Δείπνο στο Τίφφανυς

0
750

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Breakfast-Tiffany-1024x686.jpg

Δεν καταφέραμε να γνωριστούμε παρά μόνο τον Σεπτέμβρη, ένα βράδυ με τις πρώτες φθινοπωρινές ψύχρες. Είχα πάει σινεμά, είχα επιστρέψει στο σπίτι και είχα ξαπλώσει με το τελευταίο μπέρμπον πριν από τον ύπνο και το καινούριο Σιμενόν· για μένα αυτό ήταν η τέλεια θαλπωρή, γι’ αυτό δεν μπορούσα να καταλάβω από πού προερχόταν το αίσθημα ανησυχίας, που όλο και μεγάλωνε μέσα μου. Ήταν ένα αίσθημα για το οποίο είχα διαβάσει, είχα γράψει, αλλά δεν είχα νιώσει ποτέ. Το αίσθημα ότι σε παρακολουθούν. Ότι κάποιος είναι μέσα στο δωμάτιο. Και τότε, ένα αναπάντεχο χτύπημα στο παράθυρο, μια φευγαλέα γκρίζα φιγούρα· από την ταραχή μου έχυσα το μπέρμπον. Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να καταφέρω να σηκωθώ και να ανοίξω το παράθυρο, για να ρωτήσω τη δεσποινίδα Γκολάιτλυ τι ήθελε.

«Σε τρόμαξα γλύκα; Κρίμα να πάει χαμένο ένα ποτήρι μπέρμπον».

Η γκρίζα φιγούρα πέρασε από δίπλα μου σαν σίφουνας, χωρίς καν να με ρωτήσει αν θα μπορούσε να μπει στο δωμάτιο και θρονιάστηκε στην πολυθρόνα μου:

«Δεν έχει πολύ κρύο σήμερα; Ατυχέστατη βραδιά για να χάσεις τα κλειδιά σου, δεν νομίζεις; Και ο θυρωρός δεν νομίζω να εμφανιστεί μέχρι το πρωί… Έχεις κανένα μαρτίνι για μένα, γλύκα;»

Της έριξα μια εξονυχιστική ματιά από πάνω ως κάτω πριν της απαντήσω.

«Μόνο μπέρμπον. Ατύχησες».

Χαμογέλασε πονηρά, βγάζοντας έναν χαριτωμένο αναστεναγμό:

«Ουφ! Δεύτερη ατυχία σήμερα για τη Χόλλυ, μετά τα χαμένα της κλειδιά. Τι να πεις; Θα αρκεστώ στο μπέρμπον. Τι να κάνω;»

Το μπουκάλι είχε τόσο ποτό, όσο χρειαζόταν για να γεμίσει δυο ποτήρια. Καθώς τα γέμιζα με αλκοόλ, εκείνη ανασήκωσε το βιβλίο του Σιμενόν που είχα αφήσει ανάποδα στο διπλανό τραπεζάκι. Το έκλεισε, έφερε κοντά της το εξώφυλλο και άρχισε να συλλαβίζει άηχα το όνομα του συγγραφέα που ήταν γραμμένο στα γαλλικά, ανοιγοκλείνοντας το στόμα της. Φαινόταν σαν να ήθελε να χασμουρηθεί έτσι όπως προσπαθούσε να το διαβάσει. Σήκωσε το κεφάλι της απότομα, με κοίταξε και ρώτησε γεμάτη απορία:

«Σου αρέσει να διαβάζεις; Έχει ενδιαφέρον αυτός ο “Ζωρζ Σιμενόν”; Δεν τον έχω ξανακούσει».

Ο τρόπος που πρόφερε το όνομα του συγγραφέα στα γαλλικά ήταν πολύ αστείος. Σχεδόν στραμπούλιξε την γλώσσα της· αλλά δεν την πείραξε, αφού το είχε προφέρει με στυλ αλά Χόλλυ. Της έδωσα το ποτήρι με το μπέρμπον και κάθισα απέναντι της, στην άκρη του κρεβατιού μου.

«Ο Σιμενόν είναι διάσημος Βέλγος συγγραφέας, που γράφει αστυνομική λογοτεχνία. Το βιβλίο είναι μια νουβέλα με κεντρικό ήρωα τον ντετέκτιβ της γαλλικής αστυνομίας Ζυλ Μαιγκρέ. Αν βρίσκεις ενδιαφέρουσες τις ιστορίες μυστηρίου και τη διαλεύκανση εγκλημάτων, τότε θα σου αρέσει σίγουρα. Εμένα πάντως, είναι ο αγαπημένος μου. Θα ήθελα πολύ κάποια μέρα, να γράφω σαν κι αυτόν».

Άφησε το ποτήρι στο τραπεζάκι, εκεί που πριν ήταν το βιβλίο μου. Έγειρε λίγο δεξιά το κεφάλι της και ανασήκωσε το ένα της φρύδι:

«Θέλεις να γράψεις και εσύ κανένα βιβλίο; Να γίνεις συγγραφέας; Τελικά έχω μια διασημότητα για γείτονα και δεν το ήξερα;»

Ξερόβηξα για να καθαρίσω τον λαιμό μου, πριν της παρουσιάσω το πλούσιο συγγραφικό μου έργο.

«Ένα μηνιαίο περιοδικό που εκδίδεται στην ανατολική ακτή, έχει δημοσιεύσει πριν έναν μήνα δυο διηγήματά μου. Ήταν και τα δυο αστυνομικά. Μικρότερα βέβαια από το βιβλίο που κρατάς. Τώρα τελειώνω μια νουβέλα μυστηρίου που ξεκίνησα το καλοκαίρι. Οπότε μπορείς να πεις ότι είμαι συγγραφέας. Ίσως όχι διάσημος –ακόμη- αλλά κάποιοι με έχουν διαβάσει».

«Αλήθεια; Τότε αντί για γλύκα, θα σε φωνάζω “Κύριο Συγγραφέα” από εδώ και πέρα. Και πως λύνει κάποιος ένα μυστήριο, “Κύριε Συγγραφέα”;»

Το τελευταίο “Κύριε Συγγραφέα” είχε ένα βαθύ γρέζι στη φωνή της, όλο νάζι και ερωτισμό. Είχα ξεχάσει ήδη πως είχε μπουκάρει στο δωμάτιο μου με το “έτσι θέλω”. Ασυναίσθητα, είχα αρχίσει να θαυμάζω τον αυθορμητισμό και το εκρηκτικό της ταμπεραμέντο.

«Ας πούμε… Θα μπορούσαμε να ψάξουμε για τα χαμένα σου κλειδιά. Να τα αναζητήσουμε στα μέρη που πέρασες ή να ρωτήσουμε όσους συνάντησες, λίγο πριν καταλάβεις ότι λείπουν».

«Θα χρειαστεί να πάρουμε και καταθέσεις; Ή να ανακρίνουμε κανέναν; Αυτό και αν έχει ενδιαφέρον!»

Ο ενθουσιασμό της με έκανε να χαμογελάσω.

«Πριν σκεφτούμε την εγκληματική ενέργεια σαν πιθανότητα και αρχίσουμε τις ανακρίσεις, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια βόλτα στα μέρη που πέρασες πριν γυρίσεις στο σπίτι».

Τινάχτηκε ψηλά σαν ελατήριο που για ώρα το πίεζε κάποιο αόρατο χέρι. Με άρπαξε από τον γιακά της πιτζάμας μου και με τράβηξε προς την εξώπορτα.

«Έλα, πάμε να μου δείξεις πως λύνεται ένα μυστήριο!» Με δυσκολία κατάφερα να της ξεφύγω για να ντυθώ και να βάλω τα παπούτσια μου.

Βρεθήκαμε να περπατάμε στην Πέμπτη Λεωφόρο. Παρόλο που κόντευε μεσάνυχτα, οι δρόμοι είχαν πολλή κίνηση. Σε όλη τη διαδρομή μου έλεγε ιστορίες για διάσημους γνωστούς της· που εγώ, δεν είχα ακούσει ποτέ. Το θέμα με τα κλειδιά, είχε μπει για την ώρα σε δεύτερη μοίρα, σαν να το είχε ξεχάσει.

«Αν σου δίνω ιδέες για ιστορίες που θα χρησιμοποιήσεις στο βιβλίο σου, να με βάλεις με άλλο όνομα. Εντάξει “Κύριε Συγγραφέα”; Αλλά να μου κάνεις αφιέρωση. Θα μπορούσες να γράψεις: “Στη μούσα μου Χόλλυ”. Αυτό μπορώ να σου το επιτρέψω».

Το διασκέδαζα απίστευτα. Ήταν όντως πηγή έμπνευσης με όλα αυτά τα περίεργα     -αν και ασύνδετα- που μου έλεγε. Λίγο πιο κάτω, σε μια διασταύρωση, είδαμε μια καντίνα. Αμέσως σήκωσε το χέρι της και μου έδειξε προς εκείνο το σημείο.

«Εδώ στεκόταν ο πλανόδιος πωλητής το πρωί, που πήρα ένα πρέτσελ για να φάω. Λες να έχασα εδώ τα κλειδιά μου όταν πήγα να τον πληρώσω; Μπα δεν νομίζω… Τώρα συνειδητοποίησα πως δεν έχω φάει κάτι άλλο όλη μέρα εκτός από εκείνο το πρέτσελ».

Σταματήσαμε μπροστά στην καντίνα και παράγγειλα δύο χοτ-ντογκ κάνοντας ένα νεύμα με το κεφάλι μου και σηκώνοντας δυο δάχτυλα, για να μην διακόψω την εξιστόρησή της.

«Μετά, περπάτησα ως το Τίφφανυς. Σου ανέφερα “Κύριε Συγγραφέα” πόσο αγαπώ το Τίφφανυς; Δεν είναι για τα κοσμήματα του· αν και μ’ αρέσουν πολύ τα κοσμήματα. Είναι για τον τρόπο που σου φέρονται οι υπάλληλοι του. Έχουν τους καλύτερους τρόπους. Σου απευθύνονται με μια απίστευτη ευγένεια, έτσι που νιώθω ότι είμαι η βασίλισσα της Νέας Υόρκης».

Ο καντινιέρης μας έδωσε τα χοτ-ντογκ. Τον πλήρωσα και συνεχίσαμε να προχωράμε με κατεύθυνση προς το Τίφφανυς.

«Έξω από το μαγαζί, ξετύλιξα το πρέτσελ μου και το δοκίμασα. Ήταν λίγο αλμυρό για τα δικά μου γούστα, αλλά μου άρεσε πολύ. Κοιτούσα ένα μαργαριταρένιο κολιέ στη βιτρίνα, πολύ γουστόζικο, και απολάμβανα κάθε μου μπουκιά. Όταν το έφαγα, μπήκα μέσα και ζήτησα από τον υπάλληλο να μου δείξει το κολιέ. Πήρε το κόσμημα από την προθήκη του και το ακούμπησε πάνω σε έναν γυάλινο πάγκο. Εκείνη τη στιγμή, ένα τρίμμα από το πρέτσελ που είχε παραπέσει πάνω στο φόρεμά μου, κατρακύλησε μέχρι να σταματήσει ανάμεσα από το κολιέ και το αριστερό χέρι του υπαλλήλου. Εκείνος το ανασήκωσε και το περιεργάστηκε, σαν να προσπαθούσε να εκτιμήσει πόσα καράτια είναι ένα διαμάντι. “Μήπως η κυρία θα ήθελε να της προτείνω κάτι για πρόγευμα αντί να δει το κολιέ;” Μου φάνηκε τόσο αστείο που άρχισα να γελάω χωρίς σταματημό! Όταν λίγο ηρέμησα, του είπα πως σίγουρα την επόμενη φορά θα έρθω για πρόγευμα στο Τίφφανυς!»

Όταν τελείωσε την ιστορία της, είχαμε φτάσει έξω από τη βιτρίνα. Μου έδειξε το μαργαριταρένιο κολιέ. Τότε σήκωσα το μισοφαγωμένο μου χοτ-ντογκ, όπως φαντάστηκα ότι θα είχε γίνει το πρωί με το τρίμμα του πρέτσελ και της είπα αλλάζοντας τη φωνή μου, προσπαθώντας να μιμηθώ τη δική της μίμηση, όταν μου έλεγε πως της μίλησε ο υπάλληλος: «Πάντως αν δεν ξαναέρθεις για πρόγευμα, θα έχεις να λες ότι ήσουν με έναν διάσημο συγγραφέα για δείπνο στο Τίφφανυς».

Γέλασε τόσο πολύ, που το μικρό κομμάτι από το χοτ-ντογκ που είχε απομείνει στα χέρια της, της έπεσε στο πεζοδρόμιο. Είμαι σίγουρος πως έτσι θα γελούσε και μέσα στο μαγαζί το πρωί. Δυο ζευγάρια μας προσπέρασαν και μας κοίταξαν γεμάτα απορία για το τι μπορεί να υπήρχε στη βιτρίνα και να ήταν τόσο αστείο, για να ξεκαρδίζεται η δεσποινίδα μ’ αυτό τον τρόπο.

«Ωραία κάναμε τη βόλτα μας, αλλά τα κλειδιά σου δεν τα βρήκαμε. Δεν λύσαμε αυτό το μυστήριο. Όχι ότι ψάξαμε κιόλας».

«Δεν πειράζει “Κύριε Συγγραφέα”, πέρασα υπέροχα. Δεν θέλει και πολλές ώρες για να ξημερώσει. Θα μου ανοίξει με το αντικλείδι ο θυρωρός».

Περπατήσαμε όλη τη διαδρομή ξανά ως το σπίτι. Όταν ανεβήκαμε στο διαμέρισμα μου, το παράθυρο από όπου είχε μπουκάρει η Χόλλυ ήταν ανοιχτό και ένας γάτος κοκκινωπός άραζε στο κρεβάτι μου. Καθόταν ακίνητος, εκτός από την ουρά του που την κουνούσε πάνω κάτω ρυθμικά.

«Πώς ήξερες πού θα με βρεις γάτε; Μπήκες και εσύ από το παράθυρο;»

«Δικός σου είναι ο γάτος; Τι ωραίος που είναι; Πως τον λένε;»

«Τον λένε απλά γάτο. Δεν έχει όνομα και δεν είναι δικός μου. Απλά μένουμε μαζί».

Ο γάτος όταν άκουσε τη φωνή της, σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος της. Ένα κροτάλισμα ακουγόταν από κάτι που κρατούσε στο στόμα του· ένας ήχος σαν κουδούνισμα από μικρό καμπανάκι. Τον πήρε αγκαλιά και άρχισε να τον χαϊδεύει στο κεφάλι. Εκείνος όλο ευχαρίστηση έκλεινε τα μάτια του και απολάμβανε τα χάδια, ώσπου άφησε από το στόμα του τα κλειδιά να πέσουν στο χέρι της.

«Εσύ είχες πάρει τα κλειδιά μου;»

Ο γάτος νιαούρισε. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως έτσι της απάντησε θετικά. Σηκώθηκε και πήγε στην εξώπορτα, με τον γάτο αγκαλιά και τα κλειδιά στα χέρια.

«Λοιπόν “Κύριε Συγγραφέα”, δεν λύσαμε εμείς το μυστήριο των χαμένων κλειδιών, αλλά ο γάτος. Αυτό όμως είναι ένα άλλο μυστήριο. Πού βρήκε τα κλειδιά; Και ύστερα, πώς ήξερε να έρθει για να μας περιμένει στο δωμάτιο σου; Αν σκεφτείς κάποια καλή εξήγηση, να την κάνεις ιστορία στο βιβλίο σου. Καληνύχτα γλύκα! Ή μάλλον καλημέρα!»

Πριν προλάβω να πω τίποτα, είχε κλείσει πίσω της την πόρτα. Την άκουσα να ανεβαίνει τις σκάλες προς το δικό της διαμέρισμα σχεδόν τρέχοντας. Πήρα το καινούριο Σιμενόν και το άνοιξα στη σελίδα που το είχα αφήσει όταν η γκρίζα φιγούρα χτύπησε το παράθυρο. Με μια γουλιά ήπια το μπέρμπον που είχε απομείνει στο ποτήρι μου. Σε λίγο θα ξημέρωνε…

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

*Η πρώτη παράγραφος είναι από το μυθιστόρημα του Τρούμαν Καπότε, “Πρόγευμα στο Τίφφανυς”.