Το κλειδί

0
299

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι R.jpgαπό τη Λυκαία

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Περνούσα καθημερινά έξω από το σπίτι της. Η τελευταία μονοκατοικία της γειτονιάς!

Εκείνη, καθισμένη σε μια ψάθινη καρέκλα, στην αυλή, μ’ ανοιχτή την αυλόπορτα προς τον δρόμο. “Ανοίγω την καρδιά προς τον κόσμο, έτσι Αννούλα ;”

Με ρωτούσε για επιβεβαίωση, κάθε που ξεχώριζε τον ήχο από τα τακούνια μου στο πλακόστρωτο. Η κυρία Ανθή με τα κλειστά βλέφαρα. Χρόνια τυφλή, τη θυμάμαι από μικρό παιδί.

Τα καλοκαίρια  στη καρέκλα της αυλής, με μάτια μισόκλειστα, να οσμίζεται τον αέρα σαν λαγωνικό, και πράγμα παράξενο, να αναγνωρίζει τον καθένα μας και να μας χαιρετάει ονομαστικά. Χωρίς ποτέ να λαθέψει , χωρίς να παραλείπει κανέναν.

Οι καινούριοι γείτονες, κρατώντας τις αποστάσεις, συχνά- πυκνά δεν της συστήνονται, από αμηχανία θαρρώ, μα εκείνη φρόντιζε να πιάνει κουβέντα μαζί τους, αποκαλώντας- προσκαλώντας τους- μ’ ένα χαρακτηριστικό τους.

Η όμορφη λυγερόκορμη μελαχρινή ενοικιάστρια, του διαμερίσματος στον δεύτερο όροφο, της απέναντι πολυκατοικίας, απρόσιτη και λιγομίλητη , ανταποκρίθηκε θερμά σαν την φώναξε ένα μεσημέρι ” Ισιδώρα Ντάνκαν “. Από την κυρία Ανθή, πληροφορηθήκαμε πως η αιτία των αναστεναγμών του ανδρικού πληθυσμού της γειτονιάς, ήταν πρώτη χορεύτρια της Λυρικής. Ο καινούριος ιδιοκτήτης του φούρνου της γειτονιάς ήταν “ο Ψωμούλης” κι ο κρεμανταλάς λογιστής, ο “κάλπικη λίρα”.

Πότε δεν κατάλαβα, πως αντιλαμβάνονταν- τυφλή- του καθενός τις ιδιότητες.

Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, η εικόνα της κυρίας Ανθής με τα κλειστά μάτια, ήταν ο εφιάλτης των παιδικών μου χρόνων. Κλειστά μάτια κι ανεξιχνίαστη καρδιά.

Σάμπως τα μάτια δεν είναι η γλώσσα επικοινωνίας; Ίσως η πρώτη γλώσσα, που αντιλαμβανόμαστε. Από τα μάτια μάθαμε να καταλαβαίνουμε τα αισθήματα, αυτά διαβάζουμε και επικοινωνούμε.  Τα μάτια της μάνας, πρωτοαντικρίζουμε στη γέννηση.

Αυτή η πρώτη ματιά της Ζωής, προσδιορίζει την ζωή Μας. Η ματιά της αποδοχής ή της απόρριψης, μας μαθαίνει τον κόσμο κι ας λένε αλλά τα χείλη. Τα μάτια λένε πάντα την αλήθεια!

Σαν να’ναι απευθείας συνδεδεμένα με την καρδιά, με δική τους βούληση, ανταποκρίνονται πάντα στην εσώτερη αλήθεια μας.

Η αδυναμία μου να διαβάσω τη ματιά της κυρίας Ανθής, μου δημιουργούσε έναν απροσδιόριστο φόβο.

~~

Κάπου στην εφηβεία θυμάμαι, μαθήτρια της δευτέρας λυκείου, πέρασα τρεχάτη μπροστά από την πόρτα της, ένα ζεστό μεσημέρι του Ιούνη, πριν τις εξετάσεις, κλαίγοντας· η πρώτη ερωτική απογοήτευση είχε χτυπήσει την πόρτα της άμαθης καρδιάς μου.

Έτρεχα να κρυφτώ στο καταφύγιό μου, το γειτονικό δασάκι, να μην με καταλάβει η αυστηρή μάνα μου, που θα με τιμωρούσε στα σίγουρα, για το νεανικό μου ατόπημα.

Η φωνή της κυρίας Ανθής τρυφερή και γεμάτη κατανόηση, ανέκοψε το τρεχαλητό μου, στην γεμάτη σκόνη, λαμπαδιασμένη από τον μεσημεριάτικο ήλιο κατηφόρα.

“Μην κλαις, Αννιώ μου, κι έλα να μου πεις πώς τον λένε!” μου είπε χωρίς περιστροφές με μειλίχιο ύφος!  Χωρίς να σκεφτώ καν, “Δημήτρη” απάντησα κι έτρεξα να κρυφτώ στην ποδιά της. Με άφησε να χορτάσω κλάμα γονατισμένη στην αγκαλιά της, στη μέση ενός κήπου, γεμάτου βασιλικά γεράνια κι αρμπαρόριζες!

Η ποδιά της, μύριζε αρμπαρόριζα κι από τότε η κυρία Ανθή με τα διάφανα βλέφαρα, έγινε ο μυστικοσύμβουλός μου.

Θυμάμαι εκείνη την πρώτη μας συνάντηση. Πραγματική συνάντηση! Μιλήσαμε από καρδιάς κι ήταν η πρώτη φορά στην μικρή μου ζωή, που ένιωσα κάποιον να κοιτάζει μέσα μου, τόσο διαπεραστικά.

Η αγαπημένη κυρία Ανθή, με τα διάφανα βλέφαρα!

Από τότε στάθηκε καλύτερα από μάνα στα ερωτικά μου.  Μ’ “έβλεπε” να μεγαλώνω, κι εγώ παρατηρούσα το χρόνο να κυλάει επάνω της ευγενικά. Χωρίς να χαράζει ρυάκια, χωρίς σημάδια στο ωραίο της πρόσωπο, εκτός από ασήμι, στα πυκνά της μαλλιά, που της έδιναν μια λάμψη απόκοσμη.

Σπουδές, γάμος, γέννα, δουλειά, σπίτι, επιχείρηση, συγγραφή, η κυρία Ανθή έγινε σταθερό σημείο αναφοράς στη Ζωή Μου. Μια τεράστια καρδιά κι ένα πρόθυμο αυτί σε κάθε ανάγκη.

Πότε δεν έμαθα κάτι για την ζωή της.  Πάντα με τέχνη περισσή, μετέφερε την κουβέντα στα δικά μου θέματα!

Εκείνη, στήριγμά μου στο διαζύγιο κι ας ήταν πια υπέργηρη. Ευτυχώς που ήταν εκεί! Γιατί η πατρική μου οικογένεια, στάθηκε λίγη να με υποστηρίξει.  Σ’ αυτή την δύσκολη στιγμή, η αγαπημένη γιαγιά, μου έδωσε ένα κλειδί.  Με παρακάλεσε να το χρησιμοποιήσω, όταν θα είχα αποφασίσει να ανοίξω πάλι την καρδιά μου.

~~

Η κυρία Ανθή, χάθηκε από τη γειτονιά, ένα ζεστό απόγευμα του Μάη του 2001 αφήνοντας απότιστα τα βασιλικά και τα γεράνια της.

Ποτέ δεν κατάλαβα το λόγο της εξαφάνισής της, ούτε μπόρεσα να καταπιώ γιατί δε με αποχαιρέτησε. Το σπίτι της σφραγισμένο κι εγώ ήμουν η κάτοχος ενός κλειδιού, που δεν ήξερα καν ποια κλειδαριά ανοίγει. Ο καιρός προκομμένος και σαλός, πέρασε και με παρέσυρε στον αχαλίνωτο καλπασμό του.

Η καρδιά μου χτύπησε πάλι- δίκιο που το είχε η κυρία Ανθή- κι εγώ ευλογούσα την ζωή που μου έδωσε άλλη μια ευκαιρία.  Μα άλλα τα σχέδια των ανθρώπων κι αλλιώς αποφασίζει η Ζωή.  Βρέθηκα να κλαίω τον χαμένο μου έρωτα, να θυμώνω με τον εαυτό μου και τις επιλογές μου, χωρίς την αγκαλιά – καταφύγιο- της κυρίας Ανθής.  Και τότε το ξεχασμένο κλειδί, φάνηκε μια ενδιαφέρουσα διαφυγή από το προσωπικό μου δράμα.

Τα βήματά μου με οδήγησαν, στο τόσο γνώριμο κήπο, της εξαφανισμένης μου φίλης. Χαλαρώνοντας τον μεντεσέ στο παραθυρόφυλλο του σαλονιού, που ήταν στο πίσω μέρος του κήπου, τρύπωσα θαρρετά στο γνώριμο δωμάτιο.

Πήδηξα μέσα με παιδική ευκολία και βάλθηκα να μαντεύω ποια κλειδαριά ξεκλειδώνει το μικρό τούτο κλειδί.  Αφού δοκίμασα κομοδίνα, ντουλάπες, ένα ξύλινο κινεζικό κουτί ακουμπισμένο πάνω στον μπουφέ, τράβηξε την προσοχή μου.

Το μικρό κλειδί άνοιξε την κλειδαριά κι εκεί… Ω, εκεί!

Όμορφα ταχτοποιημένα, ολόκληρη η Ζωή της κυρίας Ανθής με τα διάφανα βλέφαρα και πίσω από κάθε φωτογραφία, χρονολογία και περιγραφή. Ολόκληρη η ζωή της στα χέρια μου!

Σ’ ένα σπίτι χωρίς κάδρα με φωτογραφίες , με καλυμμένους καθρέφτες, ολόκληρη η πορεία της ζωής της σε ασπρόμαυρες και έγχρωμες εικόνες.

Εκείνη μωρό με τους γονείς, παιδάκι του σχολίου, μαθήτρια γυμνασίου, σπουδάστρια και ξάφνου,  στην αγκαλιά ενός ψηλού νέου με μπριγιαντίνη στα μαλλιά κι ένα λεπτό περιποιημένο μουστάκι!

Κι εκείνη να τον κοιτάει με μάτια εκστατικά. Μα τα μάτια της! Δύο τεράστια γαλάζια μάτια και ξανθά μαλλιά.  Ω θεέ Μου, τα μάτια της υπέροχα, τεράστια, γαλάζια μάτια!

Και πώς τον κοιτά. Πόση ένταση κρύβει αυτή η μάτια!  Απόμεινα να κοιτάζω και να μην χορταίνω!

Ένα μεγάλο πακέτο με αλληλογραφία, δεμένο με μία σατέν γαλάζια κορδέλα, μια υπεύθυνη δήλωση σε κάποιο γνωστό νοσοκομείο και μια διάγνωση, μου έλυσα την απορία, αργά το βράδυ.

Ξεχάστηκα και πέρασα πάνω από έξη ώρες , αναμοχλεύοντας τις αναμνήσεις της, προσπαθώντας να καταλάβω αυτή, την τόσο κοντινή μου άγνωστη.

Κι όταν κατάλαβα, απόμεινα να κοιτάζω το κενό, πριν αφήσω τα δάκρυα μου, να αποτελειώσουν ότι δεν έκανε εκείνη, δωρίζοντας το ένα της μάτι στον αγαπημένο της και χάνοντας το άλλο από ζάχαρο, παράσημο του πένθους για τον χαμό του.

Και κάτι ακόμα. Στο τέλος του πακέτου , της όμορφα τακτοποιημένης ζωής της που κρατούσα στα χέρια μου, το πιστοποιητικό θανάτου της, με ημερομηνία πέντε Ιούνη του ’74.

Δεν τρόμαξα. Έκλαψα!

Έκλαψα εκείνο το βράδυ για μένα, για εκείνη, για μια ζωή δίχως δάκρυα, μα με κλαίουσα καρδιά. Και καθώς η έντονη μυρωδιά της αρμπαρόριζας πλημμύριζε το δωμάτιο, κατάλαβα πώς την πιο καθαρή, διαπεραστική ματιά την έχει η καρδιά.

Ζει ένα αιώνιο παρών και βλέπει ακόμη και πίσω από κλειστά βλέφαρα.

Και τότε όλα είναι καθαρά, διάφανα!

Το μικρό κλειδί, προίκα μου από αυτή την σπάνια γυναίκα , την υπερφυσική μου προστάτιδα ,ανοίγει καρδιές.

Το ξημέρωμα με βρήκε να γράφω ένα γράμμα σ΄ εκείνον, χωρίς να μετανιώνω πια για λάθη, που όρισε η καρδιά. Στολίδι μου ακριβό, ένα κλειδί κρεμασμένο μ΄ αλυσιδάκι στο στήθος και μια καρδιά ανοιχτή στον κόσμο και στο μοναδικό σκοπό της ζωής.

” ….η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής….”

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Λυκαία, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Προηγούμενο άρθροBlue Cream Blues
Επόμενο άρθροΈστω κι έτσι
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).