Φασολάδα στο χωριό

0
367

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι R-2-1024x877.jpg

“Πού είναι πάλι ο γιος σου;” ρώτησε η κυρά-Μαρία το Νώντα μόλις μπήκε στο σπίτι· ούτε τις λασπωμένες μπότες του δεν είχε προλάβει να βγάλει.

“Ακόμα δεν γύρισε το ρεμάλι; Πριν από ώρες τον άφησα να φύγει από τον ελαιώνα”.

“Νώντα, ανησυχώ” είπε η κυρά-Μαρία τραβώντας απότομα την κουρτίνα για να δει έξω. “Δεν είναι καλά το παιδί, όλο τριγυρίζει και δεν μας λέει τι κάνει. Τι καταλαβαίνεις που τον τραβάς με το ζόρι στα χωράφια κάθε μέρα;”

“Βάλε να φάμε Μαριώ κι άσε τα πολλά λόγια. Τι έφκιασες;”

Εκείνη τον αγριοκοίταξε.
“Ρεβίθια”.

Ο Νώντας στραβομουτσούνιασε.

“Πρέπει να τον πιάσεις να του μιλήσεις. Άκουσες τι είπε ο δάσκαλος, του παιδιού τού κόβει, πρέπει να το στείλουμε στην πόλη να σπουδάσει”.

Ο Νώντας σκάλισε τα ρεβίθια γρυλίζοντας.

“Πες μωρέ καμιά κουβέντα! Παιδί σου είναι, θες να φάει τη ζωή του στο χωριό σαν εσένα;”

“Μαρίκα, ποιος θα τρυγάει μετά, ποιος θα μαζεύει τις ελιές; Να τον στείλω στην πόλη να κάνει τι, να γίνει γραμματιζούμενος κονιόρδος; Κι εμένα ποιος θα με βοηθάει;”

“Εγώ σ’ το λέω, το παιδί αντιδράει που δεν τ΄ αφήνεις να πάει σχολείο. Ο Γιώργος τ’ αγαπάει τα γράμματα και του τα στερείς”.

“Ήμαρτον Θεέ μου νυχτιάτικα, τρελάθηκε”.

Ακούστηκε το ανεπαίσθητο τρίξιμο της πόρτας κι ο Γιώργος ξεπρόβαλε δειλά στο κατώφλι της κουζινούλας.

“Πού ήσουν ρε σουρτούκη; Και καλά εμένα, γραμμένο μ΄ έχεις, τη μάνα σου που ξεροσταλιάζει πάνω από το παράθυρο να σε περιμένει, δεν τη λυπάσαι;”

“Στον Κώστα ήμουνα μωρέ, διαβάζαμε!”

Η κυρά-Μαρία κοίταξε το Νώντα με ένα ύφος “Τα βλέπεις; Σ’ τα ‘λεγα!”

~.~

Η κυρά-Χριστίνα έριξε μερικά ξύλα στη σόμπα κι έβαλε την τηλεόραση να παίζει. Χωρίς τον κυρ-Φώτη δεν είχε τι άλλο να κάνει πια. Τα πρωινά μαγείρευε, φρόντιζε το περιβόλι και τις κότες μα τα απογεύματα τα περνούσε μοναχικά στο κύριο δωμάτιο του σπιτιού που χρησίμευε και σαν τραπεζαρία και σαν καθιστικό. Έλειπε κι ο Κώστας πολλές ώρες πλέον. Μόλις έτρωγαν μεσημεριανό, έπαιρνε τους δρόμους και γυρνούσε, συχνά, αφού εκείνη είχε κοιμηθεί.

Το σπίτι είχε ρημάξει κατά τόπους και κανείς τους δεν μπορούσε να το επισκευάσει. Ο κυρ-Φώτης δεν τους άφηνε ποτέ να σκοτίζονται για τέτοια πρακτικά ζητήματα. Οι συσσωρευμένες ζημιές έμεναν εκεί να τους θυμίζουν την ξαφνική απώλεια.

Το χειρότερο από όλα ήταν ότι ο Κώστας δεν μιλούσε πια κι αυτό πονούσε πολύ τη μάνα του. Είχε αδυνατίσει, ήταν κάτασπρος, τα μάτια του είχαν γίνει δύο σκιερές κόγχες στο πρόσωπό του. Ήταν ευαίσθητο παιδί, μόνο εκείνη ήξερε πόσο, όμως όλες οι προσπάθειες της έπεφταν στο κενό. Για να της δώσει και λογαριασμό πού πήγαινε, ούτε λόγος. Μια μέρα παραφύλαξε και τον ακολούθησε να δει πού πάει, αλλά εκείνος την πήρε χαμπάρι κι έγινε το σώσε. Ήταν ολόκληρος άντρας πια, δεν το επέτρεπε. Η κυρά-Χριστίνα λυπήθηκε πολύ για την τροπή των πραγμάτων, αλλά το δέχτηκε. Προσευχόταν μόνο να μην έχει μπλέξει κάπου ο μοναχογιός της.

Το μάνταλο της πόρτας απελευθερώθηκε και κρύος αέρας μπήκε μαζί με τον Κώστα στο χώρο.

“Καλώς τον λεβέντη μου! Να σου βάλω να φας;”

~.~

“Πού είναι πάλι το γαϊδούρι;” μούγκρισε ο Αντρέας επιστρέφοντας κι αυτός από τις ελιές.

