Το στρώμα του Κάφκα

0
265

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 2.jpg

Καθόμουν πάνω στο στρώμα στο πεζοδρόμιο, κρατώντας μια νάιλον σακούλα με όλα μου τα υπάρχοντα. Μη φανταστείς πολλά, ένα-δυο ρούχα, το ραδιοφωνάκι και κάτι χοντρές κάλτσες που είχα για τα κρύα.

Περαστικοί σκόνταφταν κάθε λίγο πάνω στο στρώμα και μουρμούριζαν βρισιές μέσα από τα δόντια τους. Δεν είχα κοιμηθεί όλη τη νύχτα. Η χθεσινή ήταν μια υπερβολικά σκοτεινή νύχτα. Στριφογύριζα πάνω στο στρώμα και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι μέχρι που ξημέρωσε. Θυμάμαι ότι ήμουν τόσο κουρασμένος εκείνο το πρωί που όλα έμοιαζαν θολά. Είχα μέρες να κάνω μπάνιο. Την τελευταία φορά είχα πλυθεί στις δημόσιες τουαλέτες στα διόδια. Μόλις άνοιξα τη βρύση και έτρεξε χλιαρό νερό, είπα πως ήταν η ευκαιρία μου. Ήρθαν κάτι τύποι με κίτρινες στολές και ήθελαν να με πετάξουν έξω.

Τέλος πάντων εκείνο το πρωί ήμουν κουρασμένος, νηστικός και σε κακό χάλι. Το μυαλό μου είχε απελπιστεί να σκέφτεται και είχε παραδοθεί σε μια νωχελική κατάσταση στην οποία τίποτα πια δεν είχε σημασία. Ακόμα κι αν με πατούσαν οι περαστικοί, ακόμα κι αν περνούσαν από πάνω μου, ή κι από μέσα μου, δε θα ένιωθα τίποτα. Ήξερα όμως ένα πράγμα: ότι αν ο χειμώνας με έβρισκε εκεί έξω θα με σκότωνε. Και απ’ ότι φαίνεται δεν ήμουν έτοιμος γι’ αυτό ακόμα.

Σηκώθηκα όρθιος μόλις είδα το φορτηγάκι να μπαίνει από την γωνία. Δυο άντρες με κεφάλια σαν αγριογούρουνα κατέβηκαν κοπανώντας τις πόρτες.

«Ανέβα στην καρότσα», μου είπε ο ένας.

«Θα πάρουμε κι αυτό», είπα κοιτώντας το στρώμα.

«Παράτα το εδώ αυτό φίλε, θα μείνεις με τους άλλους».

«Όχι, πρέπει να το πάρουμε», επέμεινα. Ήταν το μόνο που είχα. Αδύνατον να το αφήσω πίσω.

Προκειμένου να μην καθυστερήσουν άλλο συμφώνησαν. Έκανα να ανέβω κι εγώ στην καρότσα και τότε ήταν που παρατήρησα ότι πίσω-πίσω ήταν χωμένο ένα αγόρι, κουβαριασμένο σε μια γωνιά. Ανέβηκα κι έκατσα στην τάβλα απέναντί του. Οι άλλοι σήκωσαν το στρώμα και το πέταξαν ανάμεσά στα πόδια μας.

                                *

Τη μέρα που μου σφράγισαν το σπίτι την περίμενα, δεν ήρθε σαν έκπληξη. Δεν είχε άλλωστε και τίποτα μέσα πια, το ρεύμα είχε κοπεί εδώ και καιρό, τα έπιπλα τα είχα πουλήσει όλα. Το στρώμα όμως όχι. Παρόλο που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ένιωθα μια περίεργη ζεστασιά πάνω του. Σαν αγκαλιά ήταν. Μπήκαν και η όλη διαδικασία κράτησε λίγα λεπτά.

Εγώ και το στρώμα βρεθήκαμε στο πεζοδρόμιο της οδού Αγγέλων κάπου στα μέσα του Αυγούστου. Η πόλη ήταν άδεια και τα τσιμέντα έκαιγαν. Έξω από το σφραγισμένο σπίτι έμεινα για κάμποσες μέρες. Μετά κουβάλησα το στρώμα κάπου πιο κεντρικά. Έμεινα κι εκεί καμιά εικοσαριά μέρες. Όλη τη μέρα την περνούσα πάνω του με το ραδιοφωνάκι να παίζει σιγανά.

