Σου έφερα λουλούδια

0
314

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι nyc6160-overlay-1024x682.jpgδιήγημα του Περικλή Πασχίδη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ήταν η καλύτερη μέρα, ήταν η χειρότερη μέρα, ήταν η εποχή της αναγέννησης στον καιρό της παρακμής, του φωτός μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι, η μέρα που ειπώθηκε το μεγάλο ναι και το μεγάλο όχι· εν συντομία, ήταν τα δέκατα τρίτα γενέθλια του Βλάση, ήταν η ημέρα που το άβουλο παιδί θάφτηκε βιαστικά σε ανώνυμο τάφο και με συνοπτικές διαδικασίες πήρε την θέση του ο οργισμένος νέος.

«Ένα πράγματα σου ζήτησα —ένα!» σκούπισε τα μάτια του που δάκρυζαν. «Για μια μέρα, μία, μόνο, μέρα, να μη γίνεις σκατά! Να μην πάρεις γαμωπρέζα, γαμώ τη μου».

«Μω, μωρρράκι μουυυ—»

«Δεν είμαι το μωράκι σου», γάβγισε, «δεν είμαι νιάνιαρο —μεγάλωσα πιά! Και θα στα γαμήσω όλα! Τ’ ορκίζομαι, θα σε κάνω να σιχαθείς που με γέννησες!»

Έξω έριχνε χιονόνερο, δεκατέσσερις Φεβρουαρίου· «καρπός του έρωτα» όπως τον έλεγε η γιαγιά του πριν πεθάνει. Το χνότο της ανάσας του θόλωνε το τζάμι καθώς κοιτούσε έξω για το ασθενοφόρο. Κόκκινα-μπλε φώτα η μόνιμη φωταψία της ζωής του.

Η μάνα του παρέπαιε ανάμεσα στο ξύπνιο και στην αφασία· με κάθε χτύπο της καρδιάς της έτρεχε προς την πόρτα μονής κατεύθυνσης, να ανταμώσει με τον άνδρα και την κόρη της που σκοτώθηκαν πριν δύο χρόνια σε τροχαίο.

«Μόνο τον εαυτό σου σκέφτεσαι», της φώναξε χτυπώντας το πόδι του στο πάτωμα. «Πρέζα, ξύδια και γαμήσια με τον νταβά σου. Πουτάνα! Ναι, πουτάνα είσαι. Μια γαμωπουτάνα. Σε μισώ, σε σιχαίνομαι, αηδιάζω που βγήκα από το μουνί σου. Μ’ ακούς; Σ’ εσένα μιλάω!»

Τα γνώριμα δίχρωμα φώτα φώτισαν την πυλωτή της πολυκατοικίας. Ο Βλάσης κατέβηκε τα σκαλιά τρέχοντας μονάχα με τα εσώρουχα· έβραζε τόσο πολύ που θα έλιωνε τα μέταλλα του ασανσέρ.

Όταν τα φώτα απομακρύνθηκαν, ο Βλάσης φορούσε την φόρμα με την τρύπα στο μπατζάκι και το φουσκωτό μπουφάν που είχε κλέψει από τον Τάσο την προηγούμενη χρονιά, από την εκδρομή στο πάρκο.

Η γειτόνισσα, που είχε υποσχεθεί να τον προσέχει, του φώναζε να μην φύγει. Την έγραψε στ’ αρχίδια του και κατέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά. Έβγαλε το κινητό και το έβαλε φωτιά· τα δάχτυλα να χτυπάνε ασταμάτητα, τα μπιπ-μπιπ να βαράνε στα διακόσια χερτζ.

~{ο}~

Η παρέα άραζε στο πάρκο· όλη από σκασιαρχείο. Ο Πέτρος με το τσιγάρο στο στόμα, ο Χοντρός κατέβαζε τριπλή μπουγάτσα με μισόλιτρο κακάο, ο Διακορευτής αντάλλαζε μηνύματα με την γκόμενά του, ο Μπουνιάς έπαιζε με την μανιβέλα καβάλα στο παπάκι του.

«Και τώρα είναι νοσοκομείο δηλαδή;» ρώτησε ο Χοντρός.

Ο Βλάσης απλά ένευσε.

«Θα ζήσει;» Κλασικός Μπουνιάς, κατευθείαν στο ψητό.

«Υπερβολική δόση. Πού να ξέρω;» ανασήκωσε τους ώμους ο Βλάσης.

«Στα γενέθλιά σου ρε μαλάκα… Κρίμα», ο διακορευτής τον κοίταξε για μισό λεπτό πριν γυρίσει πάλι στα μηνύματα.

«Τι λέτε τόσην ώρα ρε μαλάκα; Βάλτο στο αθόρυβο τη Μπαναγία σου δω μέσα. Μας πήρες τ’ αυτιά», ξέσπασε ο Βλάσης.

«Σκάστε ρε μαλάκες. Υποσχέθηκε να μου τον γλύψει». Επευφημίες, μπράβο, χτυπήματα στον ώμο. «Πρέπει να της πάρω κάτι όμως. Έχω ένα εικοσάρι μόνο. Τι λέτε;»

Πέντε αγόρια καβάλα σε δυο πειραγμένα παπάκια, χωρίς κράνος, χωρίς φόβο, με μόνο αστέρι την τεστοστερόνη ανεξέλεγκτη χωρίς φαρμακευτική αγωγή.

~{ο}~

«Αυτός είναι! Το αρχίδι», έδειξε ο Βλάσης έναν πενηντάρη που έβγαινε από ένα μαγαζί με λουλούδια. Κρατούσε μια μεγάλη ανθοδέσμη. «Κοίτα το αρχίδι. Σαν να μην τρέχει τίποτα…»

«Ρε Βλάση», είπε ο Πέτρος, ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός λόγω των δεκαεπτά ετών που βάραιναν το κορμί του, «γιατί να μην τον γαμήσουμε;»

«Τον έχουμε, ρε», συμφώνησε ο Χοντρός.

«Πάρε αυτό», ο Μπουνιάς του έβαλε στο χέρι μια σιδερογροθιά.

ο Βλάσης περιεργάστηκε κι έσφιξε την σιδερογροθιά σαν βυζί. «Ας το κάνουμε», είπε φορώντας το σιδερένιο πράγμα στο δεξί του χέρι.

Ακολούθησαν το αμάξι που είχε βγει από την πόλη και κατέβαινε προς κάμπο. Σε μια διασταύρωση, μπήκε σε χωματόδρομο και χάθηκε μέσα σε έναν ελαιώνα.

«Πού πάει τ’ αρχίδι;» αναρωτήθηκε ο Μπουνιάς.

Ο Βλάσης ήταν όρθιος πίσω-πίσω, τρικάβαλος με τα πόδια του να πατάνε στα παταράκια. «Νομίζω κάτι έχει πει για ένα κτήμα. Λες να κρύβει εκεί τη σκόνη του;»

«Πάμε!» πήρε την απόφαση ο Πέτρος και γκάζωσε την μανιβέλα.

Σταμάτησαν λίγο πιο μακριά από το αμάξι. Ένας φράχτης από πλέγμα και μια παλιά μισοσκουριασμένη καγκελόπορτα τους έκλειναν τον δρόμο. Η μηχανή από το αμάξι έκανε τακ-τουκ καθώς κρύωνε· το λεπτό χιονόνερο έλιωνε πάνω στο αχνιστό καπό.

Ο Χοντρός έσκυψε και με ένα μικρό στιλέτο προσπάθησε να σκάσει το λάστιχο.

«Άστο ρε Χοντρέ, ούτε αυτό δε μπορείς να κάνεις σωστά», ο Γροθιάς του άρπαξε το μαχαίρι από το χέρι. Με μία μόνο κίνηση το έχωσε όλο μέσα στο λάστιχο. Έκανε το ίδιο και με τα υπόλοιπα.

«Καλή κίνηση», ενέκρινε ο Πέτρος. «Τώρα δε θα μπορεί να φύγει».

Πέρασαν μέσα από την καγκελόπορτα που ήταν μισό μέτρο ανοιχτή. Τότε πρόσεξαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί να τους κοιτάζει από απόσταση.

«Ωνασουγαμησω!»

«Λες να μας ορμήσει;»

«Το ’χουμε, ρε», ο Μπουνιάς έπαιξε το μαχαίρι με επιδεξιότητα στα δάχτυλα.

«Δε θα πειράξεις τον σκύλο!» δάγκωσε ο Βλάσης.

«Κι αν μας ορμήσει ρε μικρέ, τι; Θα κάτσουμε να μας φάει;»

Ο Χοντρός έβγαλε κάτι από την τσέπη και έκανε φι-φι στο σκυλί να πλησιάσει.

«Τι κάνεις ρε βόδι!»

«Ρε μαλάκα!»

«Κωλόχοντρε!»

«Σκάστε. Ξέρω από σκυλιά», τους έκοψε ο Χοντρός. Κρατούσε μισό σάντουιτς με ζαμπόν και κασέρι. «Έλα αγόρι μου, έλα. Για σένα…» το πέταξε προς τον σκύλο. Αυτός το κοίταξε για λίγο, το πλησίασε, το μύρισε, το άρπαξε στο στόμα του και χάθηκε μέσα στα τσαλιά.

«Οκέυ, καλά πήγε αυτό», είπε ο Πέτρος.

«Σας είπα: ξέρω από σκυλιά», χαμογέλασε ο χοντρός.

Ο Μπουνιάς του έσκασε ένα μπουκέτο στο μπράτσο. «Μπράβο, Χοντρέ!»

Το κτήμα ήταν μεγάλο, γεμάτο απεριποίητα δέντρα και χόρτα που είχαν να κουρευτούν από το καλοκαίρι. Το χιόνι άφηνε άσπρα μπαλώματα εδώ κι εκεί. Μύριζε κρύο και νοσταλγία για ξάπλα στο κρεβάτι. Ένα λασπωμένο μονοπάτι οδηγούσε σε ένα μικρό σπιτάκι με κεραμίδι, τρία επί τρία με μια μικρή βεραντούλα. Η ξύλινη πόρτα ήταν δυο πόντους ανοιχτή. Φρέσκα ίχνη από παπούτσια οδηγούσαν προς αυτήν.

«Ήρθε η ώρα», ψιθύρισε ο Μπουνιάς. «Θυμήσου αυτά που σου έχω μάθει. Δεν μιλάς, δε ρωτάς, δε δίνεις χρόνο! Μπουνιά κατευθείαν στο στόμα. Γκέ-γκε;»

~{ο}~

Ο Βλάσης είχε πλησιάζει πατώντας στις μύτες των ποδιών του και βρισκόταν πίσω από την πόρτα· οι ανάσες του κοφτές και ρηχές, τα δόντια του έτριζαν, στα αυτιά χτυπούσε το μπιτ της καρδιάς. Κράτησε την αναπνοή του, σήκωσε το πόδι κι έδωσε μια στην πόρτα. Χωρίς δεύτερη σκέψη όρμησε μέσα.

Ένα ντιβάνι με πορνοπεριοδικά χυμένα πάνω του, μια ηλεκτρική κουζινίτσα σε ένα σκαμπό, ένα γκαζάκι με ένα μπρίκι του καφέ πάνω του. Ένα τραπέζι καλυμμένο από ένα παλιομοδίτικο πλαστικό τραπεζομάντιλο και συνοδευόμενο από δυο ψάθινες καρέκλες κοσμούσε το κέντρο. Δύο άντρες καθόντουσαν πάνω τους.

Δύο!

Ο Βλάσης δίστασε για ένα μόλις δευτερόλεπτο. Τα μάτια του έπαιξαν από την ζυγαριά ακριβείας πάνω στο τραπέζι στα χαρτάκια με την άχνη ζάχαρη του θανάτου. Ο άνδρας που μισούσε είχε τσιγάρο στο στόμα του. Η γνώριμη μυρουδιά του καπνού του γέμισε τα ρουθούνια. Την είχε μάθει από τις βραδιές που η μάνα του πλήρωνε με κορμί αντί για μετρητά. «Γαμημένε πούστη!» χίμηξε προς τον άνδρα.

Η ταχύτητα ήταν σωστή· το χέρι στο ύψος που έπρεπε, η ροπή ευθεία. Μόνο πρόβλημα ο άντρας νούμερο δύο που του έβαλε τρικλοποδιά.

Ο Βλάσης έσκασε στον τοίχο απέναντι, ο μισός πάνω στο ντιβάνι. Πάλεψε να κρατήσει την ισορροπία του και τα κατάφερε. Έκανε να γυρίσει αλλά ένα βαρύ χέρι γράπωσε τον λαιμό του.

«Ρε τσογλάνι. Τι δουλειά έχεις ’δώ πέρα; Γιατί δεν είσαι με την πουτάνα τη μάνα σου;»

«Άσε με αρχίδι!» προσπάθησε να ελευθερωθεί.

«Ποιο είν’ το μαλακισμένο;» ρώτησε ο Δύο.

«Ένα τσογλάνι από ένα μουνί που του δίνω σκόνη», απάντησε. Κοίταξε τον Βλάση, «κι ήρθε τώρα να το παίξει αντράκι. Τι έγινε; Βγάλαμ’ αρχίδια;» Το χέρι του μέγγενη· του έλειωνε τον λαιμό.

«Άσε με παλιοπούστη! Σε γαμήσω!»

«Ποιόν θα γαμήσεις ρε πουτάνας γιέ!» ο άνδρας τον γύρισε και του γράπωσε το χέρι με την σιδερογροθιά. «Εμένα ρε; Εμένα ήρθες να δείρεις; Μ’ αυτό; Στο χώσω στον κώλο ρε τσογλάνι. Ακούς; Σε γαμήσω μουνόπανο!»

Ο Βλάσης έβραζε, ούρλιαζε και χτυπιότανε. Αγρίμι πιασμένο σε παγίδα. Δεν τον ένοιαζε. Ας έκοβε το πόδι του. Θα ξέφευγε. Θα τον σκότωνε τον πούστη κι ας πέθαινε μαζί του.

«Βοήθα ρε μαλάκα!» ούρλιαξε στον σύντροφό του ο άνδρας. «Κάνε κάτι!»

Ο Δύο έκανε ένα βήμα και μετά σταμάτησε. Μια καρέκλα είχε μόλις σπάσει πάνω στο κεφάλι του. Τα μάτια του γύρισαν στις κόγχες τους και σωριάστηκε στο πάτωμα.

«Τον σκότωσες!» η φωνή του Χοντρού.

«Σκάσε ρε μαλάκα!» Ο Μπουνιάς κράδαινε το πόδι της καρέκλας που είχε μείνει στο χέρι του. Έδειξε τον άνδρα που κρατούσε τον Βλάση. «Άστον κάτω γαμίδι!» Πίσω του έσκασε η ψιλή φιγούρα του Πέτρου. Κρατούσε ένα παλιό σκουριασμένο φτυάρι.

«Ήρεμα, παιδιά. Ήρεμα» ο άνδρας έγλυψε τα χείλη του. Το τσιγάρο έπεσε στο πάτωμα.

Ο Βλάσης κατάφερε να ξεγλιστρήσει από τα χέρια του άνδρα. Το αίμα του κόχλαζε, το πρόσωπο σαν παντζάρι, τα μάτια γεμάτα υγρή οργή, τα χέρια να τρέμουν.

«Μπορούμε να συζητήσουμε, σαν άνδρες, έτσι παιδιά;»

Μια συμφωνική από κοφτές ανάσες αναστάτωνε την ησυχία του δωματίου.

«Δε θα ξαναπλησιάσεις την μάνα μου», έκρωξε ο Βλάσης. Έβηξε. «Είπα: Δε θα ξαναπλησιάσεις την μάνα μου! Κατάλαβες;»

«Ώπα, μικρέ. Εγώ απλά δίνω στο πελάτη αυτό που—»

«Δε, θα ξαναπλησιάσεις, την μάνα μου!» η φωνή μια παρωδία παιδικότητας με άτονο γρέζι. Τα χέρια του γροθιές.

Τα αγόρια είχαν σχηματίσει ένα ημικύκλιο γύρω από το δίδυμο κλείνοντας την έξοδο. Ο Βλάσης τους κοίταξε έναν-έναν.

Το χέρι του κινήθηκε με ταχύτητα αστραπής και βρήκε τον άνδρα ακριβώς στο σαγόνι. Ο Βλάσης τρόμαξε από το πόσο εύκολο το είχε νιώσει, πόσο δυνατά κι απολαυστικά ένιωσε το βάρος της σιδερογροθιάς να βυθίζεται μέσα στην σάρκα. Από ένστικτο έκανε πλάγια για να αποφύγει την γροθιά του άνδρα κι ανταπέδωσε ξανά, αυτή τη φορά μέσα στο στόμα.

Ο άνδρας γλίστρησε κι έπεσε. Ο Βλάσης χτύπησε ξανά, και μετά ξανά και ξανά και ξανά…

Το χέρι του ήταν κόκκινο από το αίμα, οι αρθρώσεις των δαχτύλων του σχισμένες, η σιδερογροθιά χαλαρή στο χέρι του, η ανάσα ρηχή και γρήγορη. Ο άνδρας ήταν μισοχυμένος στο ντιβάνι, τα χέρια του μια ματωμένη ασπίδα στο πρόσωπό του.

Τα αγόρια συνεννοήθηκαν με τα μάτια. Έκαναν δυο βήματα πίσω. Ο Βλάσης πλησίασε το τραπέζι, το έπιασε μια και το έφερε τούμπα, σκορπώντας την σκόνη στο πάτωμα.

«Κράτα αυτό», ο Βλάσης επέστεψε την σιδερογροθιά στον Μπουνιά.

«Τι κάνεις;» τον ρώτησε ο Χοντρός.

Ο Βλάσης του έσκασε ένα σκανδαλιάρικο χαμόγελο. «Δε ξέρω για σας, αλλά εγώ κατουριέμαι», είπε. Κατέβασε το λάστιχο της φόρμας κι έβγαλε τον πούτσο του έξω. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε λίγες βαθιές αναπνοές πριν αρχίσει ένα χρυσό ρυάκι να πιτσιλάει το πάτωμα. Σύντομα ακολούθησαν κι άλλα, πνίγοντας την σκόνη σε μια χρυσαφιά λιμνούλα. Σκαστά γέλια αντήχησαν στον χώρο. Τις μάζεψαν και κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους.

«Πάμε», είπε ο αρχηγός της παρέας. Τα αγόρια βγήκαν από το δωμάτιο σαν στρατιωτάκια στην σειρά. Ο Βλάσης τελευταίος. Γύρισε και έριξε ένα βλέμμα στον άνδρα που πάλευε ακόμη με τις πληγές στο πρόσωπό του. Δεν είπε τίποτα, απλά τον κοίταξε μέσα στα μάτια.

Συνεννοήθηκαν.

Έβαλαν μπρος και μαρσάρισαν τα μηχανάκια με καύλα.

«Μισό λεπτό», είπε ο Βλάσης. Βρήκε μια πέτρα, έσπασε το τζάμι του αυτοκινήτου και πήρε κάτι από μέσα. «Έτοιμος», είπε και ξεκινήσανε μέσα στο άσπρο του χειμώνα.

~{ο}~

«Είμαι ο γιος της», είπε στην ρεσεψιόν. Η νοσοκόμα τον κοίταξε πάνω-κάτω. Τον άφησε, παρόλο το πέρας της ώρας. Είχε νυχτώσει έξω. Το μέρος μύριζε χλωρίνη και φορμόλη. Βρήκε το δωμάτιο. Τέσσερα κρεβάτια, όλα κατειλημμένα.

Την εντόπισε στο βάθος. Δύο οροί κρέμονταν πάνω της και κατέβαιναν με πλαστικά σωληνάκια για να χωθούν μέσα στις καμένες της φλέβες. Τα χέρια της ήταν γεμάτα με διακεκομμένες βελονιές που διακλαδίζονταν σε παράδρομους που συνέχισαν σε ολόκληρο το κορμί της. Αυτή τη φορά οι βελόνες έριχναν μέσα της ζωή.

Άνοιξε τα μάτια της, θολά, αδύναμα, υγρά. Κάτι του ψιθύρισε και του χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο που γαλήνευε τον κόσμο κι έσβηνε τα τέρατα.

«Μαμά, σου έφερα λουλούδια», είπε και ακούμπησε την ανθοδέσμη στο στήθος της.

 

—ΤΕΛΟΣ—

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Tο διήγημα έγραψε ο Περικλής Πασχίδης στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Η φωτογραφία είναι του Bruce Davidson

USA. Coney Island, NY. 1959. Brooklyn Gang. On the boardwalk at West Thirty-third Street, Coney Island. Left to right: Junior, Bengie, Lefty.