από την Κάππα Τζέι
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μια μέρα με ήλιο ένας χωρικός κάθισε σε μια πέτρα να ξεκουραστεί. Κοίταξε τα βουνά που έκλειναν μες στις χούφτες τους την ευτυχία του και χαιρέτησε με ευγνωμοσύνη τον ουρανό για όλες τις φορές που χάρισε τις σταγόνες του σαν ακριβά διαμάντια που πλούτιζαν τη γη του. Θαύμασε τη γενναιόδωρη έκταση που του ανήκε και χάρηκε στη σκέψη ότι η αγάπη του βρίσκει ανταπόκριση. Χάιδεψε με το βλέμμα το ξύλινο καλύβι του και χαμογέλασε στη σκέψη ότι μοιάζει με σεντούκι θησαυρού.
Τότε είδε τον γιο του να βγαίνει και χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. Ο Ιγκόρ ήταν ήσυχος από παιδί και πάντα έλεγε τόσα όσα νόμιζε πως ήταν αρκετά. Εργατικός και δυνατός όταν μεγάλωσε, φρόντιζε τα κτήματα όπως ο πατέρας του εκείνον – και πάντα χωρίς γκρίνια.
«Πατέρα, είναι καιρός να ξεκουραστείς. Εγώ θα φροντίζω τη γη μας», ανακοίνωσε ο Ιγκόρ – λες και είχε ακούσει όσα σκεφτόταν ο πατέρας.
«Ιγκόρ, είναι καιρός που θέλω να στο πω. Θα φροντίσεις πρώτα να μάθεις τον κόσμο πριν αποφασίσεις να μπολιάσεις τη ζωή σου με τη γη μας».
~
Έτσι ξεκίνησε η περιπλάνηση του Ιγκόρ. Χωρίς να ξέρει ακριβώς τι είχε να μάθει απ’ τον κόσμο, διάλεξε ένα απ’ τους τρεις δρόμους που ποτέ πριν δεν είχε περπατήσει και βρέθηκε στην πιο κοντινή πόλη.
Στην είσοδό της είχε μια πηγή. Ο Ιγκόρ κάθισε να ξεκουραστεί και να αποφασίσει τι θα κάνει στη συνέχεια. Τότε εμφανίστηκε ένας καλοντυμένος νέος πάνω σε άλογο. Όσο το άλογο έπινε νερό, ο νέος άρχισε να μιλά στον Ιγκόρ.
«Φαίνεσαι φτωχός και ταλαιπωρημένος, αλλά μπορεί να είσαι πιο ευτυχισμένος από μένα που κατάγομαι από πλούσια οικογένεια. Τι νόημα έχουν τα χρήματα, αν δε σ’ αφήνει ο πατέρας σου να τα ξοδέψεις όπως θες; Πες μου, ξένε, έχεις καμιά καλή συμβουλή για μένα;»
Ο Ιγκόρ σκέφτηκε ότι ο πλούσιος ήταν τεμπέλης και κακομαθημένος. Δεν είχε κοπιάσει ποτέ του, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να εκτιμήσει όσα του πρόσφερε ο πατέρας του. Έβγαλε το συμπέρασμα ότι η τεμπελιά του τον βλάπτει κι έτσι του απάντησε: «Αυτό που σε βαραίνει, πρέπει να το ξεφορτωθείς».
Όταν έφτασε στ’ αυτιά του Ιγκόρ ότι ο νέος σκότωσε τον πατέρα του, έφυγε απ’ την πόλη στενοχωρημένος. Γύρισε στο σπίτι του, μίλησε με τον πατέρα του, αλλά εκείνος του είπε ότι έχει κι άλλα να μάθει ακόμα.
~
Χωρίς να ξέρει ακριβώς τι είχε να μάθει ακόμα απ΄ τον κόσμο, διάλεξε τον δεύτερο απ’ τους τρεις δρόμους που ποτέ πριν δεν είχε περπατήσει και βρέθηκε σε ένα λιβάδι.
Στη μέση του λιβαδιού είχε ένα τεράστιο δέντρο. Ο Ιγκόρ κάθισε στις ρίζες να σκεφτεί και ν’ αποφασίσει πού θα πάει στη συνέχεια. Τότε εμφανίστηκε ένας ερωτευμένος νέος κι άρχισε να κόβει λουλούδια για την αγαπημένη του, που στεκόταν πιο πέρα. Όσο διάλεγε τα λουλούδια, ο νέος άρχισε να μιλά στον Ιγκόρ.
«Φαίνεσαι μόνος και στενοχωρημένος, αλλά μπορεί να είσαι πιο τυχερός από μένα που με τρώει η σκέψη της αγαπημένης μου. Τι νόημα έχουν οι υποσχέσεις, αν δεν είμαι σίγουρος ότι μόνο εμένα αγαπά; Πες μου, ξένε, έχεις καμιά καλή συμβουλή για μένα;»
Ο Ιγκόρ σκέφτηκε ότι ο ερωτευμένος ήταν εγωιστής και κακομαθημένος. Δεν είχε αγαπήσει αληθινά ποτέ του, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να πιστέψει όσα του έλεγε εκείνη. Έβγαλε το συμπέρασμα ότι η ζήλια του τον βλάπτει κι έτσι του απάντησε: «Αυτό που σε βαραίνει, πρέπει να το ξεφορτωθείς.»
Όταν είδε ο Ιγκόρ ότι ο ερωτευμένος σκότωσε με μια πέτρα την αγαπημένη του, έφυγε απ’ το λιβάδι απογοητευμένος. Γύρισε στο σπίτι του, μίλησε με τον πατέρα του, αλλά εκείνος του είπε ότι έχει κι άλλα να μάθει ακόμα.
~
Χωρίς να ξέρει ακριβώς τι έχει να μάθει ακόμα απ΄ τον κόσμο, διάλεξε τον τρίτο απ’ τους τρεις δρόμους που ποτέ πριν δεν είχε περπατήσει και βρέθηκε στη θάλασσα.
Στην ακτή είχε έναν τεράστιο βράχο. Ο Ιγκόρ κάθισε στην κορυφή του να σκεφτεί και να καταλήξει τι μπορεί να του έχει μάθει ο κόσμος. Τότε εμφανίστηκε ο γιος ενός ψαρά που κουβαλούσε δίχτυα. Όσο ξεμπέρδευε τα δίχτυα, ο γιος του ψαρά άρχισε να μιλά στον Ιγκόρ.
«Φαίνεσαι πολυταξιδεμένος και κουρασμένος, αλλά σίγουρα ξέρεις πιο πολλά από μένα που μόνο τη θάλασσα γνωρίζω και δεν έχω φύγει ποτέ από ‘δω. Τι νόημα έχει η βάρκα μας, αν δεν μπορώ να ταξιδέψω; Πες μου, ξένε, έχεις καμιά καλή ιστορία για μένα;»
Ο Ιγκόρ τού είπε για τον πατέρα του και για το ταξίδι του, για τον πλούσιο νέο και τον ερωτευμένο που έσπειραν τον θάνατο στους αγαπημένους τους.
Ο γιος του ψαρά σκέφτηκε ότι ο Ιγκόρ ήταν κατά βάθος ακίνδυνος σαν ψάρι, αλλά δεν είχε καταλάβει ότι οι άνθρωποι κρύβουν ζιζάνια στην ψυχή τους, γι’ αυτό ήταν λάθος που έλεγε μόνο τόσα όσα νόμιζε πως ήταν αρκετά,. Έβγαλε το συμπέρασμα ότι η απλότητά του ήταν αυτή που έκατσε σαν ψαροκόκαλο στον λαιμό του κόσμου κι έτσι του είπε: «Αυτό που σε βαραίνει, πρέπει να το ξεφορτωθείς.»
Ο Ιγκόρ άρχισε να κλαίει τόσο πολύ που έπεφταν τα δάκρυά του σαν ακριβά διαμάντια και πλούτιζαν τη θάλασσα. Όταν τον είδε ανακουφισμένο ο γιος του ψαρά, έφυγε έχοντας πιάσει στα δίχτυα τη φιλία του.
~
Ο Ιγκόρ γύρισε στο σπίτι του, μίλησε με τον πατέρα του κι εκείνος του είπε ότι έχει κι άλλα να μάθει ακόμα. Χωρίς να φοβάται πια τι έχει να μάθει ακόμα ο Ιγκόρ, μπόλιασε τη ζωή του με ολόκληρη τη Γη, που δεν παρεξηγούσε την απλότητά του, αλλά ξεγλιστρούσε σαν ψάρι προς τη θάλασσα όποτε ένιωθε ότι κάτι βαρύ έχει να ξεφορτωθεί.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το παραμύθι έγραψε η Κάππα Τζέι, στα πλαίσια του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής