν το επιθυμείς πια.»

Πήρε κάτω μαζί του τη βιολετί βαλίτσα και την άνοιξε. Μέσα στη βαλίτσα ο κόσμος του,  αυτός ο δικός του κόσμος που ήταν εκεί για να τον ζεστάνει, για να τον αγαπήσει, όσο κανείς άλλος ποτέ.

Η χαρά του ξεχύνονταν μόνο μέσα από τα γελαστά πρόσωπα των παιδιών, από την έκπληξη των γυναικών, από την παραδοχή των άλλων αρσενικών για τα παράξενα ταχυδακτυλουργικά του κόλπα. Δε θυμόταν από πού το έλαβε το χάρισμα. Μπορεί από τη μάνα του, μπορεί από τον τσιγγάνο παππού, μπορεί να το είχε από πάντα από τον Θεό και το Διάολο. Ξόρκια, υπερφυσικές δυνάμεις, μάγια και ό,τι άλλο βάζει ο ανθρώπινος νους, εκείνος τα επιστράτευε. Όταν έδινε παράσταση τα δάχτυλα του ανοίγονταν μέσα σε τρισδιάστατους κόσμους κάνοντας απίθανες οφθαλμαπάτες και η τρέλα της ζωής που τον συνόδευε τον έκανε να ξεχωρίζει και να μαγεύει τα σύμπαντα.

Για όλους τους άλλους στα χωριά ήταν ο παράξενος μάγος με τα λυπημένα μάτια, την τεράστια μύτη, τα πανύψηλα πόδια και τα πιο χαρούμενα δάκτυλα. Μαγικά κόλπα με χαρτιά, με αριθμούς, με νομίσματα, με καπέλο, με ζώα, με μπάλες, με κλουβιά, με εξαφανίσεις αντικειμένων, έκανε στυλοβάτη των παραστάσεων του το μωβ μαντήλι κι άφηνε πίσω του τα στόματα  μετέωρα να χάσκουνε.

Ο Άλαν κατείχε τη γνώση και τους τρόπους της έμπρακτης   χρήσης της. Δε γνώριζε μόνο κόλπα, αλλά γνώριζε και τα μυστικά της φύσης, με οτιδήποτε ορατό ή αόρατο αυτή τα περικλείει. Ήξερε να διαβάζει τα λόγια τα γραμμένα σε μυστικά βιβλία, αλλά και στα μάτια των άλλων. Μπορούσε να βλέπει τα ανομολόγητα μέσα σε ένα σπυρί ρυζιού. Εύκολα μπορούσε να μετατρέψει το άχυρο σε ξύλο, και μερικές φορές σαν να κινδύνευε ο ίδιος από τις δυνάμεις του να κάνει την αγάπη μίσος, τη γαλήνη οργή, την ομορφιά ασχήμια. Ήταν ένας συνειδητός μάγος που αντλούσε από τη ζωή τη δυναμική της φάρσας και χάριζε άφθονα τις ψευδαισθήσεις σε όλους τους παριστάμενους στις περίφημες παραστάσεις του και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν πως με τα τερτίπια του και τα μαγικά του φίλτρα είχε ξετρελάνει την Τζούλια, γιατί αλλιώς τέτοια ομορφιά στο πλευρό του δεν στέκονταν.. Γιατί όταν ανέβαινε μέσα στα κλουβιά, στα κουτιά και στο τροχό η Τζούλια, κανείς δεν ήξερε να’ πει με σιγουριά αν κρατούσε την ανάσα του από το πιθανά μοιραίο του μαγικού κόλπου ή για την εμορφιά της.

Έτσι κι αλλιώς η Τζούλια γι’ αυτό ήταν εκεί. Λίγοι και εκλεκτοί την είχαν ακούσει να μιλά, με την νεραϊδίσια της φωνή. Συνήθως προσφωνούσε τον Άλαν και καλούσε τα παιδιά να κάνουν ησυχία για να συνεχίσει αυτός ανεπηρέαστος τη παράσταση.  Όλοι όμως στο τέλος λαχταρούσαν να ‘δουν αυτό το κορμί της, που αφηνόταν με τόση απλότητα και χάρη να τεμαχιστεί ανεπανάληπτα ξανά και ξανά από τα ξίφη του μάγου. Και όλοι να βογγάνε ίσως από πόνο, ίσως από αδημονία. Και πάλι εκείνη να ανασταίνεται και να ανασταίνονται μαζί της χωριά ολάκερα, παράσταση την παράσταση.

Μια φορά σε ένα χωριό, κάποιος σε έναν καφενέ έκανε το λάθος να πειράξει τη Τζούλια άσχημα και τότε ο Άλαν του γύρεψε το λόγο λυσσασμένα. Προς στιγμής κρατιότανε γιατί είχε παράσταση μπροστά του και χρειαζόταν όλες του τις δυνάμεις. Όταν όμως  ο άλλος συνέχισε αναιδέστατα να του αντιμιλάει και να τον κράζει «Κλόουν» τότε ο μάγος τα μάζεψε και δεν τον ξαναείδαν ποτέ εκεί, όσο και αν τον χιλιοπαρακαλούσαν να μείνει έστω για τη παράσταση. Ο μάγος έκανε κόλπα πολλά, αλλά τα χωρατά για τη Τζούλια δεν τα κατάπινε, ούτε διακύβευε εύκολα τη φήμη του για μερικά τελευταία ανθρωπάκια, τσομπαναραίους.

Για τη Τζούλια δεν είχε αποκαλύψει ποτέ και σε κανένα τίποτα. Βέβαια ούτε για τον ίδιο ήξεραν καλά-καλά. Για όλους ήταν  η Τζούλια και ο Άλαν Καραζάν, το ιδιόμορφο ζευγάρι. Μόνο εκείνη ήξερε ότι ήταν ο Αλέκος Καραγιάννης ένας ξεχασμένος ενός ορφανοτροφείου, και για την ακρίβεια ένας ξεπεσμένος Αλέξανδρος Ράλλης ενός εμπόρου και μιας τσιγγάνας. Μόνο εκείνος ήξερε ότι αυτή ήταν η δεκαεξάχρονη Ιουλία που έσωσε από το μακελειό στο μπορντέλλο της Σαλονίκης εκείνα τα χαράματα ακούγοντας τα ουρλιαχτά της και έδωσε τα τελευταία του χρήματα για να την αγοράσει ή να τη σώσει ή να σωθεί.

Στο μικρό κουζινάκι γύρισε ξανά στη πραγματικότητα του, και χρονομέτρησε πόση ώρα κάνει με το τελευταίο του ζαλιστικό τρικ με το μαντήλι. Ακριβώς ένα λεπτό, είναι καταπληκτικό σκέφτηκε, αύριο όλοι θα μαγευθούν ξανά από το θαματερό του μαντήλι.

Αθόρυβα την είδε να μπαίνει στη κουζίνα με ένα βαλιτσάκι στο χέρι. Τα μεγάλα της μελιά μάτια είχαν γίνει τεράστια από την αϋπνία και τον κοίταζε χωρίς να βγάλει άχνα. Βρήκε μια τελευταία δύναμη ανάμεσα στα χείλη και ψέλλισε : «Αποφάσισα να φύγω Άλαν. Μπορείς να πιστεύεις σε ’μένα ότι θα τα καταφέρω. Σου χρωστάω τα πάντα, όμως δεν θέλω άλλο. Δεν σ’ αγαπώ.»

Δεν περίμενε καθόλου καμία απάντηση. Γύρισε τη πλάτη της. Κοντοστάθηκε. Χωρίς να γυρίσει, είδε το μωβ του μαντήλι να κρέμεται στο τραπέζι. Το πήρε στα χέρια της και του ’πε πως αυτό το χρειάζεται, κάτι σαν ενθύμιο, να είναι πάντα μαζί της, να της ψιθυρίζει τα μυστικά που εκείνος της έλεγε παλιά στο κρεβάτι κι έσπρωξε τη ξύλινη πόρτα να κάνει το πρώτο βήμα. Ο Άλαν είδε τη μάνα του. «Που πας πάλι;» ούρλιαξε. «Πού πάτε όλοι εντέλει;! Εγώ δε θα διαλέξω ποτέ τι θέλω, με ποιον να μείνω, που να ‘πάω, τι ν’ αγαπήσω.. Δώσε μου πίσω το μαντήλι μου!!»

Η Τζούλια κάγχασε λίγo και προχώρησε πιο νευρικά για να φύγει. Τότε, μεμιάς άναψαν όλα τα φώτα και όλοι χειροκρότησαν εκστατικά. Εκείνος πανύψηλος και αγέρωχος υποκλίθηκε στο πλήθος με σεβασμό. Ο τελευταίος προβολέας έπεσε επάνω του και τον τύφλωσε, του τάραξε συθέμελα όλα τα εγκεφαλικά κύτταρα. Ξάφνου εκείνη δεν ήταν μέσα στο κουτί, ούτε πάνω στο τροχό, σάμπως δεν φοβόταν τίποτα πια . Ο Άλαν ένιωθε σίγουρος ότι σαν από θαύμα εκείνη πετούσε κάπου με τις μικρονεραΐδες στα ουράνια.

Όχι σίγουρα δεν ήταν στο κουτί. Τα κόλπα δεν κρατούν για πάντα. Το μωβ μαντήλι έσταξε κόκκινο. Το κόκκινο, το θανατερό του χάους. Το ξίφος του Άλαν δεν ήταν άλλο μαγικό, είχε περάσει καρφωτά τα σπλάχνα της. Χωρίς χειροκρότηματα, ούτε κουρτίνες που ανοιγοκλείνουν, χωρίς μουσικές και τρομπέτες.

Κυρίες και Κύριοι ο καλύτερος μάγος του κόσμου με κόκκινα δάκτυλα. Με χέρια δεμένα στις επτά πύλες της κολάσεως. Τώρα ξεκινά το ταξίδι στη χώρα του ποτέ. Το αίμα του, είναι αίμα σας, πάρτε το καπέλο και βγάλτε τη μαγική σφαίρα που λέει τα μελλούμενα. Θέλετε ταχυδακτυλουργικά ή προφητείες ή μήπως ένα καθρέφτη από το παραμύθι. Τα χέρια του μάγου σας δε ξέρουν να αγαπούν αλλά μπορούν να σας μάθουν πολλά κόλπα. Κόλπα μέχρι να πεθάνετε από τα γέλια, κόλπα μέχρι να πεθάνετε από τα κλάματα, κόλπα μέχρι να πεθάνετε.

Οι ξανθές μπούκλες ξεχύθηκαν αλύπητα κατάχαμα, προδομένες και να μια μπούκλα από άμπρα εδώ και μια άλλη πιο μικρή από κατάμπρα εκεί χάμου.

Κατάμπρα δυο ζωές και πέντε φυλάκες ισόβιες.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Βικτώρια Τράκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η φωτογραφία είναι της Polixeni Papapetrou (Australian, 1960-2018) https://artblart.com/tag/silvers-circus/