Όλα είναι καλύτερα όταν τα μοιράζεσαι

0
1779

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι TheWagesofFear_01-1-1600x900-c-default-1024x576.jpgτου Περικλή Πασχίδη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

-ΒΑΓΓΕΛΑΣ-

Ο Βαγγέλας, (ναι, έτσι ήταν καταχωρημένος στο μητρώο όταν βαφτίστηκε) τιμούσε την αύρα αρρενωπότητας που ανέδυε το όνομά του. Σαραντάρης, χωρισμένος με δυο παιδιά, δυο μέτρα ύψος κι εκατό τριάντα κιλά μάζα. Προσθέστε μια μεζούρα νταλικέρης και δύο δράμια παλαίμαχος παλαιστής ελληνορωμαϊκής πάλης.

Ο διαρρήκτης, που είχε κάνει την βλακεία της ζωής του και να χωθεί στο σπίτι του, δεν κατάλαβε από πού του είχε έρθει. Ξαπλωμένος χαμέ, έβλεπε αγγελάκια να χορεύουν γύρω από το κεφάλι του. Ο Βαγγέλας έκλεισε το κινητό και περίμενε. Η αστυνομία θα αργούσε να φτάσει. Το εξοχικό, που είχε γίνει μόνιμη κατοικία του μετά το διαζύγιο με την Μάρθα, ήταν σε απόμακρη περιοχή.

-ΠΑΥΛΟΣ-

Παύλος, Παυλάρας, Παυλάκης, έτσι τον ανέφεραν οι φίλοι του. Η εν διαστάσει γυναίκα του, η Ελεονώρα, τον αποκαλούσε τομουνόπανο —μία λέξη. Λάτρευε να τον απαξιώνει και να τον εξευτελίζει. Κάποτε τον είχε αγαπήσει… Μετά την γέννα του πρώτου και μοναδικού τους παιδιού, τον μίσησε. Τομουνόπανο είχε ξεχάσει να της αναφέρει για εκείνο το γονίδιο που ταξίδευε με τα σερνικά της οικογένειάς του, γονίδιο που τώρα βασάνιζε και τον γιο τους.

Διατροφή (κι ας μην είχε βγει ακόμη το δικαστήριο), έξοδα για φυσιοθεραπείες, δασκάλους ειδικής αγωγής, φάρμακα, γονάτισαν την οικογένεια.

Αυτή, ιδιωτική υπάλληλος σε κατάστημα, αυτός, χαμάλης-παύλα-χειρώνακτας· στο σχολείο πάντα παρών, αλλά το μυαλό πάντα απών. Δεν γινότανε, έπρεπε να βρεθεί μια λύση. Μια, δυο, τρεις, μπήκε στο κουρμπέτι. Η νύχτα είχε λεφτά, αλλά είχε και κινδύνους. Σταρχιδιαμου (μία λέξη κι αυτό), είχε πει ο Παυλάρας κι έκανε μακροβούτι μέσα της.

-ΒΑΓΓΕΛΑΣ-

Άναψε τσιγάρο. Εξήντα τα εκατό στένωση της αρτηρίας, του είχε πει ο καρδιολόγος. Κόψε τσιγάρο και χάσε κιλά.

«Να κόψεις κι εσύ τ’ αρχίδια σου», ψιθύρισε και φύσηξε τον καπνό έξω από το παράθυρο. Είχε ανάψει όλα τα φώτα στο σπίτι, μαζί μ’ αυτά στην αυλή. Πέταξε το τσιγάρο στο βρεγμένο χειμωνιάτικο γρασίδι και κοίταξε έναν γύρο το σπίτι. Καρέκλες, τραπέζια, έπιπλα, ένας αχταρμάς όλα. Ήταν άνισος αγώνας. Ο κλέφτης δεν είχε καμία ελπίδα. Μόλις μια γρατζουνιά στο μάγουλο του έκανε. Τουναντίον, ο Βαγγέλας τον είχε πετάξει από τοίχο σε τοίχο σαν γατί. Αίμα έτρεχε από τα ρουθούνια και τ’ αυτιά του άνδρα στο πάτωμα. Τα μάτια του κλειστά, το σώμα αφύσικα κυρτωμένο. Το πανί που είχε φορέσει στο πρόσωπό του πεσμένο γύρω από τον λαιμό του.

Στάθηκε από πάνω του με τα πόδια ανοιχτά, σαν έτοιμος να τον καβαλήσει. Τα χέρια του στα πλευρά του, τα φρύδια σφιχτά. Έσκυψε πιο κοντά να μελετήσει καλύτερα.

Μέτριος προς κοντός, ξερακιανός, μερικές μέρες αξούριστος, μια ουλή στο δεξί μάγουλο πέρα για πέρα, μαλλιά μακριά, λερά κι ατημέλητα, το κούτελο αποψιλωμένο. Φθαρμένο τζιν με παλιό κόψιμο, άρβυλα λασπωμένα, ζακέτα από αθλητική φόρμα, λεπτά μάλλινα γάντια στα χέρια.

«Τι μαλάκας», ξεφύσησε.

Πήγε να ανάψει τσιγάρο, μα ο άνδρας έβγαλε ένα βογκητό, το πόδι του έκανε έναν σπασμό, τα χέρια του ξεκίνησαν να ζωντανεύουν.

-ΠΑΥΛΟΣ-

Στην αρχή απλώς κουβάλημα: πάνε εδώ, περίμενε εκεί, κράτα τσίλιες, κρύψε αυτά για λίγες μέρες στο σπίτι σου. Μετά πιο σοβαρά: Μπες εκεί, είναι άδειο, ψάξε γι’ αυτό κι εκείνο, Σπάσε το τζάμι, βάλε μπρος και πάνε τ’ αμάξι εκεί, έλα μαζί μας, δέσε τον μαλάκα, ρίχτου μια στη μάπα, που έχεις τα λεφτά ρε! Και πιο βαθιά: Πάρε αυτήν και δώστην σ’ αυτόν, πάρε τα λεφτά και φέρτα σε μένα. Πάνε αυτό το πακέτο εκεί και μη τυχόν και το βρέξεις· είναι ζυγισμένο στο μιλιγκράμ, μην κάνεις καμιά μαλακία.

Δύσκολη η νύχτα· είχε άγχος, κίνδυνο και δράση. Μα λεφτά βγαίνανε, και πλήρωνε τους λογαριασμούς. Κύριος! Για μια φορά η Ελεονώρα δεν είχε να πει κουβέντα. Μετά…

Τρία χρονάκια στην μπουζού. Ξώφαλτσα τον πήρε· από τύχη δεν τον πιάσανε στα πράσα μαζί με τους άλλους· απλώς συνεργός. Βοήθησε ότι δε μίλησε βέβαια, αλλιώς θα τον είχαν λεπιδιάσει και τώρα θα ήταν λίπασμα.

Βγήκε έναν χρόνο νωρίτερα λόγω καλής διαγωγής, με αναστολή κι επιτήρηση. Η Ελεονώρα είχε βάλει μπρος το διαζύγιο. Μόλις επέστρεψε σπίτι βρήκε την κλειδαριά αλλαγμένη και τα χαρτιά έτοιμα στον φάκελο.

«Δε γαμιέσαι που θ’ αφήσω ’γω το παιδί μου!»

«Ό,τι ήταν να του δώσεις, του το ’δωσες και με το παραπάνω», έδειξε με το δάχτυλο τ’ αχαμνά του. «Να πληρώνεις τους λογαριασμούς», του ‘κλεισε την πόρτα στα μούτρα.

Κοιμήθηκε έξω, στο δρόμο. Οι παλιοί σύνδεσμοι είχαν κοπεί. Δουλειά δεν του έδινε κανείς. Έπρεπε να φάει, να ντυθεί, να μπει κάτω από ένα κεραμίδι. Ξεκίνησε πάλι από την αρχή. Βγήκε στα πέριξ της πόλης, χτυπούσε ερημόσπιτα, έσπαζε αμάξια. Έβαλε φαΐ στο στομάχι του και τ’ άρεσε· κοιμήθηκε σε στεγνό στρώμα.

Θα τα κατάφερνε και πάλι.

Μπήκε στο σπίτι. Δεν συνδύασε την νταλίκα παρκαρισμένη παραδίπλα στο χωματόδρομο με το μικρό σπιτάκι. Σκοτεινό κι απόμερο το είδε. Έβγαλε έναν μικρό λοστό κι έσπασε το μάνταλο στο παλιό ξύλινο παράθυρο. Μπήκε μέσα. Δυο χέρια τον αρπάξανε και τον απογειώσανε. Πρώτη φορά πετούσε έτσι στη ζωή του.

-ΒΑΓΓΕΛΑΣ-

«Κάτσε εκεί που κάθεσαι και μη κουνιέσαι. Δεν το ’χω τίποτα να σε σβήσω, καριόλη», τον κλότσησε απαλά με το πόδι του.

Ο άνδρας άνοιξε τα μάτια του. Γαλάζια σαν καλοκαιρινό Αιγαίο.

Ο Βαγγέλης τον κοίταξε καλά-καλά. «Μαλακία έκανες που ήρθες εδώ, φιλαράκι», φύσηξε τον καπνό σε κυκλάκια. «Είσαι τυχερός που δε σε σκότωσα. Μου γύρισες τα μυαλά όταν άκουσα να σπας το παράθυρο. Ξέρεις πού μπήκες, ε; Σε τι σπίτι μπήκες; Δεν το είδες απέξω άβαφο, παρατημένο; Τι περίμενες να βρεις, ε; Πραγματικά!»

«Νόμιζα», ψέλλισε κι έκανε να σηκωθεί. Το πόδι του Βαγγέλα έπεσε βαρύ στο στήθος του. Παραδόθηκε με έναν στεναγμό. «Νόμιζα ήταν άδειο».

«Έκανες λάθος».
«Έκανα λάθος…»

«Σε λίγο θα έρθουν τα στρουμφάκια να σε πάρουν μέσα». Κι άλλα κυκλάκια καπνού. «Την στρούμφησες, Δρακουμέλ…»

Ο τύπος έβηξε ένα γελάκι.

«Σου φαίνομαι αστείος;» ο Βαγγέλας τον κοίταξε καλά.

«Απλά… Μου θύμισες έναν φίλο μου, στο σχολείο. Κάναμε παρέα, αλλά μετά μετακόμισε και χαθήκαμε», έτριψε την μύτη του και μόρφασε από τον πόνο. Το χέρι του γέμισε με αίματα. «Χρόνια είχα ν’ ακούσω να λένε τους μπάτσους στρουμφάκια. Την-στρούμφησες-Δρακουμέλ ήταν το συνθηματικό μας. Κάπνιζε κι έκανε κυκλάκια σαν κι εσένα. Μόνο που ήταν μικρός, κοντούλης και γεμάτος· καμία σχέση μ’ εσένα».

Ο Βαγγέλας πήρε το πόδι από το στήθος του άνδρα. Κοίταξε τις δυο μικρές γαλάζιες λίμνες. Γονάτισε, έσκυψε πάνω στον άνδρα που μαζεύτηκε κουβάρι τρέμοντας.

«Μάκρυνες τα μαλλιά σου», του είπε. «Σε θυμάμαι πάντα με κοντό, στρατιωτικό. Ο πατέρας του ο Λοχαγός σε είχε στην πρέσα».
«Βαγγέλα;»
«Παυλάρα;»

-ΠΑΥΛΟΣ+ΒΑΓΓΕΛΑΣ-

Η αστυνομία είχε φανεί μετά από κάνα μισάωρο. Ξαπλωμένος στην καμπίνα της νταλίκας έβλεπε τις λάμψεις από τα φώτα του περιπολικού. Ούτε τέταρτο δεν έκατσαν. Ο Βαγγέλας είπε την ιστορία του.

Ναι, ένα αρχίδι είχε μπει μέσα. Τον βάρεσα μπουνιά. Τον ξάπλωσα κάτω. Σας πήρα τηλέφωνο. Το αρχίδι έκανε τον αναίσθητο. Δεν πρόσεχα. Μού ’φερε την καρέκλα κατακούτελα, να,  δείτε εδώ πληγή. Πήδηξε από το παράθυρο. Δεν ξέρω που πήγε. Όχι, δεν πήρε κάτι· νομίζω, δηλαδίς. Φορούσε γάντια. Ναι. Έχει κρούσματα η περιοχή, αλλά εγώ είμαι φτωχός, νόμιζα δεν… Θα σας ειδοποιήσω με το παραμικρό, βέβαια. Θα με κρατήσετε ενήμερο; Ωραία. Βεβαίως. Ναι. Ευχαριστώ. Όχι, καλά είμαι. Ευχαριστώ. Καλό βράδυ. Να προσέχετε παιδιά. Καληνύχτα.

Άκουσε την κλειδαριά να ξεκλειδώνει. Του έκανε νόημα να κατέβει. Μπήκαν σπίτι. Συγύρισαν το δωμάτιο.

«Στον ζομό του Πανοραμίξ βούτηξες, ρε μαλάκα Βαγγέλα;» δεν άντεξε να μην ρωτήσει.

«Απότομα. Ξαφνικά έβαλα τριάντα πόντους σε έναν χρόνο. Με πρόσεχε η γιαγιά. Τις ξέρεις τις γιαγιάδες πως είναι. Αν το παιδί δεν τσουλάει στην πλαγιά το βλέπουν λειψό. Ο μπαμπάς με φοβότανε για φλώρο. Με πήγε σε φίλο του να κάνω πάλη. Ε, κοίτα με τώρα».

«Ενώ εγώ…»

«Τι σου συνέβη ρε μαλάκα; Κάτσε, να μου τα πεις όλα», έφερε ένα μπουκάλι ουίσκι από την κουζίνα.

Το ξημέρωμα τους βρήκε ξύπνιους και ζαλισμένους. Το δωμάτιο παγωμένο μα τα κορμιά ζεματιστά από το αλκοόλ. Ένας ματωμένος ήλιος ανέδυε μέσα από χαλικωμένα σύννεφα.

«Πρέπει να φύγω», είπε ο Βαγγέλας και μπήγε στο μπάνιο να πλύνει τα μούτρα του. «Έχω δρομολόγιο μεγάλο, αλλά θα είμαι πίσω το βράδυ. Άραξε εδώ. Κοιμήσου. Φάε ό,τι βρεις το ψυγείο».

Ο Παύλος ένευσε. Άναψε τσιγάρο, δοκίμασε τζούρα κι έβηξε αίμα.

«Μη τ’ αρχινάς τώρα ρε μαλάκα», γρύλισε ο Βαγγέλας. Του άρπαξε το τσιγάρο από τα χέρια.

«Ποτέ δε το κατάλαβα το μπουρδέλο».

«Καλύτερα». Ο Βαγγέλας φόρεσε το μπουφάν του και πήγε να βάλει μπρος την νταλίκα να ζεσταίνεται.

«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ξανά ο Παύλος πριν ο Βαγγέλας βάλει ταχύτητα και φύγει.

«Ναι ρε, μαλάκα. Εσύ ξέρεις τα κόλπα, εγώ γυρνάω όλη τη χώρα. Θα βγάλουμε λεφτά. Για τα μωρά μας».

«Για τα μωρά μας…»

Ο Βαγγέλας χτύπησε νευρικά την πόρτα της νταλίκας. «Τράβα άραξε. Περίμενέ με. Άντε γειά». Το βαρύ όχημα πήρε να κινείται πάνω στα βρεγμένα χαλίκια.

Ο Παύλος τον χαιρέτησε. Τον είδε να φεύγει, να χάνεται στη μέρα που ξημέρωνε. Μπήκε στο σπίτι, κλείδωσε. Βρήκε το υπνοδωμάτιο και έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι.

Δυο παιδιά, δυο άντρες, δυο σκατωμένες ζωές… Όλα είναι καλύτερα όταν τα μοιράζεσαι.

—ΤΕΛΟΣ—

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Περικλής Πασχίδης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η φωτογραφία είναι απ’ την ταινία “Το μεροκάματο του τρόμου”, με τον Υβ Μοντάν.

Προηγούμενο άρθροΤο ταξίδι του Ιγκόρ
Επόμενο άρθροKill ’em all
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).