Η Αϊσέ στην κλαίουσα ιτιά

0
232

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 111.jpg

Στην άκρη του χωριού, στο  ξέφωτο,  ήταν ένα μεγάλο  δέντρο, μια ιτιά κλαίουσα. Στον ίσκιο της πήγαινε να ξεκουραστεί όταν τέλειωνε την δουλειά της η Αϊσέ, στα παζάρια της περιοχής.

Εκεί την βρήκαν κρεμασμένη οι χωριανοί, την Αϊσέ την τσιγγάνα, το κουφάρι της  για την ακρίβεια, διαλυμένο, με τα κλαδιά της ιτιάς τυλιγμένα με στοργή γύρω της. Θέλησε να την προστατεύσει η ιτιά ή έστω να της δώσει μια τρυφερή αγκαλιά σαν τελευταία ανάμνηση από αυτή  τη ζωή.

Κάποιοι είπαν πως της άξιζε, ήταν λέει μάγισσα, μάγευε τα αγόρια του χωριού κι έτρεχαν πίσω της.  Έκλεισε σπίτια είπαν… Καθώς και άντρες, παντρεμένοι χρόνια, δεν έχαναν ευκαιρία να πιάσουν ψιλή κουβέντα μαζί της, με την ελπίδα να μπορέσουν να ρίξουν το λαίμαργο βλέμμα τους  για μια στιγμή στον κόρφο της ή έστω στα πόδια της, εκείνα τα σοκολατένια κανιά που και νεκρούς ανάσταιναν.

~~~

Η πιο όμορφη τσιγγάνα που ήρθε ποτέ σ’ αυτό τον τόπο ήταν η Αϊσέ. Έτσι πίστευε τουλάχιστον ο Αύγουστος  που όταν την είδε έχασε για λίγο τη μιλιά του.

Ψηλή λυγερόκορμη με χρυσοκάστανο δέρμα, σγουρά, κατάμαυρα μακριά μαλλιά που σκέπαζαν τη μέση της και δυο μεγάλα μάτια που έσταζαν μέλι. Και γι’ αντίθεση, ένα  στόμα κατακόκκινο με άσπρα δόντια που πρόβαλαν  αυθάδικα όταν χαμογελούσε. Ήταν δεν ήταν 15 χρονώ, αλλά ήταν πια σχηματισμένη, γυναίκα με τα όλα της.

Η Αϊσέ έφτασε στο Καστρινό ένα βραδάκι καλοκαιριού κουβαλώντας τον πάγκο της και τραβολογώντας τη Μάσα,  ένα ατίθασο αλογάκι που της είχε χαρίσει η γιαγιά της λίγο πριν πεθάνει. Μ’ αυτό γυρνούσε τα χωριά στα παζάρια και στα πανηγύρια και πουλούσε τα καλούδια της. Μπαχάρια και μυρωδικά, βοτάνια για διάφορες αρρώστιες, και κρέμες που έφτιαχνε μόνη της· για να διώχνεις τις πανάδες, για να γυαλίζουν ή να σκουραίνουν τα μαλλιά, για να μοσχοβολά το δέρμα.

Από μικρή είχε αρχίσει να καταπιάνεται μ’ αυτά, την είχε διδάξει η γιαγιά Ερασμία.

Η Ερασμία  είχε αποφασίσει να πεθάνει νέα, αφού δεν έβρισκε κανένα νόημα σ’ αυτή τη ζήση από τότε που έχασε τον καλό της σε ένα τρομερό ατύχημα.

Δεν ήθελε όμως να αφήσει μόνη κι αβοήθητη την μονάκριβη εγγόνα της.  Δίδαξε όσα ήξερε λοιπόν στην Αισέ, από τα πιο απλά μέχρι τα πιο σύνθετα, όπως το να κάνει γυναίκες στέρφες να πιάνουν παιδί, άντρες με ανύπαρκτη στύση να ξαναβλέπουν χαρά στα σκέλια τους, βουβά παιδιά να βρίσκουνε το  λόγο κι αλλήθωρα παιδιά να στρώνουν το βλέμμα τους.  Μετά, ήσυχη που έκανε το καθήκον της ξάπλωσε στο κρεβάτι της και πέθανε.

Η Αϊσέ την έθαψε όπως της έπρεπε, έκαψε κανέλες και δεντρολίβανα για να μη την πλησιάζουν τα κακά πνεύματα και φόρτωσε  τον πάγκο της και όλα τα σακούλια με τα γιατροσόφια και τα βοτάνια της στη Μάσα και ξεκίνησαν να βρουν τη μοίρα τους παρέα.

Αφού γύρισε κάμποσα χωριά, παζάρια και πανηγύρια, κι είναι η αλήθεια ότι πουθενά δε την καλοδέχονταν, πάντα την κοιτούσαν με μισό μάτι (γιατί ήταν τσιγγάνα και μαγευτικά όμορφη), αποφάσισε να μείνει για λίγο σε έναν τόπο, να ξεκουραστεί. Κι η ζέστη του καλοκαιριού πολύ την κούραζε, βάραιναν θαρρείς τα πόδια της, δεν ήθελαν να περπατήσουν.

Το Καστρινό το διάλεξε γιατί ερωτεύτηκε το ποταμάκι που το διέσχιζε μα και την ιτιά την κλαίουσα που στέκονταν εκεί δίπλα του, στο πλάτωμα . Αμοιβαία ήταν τα αισθήματα, κι η ιτιά σαν την πλησίαζε η Αϊσέ, θρόιζε τα φύλλα της, την αγκάλιαζε με τα κλαδιά της, μπλεκόταν μέσα στα μαλλιά της, γινόταν μια αγκαλιά η μια για την άλλη.

~~

Έστησε το σπιτάκι της σε έναν παλιό στάβλο, αφού τον καθάρισε και τον περιποιήθηκε ώστε να την προστατεύει από τις ξαφνικές μπόρες του καλοκαιριού . Για το χειμώνα θα έβλεπε αργότερα. Είχε ο Θεός.

Εκεί έξω από το νέο της σπίτι την συνάντησε ο Αύγουστος που είχε βγει να κάνει έναν περίπατο, Σάββατο βράδυ, δίπλα στο ποτάμι. Η κάψα της μέρας τον είχε κουράσει και σκέφτηκε αυτή τη βόλτα και γιατί όχι και μια βουτιά στα δροσερά νερά του ποταμού.

Ο Αύγουστος είχε πρόσφατα γυρίσει στο χωριό για λίγες μέρες  διακοπών, να δει και τους γονιούς του. Ζούσε πια στην πόλη όπου σπούδασε δικηγόρος. Αυτό του πρότειναν όλοι να γίνει, από μικρό παιδί, γιατί ήταν λέει ετοιμόλογος, και με επιχειρήματα προσπαθούσε πάντα να πείσει τον συνομιλητή του γι’ αυτό που υποστήριζε.

Ετοιμόλογος και λαλίστατος, αλλά μόλις είδε την Αϊσέ, τα ‘χασε, δέθηκε κόμπος η γλώσσα του, κάτι άναρθροι ήχοι βγήκαν από το στόμα του, παρέλυσαν για λίγο τα πόδια του.

«Γυναίκα είναι αυτή ή νεράιδα;»

Ξαναζωντάνεψαν τα πόδια του και τον πήγαν κοντά της, αλλά η φωνή του δεν έλεγε να βγει, το ζωηρό του πνεύμα που τόσο το καμάρωνε, μάλλον τον είχε εγκαταλείψει οπότε ψέλλισε αδύναμα ένα χαιρετισμό κι έφυγε σχεδόν τρέχοντας σαν κυνηγημένος.

Από κείνο το βράδυ ο Αύγουστος έχασε τον ύπνο του μα και τα λογικά του. Τη μια του έφταιγε το προσκεφάλι, την άλλη η ζέστη η αποπνικτική, την τρίτη που το φαί ήταν παραβρασμένο ή ωμό, καυτό ή κρύο, ούτε στον ύπνο έβρισκε ησυχία μα ούτε στον ξύπνιο του. Δεν ήξερε πια τι να τον κάνει η μάνα του, και πώς να τον ημερέψει και να το ευχαριστήσει που είχε τόσο καιρό να τον δει.

