Πάπια πορτοκάλι
Μπαίνοντας στην εφορία, περπατούσες σε ένα φαράγγι ανάμεσα σε βουνά από χαρτούρα. Πίσω πίσω, στο τέρμα της αίθουσας ξεχώριζες το πορτοκαλί βαμμένο της μαλλί. Είχε περίεργο σωματότυπο. Κοιλιά που διαγραφόταν στο κολλητό κίτρινο πουλόβερ της και ξεχείλιζε πάνω από τη ζώνη της και σχεδόν ακουμπούσε πάνω στο γραφείο της. Είχε ακολουθήσει κατά γράμμα τη ζωή που οι γονείς της διάλεξαν για εκείνη, είχε παντρευτεί μικρή και είχε βρει μια σταθερή δουλίτσα.
Το βράδυ που γύρισε σπίτι, ο άντρας της είχε μαγειρέψει πάπια. Την περίμενε στην κουζίνα με το τραπέζι στρωμένο και μόλις την είδε να μπαίνει σηκώθηκε και η πετσέτα που είχε πάνω στα πόδια του έπεσε στο πάτωμα. Της σέρβιρε μερικά κομμάτια κι εκείνη ξεκίνησε να τρώει κοιτώντας μόνο το πιάτο.
«Έβλεπα το απόγευμα μια εκπομπή…» της είπε καθώς ξεδίπλωνε τις πιτζάμες του πριν πέσουν για ύπνο. «Εξηγούσε τη θεωρία για τα παράλληλα σύμπαντα».
Εκείνη δεν μίλησε, μπήκε μέσα από τα σκεπάσματα.
«Έλα σβήσε το φως τώρα, αύριο έχουμε δουλειά».
«Σε κάποιο άλλο σύμπαν όμως δεν θα το σβήσουμε», της είπε σιγανά και το έσβησε.
~~{}~~
Πάπια μιλανέζα
Σε ένα παράλληλο σύμπαν, είχε αποφασίσει να μην ακούσει κανέναν και να ακολουθήσει το δικό της δρόμο. Κυνήγησε το όνειρό της να γίνει κλασική τραγουδίστρια όσο μπορούσε – όμως η ζωή την έφερε στα νυχτερινά κέντρα. Σε αυτό το σύμπαν ήταν αδύνατη. Έβγαινε στη σκηνή με ένα ασημένιο φόρεμα γεμάτο χάντρες και απολάμβανε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο τα δυνατά φώτα που έπεφταν πάνω στο κορμί της. Είχε αποφασίσει να είναι ντίβα και το είχε πετύχει· το μαγαζί όπου τραγουδούσε λεγόταν Όπερα.
Ο άντρας της μετά από κάθε παράσταση την περίμενε έξω από το καμαρίνι. Ήταν σίγουρη πως δεν τον ερωτεύτηκε ποτέ, εκτιμούσε όμως την σταθερή του παρουσία στη ζωή της. Όσο κι αν τον απέρριπτε, εκείνος συνέχιζε να πηγαίνει κάθε βράδυ για να την ακούσει. Τα βράδια που δεν μπορούσε να πάει της έστελνε λουλούδια.
Εκείνο το βράδυ δεν τον είδε στο διάδρομο, όπως έτρεχε μαζεύοντας δεξιά κι αριστερά τα στρας του φορέματος. Κι όταν μπήκε στο καμαρίνι δεν είδε λουλούδια να την περιμένουν. Παραξενεύτηκε προς στιγμήν, αλλά έκατσε μπροστά στον καθρέφτη κι άρχισε να ξεκολλάει τις βλεφαρίδες της. Το βλέμμα της έπεσε σε ένα λευκό χαρτί κάτω από ένα τάπερ πάνω στην τουαλέτα της. Σήκωσε το τάπερ και πήρε το χαρτί. Διάβασε: «Αίτηση Διαζυγίου».
«Πότε το αποφάσισε;» σκέφτηκε. Αυτόματα σχεδόν δυο ποτάμια άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά της και να ξεβάφουν το δέρμα της. Αφού έκλαψε σιγανά για λίγη ώρα πήρε το τάπερ και το πέταξε με φόρα στον τοίχο. Σάλτσα από πάπια μιλανέζα χύθηκε πάνω στις κρεμασμένες φωτογραφίες της.
~~{}~~
Πάπια σνίτσελ
Σε ένα τρίτο σύμπαν δεν είχε παντρευτεί τον άντρα της, είχε αποφασίσει να ακολουθήσει στην Αργεντινή τον πρώτο της έρωτα και είχε αναλάβει να δουλέψει στο ράντζο του. Ξεκίνησαν τη ζωή τους μέσα σε μια δίνη έρωτα και πάθους. Στην πορεία όμως εκείνος άρχισε να πίνει (έπινε τόσο που τις πρωινές ώρες συνήθως ήταν πίτα). Τον είχε γνωρίσει στην ανταλλαγή φοιτητών από το εξωτερικό και ο πατέρας του είχε φάρμα αλόγων και καλλιέργειας μάτε μια ώρα έξω από το Μπουένος Άιρες. Οι Αργεντίνοι την πάπια την τρώνε σε σνίτσελ. Όταν ξυπνούσε ο άντρας της τα απογεύματα, την τηγάνιζε γεμίζοντας την κουζίνα καπνούς, όσο η τηλεόραση έπαιζε ποδόσφαιρο στη διαπασών.
Εκείνη τη ζεστή, ξάστερη νύχτα στο ράντζο βγήκαν μαζί στον κήπο με δυο μπύρες στο χέρι και κάθισαν απέναντι. Ρέμβαζαν προς τον ουρανό και δε μιλούσαν. Ακούγονταν μόνο τα τριζόνια και τα παπούτσια των αλόγων που πήγαιναν πέρα δώθε μέσα στο στάβλο.
«Αν όλες μας οι αποφάσεις μας υπάρχουν παράλληλα, τότε ζούμε ταυτόχρονα σε όλα τα σύμπαντα», της είπε.
Το είπε όμως στα ισπανικά κι εκείνη δεν ήταν σίγουρη ότι κατάλαβε.
«Όταν πίνεις, μου λες τα πιο απίθανα πράγματα».
«Με απασχολεί».
«Το βλέπω, αλλά γιατί;»
«Γιατί αν πάρω τον έναν δρόμο σε αυτό το σύμπαν, σε κάποιο άλλο θα πάρω τον άλλον. Επομένως;»
«Επομένως;»
«Επομένως μπορεί κάπου αλλού να ζω μια άλλη ζωή», της είπε και σηκώθηκε. «Αν μπορούσες να αλλάξεις τη ζωή μας, δεν θα την άλλαζες;» είπε φεύγοντας.
~~{}~~
Πάπια
Σε ένα άλλο, τελευταίο σύμπαν, το βράδυ έπεσε πηχτό πάνω στη λίμνη. Οι πάπιες βγήκαν από το νερό, τινάχτηκαν και μαζεύτηκαν όλες κοντά κάτω από το δέντρο. Κούρνιασαν εκεί μέχρι το πρωί. Τα χαράματα όταν ακούστηκαν οι πρώτες τουφεκιές, έφυγαν όλες σα μια μεγάλη μπάλα από φτερά προς την ίδια κατεύθυνση. Εκτός από μία που αποφάσισε να ξαναμπεί στο νερό. Την τουφέκισαν το επόμενο λεπτό. Τέσσερις κυνηγοί πλησίασαν χαχανίζοντας και την έσυραν έξω από τη λίμνη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ηρώ Παππά, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.