Τόπι εξορίας

0
194

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 111-1.jpg

Ο Μάριος όρμησε φουριόζος στο παλιό σπίτι της οδού Ντομ Αρμέ, αριθμός 7, το πατρικό σπίτι της γυναίκας του, κι ανέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια, μέχρι να φτάσει στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της εκλεκτής της καρδιάς του.

— Αγαπημένη μου, δεν μπορώ να κρατήσω τη χαρά μου, θέλω να μοιραστώ μαζί σου την ιδέα μου, που μία αυθόρμητη παιχνιδιάρικη διάθεση με ώθησε να πραγματοποιήσω, γυρνώντας από το οδόφραγμα.

— Φως της ζωής μου, λατρεμένε μου σύζυγε, τι μέλλει ακούσουν τα αυτιά μου; Η απόφασή σου, διαταγή μου. Η ερωτοχτυπημένη νιόπαντρη Τιτίκα χάθηκε στο βάθος των ματιών του άντρα που κέρδισε την καρδιά της, η οποία καρδιά επιβεβαίωσε το συναίσθημα χτυπώντας στο στήθος της δυνατά.

— Να, αστέρι του σύμπαντός μου, σκέφτηκα ότι μ’ αυτά και με εκείνα, κάτι ο θάνατος του πατέρα, κάτι οι ιδιοτροπίες του παππού, δεν καταφέραμε να πάμε κι εμείς έναν μήνα του μέλιτος, να ξεφύγουμε λίγο από τα χαρακώματα και τη μυρωδιά του μπαρουτιού.

— Α! αναφώνησε με έκπληξη η Τιτίκα. Τι θεσπέσια ιδέα! Και πού θα πάμε;

— Είδα σε ένα θρυψαλιασμένο τζάμι του ταξιδιωτικού γραφείου της οδού Σανβρερί, που πεισματικά κρατιόταν όρθιο σε αντίθεση με την υπόλοιπη τζαμαρία, τη διαφήμιση μίας κρουαζιέρας στον Νότιο Ατλαντικό Ωκεανό. Ξέρεις… Αγία Ελένη, Ασενσιόν, Τριστάν ντα Κούνια…

— Α! η φωνή της Τιτίκας ακούστηκε θλιμμένη αυτή τη φορά. Τι κρίμα… Δεν θα δούμε τον κύριο Ναπολέοντα… Ίσως όμως βρούμε τον τάφο του και αφήσουμε λίγα λουλούδια! Αν τον είχανε αφήσει στην Έλβα….

— Τιτίκα… Ο Μάριος σοβάρεψε και κοίταξε τη γυναίκα του τρυφερά μέσα στα μάτια. Την πλησίασε και της ψιθύρισε συνωμοτικά στο αυτί για να μην ακούσουν οι υπηρέτες· Ο θείος Ναπολέων ζει. Ξέρω ότι έχουν πει πως έχει πεθάνει, αλλά δεν ισχύει. Αυτός που πέθανε ήταν ηθοποιός. Ο Βοναπάρτης ζει και βασιλ… θέλω να πω, ετοιμάζει την επόμενη επανάστασή του. Έτσι είπε ο Ενζολορά. Αυτόν θα πάμε να δούμε.

— Α! Η Τιτίκα καθόλου δεν νοιάστηκε για την ανατροπή της αιτίας του ταξιδιού. Αντίθετα, το ηθικό της αναπτερώθηκε και η ψυχή της γέμισε από τη χαρά της αναμονής· Πάω να φτιάξω βαλίτσες και λίγα σπιτικά κεκάκια να πάμε του καημένου. Ποιος ξέρει τι σαύρες τρώει εκεί όλα αυτά τα χρόνια!

~~{}~~

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού, και 2.000 χιλιόμετρα μακριά από την πιο κοντινή στεριά, ένα ηφαιστειογενές νησάκι ονόματι Αγία Ελένη, φιλοξενούσε στα, όχι και τόσο φιλόξενα, βράχια του τον εξορισμένο πάλαι ποτέ αυτοκράτορα της Γαλλίας, Ναπολέοντα Α΄ Βοναπάρτη, του Κάρλο και της Λετίτσια, το γένος Ραμολίνο, της γνωστής οικογενείας ευγενών.

Φυσικά, ο Ναπολέων δεν θα μπορούσε να έχει εξοριστεί μόνος του. Μαζί του ήταν και η αρκετά μεγάλη συνοδεία του, που αποτελούταν από συμβούλους, αξιωματικούς, υπηρέτες και αυλικούς. Ούτε για τη σίτιση και διαμονή του χολόσκαγε ιδιαίτερα ο πρώην αυτοκράτορας, κι όχι βέβαια επειδή οι σαύρες αφθονούσαν. Ακούγονται φήμες πως σε καθημερινή βάση έφταναν στην οικία Λόνγκγουντ, που του παραχωρήθηκε, περισσότερα από 50 μπουκάλια κρασιού, μηλίτη, δυνατής μπίρας, σαμπάνιας και άλλων ποτών, καθώς και 44 κιλά κρέας, 30 κιλά ψωμί, 2 γαλοπούλες, 2 χήνες, 4 καναρίνια, 9 φραγκόκοτες και 12 περιστέρια για τον ίδιο κι όσους ακόμα έμεναν μαζί του.

Δεν ήταν τυχαίο που ο Ναπολέων Βοναπάρτης υπέφερε από φρικτούς στομαχόπονους.

Τόσο μικρό ήταν το νησί που για να διασκεδάζει την ανία του, κάθε μέρα περπατούσε από τη μία άκρη έως την άλλη, από Βορρά προς Νότο κι από Δύση προς Ανατολή. Κανείς δεν σκέφτηκε να του το απαγορεύσει, επειδή κανείς δεν πίστευε ότι μπορούσε να δραπετεύσει από εκεί. Πουθενά δεν υπάρχει ούτε μια προσβάσιμη ακτή. Μόνο γκρεμοί και κατακόρυφες γυμνές πλαγιές που συναντούν τα αγριεμένα κύματα. (Κι είναι κάπως αστείο αν σκεφτείς τι έκανε κάμποσα χρόνια μετά, στο Νησί του Διαβόλου, ο Πεταλούδας). Τόπους τόπους, στήλες ατμού έβγαιναν από μικρές τρύπες, βοηθώντας την ηφαιστειακή ενέργεια να εκτονώνεται. Είχε χρόνια να εκραγεί κάποιο ηφαίστειο εκεί κοντά, αλλά σε ορισμένα σημεία ο τόπος ήταν τόσο καυτός που δεν μπορούσες καν να πατήσεις.

Το πλοίο που έφερνε την αλληλογραφία και τους ελάχιστους επισκέπτες, μαζί με τον ανεφοδιασμό του νησιού, ταξίδευε πέντε ημέρες από το πιο κοντινό λιμάνι, κι ερχόταν μία φορά τον μήνα. Η άφιξή του ήταν γιορτή για τους 600 περίπου κατοίκους του νησιού.

Εκείνη τη μέρα, Κυριακή 18 Ιουνίου του 1837, 4 χρόνια μετά τον γάμο του Μάριου και της Τιτίκας και 16 από τον υποτιθέμενο θάνατο του Ναπολέοντα, το πλοίο με τα πανιά που έφτασε στο Τζέιμς Τάουν, την πρωτεύουσα του νησιού, έριξε την άγκυρά του στ’ ανοιχτά. Οι βράχοι δεν επέτρεπαν στο πλοίο να πλησιάσει στο νησί, κι έτσι, κιβώτια με εφόδια, σάκοι με γράμματα κι επιβάτες, μεταφέρονταν στο νησί με βάρκα.

Η Τιτίκα σήκωσε προσεκτικά το φουστάνι, μαζί με τις 4 σειρές φουρώ και το σύρμα που κρατούσε όλα αυτά στητά και φουντωτά, μέχρι λίγο πάνω από τον αστράγαλο, και πάτησε με γυμνά πόδια στο νερό που έγλειφε την άκρη του βράχου. Με μιας, ο ελαφρύς κυματισμός του νερού που προκάλεσε το σταμάτημα της βάρκας, μούσκεψε και τις 5 στρώσεις υφάσματος. “Πανάθεμά το”, σκέφτηκε η Τιτίκα, “θα έρθει ποτέ καιρός που οι γυναίκες θα μπορούν να φορούν μόνο την εσωτερική φουφούλα στα ταξίδια τους, αφήνοντας ελεύθερα τα πόδια τους; Καθόλου δεν βολεύουν αυτά τα φουστάνια στα ταξίδια με πλοίο”.

Ο Μάριος, πάλι, που διόλου μπορούσε να σηκώσει το στενό μπατζάκι του παντελονιού του, πρώτα αναστέναξε, κι έπειτα πάτησε με δύναμη πάνω σε έναν μικρό βράχο που εξείχε· «Για την Πατρίδα και την Επανάσταση», ψιθύρισε.

Είδε το δίκοχο καπέλο από μακριά. Εδώ που τα λέμε, αν περίμενε να ξεχωρίσει τον Στρατηγό ανάμεσα στο πλήθος που γέμιζε το λιμάνι, δεν θα κατάφερνε και πολλά πράγματα, μιας και δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε σήμερα, “πρώτο μπόι”. Το καπέλο όμως, ήταν το σήμα κατατεθέν του. Κανείς άλλος σε εκείνο το νησί δεν θα τολμούσε να φορέσει κάτι που να του μοιάζει. Άρπαξε την Τιτίκα από το χέρι και πλησίασε προς το καπέλο.

— Άρχοντά μου, στις υπηρεσίες σας… Ο Μάριος γονάτισε.

Ο Συνταγματάρχης πατέρας του Μάριου είχε χάσει τη ζωή του στη μάχη του Βατερλώ, πολεμώντας με τον Ναπολέοντα, και τώρα ήταν η σειρά του ίδιου να δηλώσει την αφοσίωσή του σ’ αυτόν. “Αυτό, άλλωστε, έχουμε μόνο να δώσουμε για την πατρίδα και τους συνανθρώπους μας”, σκεφτόταν ο ποιητής μέσα του. “Κορμί και ψυχή”.

Η Τιτίκα, η οποία είχε αναπτύξει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, στη φαντασία της, μια τρυφερή διάθεση απέναντι στον κατατρεγμένο Αυτοκράτορα, πρώτα σήκωσε ελαφρά το λασπωμένο της φόρεμα κι έκανε μια μικρή υπόκλιση, κι ύστερα ρίχτηκε πάνω του με φόρα, τον αγκάλιασε και του έσκασε δύο φιλιά στα μάγουλα.

— Κύριε Ναπολέων μου, σας είχα για πεθαμένο. Αχ! Κοίτα πόσο έχουν κόψει τα μάγουλά σας, και το χρώμα σας, δεν είν’ καλό. Σας έφτιαξα κεκάκια. Τώρα… τώρα είμαι εγώ εδώ και θα σας φροντίσω. Αγάπη μου, έχουμε κλείσει ξενοδοχείο κοντά στον θείο Ναπολέοντα;

Ο Ναπολέων Α΄ Βοναπάρτης έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα κουμπιά του σακακιού του και κοίταξε το ζευγάρι με απορία. Αυτό πάντα βοηθούσε το μυαλό του να ανατρέξει στις μνήμες του γρηγορότερα. Ξάφνου, η όψη του φωτίστηκε. Μετά, σκοτείνιασε πάλι. Στο τέλος ρώτησε·

— Γνωριζόμαστε;

Ο Μάριος ξεκίνησε να του εξηγεί τις θεωρίες που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, πίσω στην πατρίδα, για μια νέα επανάσταση, και πως αυτός, ο γιος του πιο πιστού του συνταγματάρχη, θα τον βοηθούσε στην κατάστρωση του σχεδίου και θα ήταν ο μεσάζοντας στις συνεννοήσεις με τους υπόλοιπους πατριώτες.

Ο Ναπολέων ήταν κάπως αφηρημένος όση ώρα μιλούσε ο Μάριος. Η αλήθεια ήταν ότι στα 62 του, ουδεμία αντοχή είχε για νέα επανάσταση, και στο φινάλε, τι του έλεγε τώρα; Περσινά ξινά σταφύλια ήταν η όλη φάση. Είχε δώσει τόσες μάχες, κέρδισε, έχασε, φτάνει πια. Άσε πια που αυτό το άτιμο το Βατερλώ τον κυνηγούσε στον ύπνο του και στον ξύπνο του. Εδώ ήταν μια χαρά. Με τους υπηρέτες του, τους αυλικούς του… Τον έντυναν, τον τάιζαν… Ήταν γέρος άνθρωπος, δεν μπορούσε πια. Τόπο στα νιάτα.

Ο Μάριος το ένιωσε ότι τον έχανε, και αποφάσισε να αλαφρύνει λίγο την ατμόσφαιρα. Ες αύριον τα σπουδαία.

— Άρχοντά μου, σας έφερα ένα μικρό δώρο, έτσι για αστείο. Για να περνάτε λίγο από τον χρόνο σας, είπε καθώς έβγαζε από την τσάντα ταξιδίου του ένα μικρό χειροποίητο τόπι φτιαγμένο από στομάχι κατσίκας.

Τα μάτια του Βοναπάρτη έλαμψαν. Ένα τόπι! Είχε τόσον καιρό να δει ένα παιχνίδι. Συγκινημένος άπλωσε τα χέρια του και έπιασε την μπάλα σφιχτά, ενώ νοερά γύρισε στην εποχή που ήταν παιδί. Ήταν, αλήθεια, μοναδικά τα σουτ του.

Γελώντας δυνατά, γύρισε προς την άγονη περιοχή του νησιού και πέταξε το τόπι ψηλά στον αέρα. Έκανε ένα βήμα πίσω, και την ώρα που η μπάλα κατέβαινε, αυτός τίναξε με δύναμη το πόδι του εμπρός. Η μύτη του παπουτσιού του βρήκε το κέντρο της και την εκτόξευσε πάνω από πεντακόσια μέτρα προς το εσωτερικό του νησιού. Το τόπι έπεσε στο έδαφος, κύλισε μερικά μέτρα ακόμα, και τελικά σφήνωσε σε μία τρύπα ατμού.

~~{}~~

Την επόμενη ημέρα, οι πηχυαίοι τίτλοι στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν εκτάκτως, ενημέρωναν ολόκληρο τον πλανήτη:

Ισχυρή ηφαιστειακή έκρηξη κατέστρεψε το νησάκι της Αγίας Ελένης.

Το νέο Βατερλώ που θα ζήλευε μέχρι και ο Ναπολέων!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Καττερίνα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής