Χάος επικρατούσε στον χώρο. Μπάλες όλων των μεγεθών πήγαιναν κι ερχόντουσαν, κινούνταν προς όλες τις τροχιές, χτυπούσαν μεταξύ τους κι τιναζόντουσαν προς άλλη κατεύθυνση.
Παλαιότερα έκανε μοντελισμό. Του άρεσε να φτιάχνει μικροσκοπικά αστεία πλασματάκια με χέρια και πόδια –μερικά μάλιστα είχαν και ουρές– που τα ονόμαζε “ζώα”. Σε κάποια έβαλε φτερά και τα έφτιαξε να πετάνε. Από αυτά, τα μεγαλύτερα τα είπε “πουλιά” και τα μικρότερα “έντομα”. Σε άλλα τροποποίησε την ουρά και τα έκανε να κολυμπάνε. Τα είπε “ψάρια”. Είχε φτιάξει άπειρα τέτοια πλάσματα, κι όταν άρχισε να τα βαριέται τα έκρυψε στο βάθος ενός ντουλαπιού.
Αργότερα έφτιαξε και δύο μεγαλύτερα, αλλά του βγήκαν πολύ διαφορετικά. Ήταν ψηλά κι αδύνατα, με δύο μόνο πόδια. Αυτά τα ονόμασε “άντρας και γυναίκα”. Τα κοίταξε με κριτική ματιά· του φάνηκαν πολύ αδύναμα για να καταφέρουν οτιδήποτε. Αναστέναξε και τα παράχωσε κι αυτά στο ντουλάπι.
Τότε ήταν που ξεκίνησε να φτιάχνει μπάλες. Μικροσκοπικές σαν χάντρες για χίπικα μενταγιόν, μεγαλύτερες σαν γκαζές ή μπαλάκια του πινγκ πονγκ, του τένις, του βόλεϋ, του ποδοσφαίρου, αλλά και μεγαλύτερες σαν του μπάσκετ, και μερικές τεράστιες όπως αυτές για πιλάτες. Πρώτα δημιουργούσε τον όγκο τους και κατόπιν, με τα εργαλεία ακριβείας που είχε, τις διακοσμούσε.
Άλλες τις έτριβε τόσο πολύ μέχρι να μην υπάρχει καμία ατέλεια πάνω στην επιφάνειά τους. Σε άλλες έφτιαχνε μικροσκοπικές τρυπίτσες και σφήνωνε διάφορα στο εσωτερικό τους. (Ένιωθε πολύ πειραχτήρι όταν το έκανε αυτό. Όταν ο ίδιος θα χανόταν, τα μυστικά που είχε κρύψει θα συνέχιζαν να υπάρχουν αιώνια χωρίς να μάθει ποτέ κανείς γι’ αυτά, σκεφτόταν και γελούσε μόνος του). Άλλες πάλι τις άφηνε μισές. Μερικές φορές βαριόταν ή δεν του έβγαινε η κατασκευή όπως την είχε φανταστεί και την παρατούσε για όταν του ερχόταν ξανά η διάθεση. Την ξεχνούσε όμως και καταπιανόταν με την επόμενη. Με αυτά και μ’ αυτά, στο πέρασμα των χρόνων, είχε φτιάξει τόσες μπάλες που είχε χάσει το μέτρημα.
~.~
Περπατούσε αφηρημένος στο χάος όταν μία γαλάζια μπάλα τινάχτηκε, σκούντηξε στο μπράτσο του κι έπεσε στο πάτωμα. Την κοίταξε σαστισμένα· «Πού είχε κρυφτεί αυτή τόσον καιρό; Την είχα ξεχάσει εντελώς». Δεν ήταν τόσο λαμπερή όσο τη θυμόταν· μάλλον ήθελε λίγο καθάρισμα.
Συγκινημένος χάθηκε για λίγο στις αναμνήσεις του. Ήταν η πρώτη που είχε διακοσμήσει τόσο πολύ, και μάλιστα, είχε προχωρήσει κι ένα βήμα παραπέρα.
Την είχε ξεκινήσει όπως όλες τις άλλες. Πρώτα αποφάσισε ότι θα είναι σαν μπάλα ποδοσφαίρου. Ούτε πολύ μικρή, για να χωράει όλα αυτά που είχε στο μυαλό του, ούτε πολύ μεγάλη, για να είναι διαχειρίσιμη. Τοποθέτησε στο κέντρο της μία εστία μόνιμης ενέργειας και έκρυψε διάσπαρτα περισσεύματα υλικών από άλλες κατασκευές του, σαν “γέμιση”. Στη συνέχεια, πήρε τα εργαλεία του και τράβηξε από την επιφάνεια ψηλά τραχιά εξογκώματα σε διάφορα μεγέθη. Του άρεσαν πολύ και τα ονόμασε “βουνά”. Έπειτα, πίεσε προς τα μέσα και δημιούργησε αυλάκια να ξεκινάν από τα βουνά. Στο τέλος τους, δημιούργησε μεγάλους κρατήρες. Έριχνε διάφανο υγρό στην κορυφή των βουνών, και γελούσε σαν παιδί βλέποντάς το να κυλάει στα αυλάκια και να γεμίζει τους κρατήρες. Σαν γαλάζιο φαινόταν αυτό το υγρό όταν έπεφτε πάνω του το φως του δωματίου. Ονόμασε το υγρό που κυλούσε “νερό”, και τους γεμάτους κρατήρες “θάλασσα”.
Στις όχθες των αυλακιών τοποθέτησε δεξιά κι αριστερά τις κατασκευές “δέντρα με φύλλα”, που το πράσινο χρώμα τους ζωήρευε το τοπίο. Του άρεσαν τόσο πολύ, που αποφάσισε να προσθέσει πάρα πολλά.
Έβαλε μεγάλες ποσότητες από το νερό, και διασκόρπισε τα δέντρα σε απέραντες εκτάσεις τις οποίες είπε “δάση”. Η μπάλα γέμισε με γαλάζιο και πράσινο. Ξεκίνησε να προσθέτει κι άλλα χρώματα σε μικρές λεπτομέρειες. «Λίγο κοκκινάκι εδώ, λίγο λιλά εκεί, κοίτα πόσο φωτίζει το κίτρινο, κι εδώ θέλει λίγο πορτοκαλί…»
Όταν ικανοποιήθηκε από τη χρωματική πανδαισία, κοίταξε την μπάλα σκεφτικός. Άνοιξε το ντουλάπι και πήρε στα χέρια του τα αμέτρητα πλασματάκια που ήταν κρυμμένα εκεί. Σκόρπισε τα ζώα μέσα στα δάση, έκρυψε τα ψάρια στη θάλασσα, και πασπάλισε τα πουλιά και τα έντομα στον αέρα.
Έλειπε κάτι ακόμα. Κοίταξε τον άντρα και τη γυναίκα που είχαν απομείνει στο ντουλάπι. Τους ονομάτισε “οι άνθρωποι” και τους ακούμπησε προσεκτικά στο πιο όμορφο δάσος. «Αν είναι να καταφέρουν κάτι αυτά τα αδύναμα πλασματάκια, ας έχουν μια ευκαιρία…»
Όταν τέλειωσε τη διακόσμηση κοίταξε τη γαλάζια σφαίρα με αγαλλίαση. Του άρεσε τόσο πολύ. ΤΟΣΟ πολύ. Την ονόμασε “πλάση”. «Θα την κάνω να μπορεί να αυτοσυντηρείται και να εξελίσσεται» αποφάσισε. Φύσηξε απαλά πάνω της, κι αυτή πήρε πνοή απ’ την πνοή του. Ήταν το τελειότερο δημιούργημά του.
~.~
Έσκυψε με κόπο και σήκωσε ψηλά τη γαλάζια σφαίρα. Την κράτησε απαλά με το ένα χέρι και με το άλλο έψαξε να βρει τα γυαλιά του. Ήταν ηλικιωμένος πια και του στοίχιζε που δεν έβλεπε παντού τόσο καλά όσο στις αρχές. «Ου γαρ έρχεται μόνον» ψιθύρισε, αλλά δεν ήταν κανείς κοντά να τον ακούσει.
Μόλις φόρεσε τα γυαλιά, φωτίστηκε το πρόσωπό του· «Είδομεν το φως το αληθινόν» είπε και γέλασε μόνος του με το αστείο του. «Τι να γίνονται αυτοί οι άνθρωποι; Τα κατάφεραν καθόλου;»
Έφερε την μπάλα κοντά στα μάτια του. Μία γκριζωπή ομίχλη θάμπωνε ολόκληρη την πλάση. Άφησε ένα απαλό φύσημα να βγει από τα χείλη του. Η ομίχλη καθάρισε προς στιγμήν και από κάτω φάνηκαν παραλληλόγραμμες γκρίζες κατασκευές, στα σημεία που εκείνος θυμόταν να έχει τοποθετήσει δάση. Το πολύχρωμο τοπίο του είχε σχεδόν εξαφανιστεί, και τα πράσινα δέντρα του, όσα απ’ αυτά είχαν απομείνει δηλαδή, ήταν ξερά και μαύρα. «Τι στον π…» του ξέφυγε από την έκπληξη. Δαγκώθηκε, και κοίταξε γύρω του μήπως τον άκουσε κανείς. Σήκωσε τα μάτια ψηλά και γέλασε με τον εαυτό του.
Κατευθύνθηκε προς τον πάγκο με τα εργαλεία και τα είδη μακέτας. Χτύπησε τα δάχτυλά του κι ένας ήλιος ήρθε και έλαμψε ακριβώς πάνω από τον χώρο εργασίας. Τράβηξε μπροστά του τον μεγεθυντικό φακό και κοίταξε την μπάλα με προσοχή. Ούτε που πίστευε τι έβλεπαν τα –άλλοτε παντοδύναμα– μάτια του. Ο άνθρωπος, αυτός ο αδυναμότερος όλων, είχε αυξηθεί και πληθυνθεί και είχε κυριαρχήσει σε βάρος όλων των υπολοίπων. Δέντρα, ζώα, πτηνά, ακόμη ακόμη κι άλλοι άνθρωποι· όλα ήταν στο έλεος των ανθρώπων!
Κάποιοι εξ αυτών αντί να φροντίσουν όσα τους παραδόθηκαν, βρήκαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον στα περισσεύματα με τα οποία είχε γεμίσει τη Γη. Τους είχαν δώσει μεγάλη αξία και τα είχαν ονομάσει “διαμάντια”, “χρυσό”, “πετρέλαιο”, “μέταλλα”, “εύφορη γη”, και θεώρησαν ότι τους αναλογεί μεγαλύτερο ποσοστό από αυτά τα αγαθά. Έτσι, απέκλειαν περιοχές της γης και εκμεταλλευόντουσαν την εργασία άλλων ανθρώπων που θεωρούσαν ότι έχουν υποδεέστερη αξία.
Είδε τη γη να έχει χωριστεί σε μικρότερα τεμάχια· τα κράτη, και ανθρώπους να στέκονται με όπλα στα σύνορα των κρατών και να μην αφήνουν άλλους ανθρώπους να περάσουν. Στη δική του Γη! Να τους βάζουν σε μικρά πλοία και να τους βυθίζουν στη θάλασσα. Στη δική του θάλασσα. Να πολεμάνε τους πιο αδύνατους και να τους σκοτώνουν. Τους δικούς του ανθρώπους. «Αν έχεις τον Θεό σου, δηλαδή» είπε, και πια δεν είχε καμία διάθεση να γελάσει.
«Να μάθεις να αφήνεις τα έργα σου στο έλεος…» μάλωσε τον εαυτό του και κοίταξε με προσοχή τα αντικείμενα στον πάγκο εργασίας. Άπλωσε το χέρι, πήρε έναν μαρκαδόρο και ξεκίνησε να χαράζει μία λεπτή μαύρη γραμμή κοντά σε ένα σύνορο. Ένας τοίχος υψώθηκε αυτομάτως στο σημείο. Οδήγησε το χέρι του λίγο πιο κάτω και τράβηξε μία μεγαλύτερη, λίγο τεθλασμένη, γραμμή. Ένα τείχος δημιουργήθηκε αυτοστιγμής. Κι άλλη λίγο πιο κάτω. Και μία τελεία. Και μερικές ακόμα. Μία μικρή γραμμή εδώ, μια μεγαλύτερη πιο κάτω, δυο τρεις τελείες σε σειρά. Τι έκανε; Φαινόταν να μην ξέρει ούτε ο ίδιος. Είχε απορροφηθεί από τη ζωγραφική.
Και τελικά, χαμογέλασε. Έσφιξε πιο δυνατά τον μαρκαδόρο στα χέρια του και ξεκίνησε με έντονες κινήσεις να ενώνει τις γραμμές και τις τελίτσες δημιουργώντας κλειστά σχήματα. Ξαφνικά, τα σχέδια απέκτησαν νόημα. Στο τέλος πήρε μια γόμα και ξεκίνησε να σβήνει με μανία.
~.~
Ο πλανήτης ξύπνησε ξαφνιασμένος. Τοίχοι και τείχη είχαν ορθωθεί από το πουθενά και είχαν περικυκλώσει πολιτικούς, διακινητές, φρουρούς και δουλέμπορους, εγκλωβίζοντάς τους. Από την άλλη, όσοι βρίσκονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ορυχεία και ανήλιαγα υπόγεια, είδαν τις αλυσίδες τους να έχουν χαθεί. Τα σύνορα είχαν καταργηθεί και η Γη ήταν ξανά Πατρίδα όλων των ανθρώπων. Όσοι είχαν αναγκαστεί να απομακρυνθούν από το σπίτι τους ήταν ελεύθεροι είτε να επιστρέψουν είτε να προχωρήσουν και να βρουν τη δική τους Γη της Επαγγελίας. Χριστιανοί, μουσουλμάνοι, εβραίοι και άθεοι, γονάτισαν με δάκρυα στα μάτια αποτίοντας ευγνωμοσύνη στον δικό τους Θεό.
Πώς είχαν πιστέψει έστω και για μία στιγμή ότι ο Παντοδύναμος θα μπορούσε να ξεχάσει τον λαό του;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Καττερίνα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής