Εκεί που τραγουδούν οι αλιγάτορες

0
299

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι b3374911134a6a2c53c85ba3cd4b05a9.jpgτου Δημήτρη Λιμνιώτη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Sweet home Alabama
Where the skies are so blue
Sweet home Alabama
Lord I’m comin’ home to you

Ένα σκαμμένο απ’ το χρόνο πρόσωπο έγερνε στην πλευρά του χορταριού. Ένα κρύο μάγουλο ήταν ξαπλωμένο στη χλόη και δύο μάτια ορθάνοιχτα κοιτούσαν ευθεία, μόνο ευθεία, σαν τ’ ακίνητα μάτια τυφλού. Βαθιά, μέσα στις διεσταλμένες κόρες μία λάμψη απομακρυνόταν αργά, βαριεστημένα. Ήταν η ζωή που εγκατέλειπε οριστικά τον πεσμένο άντρα κι εκείνος δεν είχε κάποιον τρόπο να την αποχαιρετήσει, ούτε και να την κρατήσει κοντά του. Στάθηκε πιστή φίλη για εξήντα χρόνια, συντρόφισσα και συνοδοιπόρος. Και τώρα, που σκέψεις και λόγια τον είχαν παρατήσει, λίγα μόλις δευτερόλεπτα νωρίτερα, ήταν αδύνατο να της πει έστω ένα χλιαρό Αντίο. Μία λάμα καρφωμένη ακριβώς στην καρδιά του είχε κάνει εξαιρετική δουλειά.

Ο Ζόζεφ ήταν νεκρός.

***

But it’s a rainy night in Georgia
Such a rainy night in Georgia
Lord, I believe it’s rainin’ all over the world
I feel like it’s rainin’ all over the world

Η μέρα ήταν καταπληκτική∙ ζεστή κι ηλιόλουστη. Αν κάποιος έκανε μια σύντομη εκδρομική απόδραση σε κείνη τη γωνιά της πολιτείας, θα το ευχαριστιόταν με την καρδιά του. Αν όμως είχε μόλις αποδράσει από τις κοντινές φυλακές υψίστης ασφαλείας, η ζωή του θα ήταν κόλαση, κάτω απ’ το δυνατό ήλιο την υγρασία, και τα ζεστά λασπόνερα.

Ο Άαρον έτρεχε σαν τρελός στην άκρη των βάλτων. Τα πόδια του μπλεκόταν μέσα στα ψηλά χορτάρια και τα ξερόκλαδα. Κάθε τόσο σκόνταφτε κι έπεφτε χάμω. Έριχνε μια βλαστήμια, σηκωνόταν, όλο και πιο δύσκολα, και συνέχιζε το τρεχαλητό. Δε γνώριζε πού πήγαινε. Ήξερε μόνο πως έπρεπε ν’ απομακρυνθεί όσο το δυνατό περισσότερο απ’ το σημείο της απόδρασης∙ το κολαστήριο των Αγροτικών Φυλακών.

Το χάραμα θα είχε αποκαλύψει τη φυγή του, μαζί με τα δύο πτώματα των υπαλλήλων, δίπλα στην πύλη. Τώρα πια ένας μικρός στρατός θα τον καταδίωκε. Οπλισμένοι μπάτσοι και λυσσασμένα σκυλιά έτρεχαν στο κατόπι της μυρωδιάς του. Γι’ αυτό έπρεπε να πάρει προβάδισμα. Ήταν η μόνη πιθανότητα που είχε να γλιτώσει. Έπρεπε να γλιτώσει.

Η υγρασία μαζί με σμήνη ιπτάμενων εντόμων κολλούσαν πάνω του. Τα κουνούπια τον είχαν φάει παντού. Χωνόταν μέσα απ’ την πορτοκαλί φόρμα και ρουφούσαν διψασμένα αίμα. Ένιωθε το δέρμα του να τσούζει σαν να τον είχαν γδάρει με γυαλόχαρτο.

Έστριψε απότομα. Πήδηξε ένα στενό χαντάκι. Καβάλησε έναν σάπιο κορμό και χώθηκε μέχρι τη μέση στη λάσπη. Ήταν ο μόνος τρόπος να εξαφανίσει τα ίχνη του, το πηχτό νερό του βάλτου.

Άρχισε να περπατάει, στην αρχή με αργές κινήσεις, σπρώχνοντας διαρκώς τα πεσμένα κλαδιά με τα χέρια του. Είχε την αίσθηση πως βρισκόταν μέσα σε χλιαρή σούπα από σάπια βλάστηση. Όταν το νερό έφτασε στο λαιμό δεν είχε άλλη επιλογή παρά να κολυμπήσει μέχρι την απέναντι όχθη.

Ένα μικρό κοπάδι από ξεχασμένους γερανούς φτερούγισε παραδίπλα. Μερικά βατράχια πήδηξαν τρομαγμένα στο νερό κι ένας αλιγάτορας πλησίασε ύπουλα την ανθρώπινη σάρκα που τόλμησε να βρεθεί στο βασίλειό του.

Ο Άαρον ένιωσε ένα δυνατό τράβηγμα στο αριστερό πόδι κι έπειτα άρχισε να στριφογυρίζει σαν σβούρα. Το ερπετό τον είχε αρπάξει για τα καλά. Χτυπούσε χέρια και πόδια στην προσπάθειά του να πάρει μία ανάσα. Ήταν έρμαιο του τέρατος. Δεν είχε καμιά ελπίδα. Ήδη μερικοί ακόμα φίλοι του κτήνους ερχόταν στο μέρος του για να διεκδικήσουν το δικό τους μερίδιο. Αυτό ήταν, όλα είχαν τελειώσει για κείνον. Και τότε, το μπατζάκι του σκίστηκε απότομα κι ο άντρας ελευθερώθηκε απ’ τα δολοφονικά σαγόνια. Ο Αλιγάτορας συνέχισε να στριφογυρίζει ένα κομμάτι πανί και κείνος βρήκε την ευκαιρία να μπήξει τα δάχτυλά του στην όχθη.

«Γαμημένα τέρατα!», φώναξε, ενώ σκαρφάλωνε το μικρό ύψωμα της όχθης. «Να ψοφήσετε όλα!»

Καλυμμένος με πηχτή λάσπη απ’ την κορφή ως τα νύχια, με δάκρυα στα μάτια και γεμάτος μύξες, έβριζε και μονολογούσε ακατάληπτα όταν χάθηκε μέσα στις συστάδες των δέντρων. Έμοιαζε κι αυτός με τέρας του βάλτου βγαλμένο από ταινία τρόμου.

Περπάτησε με δυσκολία μερικές εκατοντάδες μέτρα κι έπεσε κατάκοπος κι αδύναμος να κάνει άλλο βήμα.

«Ποιος είν’ εκεί;» άκουσε μια βαθιά φωνή που τον ξάφνιασε. Κύλησε γρήγορα πίσω από μερικούς θάμνους και περίμενε. Ίσως να παράκουσε. Δεν θα ήταν απίθανο με τέτοια κούραση. Η καρδιά χτυπούσε μέσα στ’ αφτιά του, μαζί με το βαρύ λαχάνιασμα απ’ το τρέξιμο.

«Βγες έξω!» άκουσε ξανά την ίδια φωνή να τον προστάζει. Γονάτισε αργά και προσπάθησε να δει μέσα απ’ τις φυλλωσιές. Στην αρχή διέκρινε μία φιγούρα, γύρω στα είκοσι μέτρα μακρύτερα. Έπειτα μπόρεσε να κοιτάξει καλύτερα. Ένας άντρας είχε καρφώσει το βλέμμα πάνω του. Φορούσε καπέλο, κυνηγετική στολή και κρατούσε μία καραμπίνα.

«Αν δε σηκωθείς όρθιος θα σου ρίξω!», φώναξε ξανά.

Για τον Άαρον έμοιαζε να μην έχει άλλη επιλογή. Έπρεπε να φανερωθεί και κάτι θα σκεφτόταν προκειμένου να γλιτώσει. Σηκώθηκε αργά με τα χέρια ψηλά. Η λάσπη είχε γρήγορα στεγνώσει και δυσκόλευε κάθε του κίνηση.

«Προχώρα!»
«Ήρεμα, αφεντικό, ήρεμα. Δεν έχω σκοπό να σε πειράξω».
«Σκάσε και προχώρα είπα!»
«Προχωράω, αφεντικό. Μόνο σε παρακαλώ μη μου ρίξεις. Θα είμαι ήσυχος, αφεντικό».

Ο άντρας επεξεργάστηκε για λίγο τον Άαρον από πάνω μέχρι κάτω. Γύρισε λίγο το κεφάλι του και μισόκλεισε ένα μάτι, σα να θυμήθηκε κάτι κι έπειτα, έσκασε ένα λοξό χαμόγελο, που άφησε ελεύθερα μερικά κίτρινα δόντια.

«Είσαι ο νέγρος που το ‘σκασε το πρωί απ’ τις φυλακές. Έτσι δεν είναι κάθαρμα; Έχει βουίξει ο τόπος», του είπε με την κάννη του όπλου στραμμένη ακριβώς στο πρόσωπό του.

«Δεν είμαι κάθαρμα αφεντικό. Σε παρακαλώ, άσε με να σου εξηγήσω».
«Γονάτισε!»
«Όχι, αφεντικό, όχι!»
«Γονάτισε κτήνος είπα!»

Ο Άαρον γονάτισε μπρος στα πόδια του άντρα. Θα ήταν γύρω στα εξήντα. Με μεγάλες σακούλες κάτω απ’ τα μάτια, κι ένα λευκό μουστάκι, που του κάλυπτε καλά τα ρουθούνια. Τώρα μπορούσε να βλέπει μόνο τις λασπωμένες γαλότσες του κυνηγού. Το μυαλό του δούλευε ασταμάτητα. Φυσικά και δεν είχε πιστέψει λεπτό, πως ο τύπος θα τον άφηνε να φύγει. Στην πολιτεία δε χρειαζόταν να κάνεις κάποιο έγκλημα για να θεωρηθείς ένοχος, αρκούσε και μόνο το χρώμα του δέρματος.

«Γαμημένοι νέγροι. Ζώα είστε, πίθηκοι. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να σου την φυτέψω τώρα ή να το διασκεδάσω λιγάκι. Εκτός κι αν αφήσω να κάνουν τη δουλειά τους τα λαγωνικά των φρουρών.»

Ο Άαρον γονατιστός και σκυμμένος έστρεψε προσεκτικά τα μάτια και καρφώθηκε στο αγροτικό με την καρότσα, παρατημένο λίγα μέτρα αριστερά. Ήξερε πως δεν του έμενε χρόνος αν δεν έκανε κάτι. Άκουγε τον άντρα να βρίζει ενώ το χέρι του κινήθηκε προσεκτικά πίσω και τα δάχτυλά του άρπαξαν ένα μεταλλικό αντικείμενο μέσα απ’ το παπούτσι. Μια μικρή, σκουριασμένη λάμα, ίσαμε δεκαπέντε εκατοστά. Την τράβηξε απαλά και την έσφιξε στη χούφτα του.

«Ίσως πάλι πάρω το σχοινί και σε κρεμάσω εδώ, σ’ αυτό το δέντρο, να σε φάνε τ’ αγρίμια, ασχημομούρη», είπε ο άντρας και όπλισε την καραμπίνα. «Νομίζω πως θα μου πουν κι ευχαριστώ. Ίσως πάρω και παράσημο απ’ τον Σερίφη. Ο ήρωας που κατάφερε τον δραπέτη. Έναν καταραμένο αράπη δολοφόνο.»

«Δεν είμαι εγκληματίας, κύριος. Σε παρακαλώ άσε με να φύγω.»
«Σκάσε, ζώο!»

Ο ήχος του κόκκορα που σηκώνεται μπροστά απ’ τη θαλάμη της καραμπίνας έκανε τον Άαρον να πεταχτεί όρθιος και να ορμήσει με τον αυτοσχέδιο σουγιά προτεταμένο.

Ακούστηκε ένας πυροβολισμός.

Το σύρσιμο της λάμας που σκίζει ύφασμα και σάρκα.

Ένας γδούπος, σαν να πετάς τσουβάλι με κρέατα στο χώμα.

Ένας γδούπος ακόμα.

Ο άντρας ήταν ξαπλωμένος στο γρασίδι και τα σάπια φύλλα. Η λάμα τον είχε βρει κατευθείαν στην καρδιά και τον άφησε στον τόπο.

Ο Άαρον παραδίπλα ψυχορραγούσε μ’ ένα διαμπερές τραύμα στα σωθικά, που κομμάτια τους είχαν βγει απ’ την έξοδο της σφαίρας, στην πλάτη.

