—Ξένο αίμα—

0
229

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Funny-Modern-Animal-Oil-Painting-on-Canvas-the-Food-for-Mr-Frog-Hand-Painted-Glass-Frog.jpgτου Περικλή Πασχίδη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Από τα δέκα μου είχα ήδη μάθει και εμπεδώσει πως η οικογένεια ήταν εχθρός μου. Είχα ήδη συσσωρευμένες υπερβολικά πολλές αμαρτίες στην πλάτη μου. Πρώτη από όλες το ότι ήμουν ημίαιμος· γεννηθείς εις εξωτερικών εκ πατέρα Έλληνα, αλλά μητέρας ξένης! Δεύτερη, άθεος, μη βαφτισμένος κατά το ορθόδοξο δόγμα και μη μετέχον στα μυστήρια της εκκλησίας κατά τας Κυριακάς. Τρίτον, μάλλον κουνιστός. Είχα κάνει το λάθος να φιλήσω τον Παναγιωτάκη όταν έβαλε το γκολ που ξεκαθάρισε μια για πάντα ότι το ένατο δημοτικό ήταν κλάσεις ανώτερο από το τέταρτο. Δεν το λέω εγώ· μιλάνε τα δεδομένα.

Εκείνο το χριστουγεννιάτικο πρωινό, η μητέρα με έντυσε σαν το κουκλάκι της. Καθαρές λευκές κάλτσες, ψηλές μέχρι την γάμπα, χωμένα σε σκούρα καφέ παπούτσια. Κοντό, γκρι παντελονάκι με τιράντες και κολλαριστό πουκάμισο με παπιγιόν. Γιλεκάκι ασορτί με ένα μαντίλι στη τσέπη.

«Έχεις χαρτομάντιλα», είχε τονίσει. «Το μαντίλι δε θα το πειράξεις».

Ένα χοντρό παλτό από πάνω συμπλήρωσε το σύνολο.

Φτάσαμε στο σπίτι της γιαγιάς κατά τις δώδεκα. Παρκαρισμένα ολόγυρα στο τετράγωνο τα αμάξια των λοιπών συγγενών. Το σπίτι κατάμεστο. Οι γνωστοί χαιρετισμοί κι ασπασμοί, ευχές και χειραψίες.

Τα ξαδέλφια ήταν έξω στην αυλή, να παίξουν στο χιονάκι, που είχε ρίξει μόλις την προηγούμενη. Δεν ήταν πολύ. Καμία σχέση με αυτό που θυμόμουν από την Ολλανδία. Είχαν ήδη σκουπίσει την αυλή για να φτιάξουν έναν αξιοθρήνητο χιονάνθρωπο στο μέγεθος γάτας. Όταν τους το είπα, ο Μιχάλης, ο μεγαλύτερος, ήδη στα δεκάξι, μου ‘ριξε έναν μπάτσο που μ’ έστειλε δυο σβούρες. Η Νίνα, η μικρότερη, στα επτά, έβαλε τα κλάματα, κι όταν ήρθε η μητέρα της να μάθει τι και πώς, μου έβαλε τις φωνές πως δεν έπρεπε να μιλάω άσχημα.

«Εγώ, απλώς τους είπα για την Ολλανδία», απάντησα. «Εκεί έχει πολύ χιόνι κι οι χιονάνθρωποι είναι μεγαλύτεροι και—»

«Ας έμενες εκεί, τότες. Τι μας ήρθες εδώ;» πήρε την μικρή και μπήκε μέσα.

Μείναμε μονάχα τα τρία αγόρια. Ο Μιχάλης (ο άλλος), ήταν κοντά σε μένα, στα έντεκα, και πηγαίναμε μαζί στο ένατο. Δεν αργήσαμε να βρούμε κοινά για να μιλήσουμε. Κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση, Μίκυ Μάους και μπάλα. Με ρώτησαν αν κρύωνα με το κοντό παντελονάκι. Όχι πολύ, τους είπα.

«Το ξένο αίμα», συμφώνησαν κι οι δυο.

Μας φώναξαν για φαγητό. Πιάσαμε θέση στο τραπέζι για τα παιδιά, δίπλα από των μεγάλων. Κατσικάκι για τους άλλους, χοιρινό με κομπόστα μήλου για μένα. Το είχε ετοιμάσει η μητέρα μου από βραδύς. Τα σχόλια ήταν δηκτικά, αλλά κι αναμενόμενα. Το ήξεραν όλοι πως δε μου άρεσε το κατσικάκι, ούτε και το αρνί. Ούτε κι η φέτα. Ούτε και το παντζάρι. Γενικά δεν μου άρεσαν πολλά πράγματα.

«Έπρεπε να είχες μείνει στην Ολλανδία», σχολίασε κάποια στιγμή ο Μιχάλης Α’ από το τραπέζι των μεγάλων.

«Πως γίνεται να μην σ’ αρέσει η φέτα, αλλά να τρως την τυρόπιτα της γιαγιάς;» ρώτησε ο Μιχάλης Β’.

Ανασήκωσα τους ώμους. Απλά μου άρεσε. Είχα φάει ήδη δύο κομμάτια.

Μετά το φαΐ είπαμε ψέματα στους γονείς πως δήθεν θα πηγαίναμε βόλτα στο πάρκο. Όμως κρυφά είχαμε συμφωνήσει να κατεβούμε στο ποτάμι να πιάσουμε βατράχια. Κοντά ήταν και τα δύο. Εννοείται μας φόρτωσαν και την μικρή. Δε μας ένοιαζε. Θα βλέπαμε μετά πώς θα τα μπαλώναμε.

«Χοντρέ, κατέβα εσύ που φοράς κοντά να δεις αν έχει λάσπες», είπε ο Μιχάλης Α’.

Τότε ήμουν ακόμα ο Χοντρός. Το Αδερφή θα επισημοποιούνταν στο γυμνάσιο.

~

Στη πραγματικότητα το ποτάμι ήταν ένας ξεροχείμαρρος που έμοιαζε με ρυάκι. Είχε μήνες να βρέξει σωστά.

«Βρήκα έναν», φώναξε ο Β’ καθώς χτυπούσε με το παπούτσι του τα χώματα.

«Μη! Μη το σκοτώσεις!» τσίριξε η μικρή.

«Σκάσε», την μάλωσε ο Α’ καθώς έπιασε τον παγωμένο βάτραχο στα χέρια του.

«Είναι ζωντανός;» ρώτησα. Είχε κλειστά τα μάτια κι ήταν σκληρός, σχεδόν σαν πέτρα.

Ο Α’ μας εξήγησε πως πολλά βατράχια μπαίνουν σε χειμερία νάρκη. Δηλαδή, κοιμούνται όλο τον χειμώνα και ξυπνάνε την άνοιξη.

Ο Β’ εμφάνισε ένα μαχαίρι. Ήταν από το τραπέζι. «Ας το ανοίξουμε να δούμε πως είναι από μέσα».

Η μικρή έκανε να φύγει. Την άρπαξα από το μπράτσο και την κράτησα κοντά. «Σκάσε και κοίτα!» της φώναξα. Δεν θα την άφηνα να μας προδώσει. Αυτή τη φορά ο Μιχάλης ο Α’ δεν με χτύπησε. Το εξέλαβα ως επιβράβευση της πρωτοβουλίας μου.

Το μαχαίρι δεν ήταν ιδιαίτερα κοφτερό. Περισσότερο έλιωσε τον βάτραχο παρά τον άνοιξε. Ροζ εντόσθια κύλησαν από μέσα του.

«Βλέπετε; Ζωντανός είναι», έδειξε ο Α’.

«Δεν νομίζω πια», είπε ο Β’ που έδειχνε μετανιωμένος.

Η μικρή πια τσίριζε και χτυπιότανε, φωνάζοντας πως το σκοτώσαμε… Πως είμαστε κακοί και θα τα ‘λεγε όλα στη μαμά της.

«Θέλετε να δείτε κάτι αληθινά ψόφιο;» ρώτησε ο Α’.

Όλοι, πλην τις μικρής, νεύσαμε θετικά.

«Ακολουθήστε με».

Ανεβήκαμε το ποτάμι κάπου ενάμιση χιλιόμετρο, εκεί που σχηματίζει χαράδρα. Τότε μου είχε φανεί πολύ πιο μακριά. Πρώτα μας ήρθε η μυρουδιά. Μετά είδαμε το κουφάρι.

«Τι είναι;» ρώτησα.

«Άλογο», εξήγησε ο Α’.

«Πώς έγινε;»

Ο Α’ μας διηγήθηκε πως πριν τρεις βδομάδες, ένας Πομάκος είχε κατέβει με το κάρο και είχε δέσει το άλογο εκεί κοντά. Όσο ήταν στο τζαμί, ένα τσούρμο από σκυλιά χίμιξαν στο άλογο. Τρόμαξε, έκοψε τα σκοινιά κι έτρεξε προς τη χαράδρα. Έπεσε και σκοτώθηκε επιτόπου.

Εκτός από την μικρή, κοιτάζαμε όλοι συνεπαρμένοι. Κόκαλα φαινόντουσαν εδώ κι εκεί. Το δέρμα τσιτωμένο και ξερό, με τρύπες από πτωματοφάγα που ήδη είχαν κατασπαράξει τα περισσότερα εντόσθια. Μύγες, Θεός ξέρει από πού, πετούσαν γύρω απ’ το κουφάρι.

Η μικρή πια είχε στερέψει από δάκρυα. Ήταν ένα παθητικό βάρος που απλά το σέρναμε πίσω μας.

Στον δρόμο του γυρισμού, σκεφτόμασταν διάφορες δικαιολογίες για να πούμε… Πως είχε μεγαλύτερα παιδιά στο πάρκο που μας διώξανε και τα λοιπά. Ξέραμε πως η μικρή θα τα ξερνούσε όλα.

Θυμάμαι πως εκείνο το απόγευμα ήμουν ευτυχισμένος. Δεν είχα ξανάρθει τόσο κοντά με τα ξαδέρφια μου. Σχεδόν θαύμαζα τον Α’ για το ύψος, τον τρόπο που μιλούσε, αυτά που γνώριζε. Για λίγο είχα πάψει να είμαι το Ολλανδάκι, το χοντρό. Ονειρεύτηκα κι άλλες περιπέτειες με τα ξαδέρφια. Τώρα που φιλιώσαμε, θα κάναμε τόσα πολλά μαζί.

Φτάσαμε στο σπίτι και οι γυναίκες πέσανε πάνω μας σαν κλώσες. Η μικρή από αγκαλιά σε αγκαλιά, με φιλάκια και χαϊδέματα στο κεφάλι.

Όταν ζήτησαν να μάθουν γιατί το κάναμε, άρχισα να αραδιάζω το παραμύθι που είχαμε ετοιμάσει. Κοίταξα τριγύρω μου τους άλλους δυο, μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης που είχα διηγηθεί τόσο καλά το παραμύθι μας.

Οι άλλοι δύο διηγήθηκαν άλλη ιστορία όμως, και την είπαν σχεδόν ολόιδια, αφήνοντάς με να αναρωτιέμαι πότε είχαν προλάβει να την φτιάξουν.

Εννοείται ανακηρύχθηκα ο φταίχτης. Εγώ τα παρέσυρα, με τις ξένες βλακείες μου. Ποιο λογικό παιδί θέλει να βλέπει πτώματα; Και να τα δείχνει σ’ ένα μικρό κοριτσάκι; Τι σκατά πήγαινε λάθος με μένα;

Καθώς φορούσαμε τα παλτά μας για να φύγουμε, το βλέμμα της μάνας μ’ έκοψε σαν λεπίδι. Την είχα ρεζιλέψει. Την είχα εκθέσει στους Έλληνες. Στο σπίτι με περίμενε η ζώνη· όπως της είχαν μάθει οι καλόγριες. Ο πατέρας μια μάσκα αδιαφορίας.

Συνεχίσαμε να πηγαίνουμε στα οικογενειακά δείπνα των Χριστουγέννων, του Πάσχα και της Παναγιάς. Μετά το γυμνάσιο αραίωσαν κάπως, για να σταματήσουν εντελώς μετά τον θάνατο της γιαγιάς.

Ανταμώνω τα ξαδέρφια μου που και που στο δρόμο. Ανταλλάσσουμε ένα γεια, ένα νεύμα, κι αυτό είναι όλο. Μεγαλώσαμε, και ζούμε ο καθείς μας σε διαφορετικό κόσμο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Περικλής Πασχίδης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής