[…]Αν ήθελα να κουνήσω αυτό το δέντρο με τα χέρια μου, δε θα τα κατάφερνα. Ο άνεμος όμως, που δεν τον βλέπουμε, το τυραννά και το λυγίζει όπως θέλει. Αόρατα χέρια μας τυραννούν και μας λυγίζουν κι εμάς με το χειρότερο τρόπο. […]
Και τα αγαπάμε, τα χέρια αυτά δεν είναι εχθροί, μα είναι φίλοι νομίζουμε αγαπημένα πρόσωπα που έχουμε πίστη και αγάπη που την νογάμε για αλήθεια.
Δεν είναι όμως όλες αλήθεια οι αγάπες, ούτε ικανές να μας βοηθήσουν ή να μας λυτρώσουν από τα δεινά μας. Αυτοί που μας εξορίζουν, αόρατα, για το καλό μας, μας ωθούν στην πτώση μας, δεν γνωρίζουν ούτε τις κρυφές μας σκέψεις ούτε τα αγρίμια μέσα που ψάχνουν λυσσασμένα για τροφή, δεν νιώθουν τους πόθους μας τους κρυφούς και τις μισές ανάσες, ή τις πιο βαθιές μα και πως να τις γνώριζαν, αφού ούτε κι εμείς τις κατέχουμε.
Μα άκου αδελφέ μου, πως τολμάνε να λένε πως το κάνουν για σένα ή για το καλό σου αφού δεν έχουν την δύναμη μα ούτε και την ουσία να σε καταλάβουν στον πυρήνα σου! Κι ακόμα χειρότερα αυτό που κάνουν είναι να σε οδηγούν στην “αλήθεια τους” που λένε ότι δικιά σου είναι.
—— Κατ’εντολήν
Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα, πως εντολή είχαμε όλοι οι άνθρωποι να αυτοπυρποληθούμε πεσμένοι στα γόνατα σαν ένοχοι, σαν διαταγή θεόσταλτη, κανείς δεν ξέφευγε, κανείς δεν μπορούσε να κάνει πίσω…
Κι εκεί που έχουμε όλοι κουλουριαστεί κι ετοιμαζόμαστε να βάλουμε το φυτίλι, έτοιμος κι εγώ με σάστισμα μα και με φόβο πετάχτηκα κι έτρεξα μακριά, αυτό εγώ δεν το κάνω φώναξα κι έτρεχα μακριά και στάθηκα για μια στιγμή, γιατί είδα τη γυναίκα μου, έτοιμη κι αυτή να βάλει το φυτίλι στον κόρφο της…
Την άρπαξα από το χέρι, πάμε της λέω, και μ’ ακολούθησε και βλέπαμε τους άλλους, έναν ένα να καίγονται σιωπηλά, ούτε μια κραυγή ούτε ένα σάλεμα πόνου δεν ακούσαμε· όλοι καιγόντουσαν αθόρυβα σαν χαρτιά.
Άνθρωπε, άκουσε με! Η χειραγώγηση κι ο έλεγχος έχουν πολλά προσωπεία, μα πάντα το ίδιο πρόσωπο· αυτό του μίσους για τον συνάνθρωπο – και λάθος αγάπη για τον εαυτό. Δεν είναι αγάπη, είναι ναρκισσισμός το κίνητρο, ίσως αγάπη για εξουσία ναι! Μα αγάπη για την ελπίδα και την ομορφιά στη ζωή δεν είναι.
Μιλάνε για να σε πείσουν για τη ζωή, μα θάνατος είναι το κήρυγμα τους, σε θέλουν αδύναμο και μόνο, απομονωμένο από κάθε μορφή αφύπνισης ή διάνοιας για να είσαι έρμαιο ολόδικό τους και ακόλουθος της ψευτοδύναμής τους – που την κραυγάζουν.
Ο όχλος… ή το κακό των κακών, η θρησκεία σου, η χειρότερη όλου του σκότους που στην ανάγκη σου για πίστη και ελπίδα σε ξεζουμίζει με τις ευλογίες σου για να σε κάνει ένα σκουπίδι, κι έτσι πεταμένο και αδύναμο να σε βρει έτοιμο για να σε ξεκάνει, να σε κουνάει όπως ο άνεμος τα πεταμένα ξερά φύλα.
Είναι βρικόλακας η θρησκεία σου, που σου ρουφάει το αίμα της πίστης, της ελπίδας, της αγάπης κι ότι καλό έχει μέσα του ο άνθρωπος, κι αντί να το ποτίσει να ανθίσει, το ξεριζώνει για να το κάνει δικό της.
Πέστε μου, γιατί σαν ξαφνιάζει που σας λέω ότι οι αγαπημένοι και οι τιμημένοι σας άνθρωποι μπορούν να σας βλάψουν το περισσότερο; Αυτοί μπορούν να σας ελέγχουν γιατί έχουν την εμπιστοσύνη σας, καταργούν το αίσθημα του φόβου και κερδίζουν την εμπιστοσύνη με δώρα και κολακείες, ή οι πιο άπληστοι με εκφοβισμό.
Άπληστα κοράκια, αυτοί οι φτηνοί σαλτιμπάγκοι επιτίθενται στο ποιο λεπτό σημείο της ύπαρξης, το μυαλό.
—- Κι όμως μπορώ
Άνθρωποι, μην τρομάζετε… Στο φως που τα διαλύει όλα είναι μάταιο να προσπαθείτε να κρυφτείτε… Πόσο μάταιο κι ακόμα πιο γελοίο είναι που νομίζετε πως είστε σπουδαιότεροι κι από τον ήλιο – απ’ την φύση την ίδια;
Μιλάω για την υπέρβαση σου, άνθρωπε, που θα γίνει όταν απαρνηθείς όλα τα δοτά, όλα αυτά που νομίζεις σωστά, που δεν αναρωτήθηκες ούτε στιγμή, γιατί, απλά ακολούθησες το έτοιμο και το πρέπει…
Και τώρα απαρνήσου το πρέπει, σου τρώει το μυαλό, το κορμί, τη ζωή… για να φωτίσεις το νου και την ψυχή πρέπει να σταθείς γυμνός στο κρύο το απόλυτο, το σκότος το βαθύ, εκεί που τα αγρίμια σου ξεσκίζουν τις πληγές… και ξέρεις πως πρέπει να φέρεις άμμο από την άβυσσο για να την σκορπίσεις στο φως.
Μόνο τότε θα νιώσεις αν όλο αυτό είναι βάλσαμο ή δυστυχία γιατί ένα σου λέω, άπαξ και βυθιστείς στην άβυσσο, δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω, θα έχεις δει τόσα πολλά που ο γυρισμός στο πριν δεν θα υπάρχει. Αυτό το ταξίδι δεν είναι εύκολο, το ξεγύμνωμα της ψυχής θα σε αλλάξει και είτε θα σε λυτρώσει από τα βάσανα σου αν είσαι δυνατός, ή θα σε καταστρέψει για μια ζωή.
Πρέπει να την κερδίσεις την ελευθερία, δεν δίνεται σε όλους.
– Μείνε μόνος, ερημίτης, απομακρύνσου από την φθορά του κόσμου, δώσε την ευκαιρία στον εαυτό να ξαναγεννηθεί. Άδειασε το όλο σου δίχως ερωτήσεις, μείνε στην γαλήνη του τίποτα, στο σκοτάδι της πηχτής νύχτας, νιώσε την αλμυρά που σου φέρνει ο αέρας της θάλασσας, χαμογέλασε στα ατελείωτα αστέρια και αφουγκράσου τα πλάσματα της νύχτας. Λεπτό μην φοβηθείς να κανείς το άλμα στην αιωνιότητα, θα νιώσεις σαν να πέφτεις σε γκρεμό, μα με τα χέρια σου ανοιχτά χαμογελώντας, θα πετάξεις, όσο πιο ψηλά μπορείς.
– Η θέα από εκεί ψηλά θα σε κάνει περήφανο, γιατί σε έφερε πιο κοντά στην ελευθερία, που μόνο τότε μπορείς να νοείσαι ως άνθρωπος.
~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η MaRik -κλέβοντας απ’ το λιονταρίσιο πνεύμα του Νίτσε.
Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι δική της.
Περισσότερα εικαστικά της MaRik μπορείτε να δείτε εδώ Paintings | marikworld