Μια μέρα σηκώθηκα και πήγα στο μαγαζί του Πακιστανού με τις τηλεκάρτες να πάρω μια μπαταρία για το ραδιοφωνάκι. Πραγματικά δεν είχα καμία όρεξη για κουβέντα. Κοιτούσα τις τιμές πίσω από τις μπαταρίες και μετρούσα πόσα μου έμεναν αν ήθελα να πάρω και μια φρατζόλα ψωμί αργότερα.

Αυτός μίλαγε στο τηλέφωνο με έναν άλλον και τον ρώταγε πόσους εργάτες να του στείλει και για πόσα μεροκάματα. Τότε μου μπήκε η ιδέα να τον ρωτήσω αν θα έπαιρνε έναν εργάτη ακόμα. Με κοίταξε από πάνω ως κάτω- νομίζω πως είχα αδυνατίσει ακόμα περισσότερο εκείνες τις μέρες- και με ρώτησε τι μπορώ να κάνω. 

«Ό,τι να ναι», είπα.

Δεν ξέρω αν με πίστεψε ή αν ήθελε να βγάλει τίποτα παραπάνω πάντως ξαναπήρε τηλέφωνο εκεί που μίλαγε πριν και ούτε λίγο ούτε πολύ τα κανόνισε να με στείλει σε κάτι χωράφια. Και καλά που έγινε έτσι δηλαδή, χάρη του χρωστάω του Πακιστανού.

*

Το φορτηγάκι πέρασε την Εθνική Οδό με τις οι τέντες του να χτυπιούνται στον αέρα με πάταγο σαν φτερά. Κοιτούσα μία το παιδί απέναντί μου, μια τις ατελείωτες γραμμές στην άσφαλτο. Θα ‘ταν -δεν θα ‘ταν- δώδεκα χρονών, λεπτοκαμωμένο, μ’ ένα σορτσάκι που του ήταν μεγάλο και του έφτανε κάτω από τα γόνατα και μια σκοροφαγωμένη μπλούζα.

Δεν ξέρω πως να το περιγράψω. Τώρα που το σκέφτομαι με μια απόσταση νομίζω πως το λυπήθηκα. Τόσο μικρό παιδί και δεν είχε πάνω του τίποτα παιδικό. Ίσως επειδή πριν ήμουν αδιάφορος για όλα, ίσως γι αυτό να τρύπωσε μέσα μου η λύπη, ή καλύτερα ο οίκτος και αν θέλεις η περιέργεια γι αυτό το παιδί. Εκείνη την ώρα στο φορτηγάκι όσο κουρασμένος κι αν ήμουν θυμάμαι ότι ξύπνησα από τον λήθαργο που είχα πέσει.

Μπορεί να το κατάλαβε κι αυτό, γιατί με κοιτούσε σε όλη τη διαδρομή. Είχε μαλλιά μακριά μέχρι κάτω από τα αυτιά του και κοκκαλιάρικα χέρια. Ποιος άνθρωπος αφήνει μοναχό του ένα παιδί; Είναι τόσο άγρια όλα. Ποιος άνθρωπος αφήνει μοναχό του ένα παιδί; Το σκεφτόμουν και το ξανασκεφτόμουν. Πήγαμε σχεδόν όλο το δρόμο σιωπηλοί, αναπηδώντας στις θέσεις μας σε κάθε λακκούβα.

Ύστερα μπήκαμε στον επαρχιακό δρόμο. Ο ήλιος άπλωνε ένα χρυσαφί πάνω στα κοντοκουρεμένα σπαρτά. Ένα μάτσο μελαμψοί με κελεμπίες, οι περισσότεροι ξεδοντιάρηδες κουβαλούσαν σακιά στο σβέρκο και φώναζαν μεταξύ τους διάφορα. Το φορτηγάκι σταμάτησε μπροστά σε ένα χαμόσπιτο. 

Ένας χοντρός με ανάποδο καπέλο μας πλησίασε γαβγίζοντας κάτι στα ελληνικά. Κατεβήκαμε κι εγώ και το παιδί από την καρότσα και σταθήκαμε ο ένας δίπλα στον άλλον. Ο ήλιος με τύφλωνε, ήμουν και τόσο κουρασμένος που δεν κατάλαβα ακριβώς τι έγινε.

Ο χοντρός μας κοίταξε καλά-καλά και τότε ήταν που αναγνώρισε το αγόρι. Η μούρη του κοκκίνησε και άρχισε να γκαρίζει τινάζοντας τα χέρια του. Τον έλεγε κωλόπαιδο που νόμιζε ότι μπορούσε να τον κοροϊδέψει’, που ‘αν δεν ήταν αυτός τώρα θα τον είχαν στείλει πίσω από εκεί που ‘ρθε’ και αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή που υποσχέθηκε ότι θα τον κρατούσε.

Του έριξε με τις χερούκλες τρεις σφαλιάρες στη μούρη. Στην τρίτη ο μικρός έπεσε κάτω. Μαζεύτηκαν γύρω κάνα δυο άλλοι και τον έσπρωχναν πίσω λέγοντας σε σπαστά ελληνικά «άστο, μικρό είναι, άστο, μικρό είναι». Το παιδί έμεινε στο χώμα χωρίς να βγάλει άχνα, αγκαλιάζοντας τα καλάμια των ποδιών του.

«Το κωλόπαιδο, πού να βρει αλλού να τονε μαζέψουνε; Ξαναγύρισε. Αυτό πάλι τι είναι;» είπε ο χοντρός δείχνοντας το στρώμα. 

Τόση ώρα στεκόμουν εκεί σαν άγαλμα. Κανείς δεν του απάντησε, όλοι κοίταγαν κάτω. «Δείξτε τους που να πάνε, άντε έχουμε και δουλειές», είπε και έφυγε. Ευτυχώς. Έφυγαν και οι άλλοι και πήγαν προς το χαμόσπιτο. Χαμήλωσα και ακούμπησα το παιδί στην πλάτη.

«Θα με βοηθήσεις να το πάμε πιο πέρα;», δε μου απάντησε, δεν ήμουν σίγουρος ότι μιλούσε ελληνικά.

Πιάσαμε μαζί το στρώμα και το οριζοντιώσαμε κάτω από μια ελιά. Νύχτωνε σιγά σιγά και οι εργάτες πλένονταν με ένα λάστιχο και ύστερα έμπαιναν στο χαμόσπιτο. Δεν πήγαμε καθόλου προς τα κει.

Σα να ήταν πια δεδομένο ότι το στρώμα ανήκε και στους δύο ξαπλώσαμε εκεί κάτω από την ελιά, πλάτη-πλάτη. Η νύχτα στην εξοχή, σα να μην ήταν τόσο σκοτεινή. Αχνόφεγγε το φεγγάρι μισό και οι γρύλοι με νανούρισαν. Για πρώτη φορά μετά από καιρό κοιμήθηκα ολόκληρη τη νύχτα. Ξυπνήσαμε το χάραμα από το γουργουρητό των φορτηγών που είχαν έρθει για φόρτωμα.

Ο μικρός σηκώθηκε σαν να μου φάνηκε ότι χαμογέλασε. Θυμάμαι το προσωπάκι του πολύ καλά αλλά ακόμη δεν είμαι σίγουρος αν χαμογέλασε. Οι άλλοι έβγαιναν από το σπίτι σαν τα μυρμήγκια, αναρωτήθηκα πόσοι είχαν χωρέσει μέσα σε έναν στάβλο σαν αυτόν. Μας φώναζαν από μακριά να πλησιάσουμε. Κάποιοι φόρτωναν ήδη τα φορτηγά.

Πήρα την κατηφόρα προς το χωράφι και ήμουν σίγουρος ότι το παιδί με ακολούθησε στην αρχή. Στη μέση της κατηφόρας σταμάτησα και κοίταξα πίσω το στρώμα και την ελιά. Ύστερα είδα ότι ο μικρός έφευγε τρέχοντας αντίθετα. Πήδηξε το συρματόπλεγμα και βγήκε στο δρόμο. Μου φάνηκε πως με χαιρέτησε, αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρος.    

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Ηρώ Παππά, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Στη φωτογραφία: Άστεγος, φωτογραφημένος από τον Λη Τζέφρις