Συμπληρωματικά ζευγάρια
“Κουράστηκα… Ας πάρω το κινητό να περάσω λίγη την ώρα μου” , σκέφτηκε ο δεκατριάχρονος Πέτρος. Και κάπως έτσι πέρασαν δυο ώρες.
“Μα πως περνάει η ώρα τόσο γρήγορα στο κινητό μου! Για λίγο μπήκα στο Τικ Τοκ… Ουφ, και δεν έχω τελειώσει ακόμα τα μαθήματα για αύριο. Κι έχουμε και εικαστικά. Τι μας είπε, μωρέ, εκείνη να κάνουμε ; Τώρα θυμήθηκα. Να βρούμε έναν πίνακα ζωγραφικής ή μια φωτογραφία από το διαδίκτυο με κάτι ζευγάρια χρωμάτων. Αχ, τι ζευγάρια είπε; Πού τα έχω γραμμένα τώρα αυτά; Στάσου, ναι τα βρήκα.
«Συμπληρωματικά ζευγάρια, λέει, είναι ζευγάρια χρωμάτων που βρίσκονται απέναντι στον χρωματικό δίσκο του Ίττεν». Ποιος είναι πάλι αυτός ο Ιττεν ; Έλα Χριστέ και Παναγία .
«Κίτρινο -μωβ
Μπλε -πορτοκαλί και
Κόκκινο -πράσινο»
Α ναι αυτό το τελευταίο το θυμάμαι. Είπε ότι δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ γιατί είναι Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός .
«Η ανάμειξη τους μας κάνει το γκρι. Όταν βρίσκονται σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής το ένα διεγείρει το άλλο και φαίνονται πιο ζωηρά. Τα χρησιμοποιούσε αρκετά ο Βαν Γκογκ και ο Ντελακρουά».
Άντε τώρα να ρίξω μια μάτια στο διαδίκτυο μήπως βρω κάτι γιατί θα φωνάζει αύριο και δεν έχω όρεξη να πάρω και χαμηλό βαθμό . Πού να βρω τώρα έναν πίνακα με αυτά τα χρώματα ; Μα γιατί είναι τόσο δύσκολο ; Μήπως δεν ψάχνω σωστά στο Google; Ουφ… Ούτε αυτό… ούτε εκείνο… ούτε το άλλο… ούτε το παράλλο…
Ωπ, για κάτσε, αυτό κάτι λέει… Και σίγουρα υπάρχει ένα από τα ζευγάρια… και ίσως αν το ξανά κοιτάξω καλύτερα σαν να φαίνεται και ένα ακόμα ζευγάρι. Πού; Το κόκκινο κραγιόν της με το πράσινο κάθισμα. Έχει δίκιο η κυρία – ή μάλλον αυτός ο… Ιττεν . Φαίνεται πολύ ζωηρό το κίτρινο στα μαλλιά του κοριτσιού, δίπλα στα μωβ ρούχα της. Κάτσε να αποθηκεύσω τη φωτό και τα στοιχεία του ζωγράφου . Χόφμαν λέγεται… μάλιστα .
Μωρέ αυτό το κορίτσι μου μοιάζει λίγο με την Μαρίλια, το κορίτσι που με εκνευρίζει από την πρώτη δημοτικού. Μα δεν έφταιγα εγώ, αυτή έφταιγε που έλεγε πάντα το αντίθετο από ό,τι έλεγα εγώ. Σκούρο εγώ, ανοιχτό εκείνη. Μαύρο εγώ, άσπρο εκείνη. Κρυφτό εγώ, κυνηγητό εκείνη. Μπάσκετ εγώ, βόλεϊ εκείνη. Άλλαξε σχολείο φέτος ευτυχώς και δεν την βλέπω. Ηρέμησε το μυαλό μου.
Προχθές βέβαια την ξαναείδα έξω από τα αγγλικά, κοιταχτήκαμε με μίσος και με ρώτησε ο Φίλιππος «μα τι έχει επιτέλους και με εκνευρίζει τόσο;» κι εγώ του απάντησα «ανασαίνει» . Τότε άρχισε να μου λέει για την λεπτή γραμμή μεταξύ μίσους και αγάπης κι ότι του θυμίζουμε τα συμπληρωματικά ζευγάρια. Εγώ συμπληρώνω αυτήν κι αυτή εμένα και έτσι φαινόμαστε και οι δυο πιο ζωηροί όταν είμαστε δίπλα δίπλα. Εμ, βεβαίως φαινόμαστε πιο ζωηροί αφού και οι δυο βγάζουμε αφρούς από το στόμα και καπνούς από τα αυτιά… Ρε Φίλιππε, άσε μας κι εσύ στην ησυχία μας.
Ωραίος ο Χόφμαν τελικά. Έχει φτιάξει ωραίους πίνακες, με πολύ καθαρά χρώματα. Αποθήκευσα την φωτό και την πέφτω γιατί είμαι πολύ κουρασμένος .
Κάτσε να πάρω και το κινητό λίγο… Ώπα! Μπα τι μας λες; Η Μαρίλια ανέβασε ποστ. Κοίτα την! Φοράει μωβ σαν το κορίτσι στον πίνακα. Θα τρελαθώ… Να δεις που επίτηδες το έκανε, για να με νευριάσει .
Της πάει όμως τελικά, σαν να έχει δίκιο η κυρία. Ωραία αντίθεση το κίτρινο των μαλλιών της με το μωβ φόρεμα . Μωρέ μήπως έχει δίκιο και ο Φίλιππος στην τελική ; Λες να μου αρέσει και να μην το έχω καταλάβει ;
Και τώρα τι έπαθα στα ξαφνικά και σιγοτραγουδάω το χαζό τραγούδι που μουρμούριζε η μάνα μου προχθές : «Ποιο το χρώμα της αγάπης; Ποιος θα μου το βρει ;»🎶
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Σοφί
Καθόταν απέναντι μου στο τρένο. Θα ήθελα να τη λέγανε Σοφί. Ναι, νομίζω της πήγαινε πολύ αυτό το όνομα. Ήταν ντυμένη στα μωβ. Το φόρεμα και το καπέλο της είχαν ακριβώς την απόχρωση εκείνη του μωβ που δεν είσαι σίγουρος αν ανήκει στα θερμά ή στα ψυχρά χρώματα. Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που καθότανε και διάβαζε απορροφημένη το βιβλίο της. Δεν είχε ρίξει ούτε μια κλεφτή μάτια γύρω της, ούτε σε μένα, ούτε στους θορυβώδεις επιβάτες που πηγαινοέρχονταν στο διάδρομο του τρένου – ούτε καν στο παράθυρο. Σαν να μην την ένοιαζε τίποτα . Μα καλά πόσο ωραίο πρέπει να ήταν το βιβλίο που διάβαζε, έτσι σκέφτηκα
Τι περίεργη γυναίκα!
Άρχισα να την φαντάζομαι στην καθημερινότητα της , άρχισα να πλάθω ιστορίες με το μυαλό μου , όπως κάνω σχεδόν πάντα στα τρένα. Σκεφτόμουν ότι θα της ταίριαζε να διδάσκει φιλολογικά μαθήματα. Είχα κάποτε μια καθηγήτρια που της έμοιαζε. Ήταν ξανθιά με ωραίες καμπύλες. Μάλιστα θυμάμαι ότι όλα τα αγόρια ήμασταν ερωτευμένα μαζί της.
Μετά κοίταξα τα αλαβάστρινα χέρια της, μου θύμισαν τη γιατρό που πήγαινα όταν ήμουν μικρός. Ήταν τόσο μαλακά και πάντα μοσχομύριζαν. Η μητέρα μου είχε πει ότι μάλλον πλενότανε με Μυρτώ, διότι δεν εξηγείται διαφορετικά να μυρίζει πάντα τόσο έντονα λεμόνι. Την λάτρευα, δεν με πονούσε ποτέ και πάντοτε μου χαμογελούσε .
Η ώρα περνούσε κι εγώ συνέχιζα να κάνω ιστορίες με το μυαλό μου. Άραγε να ήταν παντρεμένη; Να είχε παιδιά; Την φανταζόμουν σε μια κουζίνα, να μαγειρεύει και να σιγοτραγουδάει. Να παίρνει αγκαλιά τη τρίχρονη, ξανθιά κόρη της, και να στροβιλίζονται γύρω από το μασίφ, δρύινο τραπέζι της κουζίνας. «Είσαι μικρή και τριανταφυλλένια… μικρή και τριανταφυλλένια…» Και το κοριτσάκι να χαμογελάει και να την αγκαλιάζει όλο και πιο σφιχτά.
Τότε, έτσι στα ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι δεν είχε αλλάξει καθόλου θέση. Δεν είχε κουνηθεί καθόλου. Ούτε σελίδα δεν είχε αλλάξει στο βιβλίο που διάβαζε.
Έτσι σκέφτηκα να κάνω κάποιους θορύβους για να κινήσω την περιέργεια της μπας και καταφέρω να δω τα μάτια της. Έβγαλα μια μπάρα απ’ το σακίδιο μου κάνοντας όσο το δυνατόν πιο πολύ θόρυβο μπορούσα, κι άρχισα να την μασουλάω με ανοιχτό το στόμα μου αλλά τίποτα αυτή… Ασάλευτη… Συνέχισε να είναι σκυμμένη και να διαβάζει το βιβλίο της, την ίδια ακριβώς σελίδα τόσες ώρες.
Η ώρα περνούσε, η μέρα είχε πλέον φύγει και οι επιβάτες άρχισαν ο ένας μετά τον άλλον να αποκοιμιούνται. Η περίεργη γυναίκα με τα μωβ είχε να σαλέψει ώρες. Μα καλά σκέφτηκα, δεν πιάστηκε, δεν δίψασε τόσες ώρες; Δεν πείνασε; Άρχισα να ανησυχώ.
Κυρία; της είπα. Είστε καλά; Καμία απόκριση. Τότε σηκώθηκα όρθιος και την πλησίασα. Ακούμπησα το ένα της χέρι και κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά γιατί ήταν παγωμένο. Την ακούμπησα στον ώμο και τότε έπεσε ολόκληρη στην διπλανή θέση. Ήταν νεκρή! ήμουν τόση ώρα με μια νεκρή γυναίκα! Τι κρίμα σκέφτηκα… Για τα νιάτα της, για τους δικούς της ανθρώπους που δεν θα την ξανάβλεπαν. Για ‘κείνο το κοριτσάκι που θα έμενε ορφανό. Ένιωσα τόσο μικρός μπροστά στον θάνατο, για άλλη μια φορά.
Εύχομαι μόνο να είχε προλάβει να εκφράσει αυτό που είχε στην καρδιά της. Να είχε αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους που είχε αγαπήσει στην ζωή της. Καλό ταξίδι ξανθό κορίτσι, μάλλον δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το δύο μικροδιηγήματα έγραψε η Ειρήνη Κ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής, παίρνοντας έμπνευση από τον πίνακα του Έντουαρτ Χόππερ