Ο Πέτρος κι οι γάτες στη Μακρόνησο

0
560

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι %CE%A7%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82-%CF%84%CE%AF%CF%84%CE%BB%CE%BF.png

Το ακόλουθο διήγημα είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα. Ο παππούς της Συνεργού ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο. Εκείνος της διηγήθηκε αυτή την ιστορία -και άλλες πολύ χειρότερες.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μας ξεφόρτωσε το καράβι στο ξερονήσι. Ταξίδι ατέλειωτο. Βουνίσιος εγώ, πρώτη φορά έμπαινα σε πλοίο. Πρώτη φορά έβλεπα τη θάλασσα. Σφίχτηκε η ψυχή μου μέχρι να φτάσουμε. Τόνοι νερού, άλλοτε ήρεμοι κι άλλοτε αφρισμένοι τόσο που  έλεγες θα με καταπιούν. Ο φόβος όλων μας τεράστιος. Δεν ήξερες τι να πρωτοφοβηθείς, την άγρια φουρτουνιασμένη θάλασσα ή τους φύλακες που στέκονταν σαν κέρβεροι από πάνω μας και μας έβριζαν και μας απειλούσαν.

Δεν ήταν καλή λοιπόν η πρώτη μου γνωριμία με τη θάλασσα. Μπάνιο δεν ήξερα. Την έτρεμα πιότερο κι απ’ τα παιδάκια. Την κοιτούσα με δέος! Πελώρια!

«Ε ρε, και να ’ξερα να κολυμπώ και να μη φοβόμουνα, θα ’δινα τότε έναν πήδο και με μερικές απλωτές θα ’φευγα μακριά, θα γλίτωνα».

Φαίνεται πως την τελευταία μου σκέψη την έκανα δυνατά γιατί κάποιος που ήταν δίπλα μου ψιθύρισε. «Δε θα σ’ άφηναν, δε θα πήγαινες μακριά θα σε σκότωναν». Γύρισα έντρομος να δω ποιος μιλούσε… Ηρέμησα, ήταν συγκρατούμενός μου.

Έτσι γνώρισα τον Πέτρο. Άντρας πανύψηλος, θεόρατος με τεράστια χέρια που όταν τα άνοιγε έλεγες θα χωρέσει όλο τον κόσμο. Από την Ικαρία ήταν, ένα όμορφο νησί όπως μου έλεγε όπου οι άνθρωποι ήταν καλόκαρδοι, ήρεμοι και προοδευτικοί. Το τελευταίο ήταν και ο λόγος που ο Πέτρος ήταν μαζί μου στο καράβι. Δεν την αντέχουν την προοδευτικότητα οι φασίστες.

Ο Πέτρος ήταν διαβασμένος, ήξερε και μου έλεγε πολλά. Μιλούσε για την αδικία, για την εκμετάλλευση, αλλά και για την ισότητα, για την ειρήνη, για τους αγώνες που πρέπει να γίνουν για να τα πετύχουμε όλα αυτά.  «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή», έλεγε.

Εγώ τον άκουγα με ανοιχτό το στόμα, τον θαύμαζα, ρουφούσα τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα του. Μορφωμένος δεν ήμουν. Πέντε κολλυβογράμματα ήξερα κι αυτά με το ζόρι. Από μικρό στα ζώα μ’ έβαλε ο πατέρας μου. Δεν έχουμε καιρό για σχολεία και πολυτέλειες είπε και το θέμα έκλεισε εκεί. Πέντε παιδιά είχε ο έρμος και μια γυναίκα που δεν προλάβαινε να μας μαγειρεύει και να μας παστρεύει.

Μπορεί γράμματα να μην έμαθα όμως τον τόπο μου τον αγαπούσα κι αγωνίστηκα για την λευτεριά της πατρίδας μου Μα αφού διώξαμε τους ξένους άρχισαν να κυνηγούν  εμάς… Ήμασταν, λέει, κομμουνιστές και παράνομοι. Έτσι βρέθηκα στη βάρκα, κουρασμένος, ταλαιπωρημένος και φοβισμένος.

Τον Πέτρο λοιπόν τον έβλεπα σα θεό! Μείναμε μαζί, στην ίδια σκηνή. Κοιμόμασταν πλάι-πλάι. Σε ό,τι με ζόριζε, σ’ αυτόν έτρεχα. Μου ’δινε τις απαντήσεις σε όσα χρειαζόμουν, έπαιρνα κουράγιο από το κουράγιο του.

Ο Πέτρος αγαπούσε τους ανθρώπους. Όλους τους ανθρώπους. Είχε ένα χαμόγελο και μια καλή κουβέντα για τον καθένα μας. Τρείς φορές τον κρέμασαν ανάποδα από ένα στύλο για να τον ‘πείσουν’ να υπογράψει δήλωση. Τη μια φορά, δώδεκα ώρες τον είχαν κρεμασμένο. Είπα δε θ’ αντέξει. Μα ήταν γερό σκαρί ο φίλος μου. Κι όσο αυτός δε το έβαζε κάτω, τόσο σκύλιαζαν οι χωροφύλακες .

Εγώ τον καμάρωνα από τη μία κι από την άλλη έτρεμα μην έρθει η σειρά μου και δεν σταθώ αντάξιος των περιστάσεων.

Πολλοί σύντροφοι μου δεν άντεχαν το ξύλο και τον εξευτελισμό.

Ο Γιαννάκης ήταν από ένα χωριό της Μακεδονίας. Καλό παιδί και χωρατατζής. Είχε παντρευτεί πρόσφατα όπως μας είπε και περίμεναν το πρώτο τους παιδί. Άντεξε ο Γιαννιός το ξύλο, άντεξε και τη φάλαγγα, που χτυπούσαν αλύπητα τις πατούσες. Κείνο που δεν άντεξε ήταν όταν άρχισαν να του μιλούν για τη γυναίκα του και να τον απειλούν για τη ζωή της. Του είπαν ότι την είχαν συλλάβει κι εκείνη και πως θα πλήρωνε εκείνη τα δικά του αμαρτήματα. Την αγαπούσε τη γυναίκα του ο Γιάννος, δεν άντεξε να τη σκέφτεται να υποφέρει και υπέγραψε. Όλη τη νύχτα έκλαιγε μαζεμένος σα μωρό στο στρώμα του. Τη δεύτερη νύχτα τον βρήκαν μες στα αίματα Είπαν πως με τα δόντια έκοψε τις φλέβες του, μην αντέχοντας τη ντροπή. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Δεν τον ξαναείδαμε.

Ο φόβος μου εμένα μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Αντίθετα ο Πέτρος δεν έχανε το θάρρος του, πείσμωνε πιο πολύ, απαντούσε στους χωροφύλακες με ψηλά το κεφάλι. «Κάνε κουράγιο μωρέ», μου ‘λεγε, «θ’ αλλάξουν τα πράγματα».

Οι μέρες περνούσαν με σκληρή δουλειά μέσα στην κάψα του καλοκαιριού. Κουβαλούσαμε πέτρες για να χτιστούν κάποια καινούργια κτίρια. Το φαΐ λίγο κι άνοστο , ξεροκόμματα και χυλός. Ο Πέτρος δούλευε ακούραστα, θηρίο σωστό και που και που σιγοσφύριζε και κάνα τραγουδάκι. Αν τον άκουγαν οι φύλακες τον έβριζαν και τον χτυπούσαν.

Τον τελευταίο καιρό είχαν εμφανιστεί στην περιοχή και δυο γάτες. Άγριες στην αρχή, ο Πέτρος τις τάιζε από το λιγοστό φαΐ του και κατάφερε να τις ημερέψει. Τρίβονταν στα πόδια του και γουργούριζαν όποτε έβρισκαν ευκαιρία. Τους έδωσε κι ονόματα, την ασπρόμαυρη την έβγαλε Ειρήνη, και την άλλη την κατάλευκη, Ελευθερία. Άφρισαν οι φύλακες σαν το άκουσαν, τις μάζεψαν τις γάτες και τις εξαφάνισαν.

Ο Πέτρος πάλι κλήθηκε με τους γνωστούς τρόπους να υπογράψει. Δυο  μέρες δε τον είδαμε. Την τρίτη  μέρα μας έβαλαν να κουβαλήσουμε πέτρες κάτω στη θάλασσα. Τότε φέρανε και τον Πέτρο μες τα αίματα, αλλά όπως πάντα όρθιο. Μαζί του φέρανε κι έναν άλλο σύντροφο , το Μίμη. Πέσανε όλοι μαζί πάνω τους και τους χώσανε μέσα σε κάτι τσουβάλια. Μαζί βάλανε και κάτι κοτρόνες, από αυτές που κουβαλούσαμε νωρίτερα. Και τότε εμφανίστηκαν δυο ακόμα φύλακες που κρατούσαν τις γάτες μας.

Το βλέμμα μου καρφώθηκε στον Πέτρο. Αυτοί οι καταραμένοι πίεζαν να τον χώσουν βαθιά στο τσουβάλι, κι ήταν πολλοί και διψασμένοι για αίμα. Λίγο πριν χαθεί το κεφάλι του μέσα στο σακί, ο Πέτρος , αυτός ο άνθρωπος που είχα την τιμή να  έχω φίλο, γύρισε τους κοίταξε και  είπε…  «Σας λυπάμαι».

Εκείνοι λυσσασμένοι τον έσπρωξαν μέσα ξυλοκοπώντας τον και λίγο πριν δέσουν το τσουβάλι έριξαν μέσα και την Ελευθερία, τη γάτα μας… Τότε, κάτι γίνηκε μέσα μου , κι άκουσα τον εαυτό μου να ουρλιάζει  «ΟΧΙ , ΟΧΙ!  Τι κάνετε ρε αλήτες, ρε φασίστες τι κάνετε;… Όχι ρε με τις πέτρες που κουβάλησα εγώ! Όχι Πέτρο, συγνώμη Πέτρο, δεν ήξερα… ΔΟΛΟΦΟΝΟΙΙΙΙΙΙ! Ποιος άρρωστος νους τα σκέφτεται  αυτά μωρεεεεε!» Φώναζα κι έκλαιγα , ούρλιαζα σαν αγρίμι… μάταια.

Το τσουβάλι δέθηκε σφιχτά και το ‘ριξαν στη θάλασσα. Την ίδια τύχη είχε κι ο Μίμης…

Εγώ συνέχισα να ουρλιάζω,  να βρίζω, να βγάζω αφρούς απ’ το στόμα και να λέω, να λέω, ούτε θυμάμαι πια τι έλεγα. Ένιωθα ξύλα να σπάνε στην πλάτη μου, κλωτσιές σ όλο μου το κορμί όμως, πράγμα παράξενο, πια δε φοβόμουν. Ύστερα ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι κ μετά σκοτάδι.

~~

Τώρα τα βλέπω όλα από ψηλά, σα να βγήκα από το σώμα μου, δες πως άλλαξα λοιπόν,  δεν φοβάμαι πια, ο χρόνος, η ζωή, η εμπειρία, γλύπτης των ανθρώπων παράφορος, όπως είχε πει ο Πέτρος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Νατάσα Τόλιου, στα πλαίσια του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής