Κατά τον δαίμονα εαυτού

0
544

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Yael-Martinez-1280x854-1-1024x683.jpgαπό τον Γιάννη Κεφαλά

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τρέμω ολόκληρη. Έχω σπάσει σε χίλια κομμάτια. Απ’ την ένταση μπήγω τα νύχια στις παλάμες μου, μ’ όλη μου τη δύναμη. Θέλω να πονέσω. Μ’ έχει κατακλύσει μια μανία να γδάρω το δέρμα μου. Να με δω να ματώνω. Όλη η οργή που ‘χω μέσα μου… Για μένα… Για κείνον… Για όλα όσα είπε… Για όλα όσα έκανε… Για όλα όσα υποσχέθηκε και δεν έγιναν… Όλη αυτή η οργή μεταμορφώνεται σε μια ωμή, αρχέγονη δύναμη, έτοιμη να με ξεσκίσει.

Περπατώ κι οι δρόμοι είναι ασφυκτικά γεμάτοι. Αλλά για μένα, είναι σαν να μην υπάρχει γύρω μου άλλος κανείς. Βαδίζω ευθεία και κανένας δεν στέκεται εμπρός μου. Δεν ακούω τίποτα, παρά μόνο τον ήχο απ’ τα τακούνια μου. Ένας περιοδικός χτύπος, που ‘ναι σαν να καρφώνουν πρόκες σε κάθε όνειρο που ‘κανα για μένα και για κείνον. Κι ύστερα χάνομαι στα σκοτάδια του μυαλού μου. Μέχρι που αρχίζουν κι αντηχούν φωνές μες στο κεφάλι μου. Φωνές που με την κάθε τους λέξη με χτυπάνε, κάνοντάς με να υποφέρω.

«Σου αξίζει να πονάς! Μα καλά, πώς πίστεψες ότι αυτή τη φορά θα είναι αλλιώς; Καλά να πάθεις…»

Βάζω τα χέρια μου στις τσέπες και σφίγγω κι άλλο τις γροθιές μου. Τα νύχια μου γλιστράνε στις σάρκες μου και βυθίζονται πιο βαθιά.

Επιτέλους… Νιώθω το αίμα να ρέει στις παλάμες μου. Με πλημυρίζει μια ζοφερή αίσθηση ικανοποίησης, που μου προκαλεί μια απερίγραπτη ηδονή. Μου αξίζει να πονάω. Μου αξίζει… Φέρνω τις παλάμες μου κοντά στο πρόσωπό μου και τις μυρίζω. Η μεταλλική οσμή του αίματος, χωρίς να το περιμένω, με καταπραΰνει. Με ηρεμεί. Όσοι περαστικοί τυχαίνει και με παρατηρούν, τώρα αντικρίζουν ένα πράο, γαλήνιο πρόσωπο. Θεέ μου… Αν μπορούσαν να δουν μέσα μου… Αν μπορούσαν ν’ ακούσουν την καρδιά μου, θα τρόμαζαν απ’ τις φρικτές κραυγές της και θα ‘φευγαν τρέχοντας μακριά. Αλίμονο. Δεν ξέρουν πόσο υποφέρω. Δεν ξέρουν πόσο μ’ έχει διεκδικήσει η θλίψη, για να μ’ έχει κοντά της.

Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό μου. Μόλις ένα δάκρυ μετά απ’ όλα όσα πέρασα. Κι είναι ικανό, ακόμα κι αυτό, να με πνίξει. Να με παρασύρει στον απύθμενο βυθό του και, χωρίς οίκτο, να με πνίξει.

Κοιτάω γύρω μου και δεν ξέρω που είμαι. Έχω φτάσει στον αυλόγυρο μιας εκκλησίας. Δεν θυμάμαι να ‘χω ξανάρθει σ’ αυτή τη γειτονιά. Πηγαίνω και κάθομαι στα σκαλοπάτια. Γελάω με τον εαυτό μου. Ταραχή, οργή, πόνος, ευχαρίστηση, ηδονή, ηρεμία, θλίψη… Ποιος λογικός άνθρωπος μπορεί να ‘χει τόσες συναισθηματικές εναλλαγές τόσο γρήγορα; Πρέπει να ‘μαι τρελή. Αλήθεια, πως έφτασα ως εδώ;

Ψάχνω να βρω το πακέτο με τα τσιγάρα μου. Θέλω απεγνωσμένα να καπνίσω. Πού στο διάολο το ‘βαλα…

Δίπλα μου βλέπω μια μορφή οικεία. Καιρό είχε να μ’ επισκεφτεί. Περίεργη μορφή. Ανθρώπινη, αλλά κι απόκοσμη μαζί. Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές αν είναι άγγελος ή δαίμονας. Μάλλον είναι ο δαίμονάς μου. Ποτέ δεν μου μιλάει όταν τον βλέπω. Ίσως σήμερα αποφασίσει να μου μιλήσει. Κάθεται δίπλα μου κι είναι σκυμμένος μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες του στα γόνατα και καπνίζει ένα απ’ τα τσιγάρα μου.

Τον παρατηρώ και του δίνω χρόνο, μήπως και μου πει αυτή τη φορά τι θέλει. Μάταια.

«Τι θες;»

Γυρίζει και με κοιτάει, αλλά και πάλι, δεν μου μιλάει.

«Τι θες;»

Σηκώνει το χέρι του και μου δείχνει την απέναντι πολυκατοικία, στον όροφο που γίνεται ανακαίνιση. Ένας εργάτης βουτάει το πινέλο του σ’ ένα δοχείο με μαύρη μπογιά κι είναι έτοιμος να ξεκινήσει να βάφει μια παλιά κόκκινη πόρτα. Αμέσως μουρμουρίζω τους στίχους των Rolling Stones:

I see a red door
And I want it painted black
No colors anymore
I want them to turn black*

Δίκιο έχεις… Έτσι τα θέλω. Όλα μαύρα. Μήπως είδα κανένα όφελος μ’ όσα υπομένω και μ’ όλες τις ευκαιρίες που του ‘χω δώσει; Μόνο πίκρες με γέμισε. Κατάντησα υστερική. Η μαυρίλα μου ταιριάζει.

Μου δίνει το τσιγάρο του και κάθεται ακίνητος κι ανέκφραστος, όπως πάντα.

Τραβάω λαίμαργα μια τζούρα, κι ο καπνός ταξιδεύει ορμητικά μέσα μου. Τον νιώθω να κατεβαίνει στους πνεύμονες κι ύστερα να απορροφάται απ’ τις φλέβες μου, να ρέει στο αίμα μου και να γίνεται κατάμαυρο μελάνι. Μελάνι έτοιμο να γράψει τις άγραφες σελίδες της ζωής μου.

Ο δαίμονας πιάνει το δάχτυλο του χεριού μου. Το κρατάει σαν πένα και με το αίμα από τις παλάμες μου, που ‘ναι ακόμα ζεστό και δεν έχει στεγνώσει, σχηματίζει στο μάρμαρο δυο λέξεις: Ως εδώ.

Τραβάω άλλη μια τζούρα, ακόμα πιο λαίμαργα. Ως εδώ… Δεν γίνεται επειδή τον αγαπώ, να του επιτρέπω να μου συμπεριφέρεται έτσι. Δεν γίνεται να κάνω κακό στον εαυτό μου από απόγνωση. Πρέπει να γίνω σκληρή. Δεν θα ξαναπιστέψω τα ψέματά του, ότι όλα θ’ αλλάξουν. Δεν πρέπει να τον αφήσω να με πληγώσει ξανά. Αν ξανακάνει τα ίδια θ’ αποτρελαθώ. Ως εδώ.

Αυθόρμητα αρχίζω να τραγουδάω το υπόλοιπο τραγούδι. Και τραγουδάω τόσο δυνατά, που ο εργάτης στην απέναντι πολυκατοικία σταματάει το βάψιμο και κοιτάζει γύρω του, ψάχνοντας όλο απορία, να βρει ποιος τραγουδάει.

I look inside myself
And see my heart is black
I see my red door
I must have it painted black*

 

Αυτή τη φορά θα ‘ναι όλα διαφορετικά. Δεν θα κάνω τα ίδια λάθη. Απόψε θα τελειώσουν όλα.

Ο δαίμονας σηκώνεται από δίπλα μου κι απομακρύνεται αργά. Δεν προσπαθώ να τον σταματήσω. Μέσα μου ξέρω. Η σιωπηρή απομάκρυνσή του είναι σαν να μου δίνει διαταγή. Τον βλέπω να ξεθωριάζει όσο περπατά και, μέσα στο κεφάλι μου, τον ακούω να συνεχίζει το τραγούδι.

 

Maybe then, I’ll fade away
And not have to face the facts
It’s not easy facing up
When your whole world is black*

Δεν έχω πια κανέναν ενδοιασμό. Σβήνω το τσιγάρο στο σκαλοπάτι μπροστά μου. Τίποτα δεν θα ‘ναι όπως πριν. Το ‘χω πάρει απόφαση. Θα τελειώσουν όλα απόψε. Σηκώνομαι απ’ τα σκαλιά της εκκλησίας. Ο κόσμος στον δρόμο με κοιτάει περίεργα, όπως περπατάω αλαφιασμένη. Δεν με νοιάζει. Ούτε πριν μ’ ένοιαζε ούτε και τώρα. Η καρδιά μου σφίγγεται, αλλά ξέρω πως έχω πια το θάρρος να τον αντιμετωπίσω. Κι ας τον φοβάμαι, κι ας τον αγαπώ, δεν θα επιτρέψω να συμβεί ξανά. Ή αυτός ή εγώ. Σ’ όλη τη διαδρομή τραγουδάω. Λες κι η επανάληψη των στίχων θα μου δώσει δύναμη, για να τα καταφέρω.

I wanna see it painted
Painted black
Black as night
Black as coal
I wanna see the sun
Blotted out from the sky
I wanna see it painted, painted, painted
Painted black…*

 

 Βγάζω τα κλειδιά κι ανοίγω την πόρτα.
Είναι μέσα.
Τον ακούω.
Απόψε όλα θα τελειώσουν.
Απόψε θα ‘ναι μια νέα αρχή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

*Οι στίχοι είναι από το τραγούδι των Rolling Stones “Paint it black”.

Η φωτογραφία είναι του Yael Martinez