Ο κυνηγός της ευτυχίας

0
677

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι A-traditional-horse-race-in-the-steppe.-Yenisei-River-Kyzyl.-Russia-2018.-From-the-series-%E2%80%98Hiding-from-Baba-Yaga.-1024x819.jpg

Σαν πλάνητας περιηγήθηκα μες στη ζωή, λαχταρώντας να βρω την ευτυχία. Δεν ήξερα τι ακριβώς έψαχνα, μιας και δεν γνώριζα τη μορφή ή την υπόστασή της, όμως ένιωθα πως τίποτα άλλο δεν είχε νόημα ή σημασία, πέρα από το να καταφέρω να τη βρω. Αρχικά την έψαξα σε βεβαιότητες κοντινές και γνώριμες κι ύστερα σε πλάνες μακρινές και ξένες. Πουθενά δεν βρήκα κανένα ίχνος ή σημάδι της. Δεν απογοητεύτηκα όμως. Ούτε έχασα την προσήλωσή μου στον στόχο. Απέφυγα κάθε εφήμερη απόλαυση και συνέχισα την αναζήτηση μου σ’ άλλα μέρη, σ’ άλλους χρόνους, σ’ άλλους καιρούς. Την έψαξα παντού, μα ούτε τότε κατάφερα να τη συναντήσω.

Ώσπου μια μέρα, κοίταξα πίσω μου τη γη, να δω τα βήματα μου, μήπως και ξέχασα από κάπου να περάσω και εκεί να επιστρέψω. Και τότε παρατήρησα πως σε όλη τη διαδρομή, όπου κι αν είχα πατήσει, δε είχε φυτρώσει τίποτα άλλο παρά μόνο πέτρες και βράχοι.

Τρόμαξα.

Γιατί τα πέλματά μου να μην σπέρνουν ζωτικότητα, αλλά να δημιουργούν κακοτράχαλους και άψυχους σχηματισμούς;

Ένιωσα μια περίεργη ανησυχία να με κυριεύει· μια αίσθηση, πως δεν ήμουν πια ο εαυτός μου, πως άλλαξα και πλέον ήμουν κάποιος άλλος. Άραγε, πώς θα έβρισκα την ευτυχία, αν δεν ήξερα ποιος είμαι; Με κατέκλυσε η επιθυμία να κοιταχτώ στον καθρέφτη και να αντιμετωπίσω την αλήθεια μου. 

Κι όταν αντίκρισα το είδωλο μου, δεν είχα ούτε την όψη του παιδιού που θυμόμουν ότι είχα υπάρξει, αλλά ούτε του ενήλικα που ήξερα ότι ήμουν. Ούτε καν κάποιου γέρου που με λίγη φαντασία, θα μπορούσα να πω, πως σε μερικά χρόνια θα του έμοιαζα. Αντίκρισα κάτι άλλο, που μου θύμιζε αμυδρά τον εαυτό μου. Ένα απολίθωμα. Μια μορφή εγκλωβισμένη σε έναν ψυχρό και τραχύ βράχο. Η έκπληξη μου ήταν μεγάλη. Δεν περίμενα να έχω μεταμορφωθεί σε κάτι μη ανθρώπινο.

Πήρα καλέμι και σφυρί και άρχισα να λαξεύω τον βράχο που είχα γίνει. Ήθελα να ξαναποκτήσω ανθρώπινη μορφή. Να μου ξαναδώσω ζωή. Και με κάθε χτύπημα, φόβοι, εξαρτήσεις και εμμονές αποκόπτονταν μαζί με τις λατύπες από πάνω μου. Και σιγά-σιγά, με κάθε πέτρα, με κάθε χαλίκι που εκσφενδονιζότανε μακριά από τα χτυπήματά μου, εγώ ξαλάφρωνα.

Τις παλάμες μου, που τις άφησα τελευταίες, όταν τις κοίταξα, δεν επιθυμούσα πια να τις λαξεύσω. Παρατήρησα τις γραμμές της μοίρας μου, και συνειδητοποίησα πως ήτανε σπασμένες. Μα ακόμα και αν τα βήματα μου είχαν σπείρει βράχια και της μοίρας μου οι γραμμές είχανε σπάσει, δεν ήθελα να αλλάξω το παρελθόν μου και ό,τι με έφερε ως εκεί, αλλά να ξαναβρώ τον εαυτό μου.

Κι όταν τα κατάφερα, με αγκάλιασε η κούραση όλης της προσπάθειάς μου. Έτσι πήγα και κάθισα σε έναν μεγάλο βράχο δίπλα στη θάλασσα, για να μπορέσω να ξαποστάσω. Οι βράχοι δεν θα μπορούσαν πια ούτε να με φοβίσουν, ούτε να με τρομάξουν. Ήταν αργά το απόγευμα και η καλοκαιρινή ζέστη είχε αρχίσει να γίνεται υποφερτή. Ένα ελαφρύ αεράκι χτύπησε το πρόσωπό μου και μου μετέδωσε λίγη από τη δροσιά του. Έμεινα ακίνητος και άκουσα τους φλοίσβους των κυμάτων να μου τραγουδούν την ομορφιά της αυγουστιάτικης θάλασσας. Μισόκλεισα τα μάτια μου. Και τότε ήταν που την είδα αμυδρά, να ατενίζει το πορφυρότερο λιόγερμα εκείνου του Αυγούστου. Ήταν η ευτυχία. Σχεδόν διάφανη, αφουγκραζόταν τον αέναο και αεικίνητο ήλιο, που έγερνε στη θάλασσα, για να σβήσει και να τελειώσει τη βάρδιά του. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Αγαλλίασα. Επιτέλους, την είχα βρει.

Κι ενώ ήμουν ακόμα μαγεμένος, την είδα να μικραίνει και να απομακρύνεται στον ορίζοντα, όπως ένα τρένο που φεύγει από τον σταθμό ή ένα καράβι που αφήνει το λιμάνι. Γιατί δεν έμενε μαζί μου η ευτυχία; Σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω στο κατόπι της. Η ευτυχία, ήταν μέχρι πριν από λίγο εκεί, μπροστά μου. Την είχα δει για λίγες στιγμές, μα τώρα έτρεχε μακριά μου, λες και προσπαθούσε να μου ξεφύγει.   Κι έτρεξα… Έτρεξα… Έτρεξα… Και κάποιες στιγμές νόμιζα πως την έβλεπα, αλλά δεν ήμουν και πάλι σίγουρος. Πέρασα από γνώριμα μέρη, από την περίοδο που την πρωτοέψαχνα. Δεν έδινα και πολύ σημασία που πήγαινα. Έπρεπε να νιώσω ξανά εκείνη την αγαλλίαση που μου πρόσφερε η ευτυχία.

Κι όπως έτρεχα, πέρασα δίπλα από έναν κήπο, που στο κέντρο του ήταν ένα λευκό τριαντάφυλλο, που ανέδυε το άρωμά του. Το άκουσα να με φωνάζει: «Έλα. Έλα σε μένα. Έχω πολύ ωραίο άρωμα. Ξέρω ότι θα σου αρέσει». Και εγώ πήρα μια βαθιά ανάσα και του απάντησα: «Άσε με τριαντάφυλλο, κυνηγάω την ευτυχία. Δε βλέπεις; Ως αύριο θα την έχω πιάσει. Αύριο θα έρθω. Αύριο».

Και λίγο πιο κάτω, ένα τραγούδι που κάποτε τραγουδήθηκε μόνο για μένα, μια νύχτα που ο έρωτας με είχε τρυπήσει με ένα βέλος, μου πρόσφερε γλυκό κρασί, και με τη μελωδία του, μου ζητούσε να κάτσω κοντά του. Και πάλι εγώ όμως του φώναξα, χωρίς να σταματήσω: «Άσε με τραγούδι, μην με ζητάς. Κυνηγάω την ευτυχία. Αύριο θα την έχω πιάσει, και τότε θα σ’ ακούσω. Αύριο θα έρθω. Αύριο». Κι απομακρύνθηκα. Και άκουγα τη μελωδία του να ξεθυμαίνει όσο απομακρυνόμουν καταδιώκοντας την αόρατη ευτυχία.

Κι ένα παιδί, που ήταν ίδιο με μένα όταν ήμουν στην ηλικία του, έπαιζε στο σκάμμα μιας παιδικής χαράς. Με είδε να τρέχω και μου φώναξε. «Θέλεις να παίξουμε; Θα μου άρεσε τόσο πολύ να παίξουμε μαζί!» Κι εγώ κοντοστάθηκα, μα δεν μπόρεσα να σταματήσω. «Αύριο καλό μου… Αύριο… Αύριο θα πιάσω την ευτυχία, και αμέσως μετά θα έρθω να παίξουμε… Αύριο…» Και δάκρυσα. Κι όμως έφυγα, χωρίς να κοιτάξω πίσω.

Και οι μέρες πέρασαν με το κάθε αύριο να διαδέχεται το επόμενο, κι οι μέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια. Κι ακόμα κυνηγούσα την ευτυχία χωρίς σταματημό. Την ένιωθα κοντά μου, κι ας μην την έβλεπα, αλλά κάθε τόσο, κάτι σαν μια ριπή αέρα την απομάκρυνε και δεν μπορούσα να την πιάσω.

Ώσπου έφτασα ξανά στον βράχο που είδα την ευτυχία για πρώτη φορά. Ήταν χειμώνας, κι ο ήλιος ήταν στο ψηλότερο σημείο του ουρανού. Τίποτα δεν θύμιζε εκείνο το δειλινό του Αυγούστου. Εξουθενωμένος κάθισα και αφουγκράστηκα τα κύματα που οι ρόχθοι τους ήταν δυνατοί και άγριοι. Κι ακόμα και αν οι λεπτομέρειες ήταν τόσο διαφορετικές, όλα μου θύμισαν εκείνη την αγαλλίαση που ένιωσα πριν χρόνια. Μισόκλεισα τα μάτια και τότε άκουσα μια φωνή που έμοιαζε σαν το θρόισμα του ανέμου:

«Πόσο πολύ σ αγάπησα! Τόσο πολύ, που σε έκανα να περάσεις από όλα τα μέρη που ήξερα ότι θα σε κάνανε ευτυχισμένο. Πόσο λυπήθηκα που δεν σταμάτησες πουθενά. Και δεν μου ταιριάζει να λυπάμαι. Σαν πεταλούδα, είναι λίγος ο χρόνος μου, κάθε φορά που με αντιλαμβάνονται. Κοίτα να μην χαλάσεις άλλον και από τον δικό σου χρόνο. Ποτέ δεν θα μπορέσεις να με πιάσεις. Το μόνο που μπορείς, είναι να με κάνεις να έρθω να σταθώ κοντά σου, τις στιγμές που δεν θα σκέφτεσαι τρόπους για να γίνεις ευτυχισμένος. Και όταν θα ζεις τη στιγμή, θα είσαι…»

Κι η ευτυχία χάθηκε ξανά.

Δεν μίλησα.

Δεν άνοιξα τα μάτια.

Άρχισα να αναστοχάζομαι, και απευθύνθηκα στον εαυτό μου.

«Οι άνθρωποι επιδιώκουμε την ευτυχία, για να δώσουμε ένα νόημα στη ματαιότητα της ύπαρξης. Δίνεται έτσι η ψευδαίσθηση της αιωνιότητας, σε ό,τι είναι από τη φύση του φτιαγμένο να φθαρεί και να πεθάνει. Πόσο πολύ προσπάθησα να την ξαναβρώ για να ξανανιώσω ευτυχισμένος. Κι από το τρέξιμο και το κυνήγι, ξέχασα να ζήσω. Κι αν δεν ζήσω πως θα ευτυχήσω; Πόσες φορές θυσίασα τη χαρά, την ανεμελιά, τον έρωτα για να βρω την ευτυχία! Και για να τη βρω, θυσίασα όλα αυτά που θα με έκαναν ευτυχισμένο. Αύριο, έλεγα… Αύριο. Αύριο θα έρθω στη χαρά. Αύριο θα έρθω στον έρωτα. Αύριο θα αγαπήσω. Κι όταν ήρθε το αύριο πάλι δεν ήμουν ευτυχισμένος. Θυσία οι στιγμές, το τώρα και το σήμερα για μια απροσδιόριστη ανταμοιβή. Φτάνει και ο αναστοχασμός… Ώρα να ζήσω».

Σηκώθηκα και βρήκα το παιδί να με περιμένει ακόμα στην παιδική χαρά. Αφού παίξαμε, πήγαμε στον κήπο για να θαυμάσουμε και να μυρίσουμε το εξαίσιο άρωμα του λευκού τριαντάφυλλου. Κι όλοι μαζί, τραγουδήσαμε ένα τραγούδι, που τους εξήγησα ότι μου άρεσε από τα παλιά. Θαρρώ πως κάποια στιγμή, άκουσα και μια άλλη φωνή να τραγουδάει μαζί μας. Ήταν μια φωνή που η χροιά της έμοιαζε σαν το θρόισμα του ανέμου.

Κι εκείνη τη στιγμή, ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Η φωτογραφία είναι της Nanna Heitmann, A traditional horse race in the steppe. Yenisei River, Kyzyl. Russia, 2018. From the series, ‘Hiding from Baba Yaga.’ Magnum Photography