της Συμέλας Βασιλειάδου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Εσωτερικός μονόλογος…
Αλήθεια τώρα; Εδώ θα τη θάψουν; Θα τη θάψουν… όχι δεν είναι αλήθεια… πού πας ρε μάνα; Γαμώτο. Καθόλου δεν πρόσεχες, σκατά, ποτέ σου, ποτέ σου δεν πρόσεχες, για τους άλλους πάντα, για σένα ποτέ. Εδώ; Μόνη της; Αν ήμουν εδώ, θα κανόνιζα ένα καλύτερο μέρος, δεν θα την άφηνα εδώ μόνη της. Λίγο πιο ‘κει γαμώτο, λίγο πιο ‘κεί είναι ο πατέρας της. Κι αυτή η μάνα της; Θα σταματήσει επιτέλους να κλαίει; Ας την πάρει κάποιος από ‘κει. Δεν μπορώ να τη βλέπω. Μόνη σου ρε μάνα, πάντα μόνη σου.
Μην με κοιτάτε με συμπόνια, δεν θέλω τον οίκτο σας. Δεν έχει νόημα να μου λέτε λόγια παρηγοριάς, το ξέρω πως ησύχασε, το ξέρω πως υπέφερε. Λέτε να μην το ξέρω; Το ξέρετε εσείς και δεν το ξέρω εγώ; Ποιός ήταν πάντα δίπλα της; Ποιός; Μήπως εσείς; Τραβάτε σπίτια σας γαμώτο. Κι αυτή τη μάνα της ας της πει κάποιος να το βουλώσει.
Άρε μάνα, πάλι μόνη!
Προφορικός μονόλογος…
Έλα, ναι. Καλά είμαι, γιατί να μην είμαι; Σ’ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον…
Τι να πω ρε συ, ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι δεν υπάρχει κάπου εκεί έξω και παρότι ήμασταν χρόνια μακριά η μια από την άλλη, μου λείπει, μου λείπει περίεργα.
Στην κηδεία; Στην κηδεία ήθελα να δείρω τους πάντες. Τι μου φταίγανε κι αυτοί; Νόμιζαν ότι με παρηγορούν. Δεν ήθελα να ακούω κανέναν. Είχα και την γιαγιά μου, να κλαίει και να μοιρολογεί συνέχεια και ήθελα να τη δείρω κι αυτήν… ξέρεις πόσο την αγαπάω, όμως ρε συ, ενενήντα τρία είναι. Η μάνα μου θα έπρεπε να κλαίει γι’ αυτήν κι όχι το ανάποδο! Όταν είδα τον τάφο τρελάθηκα. Σε μια άκρη ρε φίλε, σε μια άκρη τέρμα μόνη της τη βάλανε, θα θελα να ήξερα ποιος το κανόνισε αυτό. Αν ήμουν Ελλάδα θα είχα φροντίσει να τη βάλουν δίπλα στον πατέρα της. Ξέρω, ακούγομαι παράλογη, όμως δεν μπορώ να τη σκέφτομαι μόνη της ρε συ. Πρέπει να κάνει κρύο εκεί κάτω ρε γαμώτο …τουλάχιστον να ήταν με τον πατέρα της…
Ναι, καλά είμαι… απλά να… μου πέρασε μια σκέψη εχτές την ώρα που μιλούσα με τον αδελφό μου. Λέγαμε πως πρέπει να κάνουμε κόλλυβα στα σαράντα της, του είπα δεν ξέρω να φτιάχνω κόλλυβα και χωρίς να το σκεφτώ πήρα το τηλέφωνο στα χέρια να πάρω τη μάνα μου, αυτή ξέρει να κάνει κόλλυβα… αυτή ήξερε…όλα τα ήξερε αυτή…δεν ξέρω να φτιάχνω κόλλυβα γαμώτο.
Αφηγηματικός μονόλογος…
Είναι ήσυχα. Πάντα είναι ήσυχα εδώ. Ίσως γι’ αυτό από παιδί μου άρεσε να έρχομαι. Τότε βέβαια δεν είχα κανέναν…ερχόμουν και καθισμένη σε κάποιο απ’ τα κακοκαιρισμένα μάρμαρα απολάμβανα την ησυχία… κοιτούσα της φωτογραφίες τους κι έπλαθα ιστορίες.
Ο καιρός είναι μαλακός για την εποχή, σε λίγες μέρες κλείνουν τρία χρόνια. Κάποιες φορές ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Κρατάω λίγο καφέ, πάντα φέρνω καφέ μαζί μου, ευτυχώς τον πίνουμε ίδιο, γλυκό χωρίς γάλα. Κάθομαι λίγα βήματα πιο πέρα και κοιτάζω τη φωτογραφία της. Είναι απ’ τον γάμο μου. Αν δεν ήταν κομμένη θα φαινόμουν κι εγώ, που μ’ έχει αγκαζέ. Πόσο όμορφη ήταν εκείνη τη μέρα, έλαμπε νομίζω περισσότερο κι από μένα. Ένα κορίτσι, έλεγε, έχω, να μην το καμαρώσω νυφούλα;
Κάθισα δίπλα της. Έστριψα ένα τσιγάρο, έστριψα και δεύτερο. Άναψα το πρώτο και το κάρφωσα στο χώμα. “Έλα ρε, μάνα, έλα να κάνουμε ένα τσιγάρο, έφερα και καφέ”. Χύνω και λίγο απ’ τον καφέ μας. Μανιώδης καπνίστρια. Θυμάμαι όταν γέννησε τον αδελφό μου, με το που βγήκε απ’ το δωμάτιο τοκετού, το πρώτο που ζήτησε ήταν τσιγάρο. “Δώσε μου ένα τσιγάρο”, είπε στη νοσοκόμα, “μπάφιασα”.
Μόλις ανάβω το τσιγάρο μου και πίνω μια γουλιά η γλώσσα λύνεται.
Έχουμε και καιρό να τα πούμε. Της λέω τα νέα μου, κι εκείνη μ’ ακούσει με υπομονή. Καμιά φορά με πιάνουν τα κλάματα γιατί νομίζω πως την ακούω να μου απαντάει. Ακούω τη φωνή της, τη βραχνάδα στη χροιά της, μυρίζω τ’ άρωμά της… είναι στ’ αλήθεια εκεί, μαζί μου.
Στο νου μου έρχονται ξανά εικόνες απ’ την τελευταία φορά που την είδα. Θυμάμαι την καμπάνα να χτυπά πένθιμα και κάθε χτύπος της να μου τρυπά το κορμί. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να κλαίει για την κόρη της… σφίγγεται η καρδιά μου. Πόσος πόνος να βλέπεις το παιδί σου στο φέρετρο. Δεν μπορούσα να τον νιώσω τότε. Τότε, μόνο θυμό ένιωθα. Ήμουν άδικη. Εγώ έχασα τη μάνα μου, εκείνη το παιδί της και δεν της έκανα ούτε μια αγκαλιά!
Ήταν όμορφη, σαν ζωντανή. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο. Όταν φίλησα το παγωμένο της μέτωπο θυμάμαι είχα ανατριχιάσει. Άλλον έναν νεκρό είχα φιλήσει μέχρι τότε στη ζωή μου, τον πατέρα της.
Ο τάφος της μακριά απ’ όλους, τότε με είχε κάνει έξαλλη. Δεν μπορούσα να σκέφτομαι ότι θα είναι μόνη.
Το τσιγάρο μου τελείωσε, το ίδιο και το δικό της.
“Καλά είσαι εδώ Δεσπούλα. Μακριά απ’ όλους. Τουλάχιστον εδώ θα έχεις την ησυχία σου!”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τους μονόλογους έγραψε η Συμέλα Βασιλειάδου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής