από τον Περικλή Πασχίδη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Μάρνεϊ κοίταζε την αυγή από το παράθυρό που έπιανε σχεδόν ολόκληρο τον τοίχο του δωματίου της. Έριχνε απαλή βροχή που είχε ξεκινήσει στις τέσσερις και σαράντα οκτώ πρώτα λεπτά. Το ήξερε γιατί ήταν ξύπνια όταν είχε ξεκινήσει. Ο πόνος από την υγρασία δεν της είχε επιτρέψει να κοιμηθεί καθόλου. Τα χάπια, η θερμοφόρα, ο θερμοστάτης κολλημένος στους είκοσι τέσσερις· τίποτα δεν βοήθησε. Καθόταν εκεί, καθηλωμένη στο καροτσάκι της, με την νυχτικιά της, την κουβερτούλα στα πόδια, τον καθετήρα να στάζει από μέσα της σταγόνα-σταγόνα.
Ιταλικό πλακάκι από τερακότα γύρω-γύρω από την πισίνα. Οι ξαπλώστρες, τα τραπεζάκια κι ό,τι άλλο στόλιζε τον χώρο είχαν μαζευτεί κι αποθηκευτεί για τον χειμώνα. Μόνο η πισίνα δέσποζε, εντυπωσιακά γαλανή ανάμεσα στο πράσινο του πίσω κήπου.
Τον είδε να βγαίνει από το σπίτι μονάχα με το αθλητικό μαγιό και μια μικρή πετσέτα γύρω από τον λαιμό του. Δεν χρειάστηκε να κοιτάξει το ρολόι της για να δει πως η ώρα ήταν ακριβώς επτά. Ο αδερφός της, ο Βαλεντάιν, ήταν στην ηλικία που ήθελε να διατηρεί την εφηβική κορμοστασιά του λεπτή και γυμνασμένη. Είχε κρύο έξω· ο Νοέμβρης είχε μπει για τα καλά. Για τα επόμενα είκοσι λεπτά, ο αδερφός της θα κολυμπούσε πάνω-κάτω την πισίνα, μέχρι να χτυπήσει το κινητό για να του θυμίσει να βγει από το νερό. Μετά θα χανότανε πάλι μέσα στο σπίτι για να εμφανιστεί δεκαπέντε λεπτά αργότερα στο τραπέζι του πρωινού· λουσμένος, ντυμένος, παρφουμαρισμένος, χαμογελαστός κι έτοιμος για άλλη μια μέρα στο σχολείο.
Κοίταζε το σώμα του αδερφού της να απλώνει μέλη πάνω-κάτω, μπρος-πίσω· να χτυπάνε στο νερό, να το σκίζουν, να το διαπερνούν, να γλιστρούν μέσα του.
«Πόσο όμορφος είσαι», ψέλλισε στο τζάμι. Πριν δύο μήνες είχε μπει στα δεκατρία. Είχε πάνω από μισό χρόνο που μάτωνε κανονικά μια φορά το μήνα. Είχε απορίες για το άλλο φύλο· περιέργεια και επιθυμία για εξερεύνηση. Όμως δεν είχε άλλα αγόρια αυτό το σπίτι. Δυο χρόνια τώρα που ξεκίνησε αυτή της η περιπέτεια, η Μάρνεϊ ζούσε αποκλειστικά στο σπίτι των γονιών της. Ό,τι σερνικό είχε το σπίτι, ήταν άνω των τριάντα-κάτι. Ο Έλληνας που περιποιόταν τον κήπο, ήταν ο νεότερος· τριάντα τριών ετών, παντρεμένος και με ένα μωρό στο σπίτι.
Πίεσε τον μοχλό και το καροτσάκι σχεδόν κόλλησε στο παράθυρο. Έγειρε μπροστά κι ακούμπησε το μέτωπο της στο τζάμι, ρουφώντας με ηδονή το κρύο που περνούσε από μέσα του. Απολάμβανε, μέσα από βρεγμένο γυαλί και μάτια υγρά, τον αδερφό της, δεκάξι ετών, να βιώνει την ηδονή του να έχει κάποιος τον πλήρη έλεγχο του κορμιού του. Η εμπειρία της φάνταζε οργασμική.
«Πάλι κλαις;» η νοσοκόμα, μπήκε στο δωμάτιο. «Πονούσες; Πονάς ακόμα; Έλα. Ώρα να πάμε στο μπάνιο να σε πλύνω και να αλλάξουμε τον καθετήρα. Να σε ντύσω και να κατεβούμε για πρωινό».
Οχτώ πάρα είκοσι η οικογένεια, μαζί με την νοσοκόμα και την προσωπική δασκάλα της Μάρνεϊ, κάθονταν στο τραπέζι του πρωινού. Η μυρουδιά του καφέ και των αυγών διάχυτη στον αέρα. Σταμάτησε το καροτσάκι της στη θέση της, δίπλα στον αδερφό της. Της χαμογέλασε και της τσίμπησε το μάγουλο. Κρατήθηκε να μην του γραπώσει τα δάχτυλα· να τα φιλήσει, να τα βάλει στο στόμα της, να τα γλύψει, να τα δαγκάσει απαλά. Κοίταξε μέσα στα γεμάτα λάμψη μάτια του. Το χαμόγελό του, την φράντζα των μαλλιών του που μύριζε σαμπουάν. Το πουκάμισο κολλαριστό και μυρωδάτο.
Μίλησαν για τα γνωστά. Ο καιρός χαλάει, είπαν· έρχονται βροχές για το επόμενο διάστημα. Η μητέρα έθεσε πάλι το ζήτημα της ανακαίνισης του καθιστικού. Θα έπρεπε με τον άντρα της και τον διακοσμητή να καταλήξουν στα χρώματα, για να δέσει το νέο σαλόνι με τα χρώματα στους τοίχους. Ο πατέρας διάβαζε τα νέα στο τάμπλετ και έγνεφε το κεφάλι σε κάθε πρόταση της γυναίκας του. Η νοσοκόμα μετρούσε και κατέγραφε κάθε μπουκιά της Μάρνεϊ, την διάθεσή της, την στάση στο τραπέζι· αν έγερνε παραπάνω από το προβλεπόμενο. Η Δασκάλα μιλούσε για το πρόγραμμα της ημέρας, διαταράσσοντας της προσπάθειες της μητέρας να καταλήξει σε συμφωνία με τον πατέρα για το σαλόνι.
Στις οκτώ ένας σιωπηλός συναγερμός σκόρπισε το μικρό κοπάδι. Ο πατέρας φίλησε την γυναίκα του, πέταξε ένα «τα λέμε» κι έφυγε προς στο υπόγειο γκαράζ – με την δερμάτινη τσάντα από το Παρίσι στο χέρι. Η μητέρα θα άλλαζε ρούχα και θα κατέβαινε στο αθλητικό κέντρο του συλλόγου για την πρωινή της γυμναστική με τον γυμναστή και τα υπόλοιπα κορίτσια.
Ο Βάλεντάιν έσκασε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο της αδερφής του που έστειλε σεισμικά κύματα σε όλο της το κορμί. Η πρόσφατη μόλυνση στην ουρήθρα από τους καθετήρες την έκαιγε· ο απότομος, ξαφνικός σπασμός την έκανε να πονέσει πολύ· κι αυτό της άρεσε.
Το πρωινό φιλί του αδερφού της ήταν η μόνη υπενθύμιση πως το δερμάτινο κέλυφος που τύλιγε την ύπαρξή της ήταν ακόμη ζωντανό, παρών και διψασμένο για επαφή· μια επίπονη συνεχής υπενθύμιση πως υπήρχε ακόμη κάτι ζωντανό μέσα της.
Η δασκάλα την συνόδευσε στο ασανσέρ κι ανεβήκανε μαζί στον πάνω όροφο. Μπήκαν στο δωμάτιο που είχε διαμορφωθεί σαν τάξη σχολείου. Χάρτες και πίνακες κρεμασμένοι στους τοίχους. Ένας ασπροπίνακας με μαρκαδόρο δέσποζε στον χώρο, με τις χθεσινές εξισώσεις γραμμένους πάνω του. Στο κέντρο ένα θρανίο διαμορφωμένο έτσι ώστε να χωράει με το καροτσάκι της.
«Μάρνεϊ», της είπε η δασκάλα. «Πάλι το μυαλό σου είναι αλλού. Είσαι καλά;»
Της είπε πως όχι, δεν ήταν. Πως ο πόνος την είχε ξενυχτήσει και πως το μυαλό της ήταν βαρύ. Της απάντησε πως αυτό δεν ήταν δικαιολογία, και πως θα έπρεπε αυτή τη βδομάδα να ξεμπερδέψουν με τις εξισώσεις πρώτου βαθμού. Η μητέρα της περίμενε μια αναλυτική αναφορά το απόγευμα της Παρασκευής.
Η Μάρνεϊ άκουγε κάθε κουβέντα της Δασκάλας. Όταν είχε πρωτοέρθει πριν δυο χρόνια, όταν ακόμη η ασθένεια της επέτρεπε να κάνει μερικά, άτσαλα, διστακτικά βήματα με τις πατερίτσες, την είχε συμπαθήσει. Ήταν μια νέα, γλυκιά γυναίκα με όρεξη να βοηθήσει το μικρό κοριτσάκι να προσαρμοστεί στην αλλαγή της ζωής της. Τώρα, το βλέμμα της ήταν ίδιο με αυτό της μάνας της. Μιλούσε· μιλούσε στο αντικείμενο ονόματι Μάρνεϊ που καθότανε στο καροτσάκι.
Η Μάρνεϊ ήταν κι αυτή απούσα. Το βλέμμα καρφωμένο στο παράθυρο, έξω, στον κήπο. Τα κλαδιά ενός δέντρου, που τα φύλλα είχαν πέσει σχεδόν όλα, χάιδευαν το παράθυρο. Δυο σπουργίτες κάθονταν πάνω σε ένα κλαδάκι, κολλητά το ένα πάνω στο άλλο. Τα φτερά τους βρεγμένα από τη βροχή. Τα κεφάλια γυρνούσαν σπασμωδικά εδώ κι εκεί· τιτιβίσματα το ένα στο άλλο.
Υπέθεσε πως ήταν ζευγάρι. Είχαν φάει κι αυτά πρωινό —σκουλήκια, έντομα, τα ψυχούλα στην αυλή— και συζητούσαν για την μέρα τους. Είχαν σχέδια να πετάξουν εδώ κι εκεί· να δουν και να κάνουν πράγματα. Έπρεπε να δουλέψουν, να ετοιμαστούν για τον χειμώνα που ήδη είχε ειδοποιήσει να του ετοιμάσουν το δωμάτιο.
«Μάρνεϊ, μ’ ακούς; Σου μιλάω; Μάρνεϊ!»
Ήθελε να πετάξει μαζί τους, να φύγει· οπουδήποτε εκτός από αυτό το δωμάτιο, αυτό το σπίτι, αυτή την οικογένεια, αυτούς τους ανθρώπους.
Όμως δεν είχε φτερά —δεν είχε καν πόδια.
Γύρισε το κεφάλι της πίσω στον ασπροπίνακα. Έπιασε τον στυλό στο χέρι.
«Συγγνώμη. Αφαιρέθηκα. Είμαι εδώ τώρα. Μου τα λέτε, παρακαλώ, άλλη μια φορά;»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Περικλής Πασχίδης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Ο πίνακας είναι του James Jean