Καθώς το φως χανόταν απ’ τα μάτια του, άκουσε γαβγίσματα σκυλιών και φωνές να πλησιάζουν. Τελικά, έτσι κι αλλιώς, δε θα τη γλίτωνε.

***

Ive got no time for talkin
I’ve got to keep on walkin’
New Orleans is my home
That’s the reason while I’m gone

Ο Ζόζεφ ξύπνησε το πρωί με καλή διάθεση. Καλημέρισε βαριεστημένα τη γυναίκα του, που την αποκαλούσε Χοντρή Γελάδα, άρπαξε το τάπερ με το φαγητό κι άφησε τα τέσσερα αγόρια του να κοιμούνται στο δωμάτιο. Μπήκε στο αγροτικό αυτοκίνητο με τα βρώμικα λάστιχα κι έγινε καπνός.

«Βρομιάρη. Ζέχνεις σαν σάπιο ψάρι.», μονολόγησε η γυναίκα του, που παρακολουθούσε το αυτοκίνητο να φεύγει.

Η δουλειά του ξεκινούσε απ’ τα χαράματα. Ο Ζόζεφ κυνηγούσε αλιγάτορες. Τους έπιανε, τους έγδερνε, τους τεμάχιζε προσεκτικά και τους πουλούσε στα τοπικά εστιατόρια. Το κρέας αλιγάτορα στο Νότο θεωρείται εξαιρετικό έδεσμα κι έτσι ο Ζόζεφ κέρδιζε τον επιούσιο παλεύοντας με τα ερπετά.

Το αυτοκίνητο δεν άργησε ν’ αφήσει την άσφαλτο και να χωθεί στους χωματόδρομους, που οδηγούσαν βαθιά στους βάλτους. Εκεί είχε το μαγαζί του ή μάλλον το μικρό του σφαγείο. Έναν χώρο περιφραγμένο με διάφορα σκουπίδια πεταμένα, τριγύρω από ένα ξύλινο παράπηγμα. Πεταμένα ελαστικά, καμένες μηχανές, ένα σκουριασμένο τρακτέρ και μπόλικα ξύλα και σίδερα. Στην κορυφή της εισόδου δέσποζε μία σάπια πινακίδα, Μπάγκσι Εϊντζελς & ΣΙΑ – Αλιγάτορες, που είχε γράψει ο πατέρας του.

Ξεκλείδωσε τρία μεγάλα λουκέτα και μπήκε στο μαγαζί. Η βρώμα ήταν απερίγραπτη. Δέρματα ερπετών στέγνωναν στους τοίχους και το μεγάλο τραπέζι στη μέση ήταν γεμάτο αίμα απ’ την τελευταία του λεία. Το πάτωμα γλιστρούσε και ήταν γεμάτο πατημασιές απ’ τις λαστιχένιες του γαλότσες.

Ο άντρας πρώτα πήγε στον μεγάλο καταψύκτη, τον άνοιξε, έριξε μία ματιά και τον έκλεισε ξανά. Στη συνέχεια προχώρησε στο πίσω μέρος της καλύβας, σ’ έναν δεύτερο χώρο, πίσω από μία βαριά κουρτίνα γεμάτη λεκέδες. Άναψε τη μοναδική λάμπα που τρεμόπαιζε και προχώρησε στο βάθος. Έσκυψε και ξεκλείδωσε ένα ακόμη λουκέτο, αυτή τη φορά στο πάτωμα.

Έπιασε το χερούλι της καταπακτής και το άνοιξε.

Η πόρτα στο πάτωμα έκρυβε μία τρύπα. Ένα σκοτεινό σκάμμα στη μέση του πατώματος. Από τα πλάγια έμοιαζε με παλιό πηγάδι, αν όμως κάποιος πλησίαζε θα διαπίστωνε πως επρόκειτο για έναν χωμάτινο λάκκο, σκοτεινό και βαθύ κοντά στα τρία μέτρα. Αν κάποιος πλησίαζε περισσότερο θα διέκρινε αμυδρά έναν μικρό όγκο στον πάτο κι αν περίμενε να συνηθίσει το σκοτάδι, θα έβλεπε ξεκάθαρα μία παιδική φιγούρα κουλουριασμένη κι ακίνητη.

«Φάε!», διέταξε ο άντρας και πέταξε το τάπερ μέσα στον λάκκο. Αυτό άνοιξε με το χτύπημα και το φαγητό σκόρπισε χάμω. Το παιδί γύρισε κι άρχισε να τρώει με μανία τα λασπωμένα κομμάτια κοτόπουλου και το ρύζι. Ήταν ολόγυμνο κι αδύνατο, αν και οι λάσπες έκρυβαν χαρακτηριστικά του.

«Πάλι έχεσες μικρό αλητάκι; Θα πρέπει να σε καθαρίσω ή να σου κόψω το φαγητό. Τελείωσε και θα τα πούμε αργότερα.».

Ο Ζόζεφ έκλεισε την καταπακτή κι επέστρεψε βλαστημώντας στον μπροστινό χώρο της παράγκας. Φόρτωσε στην καρότσα του αγροτικού τ’ απαραίτητα∙ ένα κουβάρι χοντρό σχοινί, ένα καμάκι, έναν γάντζο, φτυάρι, τσάπα και την καραμπίνα του. Έπειτα πήγε στον μεγάλο καταψύκτη κι έβγαλε από μέσα διάφορα ανθρώπινα μέλη, κρυμμένα κάτω από κομμάτια κρέατος αλιγάτορα. Δύο μικρά ποδαράκια, δύο χέρια, έναν κορμό κι ένα κεφάλι, προσεκτικά κομμένα στην κορδέλα για τους αλιγάτορες. Όταν τα κομμάτια ήταν ακόμα ενωμένα μεταξύ τους, ανήκαν στον Ίθαν Λόρενς, το δεκάχρονο γιο του Ντάριλ Λώρενς, που έψαχνε το εξαφανισμένο παιδί του εδώ και είκοσι μέρες.

Ο άντρας τοποθέτησε πρόχειρα το διαμελισμένο σώμα σε τρεις μαύρες σακούλες, φόρτωσε μ’ αυτές την καρότσα και πήρε τον δρόμο για τον βάλτο.

Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο σημείο ταφής των πτωμάτων. Διάλεγε πάντα ένα μέρος μακρινό, καλά χωμένο μέσα στο πυκνό δάσος και κατά προτίμηση κοντά σε στάσιμα νερά, ώστε το χώμα να είναι μαλακό. Γνώριζε το βάλτο σαν την παλάμη του και φυσικά όλες τις καλές κρυψώνες. Εκεί, έσκαβε και τοποθετούσε το θύμα του συναρμολογημένο. Του άρεσε να το κοιτάζει έτσι για ώρα. Του θύμιζε αλιγάτορα, κομματιασμένο ερπετό, ένα θέαμα που τον ερέθιζε απίστευτα.

Έτσι ακριβώς έκανε και την μέρα εκείνη. Έστεκε πάνω απ’ τον τάφο με το φερμουάρ κατεβασμένο, όταν άκουσε ποδοβολητά πίσω απ’ τις φυλλωσιές.

Άρπαξε την καραμπίνα του κι έτρεξε να δει ποιος τον παρακολουθεί.

***

I want you to come on, come on down Sweet Virginia
I want you come on, honey child, I beg you
I want you come on, honey child you got it in you
Got to scrape that shit right off your shoes

Είκοσι μέρες νωρίτερα, ο πιτσιρίκος Ίθαν προχωρούσε ανέμελος στην άκρη του δρόμου, με τη σχολική τσάντα στην πλάτη. Τραγουδούσε ένα κομμάτι που τους έμαθε η κυρία Ελίζαμπεθ κι έκανε κάθε τόσο μικρά πηδηματάκια πάνω στο γρασίδι του πάρκου, κατά μήκος της απόστασης απ’ το σχολείο στο σπίτι του. Τριγύρω δεν υπήρχε ψυχή. Ο δρόμος άδειος, το πάρκο άδειο και το σπίτι του μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα παρακάτω.

Το μικρό αγροτικό με την καρότσα, σταμάτησε ήσυχα μερικά μέτρα μπροστά του.

«Γεια σου», είπε ο οδηγός. Ένας τύπος με γυαλιά καθρέπτες και πρόσωπο σκαμμένο, γύρω στα εξήντα.
«Γεια σας», απάντησε το παιδί.
«Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;»

Ο μικρός πλησίασε τ’ όχημα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Λιμνιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η φωτογραφία είναι του Σεμπαστιάο Σαλγκάντο