Το σπίτι με τα μπεζ κεραμίδια δέσποζε στην άκρη του χωριού αγέρωχο μέσα στον ελαιώνα. Ο Μάνος κατέβηκε από το αμάξι και στάθηκε μια στιγμή να αναπνεύσει το δροσερό αέρα, μείγμα βουνού και θάλασσας, να χορτάσει την ησυχία του σούρουπου. Οι περισσότεροι χωριανοί είχαν μαζευτεί πια στα σπίτια τους.
Είχε χρόνια να έρθει στο χωριό. Οι σπουδές και η μετέπειτα ζωή του τον είχαν κρατήσει στην πρωτεύουσα περισσότερο από όσο θα ήθελε, όμως να που ήταν εκεί. Άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα με την ελπίδα να ξεμυρίσει γρήγορα η σκόνη και το σάπιο ξύλο. Κανείς δεν είχε πατήσει από τότε που πέθαναν οι δικοί του, αλλά τα πράγματα ήταν όλα στις παλιές τους θέσεις. Έστρωσε το κρεβάτι, έριξε στο τζάκι καυσόξυλα και έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι «ειδικής περίστασης» για να αγναντεύσει τη θάλασσα από το μπαλκόνι. Θα της άρεσε πολύ εδώ, σκέφτηκε με μια δόση λύπης.
Όσο προχωρούσε η νύχτα, έκανε την εμφάνιση της και η ζωή. Το θρόισμα των φύλλων στο κατάγιο, μια αλεπού με φουντωτή ουρά που διέσχιζε ανενόχλητη το χωράφι, το τραγούδι του Γκιώνη που μοιρολογεί αθέατος το δολοφονημένο του αδερφό: “Αντώνη! Αντώνη!”. Στη θύμηση αυτής της ιστορίας ο Μάνος ανατρίχιασε. Αν υπήρχε κάτι στο χωριό που τον τρόμαζε περισσότερο απ’ τα τσακάλια, ήταν οι καταραμένες ιστορίες της γιαγιάς. Κι ας ήταν ψεύτικες.
Μάνο…
Ίσως να είχε πιει πολύ και να νόμιζε ότι άκουσε τη φωνή της. Ίσως να του έπαιζε παιχνίδια το αεράκι του Νοέμβρη.
~.~
Την επόμενη μέρα κατέβηκε στο μοναδικό καφενείο του χωριού. Το είχε ακόμα ο ταλαίπωρος ο Βλάσης, που μόνο τα κουρασμένα μάτια του πρόδιδαν την ηλικία του και που δεν τον γνώρισε, αν και παλιός θαμώνας.
«Κάτσε να σου κεράσω τον καφέ, πώς κι απ’ τα μέρη μας;» ρώτησε καθώς καθόταν να ξαποστάσει.
«Και άργησα, δεν με σηκώνει η ζωή στην πρωτεύουσα» απάντησε κοιτώντας την αντανάκλαση της Μαρίας στο φλιτζάνι του. «Μήπως ξέρεις αν ψάχνει κάποιος εργάτη;» είπε συγκρατώντας ένα δάκρυ.
«Του Μπάνη πάντα του λείπουν εργάτες. Μένει στο έμπα του χωριού, απέναντι από το σπίτι του Ψαρά, είναι το μόνο σπίτι. Μόνο πρόσεχε μην ξεστρατίσεις προς τη σπηλιά της Μπουρού, είχαμε ατυχήματα φέτος!»
«Δηλαδή;»
Ο Βλάσης δυσανασχέτησε.
«Χάνονται άνθρωποι εκεί πέρα και δεν βρίσκουμε παρά μόνο κάποια άκρα τους μερικές φορές στο δρόμο από κάτω. Το καλοκαίρι χάθηκε μια γυναίκα κι ακόμα να βρεθεί. Κι ο Μπάνης χάνει πρόβατα πολλές φορές»
Ο Μάνος τον ευχαρίστησε και κατηφόρισε προς την είσοδο του χωριού. Στο μυαλό του στριφογύριζε η απίθανη διήγηση της γιαγιάς για την Μπουρού.
Η Μπουρού ήταν μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα που κανείς δεν ήξερε την ακριβή της ηλικία. Την είχαν ξεριζώσει από τον τόπο της, την είχαν παντρέψει με ένα ντόπιο και είχε φέρει στον κόσμο ένα και μοναδικό γιό, το καμάρι της. Αφού άντρεψε, λοιπόν, ο Αντώνης μάζεψε λίγα ρούχα και προσωπικά αντικείμενα στο δισάκι του και έφυγε να γνωρίσει άλλες πολιτείες. Δεν είχαν όμως συχνά νέα του και η μάνα του μαράζωσε. Μέχρι που ήρθε γράμμα από την πόλη ότι ο Αντώνης είχε βρεθεί μαχαιρωμένος τριάντα φορές στο στήθος. Η γριά έκλαιγε κι έκλαιγε και γυρνούσε μαυροφορεμένη με το τσεμπέρι της μέρα-νύχτα στο χωριό, ρωτώντας αν θα την πάνε στην πρωτεύουσα να δει το γιο της. Σιγά-σιγά η πληγή που την κατέτρωγε άρχισε να φαίνεται οριζόντια πάνω από το αριστερό της μάτι. Ώσπου μια μέρα την είδε ο Ψαράς να περιπλανιέται στην άκρη του γκρεμού, στη σπηλιά πάνω από το δρόμο. Της φώναζε να γυρίσει πίσω, μα εκείνη δεν τον άκουσε. Από τότε δεν την ξαναείδαν ποτέ, όμως όποιος στεκόταν στην άκρη του βράχου άκουγε φωνές και ύστερα χανόταν .
Η γιαγιά διατεινόταν ότι είχε δει και η ίδια την Μπουρού όταν είχε πρωτοέρθει στο χωριό για νύφη. Είχε, λέει, καταντήσει κάτι αλλόκοσμο και κατατρεγμένο, αλλά ο Μάνος και τα ξαδέρφια του την κορόιδευαν ότι το ‘χε χάσει, ότι ο βράχος ήταν απλά πολύ απόκρημνος και ότι η ακουστική της σπηλιάς παραμόρφωνε τη φασαρία του εθνικού δρόμου που περνούσε από κάτω.
Ζαλισμένος έφτασε στο σπίτι του Μπάνη όπου περίμεναν απ’ έξω πέντε εμφανώς νευρικοί Αλβανοί. Καθώς ανέβαινε στην καρότσα του αγροτικού, είδε μια γυναικεία μορφή να κρέμεται από την άκρη του βράχου να φωνάζει βοήθεια.
«Μια γυναίκα εκεί!» φώναξε στους άλλους δείχνοντας εκεί που την είχε δει αλλά μέχρι να γυρίσουν δεν φαινόταν τίποτα. «Κι αν είναι η γυναίκα που χάθηκε;» τους ρώτησε απεγνωσμένος. Κανείς δεν ήθελε να του μιλήσει, όλοι ήταν σκυφτοί στο στήθος τους κι έσφιγγαν τους σταυρούς που φορούσαν.
«Καθένας ακούει άλλο» είπε ο Πανα-ώτης, ο πιο έξυπνος και γενναίος απ’ αυτούς.
«Τι θες να πεις;» παραξενεύτηκε εκείνος.
«Η Μπουρού» απάντησε εξακολουθώντας να κοιτάει ανέκφραστα «Καθένας ακούει άλλο»
«Μα δεν είναι δυνατόν να πιστεύετε αυτές τις ανοησίες;» ξεσπάθωσε «Υπάρχει μια γυναίκα που κινδυνεύει τόσους μήνες κι έρχεται χειμώνας!»
«Γιατί παρενοχλείς τους εργάτες μου;» γέλασε καλόκαρδα ο Μπάνης καθώς τους άνοιγε την καρότσα για να κατέβουν τρέχοντας.
«Έλα τώρα, εκεί μένεις, ξέρεις πως είναι η περιοχή. Δεν χρειάζεται να τους πειθαρχείς με τέτοια»
«Όπως και να ‘χει, μου είναι χρήσιμοι και οι πέντε. Εσύ από την άλλη δεν ξέρω ακόμα πόσο χρήσιμος είσαι» είπε σηκώνοντας τα φρύδια του.
Είχε δίκιο κι έτσι την υπόλοιπη μέρα δεν τους μίλησε. Αλλά η εικόνα της γυναίκας που εκλιπαρούσε για βοήθεια είχε σφηνωθεί στο μυαλό του σαν ενοχλητική σκλήθρα.
Γύρισαν νύχτα στο χωριό, κατάκοποι και με φουσκάλες στα χέρια και τα πόδια. Ο Μάνος έκανε μερικά πονεμένα βήματα προς την κουζίνα κι έβαλε να βράσει τραχανά, να φάει πριν πλυθεί. Γέμισε τη μπανιέρα και βυθίστηκε στους υδρατμούς και τις αναθυμιάσεις από τα αφρόλουτρα. Έτριψε το πρόσωπο του με ζεστό νερό κι άφησε τα μπράτσα του να ακουμπήσουν στα πλαϊνά της μπανιέρας.
Βοήθεια, σε παρακαλώ…
Ένα κρύο χέρι ακούμπησε το δικό του και τινάχτηκε.
«Μαρία;!»
Κοίταξε γύρω του έντρομος και λύθηκε στα κλάματα.
~.~
Την επόμενη μέρα που ήταν τα Εισόδια της Παναγίας, γιορτή του χωριού, συναντήθηκαν στο καφενείο το μεσημέρι να φάνε και να πιούν όλοι μαζί. Ο Μπάνης και ο Βλάσης τον συμβούλευαν να μην ακούει τους εργάτες, ήταν άνθρωποι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, δεισιδαίμονες.
«Κι όμως την άκουσα ξανά τη γυναίκα» προσπάθησε να τους πείσει αλλά αυτοί κούνησαν το χέρι τους αδιάφορα.
«Είναι απλά μια σπηλιά»
Ο Πανα-ώτης είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω τους όση ώρα μιλούσαν χωρίς να βγάζει μιλιά. Όταν έφυγαν πήγε και κάθισε απέναντι από το Μάνο κρατώντας σφιχτά το κρασί του.
«Έχω ακούσει κι ε-ώ κάποιον εκεί» είπε τελικά.
Ο Μάνος άφησε με κρότο το ποτήρι του στο τραπέζι.
«Πότε; Ήταν η γυναίκα;» αναθάρρησε.
Ο Πανα-ώτης έγνεψε αρνητικά κοιτώντας το ποτήρι του προσηλωμένος.
«Τον αδερφό μου που χάθηκε εκεί. Ζητάει βοήθεια αλλά δεν ‘πόρεσα να πάω μόνος να δω»
«Και πώς θα πάμε οι δυο μας εκεί που ορειβάτες και διασώστες απέτυχαν;»
«Άκου-δεν παν σωστή εποχή. Τώρα πρέπει να πάμε που ‘ναι ‘ιορτή Παναΐας. Οι θάμνοι είναι πιο χαμηλοί, έχω δει πέρασμα. Αλλά δεν ‘πορώ μόνος»
«Πάμε τότε μαζί»
~.~
Ο ήλιος είχε πέσει πίσω από το βουνό όταν ξεκίνησαν. Οι θάμνοι πράγματι είχαν χαμηλώσει και ήταν εύκολο να κλαδέψουν μερικά κλαδιά για να περάσουν και να τσαπίσουν μπροστά το μονοπάτι. Ορειβάτες δεν ήταν αλλά είχαν μεγαλώσει ανεβοκατεβαίνοντας στα λαγκάδια του χωριού. Μετά από καμιά ώρα προσεκτικής κατάβασης, κατάφεραν να φτάσουν στην είσοδο της σπηλιάς. Οι Γκιώνηδες είχαν αρχίσει το μοιρολόι τους, ενώ από το βάθος της ακουγόταν ένα συνεχόμενο σύρσιμο και υγρό κροτάλισμα. Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν, άναψαν τους φακούς και προχώρησαν προς τα μέσα αθόρυβα, σφίγγοντας την ψαλίδα και την τσάπα.
Στάσου! Τι κάνεις;!
Η φωνή της Μαρίας τώρα στα αυτιά του. Ο Μάνος την αγνόησε και μια λευκή σκιά έλαμψε δίπλα του.
Δεν μπορείς να με σώσεις πια.
Κι όμως, ίσως η άλλη γυναίκα να βρισκόταν εκεί, την άκουγαν!
Με την άκρη του ματιού του έβλεπε τον Πανα-ώτη να προχωράει κι εκείνος νευρικός και κάθιδρος.
Τότε είδαν το αδύναμο φως μιας φλόγας να τρεμοπαίζει στον τοίχωμα. Σταμάτησαν. Πήραν μια ανάσα και την κράτησαν. Κάτι έκλαιγε… ή… έτρωγε;
Πλησίασαν κι άλλο και αντίκρυσαν μια μικροκαμωμένη μαυροφορεμένη γυναικεία μορφή στο πάτωμα σκυμμένη πάνω από έναν όγκο.
Τα μηνίγγια τους χτυπούσαν σαν τρελά. Ο Μάνος δεν ήξερε πόση ώρα είχαν περάσει παγωμένοι σ’ εκείνο το σημείο όταν βρήκε το κουράγιο να ψελλίσει: «Δεσποινίς;»
Η φιγούρα σταμάτησε να κινείται. Σηκώθηκε, δεν ήταν πολύ ψηλότερη όρθια. Εκεί που έπεφτε πριν η σκιά της διακρινόταν ένα γυναικείο σώμα κομματιασμένο μες τα αίματα.
Τότε η φιγούρα φωτίστηκε. Ήταν μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα με μια μακρόστενη πληγή πάνω από το αριστερό γαλακτερό της μάτι.
«Αντώνη;» ούρλιαξε απόκοσμα «Αντώνη;»
Άρχισε να προχωράει αργά προς το μέρος τους.
Ο Πανα-ώτης τράβηξε με όλη του τη δύναμη το Μάνο που ήταν καρφωμένος ακόμα στο έδαφος και άρχισαν να τρέχουν. Άκουγαν τη Μπουρού να τρέχει στο κατόπι τους μοιρολογώντας “Αντώνη! Αντώνη!” μέχρι που βγήκαν από τη σπηλιά και την έχασαν. Σωριάστηκαν ξέπνοοι στο μονοπάτι που μόλις είχαν ανοίξει προσπαθώντας να βρουν την ανάσα τους ενώ οι καρδιές τους κόντευαν να σπάσουν στα στήθη τους.
Η καμπάνα του χωριού σήμαινε εσπερινό.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Αναστασία Φ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής