Το ξεκαθάρισμα

0
542

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι R-1.jpg

Ζαλίζομαι… Βυθίζομαι σε ένα μέρος χωρίς πόνο ή συγκροτημένες σκέψεις. Νομίζω ότι ακούω σειρήνες. Αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρος. Από ασθενοφόρο ή περιπολικό; Δεν ξέρω. Και στις δυο περιπτώσεις είμαι χαμένος. Τουλάχιστον έγινε το ξεκαθάρισμα.

***

Λίγη ώρα ακόμη. Λίγη ώρα, και θα κλείσω τους λογαριασμούς μου μ’ αυτό το καθίκι. Θα του έρθει από εκεί που δεν το περιμένει. Μετά δεν με νοιάζει ό,τι και να γίνει. Απόψε θα τον εκδικηθώ. Τα καρφιά δεν πρέπει να μένουν ατιμώρητα…

Ανάβω ένα τσιγάρο και απολαμβάνω κάθε ρουφηξιά, καπνίζοντάς το αργά. Στριμώχνω προσεχτικά το αποτσίγαρο στο τασάκι, που δεν θέλει και πολύ για να ξεχειλίσει. Κατεβάζω άλλο ένα ποτήρι ουίσκι. Σε λίγο θα τελειώσει και το δεύτερο μπουκάλι Highland Park. Επιτέλους… Ο πόνος στο κεφάλι μου αρχίζει να μαλακώνει. Έχω πιεί τόσο αλκοόλ, όσο χρειάζεται για να μπορώ να είμαι ο εαυτός μου.

Ελέγχω για τελευταία φορά το Springfield Armory. Το όπλο αυτό, δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ. Έχω βάλει τον σιγαστήρα· ο γεμιστήρας είναι στη θέση του και έχω έτοιμο άλλον έναν, εφεδρικό. Αν όλα πάνε καλά, δυο-τρεις σφαίρες θα είναι αρκετές. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Καλύτερα να είμαι προετοιμασμένος για όλα. Επεξεργάζομαι και παρατηρώ το όπλο μου κάτω από το κιτρινωπό φως της λάμπας και με κατακλύζει μια περίεργη αίσθηση, ότι με κοιτάζει κι αυτό· σαν να ανυπομονεί να εκτελέσει το καθήκον του. Σαν να έχει κι αυτό διαφορές με το καρφί, τον ρουφιάνο που το έκανε για χρόνια να σωπάσει. Σε λίγο, θα τραγουδήσει για άλλη μια φορά, μετά από πολύ καιρό. Θα τραγουδήσει, για να ευχαριστήσει εμένα.

Σηκώνομαι και πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρα για να ντυθώ. Φοράω ένα λευκό πουκάμισο, και το συνδυάζω με ένα blue navy κοστούμι. Κλασικό. Κανονικά δεν φοράω γραβάτα, γιατί τις σιχαίνομαι. Απόψε όμως θα κάνω μια εξαίρεση. Είναι παραμονή Χριστουγέννων και ειδική περίσταση. Διαλέγω μια σκουρόχρωμη πορφυρή γραβάτα, στο χρώμα του αίματος. Περνάω το Springfield Armory στη θήκη κάτω από τη μασχάλη μου. Το μακρύ μπλε παλτό μου, το κρύβει υπέροχα. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι οπλοφορώ. Έτοιμος.

Κατεβαίνω από το διαμέρισμα και πηγαίνω προς το αυτοκίνητο. Το κρύο είναι τσουχτερό, αλλά δεν με ενοχλεί. Μπαίνω γρήγορα στη Mercedes και οδηγώ προς το κέντρο της πόλης. Η Λάρισα είναι ντυμένη στα γιορτινά της. Πλήθος κόσμου κυκλοφορεί στους δρόμους. Φαίνονται χαρούμενοι και έχουν ετοιμαστεί για το ρεβεγιόν. Και εγώ σε γιορτή πηγαίνω. Αλλά δεν με νοιάζει να γιορτάσω τα Χριστούγεννα. Πηγαίνω να αρπάξω το δώρο μου. Γιατί πολύ απλά, ήμουν και φέτος κακό παιδί.

Φτάνω στο Canon, το πιο δημοφιλές club της Λάρισας τα τελευταία χρόνια. Φανταστικό όνομα για club. Πηγαίνω στο παρκινγκ, ώστε να αφήσω το αυτοκίνητο σε ένα σημείο, που αν χρειαστεί θα μπορώ να φύγω ανενόχλητος και τάχιστα. Αφού παρκάρω, κατευθύνομαι προς την είσοδο του μαγαζιού. Κοιτάζω ψηλά τον ουρανό και βλέπω τα αστέρια και την καθαρή ατμόσφαιρα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, αλλά αμέσως το μετανιώνω και νιώθω αηδιασμένος. Από το μαγαζί αναβλύζει μια δυσωδία· μια βρόμα που δεν μπορούν να την προσέξουν όλοι. Μόνο όσοι έχουν αλλεργία στους ρουφιάνους μπορούν να τη διακρίνουν. Και το Canon, ήταν του Διονύση Πάπας, του Ντένις, όπως τον ξέρουν όλοι στην πιάτσα. Του πρώην συνεργάτη μου και του πρώην κολλητού μου φίλου. Του Ντένις, που με κάρφωσε στους μπάτσους για να τη βγάλει καθαρή και έφαγα εφτά χρόνια φυλακή. Μεγάλη η βρόμα που αναβλύζει από το μαγαζί, μα για λίγο, μέχρι να τον καθαρίσω, θα την αντέξω.

Μπαίνω στο club και κατευθύνομαι προς το μπαρ. Κάθομαι σε ένα σημείο που έχω οπτική επαφή με τα VIP τραπέζια. Η μουσική είναι δυνατά, αλλά αυτό δεν με αποσυντονίζει. Παραγγέλνω ένα ουίσκι, και το πίνω μονορούφι. Παραγγέλνω άλλο ένα, πιο πολύ για να αναπληρώσω τη σωστή ποσότητα αλκοόλ στο αίμα μου. Δεν έχει περάσει παρά μια ώρα και να, που τον βλέπω να βγαίνει από το γραφείο στο πατάρι και να πηγαίνει προς το τραπέζι του. Ετοιμάζομαι. Πληρώνω τον μπάρμαν – δεν θέλω να χρωστάω αν πάθω κάτι – και κατευθύνομαι προς τα VIP.

Το βλέμμα μου είναι καρφωμένο πάνω στον Ντένις. Εκείνος δεν με έχει δει. Το δεξί μου χέρι πηγαίνει προς το εσωτερικό του παλτού μου και πιάνει το Springfield Armory. Θα τραγουδήσεις για μένα σε λίγο, έστω και ψιθυριστά. Περνάω ανάμεσα από τον κόσμο. Λίγα μέτρα με χωρίζουν από τον στόχο. Πάω να το τραβήξω για να τον σημαδέψω, μα νιώθω ένα χέρι στο στήθος μου που προσπαθεί να με συγκρατήσει. Πιάνω τον καρπό του ενστικτωδώς. Το χέρι είναι το πιο απαλό που έχω ακουμπήσει. Τόσο απαλό, όπως θα είναι το άγγιγμα ενός αγγέλου. Αν υπάρχουν άγγελοι. Κοιτάζω προς τη μεριά της, και βλέπω τη μόνη γυναίκα που αγάπησα, σαν να ξεπρόβαλε μέσα από τις πιο βαθιές επιθυμίες των ονείρων μου. Νιώθω μπερδεμένος, αλλά βλέπω την Εύα. Είναι εδώ, μπροστά μου. Με σάρκα και οστά.

«Άλκη;» είναι το μόνο που ακούω από όσα μου λέει, καθώς με τραβάει κοντά της. Τα σμαραγδένια της μάτια σχεδόν με υπνωτίζουν. Για λίγο ξεχνάω τον Ντένις, το Springfield Armory, τη φυλακή, τη βρόμα που μυρίζω μόνο εγώ, και μένω αποσβολωμένος να την κοιτάζω. Κρατάω ακόμα το χέρι της Εύας, κι αφού  περνούν μερικά δευτερόλεπτα ή λεπτά, –δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς-  ξανακοιτάζω προς τη μεριά του Ντένις, και τον βλέπω να κατευθύνεται πίσω, προς το γραφείο του. Η στιγμή που θα μπορούσα να χτυπήσω, χάθηκε. Θα πρέπει να τον ακολουθήσω στο γραφείο, ή να τον περιμένω ξανά.

Η Εύα με τραβάει κοντά της και μου φωνάζει στο αυτί.

«Πάμε έξω, στο σοκάκι πίσω από το μαγαζί, για να μιλήσουμε. Εδώ δεν μπορώ να σε ακούσω».

Προσπερνάω τον κόσμο που χορεύει, ενώ η Εύα με ακολουθεί, διατηρώντας μια μικρή απόσταση. Πηγαίνω στην πίσω μεριά του μαγαζιού, στο σκοτεινό σοκάκι και την περιμένω. Δεν αργεί. Ξεπροβάλει από τη γωνία, και λες και εκπέμπει η ίδια φως, το σκοτάδι του σοκακιού εξαφανίζεται. Έρχεται κοντά μου και με αγκαλιάζει σφιχτά, με τη λαχτάρα που έχει κάποιος, όταν βλέπει κάτι ανέλπιστο.

Της λέω για τον Ντένις, πότε και πώς έμαθα ότι με πούλησε στους μπάτσους για να τη γλιτώσει. Της λέω ακόμα και για την απόπειρα δολοφονίας που οργάνωσε εναντίον μου, όσο ήμουν στη φυλακή. Στο τέλος, της αποκαλύπτω ότι απόψε, ήρθα να τον σκοτώσω.

«Το ξέρεις ότι έχουμε σχέση με το Ντένις;»

«Το είχα ακούσει. Αλλά δεν ήξερα ότι ήσασταν ακόμα μαζί».

«Όταν μπήκες στη φυλακή, εκείνος με στήριξε και με παρηγόρησε. Ήρθαμε πιο κοντά και γίναμε ζευγάρι. Ποτέ δεν έμαθα ότι σε πούλησε. Άλκη, δεν περνάω καλά μαζί του. Μου φέρεται άσχημα. Ούτε τον αγαπώ. Αγαπώ ακόμα εσένα. Ποτέ δεν σταμάτησα να σε σκέφτομαι. Θέλω να σε βοηθήσω. Με όλα αυτά που σου έκανε, με αηδιάζει. Πάμε στο σπίτι μου. Ο Ντένις δεν πρόκειται παραμονή Χριστουγέννων, με γεμάτο το μαγαζί, να έρθει. Θα πάει στο δικό του αργά, ίσως και λίγο πριν το μεσημέρι. Θα σκεφτούμε ένα καλύτερο σχέδιο».

Τα χείλη της, τα μαλλιά της, η φωνή της και όλο της το σώμα, μου υπόσχονται τον παράδεισο, αλλά και την κόλαση μαζί, αν την ακολουθήσω. Δεν αργώ να το αποφασίσω. Θα πρέπει να χτυπήσω τον Ντένις με τη βοήθεια της Εύας. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι.

Παίρνω το αυτοκίνητο, και την ακολουθώ. Όταν ανεβαίνουμε στο διαμέρισμά της, κανείς από τους δυο μας δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Κάνουμε έρωτα παθιασμένα, σαν να πρέπει μέσα σε μια νύχτα να αναπληρώσουμε και τα εφτά χαμένα χρόνια. Ανάβουμε ένα τσιγάρο και η Εύα κουρνιάζει πάνω μου.

Ακούω έναν απότομο θόρυβο που με βγάζει από τη χαλαρή κατάσταση που βρίσκομαι. Ο Ντένις μπαίνει στο δωμάτιο και με σημαδεύει με ένα περίστροφο.

«Έτσι κάνουν οι φίλοι ρε Άλκη; Έχεις να με δεις εφτά χρόνια, κι αντί να μείνεις στο μαγαζί να σε κεράσω, φεύγεις με την γκόμενα μου για να την πηδήξεις;»

Όσο ο Ντένις μιλάει, σέρνω το χέρι μου κάτω από τα ρούχα, και πιάνω το  Springfield Armory. Ανασηκώνομαι και τον σημαδεύω κι εγώ.

«Άντε γαμήσου ρε μαλάκα ρουφιάνε, που θα μου τη βγεις κι από πάνω».

Ο Ντένις βρυχάται όλο μίσος και πυροβολεί.

«Όχι!» φωνάζει η Εύα και πετάγεται μπροστά μου. Προτού νιώσω κάψιμο και πόνο στο αριστερό στήθος, προλαβαίνω να πυροβολήσω δυο φορές.

Ο Ντένις τινάζεται προς τα πίσω και πέφτει κάτω νεκρός, με μια μεγάλη τρύπα κάτω από το αριστερό του μάτι, κι άλλη μια στο μέτωπο.

Η Εύα είναι πάνω μου. Βλέπω το στήθος της να έχει πλημυρίσει με αίμα. Δεν φαίνεται να αναπνέει. Βάζω τα δάχτυλα μου στην καρωτίδα της. Τίποτα. Νεκρή. Η σφαίρα της προκάλεσε διαμπερές τραύμα στην καρδιά και σφηνώθηκε ύστερα στο αριστερό μου στήθος.

Ζαλίζομαι… Προσπαθώ να σηκωθώ, αλλά δεν τα καταφέρνω. Είμαι δίπλα στην Εύα. Όλα γύρω μου γυρίζουν και σκοτεινιάζουν. Ζαλίζομαι… Ζαλίζομαι…

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η φωτογραφία είναι από την αφίσα της νουάρ ταινίας των αδελφών Κοέν “Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί.”