Σαν υπνοβάτης

0
254

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Midnight-self-portrait.jpgαπό την Έφη Νικολαΐδου

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ήταν κουρασμένος, εξουθενωμένος, αποστραγγισμένος από οποιοδήποτε συναίσθημα τον συνέδεε με τον κόσμο. Η ζωή του είχε από καιρό σταματήσει να έχει νόημα. Οι προσδοκίες του τον είχαν προδώσει… μέχρι που του αφαίμαξαν και την τελευταία σταγόνα ζωής.

Είχε ξαπλώσει σε ένα βράχο ψηλά στο χωριό που έμενε τους τελευταίους μήνες γυρνώντας τη πλάτη του στη παλιά του ζωή. Τον είχαν από καιρό εγκαταλείψει η χαρά, ο έρωτας, το πάθος, η θέληση για δημιουργία. Είχαν φύγει σιγά σιγά, αθόρυβα, τόσο ώστε δεν κατάλαβε σε ποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή αυτά απλά έπαψαν να υπάρχουν μέσα του. Φεύγοντας πήραν μαζί τους σχέσεις, δουλειές, όνειρα, αφήνοντάς τον μόνο σε μια απέραντη ερημιά θλίψης. Την καρδιά του πλέον καταλάμβανε μια πελώρια μαύρη τρύπα που αν φευγαλέα κάποιο συναίσθημα έφτανε μέχρι εκεί το ρουφούσε στα έγκατα της μέχρι που το εκμηδένιζε.

Όσο ζούσε στη πόλη, αυτό που ονόμαζε πλέον παλιά ζωή, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να φαίνεται φυσιολογικός στις κοινωνικές του συναναστροφές. Αντίδραση σχεδόν αντανακλαστική αλλά ταυτόχρονα απόλυτα υπολογισμένη. Του ήταν αφόρητα επώδυνο να προσπαθεί να εξηγήσει το πως ένιωθε, οπότε έπαιζε τον γνώριμο ρόλο του εαυτού του στις σπάνιες εξόδους με φίλους. Όταν όμως γυρνούσε στο άδειο του σπίτι, ξέντυνε απαλά την ψυχή του και την έπλενε προσεχτικά στα μαύρα νερά της λύπης. Σπίτι του μπορούσε να ενδίδει στη θλίψη που τον ρούφαγε, μια ερωμένη που απαιτούσε όλη του την ενέργεια, την ίδια του τη ψυχή. Στην αρχή της αντιστάθηκε με σθένος ώσπου χωρίς να το καταλάβει της υποτάχτηκε ολοκληρωτικά. Ακόμα και τότε όμως οι περισσότεροι δεν κατάλαβαν τι του συμβαίνει. Ήταν τυχερός γιατί ακόμα και η δουλειά του ήταν μοναχική οπότε ήταν εύκολο να χάνεται από τους ανθρώπους. Μέχρι που χάθηκε τελείως.

Για πρώτη φορά, τους τελευταίους πολλούς μήνες της ζωής του, αισθάνθηκε μεγάλη ανία. Η συνειδητοποίηση αυτή τον ταρακούνησε. Μπόρεσε να νιώσει ένα οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα εκτός από θλίψη, αν η ανία μπορεί να χαρακτηριστεί ως συναίσθημα. Δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι ένιωσε βαρεμάρα. Αυτή η άκομψη λέξη συνόψιζε το παρόν του. Βαρεμάρα. Έπρεπε να βρει μια ερμηνεία για αυτό το συναίσθημα και μιας και δεν άντεχε να το αντικρίσει εσωτερικά κατέφυγε σε μια εξωτερική ερμηνεία του.

Σε ένα γερμανικό ψυχοθεραπευτικό λεξικό βρήκε τον ορισμό: «Βαρεμάρα: Δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από την ανάγκη για περισσότερη δραστηριότητα ή από την έλλειψη ερεθισμάτων ή είναι συνέπεια της ανικανότητας κάποιου να κινητοποιηθεί». Ανάγκη για περισσότερη δραστηριότητα; Δεν είχε νιώσει καμία ανάγκη για περισσότερη δραστηριότητα ούτε ένιωθε την ανάγκη για εξωτερικά ερεθίσματα που θα τον επανέφεραν σε μια σταδιακή επιστροφή πίσω στη «κανονική» ζωή. Μήπως η ψυχή του τον προετοίμαζε για κάποιου είδους επάνοδο; Δεν ήθελε. Ένιωθε ασφαλής στη μοναξιά που ζούσε, και κυρίως απών από έναν κόσμο που δεν τον εμπεριείχε πια.

Έβλεπε τους ανθρώπους μικρούς, γελοίους, και τον έπιανε ένας τρομερός θυμός. Θυμός. Να και ένα άλλο συναίσθημα που βρήκε τον δρόμο μέσα του. Μέχρι τώρα η θλίψη είχε υπάρξει ένα κουκούλι απάθειας που τον προστάτευε από ανεπιθύμητα συναισθήματα τα οποία πλέον δεν φαινόταν να μπορεί να τα κρατήσει μακριά. Ναι, ήταν θυμωμένος με τους ανθρώπους. Με την μικροπρέπειά τους, την απληστία τους, τη ματαιοδοξία τους, την εγκληματική τους αμέλεια απέναντι σε ότι όμορφο και θεϊκό μπορεί να είχαν μέσα τους. Και επειδή δεν άντεχαν την εσωτερική τους ομορφιά κατέστρεφαν ότι τους τη θύμιζε. Τους σιχαινόταν, ήθελε να τους δει να αφανίζονται μαζί του. Ένιωθε άγρια χαρά όταν τους φανταζόταν να τρέχουν σαν ποντίκια να σωθούν από την τεράστια χοάνη που τους κατάπινε. Παράσιτα ήταν πάνω στο σώμα της γης, δεν τους άξιζε τέτοιος παράδεισος.

Δεν ήταν όμως πάντα έτσι, μικρός τους είχε πλάσει μέσα του με απεριόριστη αγάπη. Έβλεπε μόνο την ομορφιά τους και αγνοούσε την ασχήμια τους. Δεν ήταν αφελής, κάθε άλλο. Απλά είχε επιλέξει να ζει έτσι γιατί πίστευε ακράδαντα ότι είχε χρέος απέναντι στη ψυχή του να ζει με αγάπη και διατηρούσε την ελπίδα ότι ίσως έτσι να ήταν σαν μικρή πυγολαμπίδα που θα έλκυε και άλλους, και αυτοί με τη σειρά τους άλλους, και άλλους…

Αλλά αυτό είχε συμβεί τόσο παλιά που δεν θυμόταν τίποτα πια. Η αγάπη του, του φαινόταν και αυτή παλιά και τον έπιασε νοσταλγία για το πάθος που είχε όταν ονειρεύτηκε τον κόσμο. Ένιωσε έναν τεράστιο πόνο να τον σκίζει στα δύο. Από μέσα του ξεχύθηκαν τα πρώτα του βήματα, το χαμόγελό της, η πρώτη φορά που έκανε έρωτα, οι γονείς του, οι φίλοι του, ταξίδια μακρινά, ήττες, νίκες, αλλεπάλληλες εκρήξεις πόνου, αίματος και μανιασμένης χαράς.

Κοίταξε το κορμί του πάνω στον βράχο. Ήταν πλέον φως.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Έφη Νικολαΐδου, σε μια άσκηση κλοπής, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. 

Έκλεψε από το βιβλίο της Μαργαρίτας Καραπάνου: «Ο Υπνοβάτης»
 
Minutes To Midnight. Australia. Self portrait of Trent Parke in Outback N.S.W. 2003.