“Μη το λες έτσι το παιδί” τον μάλωσε η γυναίκα του.

“Και πώς να το πω; Στο σχολείο σκράπας, στα χωράφια δεν έρχεται, όλη μέρα σούρ’ τα-φέρ’ τα στο καφενείο είναι”

“Γι’ αυτό εσένα σου το σκάει συνέχεια, ενώ εγώ που τον παίρνω με το καλό, τον πιάνει το φιλότιμο και με βοηθάει”

“Εμ, βέβαια, στη μάνα του δεν χαλάει χατίρι… Εσύ μικρή πού γύρναγες;”

“Εγώ θα την πληρώσω τώρα; Κι αν θέλετε να ξέρετε, εγώ είδα τον Δημήτρη να τριγυρίζει μ΄ αυτή την πάνω-χωρίτισσα μετά τις ελιές”

“Ορίστε, πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις πίσω από ένα φουστάνι θα γυρνοβολάει” εξερράγη ο Αντρέας εκτοξεύοντας φασολάδα ολούθε.

“Σταμάτα βρε, βρήκε νύφη ο γιος μας. Την έχω δει κι εγώ, είναι η Βιβή, η ανιψιά της Αριστέας, όμορφη κοπέλα, πρόσχαρη, ευγενική, είναι χάρμα οφθαλμών. Ευχαριστώ Παναγία μου που την έκανες να στραβωθεί για το γιο μας γιατί δεν έβλεπα χαΐρι”.

“Κατίνα, όλα τα ταίριαξες εσύ, μπράβο, καλά στέφανα, ΕΜΕΝΑ ΠΟΙΟΣ ΜΕ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΙ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ;” εξερράγη πάλι χύνοντας τις ελιές.

“Χαμογέλα λίγο, βρε μουντρούχο! Αντί να χαρείς που το παιδί δεν έχει μπλέξει πουθενά, που είναι ακόμα εδώ μαζί μας, που θα μας φέρει νύφη, θα δούμε εγγόνια…”

“Όλα τα μάντεψες, δε σου ξέφυγε οξεία Κατίνα. Το ξέρεις μωρέ ότι κάτω στο καφενείο παίζει ζάρια; Κι όχι μόνο αυτό, κλέβει και τους άλλους κιόλας! Σήμερα ήρθε και μου ζήτησε ο Μπάνης τα χαμένα του. Με τι μούτρα θα κυκλοφορήσω εγώ στο χωριό;”

Η πόρτα άνοιξε με πάταγο, είχε χαλάσει ο μεντεσές κι ακόμα να τον φτιάξουν.

“Καλώς τον!” φώναξε περιχαρής η μάνα του.

“Και βίον ανθόσπαρτον” μούγκρισε ο πατέρας του μπουκωμένος φασόλια.

~.~

Ο Γιώργος, ο Κώστας, ο Δημήτρης και ο Γιάννης μπήκαν μέσα στο εγκαταλελειμμένο σπίτι από το σπασμένο παράθυρο. Το σπίτι το είχαν κάτι Αυστραλοί ξάδερφοι κάποιου χωριανού και είχαν σταματήσει πια να έρχονται. Ήταν σε ένα απόμερο σημείο, μέσα στα δέντρα και μακριά από τα σπίτια, από κάτω περνούσε ένα ερημικό δρομάκι κι έβλεπε τη θάλασσα.

Έκλεισαν τις βαριές κουρτίνες στα παράθυρα που έβλεπαν στα δίπλα χωράφια, έστησαν ένα στρώμα όρθιο να καλύπτει τον παράθυρο απ’ όπου μπήκαν και άναψαν τα κεριά στο καθιστικό. Έβγαλαν από τις τσέπες τους τις πενταροδεκάρες και ο Γιάννης εμφάνισε την τράπουλα.

Από τότε που είχαν μάθει πόκα από κάτι διερχόμενους το καλοκαίρι στο καφενείο του χωριού, μαζεύονταν ανελλιπώς κάθε απόγευμα μετά τις ελιές και έπαιζαν με τις ώρες. Δεν είχαν πει σε κανέναν άλλο αφενός γιατί δεν ήθελαν τα μεγαλύτερα παιδιά να τους χαλάσουν το παιχνίδι κι αφετέρου γιατί δεν ήθελαν κάποιο μικρό να πάει να μαρτυρήσει στους γονείς και να έβρισκαν κανένα μπελά. Μια χαρά την άραζαν οι τέσσερις τους, άντε και κανένας περιστασιακός που συνήθως τον έγδερναν, παίζοντας, συζητώντας και γελώντας. Πάντα βέβαια φρόντιζαν να γυρίζουν σπίτι πριν τους πατεράδες τους για να μην έχουν τη γκρίνια ή αρχίσουν να τους υποπτεύονται.

Εκείνο το βράδυ όμως το ρολόι του Γιάννη σταμάτησε να δουλεύει και δεν το πήρανε πρέφα. Μόνο όταν άρχισαν να κλείνουν τα βλέφαρα τους έδωσαν σημασία στην καμπάνα που χτυπούσε εννέα.

“Κοίτα το μπάσταρδο, πάλι του άνοιξε απόψε”.

Ο Γιάννης μάζεψε άρον άρον την τράπουλα και τα κέρδη του και έφυγαν τρέχοντας για τα σπίτια τους.

Άλλο ένα βράδυ είχε περάσει χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Αναστασία Φ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής