Blue Cream Blues

0
248

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 666.jpgτου Δημήτρη Λιμνιώτη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Έβρεχε φωτιά. Ζεστό απόγευμα ερχόταν και μαρτυρούσε το ακόμα θερμότερο καταμεσήμερο που είχε προηγηθεί.

Ο Cream Blue, ο διακτινισμένος σ’ έναν κουβά με ακάνθινο πλέγμα αναρχοβούβαλος, στεκόταν ήρεμος έξω απ’ το Big Chili Ham, το διάσιμο κατάστημα εσωρούχων με γράσο. Μόλις είχε τελειώσει τα ψώνια του και τα δύο αγαθά που κρατούσε στα χέρια, ένα στρινγκ κι ένα σουτιέν, έσταζαν στις καφεκόκκινες πλάκες.

Ημέρα προσφορών, απ’ τις σπάνιες, στο Big Chili με δώρα, ένα φέσι από χρωματισμένες μπανανόφλουδες κι ένα μιλκ σέικ μπανάνας. Ο Cream Blue σιχαινόταν τον χυμό μπανάνας. Γι’ αυτό αρκέστηκε ν’ αγοράσει ένα στρινγκ με κέρδος, όπως όριζε το έθιμο, και το σουτιέν της πρώτης πωλήτριας που πρόλαβε να συνουσιαστεί μαζί του. Μία υπεραυτόματη Σαρλίν, σαν αυτές με τα μηχανικά αιδοία που πεταρίζουν χαρούμενα και μιλούν τουλάχιστον τρεις διαλέκτους.

«Ήσουν φανταστικός Cream».
«Ισουν φανταστικώς Cream».
«Cream είσουνασα σφανταστικόσενε», του είχε πει το αιδοίο και κείνος μάζεψε τα πράγματά του, αποχαιρέτησε την Σαρλίν μ’ ένα παχύ σφύριγμα και βγήκε καμαρωτός απ’ το κατάστημα.

Όλα αυτά συνέβησαν λίγη μόλις ώρα νωρίτερα. Αφού, λίγη ώρα αργότερα, όλα τα νωρίτερα θα ήταν ένα μακρινό παρελθόν.

Η πρόθεσή του βγαίνοντας απ’ την illustration έξοδο, δεν ήταν να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των συνταξιούχων κογιότ με τα πράσινα δόντια. Τουλάχιστον προτού αντικρίσει την ομάδα αναρριχόμενων μυκήτων με καθαρά μαζοχιστικές διαθέσεις. Μπουσουλούσαν αργά, γεμίζοντας σάλια την παγόδα, μπροστά απ’ το επιβλητικό κτίριο της νομαρχίας.

Αποφάσισε μόλις τότε, πως η μέρα ήταν η καλύτερη για μία εκδήλωση διαμαρτυρίας. Άλλωστε το μαρτυρούσε ακόμα κι ο γενειοφόρος γερόλυκος που φώναζε, κραδαίνοντας την βίβλο.

«Μετανοείτε γελοία υποκείμενα γιατί έφθασε η ώρα να σας πάρει και να σας σηκώσει. Ουουουουουου ιιιιιιιιιιιιιι γαμώ το κέρατό σας ξεφτιλισμένοι!»

Οι πορείες δεν ήταν του στυλ του. Ούτε και τα διάφορα προκάτ πανό με συνθήματα τύπου Έξω τα μαστιχοκούκουτσα απ’ τις παραφασάδες ή Hocus pocus θάνατος στους στρεπτόκοκκους. Η μοναδική ενέργεια τη στιγμή εκείνη που έμοιαζε με λογική συνέχεια της επαναστατικής του δράσης, ήταν μία σειρά προσεγμένων μετασχηματισμών της μωβιάς του αύρας. Έτσι, με στρινγκ στο κεφάλι, προσεκτικά γρασαρισμένο, και το εξίσου γλιστερό σουτιέν, που ελαφρά ανασήκωνε τους πεσμένους όρχεις του, σε σχήμα τιράντας, άρχισε να χορεύει ξέφρενα και να τραγουδάει εκείνο τον σκοπό που η μάνα του έλεγε όταν ήταν μικρός.

Χτύπα τα τσάκρας μου,
χορδή της σάρκας μου,
σαν τον Προκρούστη,
αχ κόσμε πούστη.

Κι ενώθηκε με την παλλόμενη από δραστηριότητα διαδήλωση.

Οι πρώτες αντιδράσεις ήρθαν απ’ τα κογιότ, όταν μία σειρά πράσινες οδοντοστοιχίες παρατάχτηκαν σε σχηματισμό Κ. Τα συνταξιοδοτημένα Κογιότ επιδόθηκαν σε χορούς εξωτικούς με δόσεις καμπαρέ. Τα μαγικά σαλιγκάρια που με τις ασπίδες και τις χρυσές περούκες, τόση ώρα παρακολουθούσαν αμέτοχα την πορεία, αναστατώθηκαν. Ο αρχισαλίγκαρος με τις γυαλιστερές μαύρες μπότες κραύγασε Τα πάι γιοτ, τα πάι, το μου μερ κρακαντούμ!, που σε απτή σουαχίλι σαλιγκαριών είναι το σημερινό Τα πάι γιοτ, τα πάι, το μου μερ κρακαντούμ!

Ο Cream Blue κοντοστάθηκε ψύχραιμος τελειώνοντας το τραγούδι μ’ ένα κρεσέντο.

Παίρνω τα μάτια μου,
απ’ την πραμάτεια μου,
και λέω πυρ.
Βρε α σιχτίρ!

Πίσω του σειρές γρύλιζαν τα κογιότ και πιο πίσω ακόμα τα κουφοσκάθαρα και οι παπαρόμυγες, που λίγη ώρα πριν είχαν καταφτάσει ορδές για συμπαράσταση. Σε αντίθεση με τα Κογιότ που διαμαρτύρονταν για καλύτερες συνθήκες ταφής και καύσης, όλοι οι υπόλοιποι ήθελαν απλά τον μπελά τους.

Ο κόσμος βούιζε. Οι υπάλληλοι στη Νομαρχία είχαν κλειδαμπαρωθεί, πίσω από τις βαριές πόρτες του κτηρίου, γεμάτοι απόγνωση. Συγκεντρώθηκαν στη μεγάλη αίθουσα, δίπλα στο αίθριο, κι ετοιμαζόταν για μία ακόμα μαζική αυτοκτονία. Η βαθιά πίστη των δημοσίων υπαλλήλων, πως οι εξωγήινοι πλησιάζουν για να συλλέξουν τις ψυχές τους και παλιότερα τους είχε οδηγήσει στον αφανισμό.

«Λυπάμαι», είχε δηλώσει ο τότε πρωθυπουργός της χώρας∙ ο Γκρι-Τσακάλι-Τζόναθαν, «Μαύρη μέρα σήμερα. Μαζί με το χαμό της Μεσαίας Τάξης, θρηνούμε και τη σκοτεινή πλευρά της φύσης μας, που βυζαίνει δηλητήριο απ’ το δεξί μαστάρι του εγωισμού και τ’ αριστερό της περηφάνιας. Όλε, Όλε, Γουακαμόλε!»

Ο Cream Blue με ιδιαίτερα εριστική συμπεριφορά, ξεκούμπωσε την κόψα  του σουτιέν, αφήνοντας τους όρχεις του στα ζεστά χείλη της ασφάλτου. Οι όρχεις ζάρωσαν περήφανα. Έπειτα σήκωσε το χέρι του ψηλά κραδαίνοντας το εσώρουχο, που έσταζε γράσο παντού, και φώναξε στα σαλιγκάρια,

Τέρμα! Τελείωσε! Τέρμα στις εκπτώσεις και τον φθόνο, στις ζοφερές εικόνες των ειδήσεων και τις φτηνές δημοσιογραφικές προβοκάτσιες. Τέρμα στις εξουσίες που ανακυκλώνουν το έγκλημα, στα όργανά τους που το συντηρούν. Τέρμα στα φιστικιά σε σχήμα πέους και τις τρίχες στις τυρόπιτες, στα κακομούτσουνα γκαρσόν και τους οδηγούς των αστικών συγκοινωνιών. Θα μπορούσα να σας σοδομίσω επαρκώς, μα προτιμώ να κινηθώ προς τη δύση, άλλωστε, πιάνει και το σούρουπο σε λίγο. Ο χρόνος μου εδώ τελείωσε.

Τα σαλιγκάρια σε στάση άμυνας και σχηματισμό επίθεσης, παρακολούθησαν με την άκρη των κεραιών τους τον Cream Blue  ν’ αποχωρεί. Το κέντρο του βλέμματος τους ήταν στραμμένο στα κογιότ που με βηματισμό πλησίαζαν φωνάζοντας ρυθμικά, «Τέρμα!».

Μία επανάσταση ακόμα άρχισε, σκέφτηκε ο Cream Blue καθώς, τον αγκάλιαζαν ζεστά οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου.

Είμαι μόνος, παρέα με το στρινγκ μου και κινούμαι δυτικά.
Είμαι μόνος παρέα με την ψυχή μου και την ανάμνηση της αγάπης.
Blue Cream Blues, κι αν μ’ αξιώσει ο θεός θα κάνω κι ένα ντουζ.
Oh yeah!

Επίλογος

Όταν ο σύντροφος Προυντόν διαλογιζόταν στις αξίες της ανθρώπινης ανεξαρτησίας, είχε σηκώσει τσαντισμένος το τηλέφωνο, περίμενε λίγα δευτερόλεπτα κι έπειτα φώναξε: «Κοίτα Καρλ, μας έχεις πρήξει τα παπάρια με το Κεφάλαιο, τον πλούτο και τ’ αγαθά της Εργατικής Τάξης. Αν σε πετύχω κάπου, θα σου μαυρίσω τη μάπα στα μπουνίδια. Μαλακοπίτουρα!»

«Ορίστε;», απάντησε έκπληκτος ο Μαρξ.
«Ορίστε και στα μούτρα σου γεροηλίθιε!»
«Η κοινωνία είναι ύλη και κινείται».
«Κι εσύ είσαι ένας ακίνητος μαλάκας!» και του έκλεισε το τηλέφωνο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα nonsense έγραψε ο Δημήτρης Λιμνιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η φωτογραφία είναι του Νίκου Οικονομόπουλου

Προηγούμενο άρθροΚατά τον δαίμονα εαυτού
Επόμενο άρθροΤο κλειδί
Avatar
Γράφω μόνο τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται και η πόλη ησυχάζει. Είμαι επιρρεπής στους εθισμούς, αλλά πίνω μόνο κρασί –μετά τη δύση του ηλίου- και όλο σκέφτομαι ότι πρέπει να κόψω το κάπνισμα. (Προσθήκη, 12 χρόνια μετά. Το έκοψα το κάπνισμα).