Ο Αύγουστος δεν πίστευε αυτό που του συνέβη. Μα να ερωτευτεί αυτός; Και μάλιστα τσιγγάνα; Είχε εμπειρίες από γυναίκες κάθε λογής στην πόλη, μα όλες ήταν ευχαρίστηση στιγμιαία κι ύστερα τις έβγαζε δίχως δεύτερη σκέψη από το μυαλό του  – και ούτε που τις ξαναθυμόταν ποτέ.

«Τι ομορφιά, τι ομορφιά, Θε μου!»  μονολογούσε καθώς την παραφυλούσε τα βράδια έξω από το σπίτι της και την έβλεπε να γυρίζει κουρασμένη καβάλα στο άλογο της.

Ένα βράδυ κάτι τρόμαξε το άλογο λίγα μέτρα πριν το σπίτι και σηκώθηκε στα δύο του πόδια αγριεμένο . Η Αϊσέ προσπάθησε να κρατηθεί από τη χαίτη του και σχεδόν τα κατάφερε, όμως το άλογο την έσυρε μερικά μέτρα με αποτέλεσμα να τραυματίσει το πόδι της. Ευκαιρία βρήκε ο Αύγουστος κι έτρεξε κοντά της να βοηθήσει.

Τη σήκωσε στα χέρια του κι ένιωσε ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο. Εκείνη τον καθοδήγησε πώς να της φτιάξει μια πομάδα κατάλληλη για το πόδι της το πονεμένο. Αφού την περιποιήθηκε ο Αύγουστος, την άφησε να αναρρώσει με την υπόσχεση πως θα πήγαινε την επαύριο να την επισκεφτεί, να δει πώς πάει.

Έφυγε πετώντας κείνο το βράδυ. Και την επισκέφτηκε το επόμενο βράδυ κι όλα τα βράδια που ακολούθησαν. Καθόταν δίπλα της και την κοίταζε μισομεθυσμένος από τη ομορφιά, κι απ’ την υπέροχη φωνή της. Του αρκούσε να είναι δίπλα της και να την ακούει να μιλάει για ό,τι αγαπούσε.

Ό,τι αγαπούσε η Αϊσε το λάτρευε κι αυτός .

Εκείνη ήταν στην αρχή διστακτική. Η γιαγιά Ερασμία ερχόταν ανελλιπώς κάθε βράδυ μόλις έφευγε αυτός και της υπενθύμιζε πως πρέπει να προσέχει και να θυμάται πως κανείς μπαλαμός δεν παντρεύτηκε τσιγγάνα από όσο ήξερε εκείνη. Τις χαίρονταν και μετά τις παρατούσαν. «Πρόσεχε βελουδένια μου», της έλεγε, «ο έρωτας είναι γλυκός αλλά μπορεί να γενεί φαρμάκι».

Όμως ήταν τόσο όμορφος ο Αύγουστος κι ήταν τόσο γλυκά τα δυο του χείλη που η Αισέ αποπήρε τη γιαγιά της και αποφάσισε να ζήσει αυτό τον έρωτα. Άλλωστε και τα όνειρα που έβλεπε δεν προμήνυαν τίποτα άσχημο κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό για την Αϊσε γιατί τα όνειρά της δεν έπεφταν ποτέ έξω.

Έλιωνε στην αγκαλιά του η Αϊσέ, μεθούσε με τα φιλιά του και τα λόγια του. Ποτέ δεν πίστευε πως θα συναντούσε τέτοιον έρωτα στη ζωή της αλλά ούτε κ πως θα μπορούσε τόσο πολύ να αγαπηθεί. Κάθε βράδυ ταξίδευε μαζί του στον παράδεισο.

Τα πρωινά προσγειωνόταν στην πραγματικότητα και πουλούσε τις κρέμες της στα πανηγύρια χαρίζοντας ελπίδα και γιατρειά πολλές φορές στον κόσμο που ζητούσε τη βοήθεια της. Μάλιστα η πελατεία της αυξανόταν καθώς τα καλά αποτελέσματα της δουλειάς της ταξίδευαν στις γύρω περιοχές μαζί με τα σχόλια για τη σπάνια ομορφιά της.

Όπου έστηνε τον πάγκο της μαζευόταν κόσμος γύρω της, άλλοι για να ψωνίσουν, άλλοι για να ειρωνευτούν κι άλλοι για να θαυμάσουν αυτό το μαγικό πλάσμα. Αυτούς τους τελευταίους η Αϊσέ σημασία δε τους έδινε, όσο κι αν προσπαθούσαν να της τραβήξουν την προσοχή με γλυκόλογα και λογής – λογής καλοπιάσματα και καμώματα. Κι όσο δεν τους έδινε σημασία τόσο σκύλιαζαν αυτοί που τόλμησε αυτή, μια γύφτισσα, να τους αγνοήσει.

Μια μέρα πέρασε απρόσμενα ο Αύγουστος από το παζάρι να κάνει κάποιες αγορές και να δει και την καλή του. Αυτό που είδε δεν του άρεσε καθόλου . Ένας λιμοκοντόρος, της κρατούσε το χέρι
 [Αυτό το χέρι είναι δικό μου, μόνο εγώ μπορώ να το κρατώ!]
και το έφερνε κοντά στο στόμα του. Ο θυμός, η ζήλια κι ο εγωισμός σα χέρι ατσάλινο έσφιξαν το νου του και τον στραγγάλισαν .

Όσο κι αν του εξήγησε αργότερα η Αισέ, όσο κι αν προσπάθησε να τον ηρεμήσει, δε τα κατάφερε. Δεν ξανάγινε ποτέ όπως ήταν. Έμεινε καχύποπτος, γκρινιάρης και μουρτζούφλης.

Βοήθησε σ’ αυτό βέβαια και η μάνα του, που όταν έμαθε με ποια έμπλεξε ο γιός της, αφού μαλλιοτραβήχτηκε, απείλησε πως θα της έρθει συγκοπή και θα πεθάνει, πως θα πέσει από τον αψηλότερο γκρεμό να τσακιστεί να μη βλέπει τα καμώματα του κανακάρη της κι ένα σωρό άλλα παρόμοια τρομακτικά, είδε κι απόειδε και το γύρισε στο να του λέει ιστορίες για τη ράτσα των τσιγγάνων που δεν έχουν μπέσα, που δεν λογαριάζουν πατρίδα και γη κι άνθρωπο ξένο δεν αγαπούν, μα μόνο τον εκμεταλλεύονται. Τέτοια κι άλλα πόσα τέτοια ψέματα του έλεγε.

Είπε, είπε, άρχισε ο Αύγουστος να επηρεάζεται. Πήρε τότε να ηρεμεί κι η μάνα του που είδε πως τα λόγια της επιτέλους έπιαναν τόπο. Πολύ είχε φοβηθεί, γιατί το διάστημα που ήταν μ αυτήν, ο γιός της ξέχασε και όνειρα και σπουδές και δικηγορία.

Άρχισε να αραιώνει τις επισκέψεις του ο Αύγουστος, βρίσκοντας δικαιολογίες πολύ πιστευτές στην αρχή. Η Αϊσέ δεν υποψιάστηκε τίποτα όμως ένα σκοτεινό όνειρο ήρθε το βράδυ και της τάραξε τη γαλήνη. Μαύρα πουλιά, τεράστια, ήρθαν κι άρπαξαν τον αγαπημένο της από την αγκαλιά της. Ξύπνησε κάθιδρη, αλλά για πρώτη φορά αποφάσισε ν’ αψηφήσει τ’ όνειρο – ίσως γιατί δεν άντεχε τον πόνο που θα της προκαλούσε. Είπε πως μάλλον έφταιξαν οι μελιτζάνες που έφαγε για βραδινό που τη βαρυστομάχιασαν κι έβλεπε εφιάλτες.

Τον Αύγουστο τον είδε δύο φορές ακόμη και μετά χρειάστηκε να απουσιάσει για μια βδομάδα, όπως της είπε, για να τακτοποιήσει μια δουλειά.

Τότε ήρθε το όνειρο, ή όραμα ήταν; μα τι σημασία έχει πια; Σαν αστραπή έσκασε στο κεφάλι της η εικόνα του, να κρατά  στο χέρι δαχτυλίδι και να το φοράει σε άλλη. Σαν να την χτύπησαν χιλιάδες κεραυνοί, το μυαλό της σάλεψε, δεν άντεξε την προδοσία, την ατιμία του. Άρχισε να τρέχει σα δαιμονισμένη, ουρλιάζοντας σαν πληγωμένο ζώο, κλαίγοντας με αναφιλητά. Έφτανε στην ιτιά της που την περίμενε να την παρηγορήσει.

Τότε της έπεσε το μαντήλι της, εκείνο το κόκκινο της φωτιάς που της είχε χαρίσει ο Αύγουστος για να της θυμίζει τη φλόγα του έρωτά τους . «Αυτός ο έρωτας με σκότωσε», ψέλλισε και μ’ αυτό έβαλε τέλος στη ζωή της, δένοντάς το στο λαιμό της.

Το σώμα της ταλαντεύτηκε και τρεμούλιασε λίγο καθώς κρεμόταν από τα κλαδιά της ιτιάς, μα η ψυχή της ήθελε γρήγορα να φύγει κι έτσι ο θάνατος δεν άργησε να έρθει.

Τότε άρχισαν να εμφανίζονται δειλά στην αρχή, ξεθαρρεύοντας  αργότερα, άντρες από αυτούς που την θαύμαζαν αρρωστημένα και την λαχταρούσαν κρυφά. Ο πόθος, ο θυμός της απόρριψης, η ζήλια, τους τύφλωσαν.

Όλοι ήθελαν να την αγγίξουν στην αρχή μόνο, όμως μετά, αυτό δεν έφτανε, ήθελαν να την νιώσουν, να τη γευτούν, μαζεύτηκαν σαν τις πεινασμένες ύαινες γύρω της, τη μύριζαν, την έγλειφαν, κάποιοι άρχισαν να δαγκώνουν για να γευτούν τη σάρκα της, τραβούσαν τις μπούκλες της ξεριζώνοντας τες, έσκισαν τα ρούχα της,  έγδαραν το δέρμα της για να πάρουν μαζί  τους κάτι δικό της.

Άφησαν κρεμασμένο ένα κουφάρι που δύσκολα καταλάβαινες αν ήταν ζώο ή άνθρωπος. Κάθε ομορφιά, είχε εξαφανιστεί.

Την άλλη μέρα το σώμα δεν υπήρχε πουθενά.  Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε.

Μόνο, ορισμένες φορές όταν φυσάει, αν κάποιος κοιτάξει ψηλά στα φύλλα της ιτιάς ίσως δει να ανεμίζουν πένθιμα μερικές  μαύρες μπούκλες.  Μα ίσως πάλι και να ‘ναι ιδέα του.

~ ~

Ο Αύγουστος δεν ξαναφάνηκε ποτέ . Ούτε ενδιαφέρθηκε να μάθει τι απέγινε η έρμη η Αϊσέ.

« Για κάποιους βλέπεις ο έρωτας είναι πνοή ζωής και για άλλους είναι μια φούσκα που φουσκώνει και μετά σκάει μην αφήνοντας τίποτα  άλλο παρά μόνο λίγα σάλια που βιαστικά τα ρουφάνε και συνεχίζουν το δρόμο τους».  Αυτά είπε η γιαγιά Ερασμία σκουπίζοντας με την ανάστροφη ένα δάκρυ της· και σώπασε για πάντα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Νατάσα Τόλιου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Έπαιξε με τον μαγικό ρεαλισμό και με την πλοκή, βάζοντας το τέλος της ιστορίας στην αρχή.

Η φωτογραφία είναι του Πάτρικ Νίκολας.