Το δωμάτιο

0
542

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι diana-markosian-1024x682.jpgτου Δημήτρη Λιμνιώτη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Άνοιξε τα μάτια του, σαν από βαθύ ύπνο, και βρέθηκε κλεισμένος σ’ ένα γνώριμο αμυδρά δωμάτιο, ξαπλωμένος στο κρεβάτι με τα στρωσίδια μπερδεμένα στο λαιμό του και κοίταξε την πόρτα, την ντουλάπα και τα μαύρα παντζούρια, που άφηναν ίσα ένα ίχνος μόνο φωτός να κόβει φέτες το δωμάτιο, σα μαχαίρι χασάπη, τρομαγμένος, κάθιδρος και ίσα μπορούσε ν’ αναπνεύσει τη βαριά, αποπνιχτική ατμόσφαιρα του δωματίου.

Φωνάζει Μάνα, φωνάζει Πατέρα και του απαντάει μ’ έναν βραχνό, μακρόσυρτο ψίθυρο η σφαλισμένη πόρτα, Πίσω απ’ την πόρτα, πίσω απ’ την πόρτα…, αργά κι επαναλαμβανόμενα κι ανεπαίσθητα ερωτικά, μα σίγουρα τρομακτικά, όπως ο έρωτας στα κορμιά των παράφορα ερωτευμένων, φωνάζει Γιαγιά, φωνάζει Παππού και το μόνο που πλημμυρίζει την αγωνία του, είναι ο γεροντίστικος συριγμός του ερμητικά κλειστού αντικειμένου, Πίσω απ’ την πόρτα, πίσω απ’ την πόρτα.

Η αλλεπάλληλη αγωνία, σα γροθιά στα σωθικά της παραίτησης του δωματίου, ταράζει την ψυχή, τσακίζει τα σαγόνια και θρυμματίζει τα δόντια του σα μέγγενη, Πίσω απ’ την πόρτα, πίσω απ’ την πόρτα, συνεχίζει η πόρτα κι αυτός κοιτάζει σαστισμένος τ’ ανάκατα στρωσίδια με την βαριά μυρωδιά της ακινησίας, της απλυσιάς, της σιωπής, της αιμορραγούσας σιωπής που βρίσκει τον δρόμο ν’ αναβλύζει από κάθε πόρο του άρρωστου δέρματος της απουσίας.

Κρατάει σφιχτά στα χέρια του ένα παλιοκαιρισμένο παιχνίδι λευκό με μαύρα μικρά ροδάκια, που είναι ότι απέμεινε απ’ τον βαρύ γδούπο της σάρκας στο χώμα, το μόνο ακέραιο αντικείμενο που υπάρχει, τα υπόλοιπα είναι χορός του μυαλού του, μία γριά αρρωστιάρα, τυφλή, μ’ ένα τεράστιο δόντι και δέρμα φιδιού μπαλαρίνα, που στριφογυρίζει γελώντας ειρωνικά πάνω σ’ ένα κοφίνι γεμάτο ματωμένα ξυράφια, τυφλή, σχεδόν τυφλή με το ένα της μάτι ανύπαρκτο και τ’ άλλο γουρλωμένο, να στριφογυρίζει ψάχνοντας τον χώρο.

Κοντεύει να τρελαθεί ή έχει ήδη τρελαθεί και δεν αναγνωρίζει πλέον την τρέλα;

Πόσων χρόνων είμαι;, αναρωτιέται, Πώς μοιάζω, τι χρώμα έχουν τα μάτια μου και γιατί όλοι οι καθρέπτες στους τοίχους είναι σκεπασμένοι με λευκά σεντόνια; Πώς να κατεβάσω τα σεντόνια; Μοιάζουν τόσο βαριά που φοβάμαι μη με πλακώσουν. Θα γεμίσουν το δωμάτιο και οι καθρέπτες δεν θα έχουν πια καμία σημασία, Ποιος είμαι;, φωνάζει, Που είμαι;, φωνάζει, Πίσω απ’ την πόρτα, πίσω απ’ την πόρτα, συνεχίζει εκείνη με τ’ απόκοσμο τραγούδισμά της και τον αναγκάζει να ορμήσει καταπάνω της, ν’ ακουμπήσει με μανία το χρυσό της χερούλι και να το στρίψει, τρέμοντας, προς τα κάτω, να σπρώξει μ’ όλη τη δύναμη, τίποτα, η πόρτα είναι κλειδωμένη, ακίνητη και η έξοδος απροσπέλαστη, ανύπαρκτη.

Περιμένει το γλυκό στεφάνι του έρωτα να τον στολίσει, τη ζεστή αγκαλιά της αγάπης να τον φυλάξει, τ’ απαλό νανούρισμα να τον κοιμίσει, μα μόνον ο σπασμωδικός χορός της άσχημης γριάς, που ματώνει τα πόδια της στις κοφτερές ακμές των ξυραφιών υπάρχει, ο εμετικός ήχος της σάρκας που σκίζεται, το παιδικό παιχνίδι και το παγωμένο στο χρόνο δωμάτιο, που μοιάζει με την άρνηση μίας αγκαλιά που του αρνήθηκαν όταν δεν έπρεπε να του την αρνηθούν, φωνάζει Αδερφέ μου!, φωνάζει Αδερφέ μου!, φωνάζει Αδερφέ μου! κι απ’ τα μισάνοιχτα φύλλα της φθαρμένης ντουλάπας αποκαλύπτονται τακτοποιημένα τα μαξιλάρια, οι κουβέρτες, τα παπλώματα, πασπαλισμένα με χοντρή ναφθαλίνη, πεντακάθαρα, ακίνητα, παντοτινά ακίνητα και παντοτινά τακτοποιημένα, αχρησιμοποίητα σχεδόν και παντοτινά νέα, παντοτινά φρέσκα, ν’ αναδύουν πεισματικά τη μυρωδιά της ναφθαλίνης και των νεκρών εντόμων, αυτών που πόθησαν να τα κατασπαράξουν μα τ’ άφησαν παντοτινά αμετακίνητα στον χρόνο και στον πόνο και στο πάθος της νιότης και στις ηδονές των απρόσμενων πραγμάτων και στον έρωτα, αχ στον έρωτα, στον έρωτα που αγωνίστηκε λυσσασμένα να υπάρξει, μα δεν υπήρξε, όπως ένα παιδί που θα γεννιόταν και ποτέ δε γεννήθηκε.

-Πώς να κλάψεις για ένα παιδί που δε γεννήθηκε αφού είναι σα να το βλέπεις να πεθαίνει δίχως να έχει ζήσει.-

Φωνάζει Θεέ μου και του απαντάει ένας παιδικός εφιάλτης με τη δακρυσμένη Παναγιά και το δαιμονικά αλλοιωμένο της πρόσωπο κι ο εαυτός του να παλεύει να προσευχηθεί και να μη μπορεί, να μην αντέχει τα εικονίσματα και την απόρριψη της προσευχής και την απόρριψη της Παναγιάς, και την απόρριψη της Μάνας και την απόρριψη όλων εκείνων των ανεκπλήρωτων επιθυμιών και των ονείρων που έκανε κλεισμένος στο ίδιο δωμάτιο που τώρα είναι κλεισμένος, Που πήγαν τ’ ανεκπλήρωτα όνειρά μου;, ρωτάει και ξαναρωτάει μ’ αγωνία, Πίσω απ’ την πόρτα, Πίσω απ’ την πόρτα, απαντάει η πόρτα και ξέρει πως δεν θ’ ανοίξει ποτέ ή δε θ’ ανοίξει ποτέ για εκείνον, για τον συγκεκριμένο Εκείνον κι όχι για αυτόν που θα μπορούσε να είναι Εκείνος αν η πόρτα άνοιγε και τον παίρνει το παράπονο, κλαίει, γίνεται πάλι μωρό και κλαίει με το σπαραχτικό και αναίτιο κλάμα ενός βρέφους που θέλει να μεγαλώσει, να γίνει άνθρωπος, να ξεχάσει, να μην ξυπνήσει μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο με την ερμητικά κλειστή πόρτα, με την γριά μπαλαρίνα και τα πεταμένα σκεπάσματα και τις μακάρια τακτοποιημένες ντουλάπες με τ’ ακίνητα πράγματα, με τα νεκρά πράγματα, αφού τίποτα ζωντανό δεν είναι ακίνητο κι όμως, μέσα στο δωμάτιο είναι όλα ακίνητα εκτός της γριάς που συνεχίζει να σκίζει τα πόδια της πάνω στα ξυράφια.

Δε μπορεί να μιλήσει, δε μπορεί να σκεφτεί, δε μπορεί να νιώσει, παρά μόνο να γραπώνεται μ’ αγωνία απ’ τα κάγκελα της κούνιας και να ουρλιάζει γεμάτος δάκρυα, μήπως και κάποιος τον ακούσει και τον βγάλει απ’ αυτή την τρέλα της ανημπόριας, κατουράει πάνω του, γεμίζει με μύξες και σάλια το μικρό του πρόσωπο και κανείς δεν είναι εκεί να τον γλιτώσει, να τον σώσει απ’ αυτή την απελπισμένη ζωή που δεν διάλεξε, Που πήγαν όλοι;. Πίσω απ’ την πόρτα, πίσω απ’ την πόρτα, απαντάει η πόρτα που είναι η μόνη π’ απαντάει κι επαναλαμβάνει διαρκώς τα ίδια και μοναδικά ανεξήγητα λόγια κι επαναλαμβάνει διαρκώς την ίδια φράση, τις ίδιες λέξεις, ξανά και ξανά, ίσαμε να γίνει η λέξη σταγόνα και η φράση μαρτύριο.

Ο χρόνος δεν περνάει, ο χρόνος δε γερνάει, ο χρόνος δεν υπάρχει παρά μόνο σαν μία σκιά που σέρνεται στους τοίχους, σαν ένα φάντασμα καταραμένο που ζει τον ίδιο βίαιο θάνατο ξανά και ξανά, την ίδια, ολόιδια στιγμή της απώλειας, σαν ύπουλο αφροδίσιο νόσημα που σέρνεται αργά, κρυμμένος στις σκιές των ρυτίδων, γραπωμένο καλά με τα νύχια στα κύτταρα του δέρματος ή πίσω απ’ τα μάτια που χάνουν το φως ή μέσα στους νευρώνες της μνήμης που σβήνει, στιγμή τη στιγμή, σαν το γλυκό ηλιοβασίλεμα που φέρνει τη μεγάλη σιωπή.

(Χτυπάει το τηλέφωνο. Απαντάει η Άννα, η Αννούλα που είναι δεν είναι δεκαοκτώ χρονώ. Το κλείνει απότομα, χτυπάει τ’ ακουστικό στην βάση, το σπάει σχεδόν, το διαλύει και τρέχει. Τρέχει στην κρεβατοκάμαρα κι αυτός την κοιτάζει το ίδιο σαστισμένος, Η μαμά και ο μικρός! Αυτοκίνητο! Περίμενε με εδώ, τρέχω!, φωνάζει η Άννα, η Αννούλα του, το μοναδικό του στήριγμα, το δεκανίκι του, η πόρτα κλείνει με δύναμη κι αυτός μένει να κλαίει στο κρεβάτι.)

Παρά μόνο να μπορέσει να ζήσει κι ας είναι η τελευταία στιγμή του πριν τον Θάνατο, τον πολύ λόγο για το μακάβριο τέλος και την απόγνωση και τον θρήνο και τον σπαραγμό, για τον ανυπόστατα πολύ λόγο, για τις πολλές και ψεύτικες λέξεις παρηγοριάς που μαζεύονται πηχτά, σαν μεταλλικά ρινίσματα, πάνω στο μαγνήτη της απελπισίας του, της απελπισίας εκείνης που κάνει τους άλλους να χαίρονται, πως δεν είναι τόσο απελπισμένοι, πως είναι πιο τυχεροί, πως κατάφεραν να ξεφύγουν μοιραία την καταιγίδα του πένθους, της αρρώστιας, της δυστυχίας και που κάποια στιγμή σύντομα θ’ αναρωτηθούν, Που βρήκε τη δύναμη; και θ’ ακούσουν τον ξύλινο τριγμό ν’ απαντάει Πίσω απ’ την πόρτα, πίσω απ’ την πόρτα, και θα βρεθούν φυλακισμένοι στο ίδιο σκονισμένο δωμάτιο με τη γριά μπαλαρίνα να τους μιλάει την ιστορία της ζωής της και να τους δείχνει τις κομματιασμένες σάρκες των ποδιών της.

Σκέφτομαι συχνά τα δέντρα τις πανύψηλες εκείνες λεύκες που έμοιαζαν μαρμαρωμένες, σα στηρίγματα αρχαίων ναών, το ξημέρωμα, και γεμάτες ζωή τ’ απογεύματα με τη μπουκαδούρα, έτσι όπως έπλεαν οι κορφές τους πάνω απ’ τα κοφτά κύματα και κάτω από τ’ απαλά σύννεφα και μέσα στην παιδική καρδούλα μου, που χόρευε μαζί τους στην ακροθαλασσιά, με την άχνη της αρμύρας και της άμμου και την άχνη της νιότης που πασπάλιζε λευκά τα χαμόγελά μας κι ας σκέφτομαι συχνά Εκείνον, τον ψηλό όμορφο άντρα που με σήκωσε μέχρι τις γερμένες κορφές της ηδονής, ίσαμε τις χρυσές παραλίες του Έρωτα, μέχρι την σιωπηλή ευδαιμονία της Αγάπης, κι ας σκέφτομαι συχνά Εκείνον, με τα μαύρα σπαστά μαλλιά και τα μαύρα γυαλιστερά μάτια και το μαυρισμένο ιδρωμένο δέρμα, μέσα στα κιτρινισμένα χωράφια, στο μικρό σπιτάκι του κήπου, πίσω απ’ τα κοφτερά βράχια, μέσα στο δροσερό νερό, να του δίνομαι και να με παίρνει κι ας θυμάμαι λίγα λόγια, γιατί η μνήμη μου είναι γεμάτη καθαρές εικόνες δίχως ήχο, δίχως τη μνήμη του ήχου, τη μνήμη κάθε νοήματος στον ήχο, σα να μιλάει σε μία διάλεκτο άγνωστη, σα να βουίζει με τον ήχο εντόμου, να θυμάμαι που του χόρευα και του χόρευα και γυρνούσα αργά το κορμί μου, με το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό και τα χέρια ψηλά και τα πόδια στις μύτες κι Εκείνος άλλοτε χαμογελούσε κι άλλοτε κοίταζε σοβαρός το διάφανο ύφασμα της φούστας μου ν’ αναπνέει μαζί με τον άνεμο και του χόρευα και του χόρευα και με κοίταγε και καμάρωνα που κάποιος με κοιτάζει κα ήταν σαν την ευτυχία, που άκουγα συχνά να λένε, κι ας μην ήξερα τι σημαίνει, γιατί στη ζωή μου μέχρι τότε δεν είχα γνωρίσει κάτι άλλο από στεναχώριες κι όσο χόρευα και χόρευα, πάνω στο μιντέρι με το πλεχτό ριχτάρι και την εσάρπα της γιαγιάς μου πεσμένη στους ώμους, δεν πρόσεξα Εκείνον που έπαψε να με κοιτάζει κι έπεφτε το βλέμμα του άλλοτε στην σκοτεινή γωνιά, δίπλα στην καφέ σόμπα, άλλοτε στη φθηνή ζωγραφιά του τοίχου, μέσα στη φθηνή καφέ κορνίζα κι άλλοτε στην παλιά χαλασμένη τηλεόραση με τα σπασμένα κουμπιά, δεν πρόσεξα Εκείνον που άρχισε να χαϊδεύει τους βρώμικους τοίχους, τα σκασμένα κουφώματα με τα βαριά παραθυρόφυλλα και την γδαρμένη τραπεζαρία με τις σπασμένες καρέκλες, τίποτα δεν πρόσεξα, ούτε καν το δέρμα μου ν’ αλλάζει και να κρεμάει λίγο κάτω απ’ το πιγούνι, στον λαιμό και κάτω απ’ τα μπράτσα, ούτε το πρήξιμο γύρω απ’ τα μάτια και τις λεπτές γραμμές δίπλα στα χείλη, ήμουν τόσο απορροφημένη απ’ τον χορό, που δεν πρόσεξα πως μόνον ο χορός δεν άλλαξε, όλα τ’ άλλα πήραν αργά και σταθερά το χρώμα του χαρτιού μίας παλιάς φωτογραφίας, θαμμένης στον κιτρινισμένο χρόνο που έφερε τη μέρα που μ’ αποχαιρέτησε, την τελευταία της ζωής μου, να τον βλέπω να χάνεται μέσα στα σπαρτά, δίπλα ακριβώς απ’ τη μικρή στέρνα με το καθαρό νερό της πηγής, μέχρι που μόνον αυτή απέμεινε κι ένα δρομάκι ανάμεσα στα σπαρτά που γρήγορα έσβησε η μπουκαδούρα, καθώς έγερνε τις λεύκες στην πλευρά της θάλασσας κι έκλαψα, κι έκλαψα, κι έκλαψα, κι έκλαψα κι έβγαλα τα μάτια με τα ίδια μου τα χέρια, γιατί κάθε μέρα π’ αντίκριζα δίχως Εκείνον ήταν μέρα πόνου, μαύρη μέρα κι έσπασα τα δόντια μου, γιατί κάθε μου ήχος που δεν έφθανε στ’ αφτιά του ήταν ήχος άσκοπος κι έγινε το δέρμα μου φιδιού για να πέφτει κάθε χρόνο, αφού δέρμα χωρίς το άγγιγμά Του ήταν δέρμα που δεν ήθελε να κουβαλάει το κορμί μου και μόνο τον χορό συνέχισα στη σκοτεινή κάμαρα, γύρω τριγύρω, μπροστά απ’ τον σπασμένο καθρέπτη και το μεγάλο ξέστρωτο κρεβάτι που δεν ξάπλωσα ποτέ ξανά μόνη πάνω του και χόρευα και χόρευα χωρίς να νοιάζομαι για τα κομμάτια του καθρέπτη στα πόδια μου, που με πονούσαν κι έσκιζαν τη σάρκα μου μαρτυρικά και λυτρωτικά, μέρα τη μέρα, χρόνο το χρόνο, ώσπου μ’ άρπαξαν τα γηρατειά, σαν ιστός αράχνης τις πεταλούδες πάνω στο πέταγμα, σαν τον ιστό μίας νεκρής αράχνης που σ’ αφήνει να σαπίζεις αιώνια κρεμασμένος σε μία δίχως τελειωμό αγωνία και χόρευα και χόρευα και τώρα δε θυμάμαι πια γιατί χορεύω, γιατί καταριέμαι τα νιάτα, τη ζωή, τον έρωτα και στέλνω ανάθεμα σ’ Εκείνον που χάθηκε, ανάθεμα στον χορό, στα γεράματα, ανάθεμα σ’ Εσένα που κλείστηκες μαζί μου στο σιχαμένο αυτό δωμάτιο, άχρηστη και ανόητη παρέα, άχρηστη κι ανώφελη παρουσία.

 

Έχει παλέψει μ’ όλες τις δυνάμεις του να μην ακούει την ξεδοντιάρα και άσχημη γριά, με τα χέρια του σφιχτά κολλημένα στ’ αφτιά ή τραγουδώντας ένα παλιό νανούρισμα ή φωνάζοντας ακατάληπτα, μπερδεμένα λόγια δαιμονισμένου θεραπευτή, που δεν έχει τι να θεραπεύσει, ούτε το νερωμένο αίμα της, τα σάπια της πόδια, τα κατεστραμμένα νεφρά, την τρύπα στην καρδιά ή εκείνο το τεράστιο εξόγκωμα που πλημμύριζε υγρά το μωσαϊκό της κουζίνας, τι να θεραπεύσει από την ανίατη ασθένεια ενός παχύσαρκου και δυσλειτουργικού ονείρου;

Θυμάται που ξύπνησε κλαίγοντας τόσα και τόσα βράδια, ξανά και ξανά με την καρδιά να χτυπάει στο λαρύγγι και τα δάχτυλα μουδιασμένα, να την κοιτάζει που κοιμόταν ήρεμα κι άγγιζε τις άκριες των νυχιών της να μη φοβάται κι ας ήξερε, δε ήταν έρωτας, ήταν ένας ανείπωτος και σκοτεινός φόβος πως θα χαθεί μέσα στη νύχτα και δε θα τον βρει το πρωινό, γιατί θα τους αφήσει όλους, Εκείνη, τα παιδιά, το μαλακό στρώμα, το κρεβάτι, τα μοσχομυριστά σκεπάσματα, το νόστιμο φαγητό, τις παρέες των φίλων, τη συντροφιά, που έβγαινε νύχτα στο φαρδύ μπαλκόνι κι έβλεπε το φεγγάρι να γλύφει τις παλιές ταράτσες, όλα τα σημαντικά, τ’ ασήμαντα, τη Μάνα, τα σπασμένα μάρμαρα, τα ματωμένα μωσαϊκά, το κρεβάτι με τη μανιβέλα που θύμιζε αυτοκίνητο άλλων καιρών, θ’ αφήσει το υφάδι της Μοίρας, τις άδικες κατάρες, την οργή και την άρνηση, τα παραταγμένα λούτρινα αρκουδάκια στην οροφή του καθιστικού και τα παρατεταγμένα σερβίτσια στο σκρίνιο του σαλονιού, ακριβώς απέναντι απ’ τον τερατώδη καναπέ που τρώει και καταπίνει τους ανθρώπους, έναν-έναν αργά και βασανιστικά, με τρόπο απροσδιόριστο, σα να χορεύει ή να γελάει τρανταχτά με το σατανικό γέλιο του Κτήνους από βιβλία τρόμου.

Πίσω απ’ την πόρτα, Πίσω απ’ την πόρτα, διακόπτει τις σκέψεις του η πόρτα που επιμένει να μιλάει σα να πρόκειται για κάποιον άλλον κι όχι την ίδια, που παραμένει αμετακίνητη, χτισμένη ανάμεσα στα παχιά ντουβάρια, θύμα κι αυτή του δαιμονικού δωματίου.

Τι να κρύβει άραγε πίσω της άραγε, το βαθύ αιώνιο Τίποτα, τον κατάφωτο Παράδεισο, την μαρτυρική Κόλαση ή μήπως όλους εκείνους που χάθηκαν πίσω της μα δε γνώρισε τόσο καλά για να τους κλάψει, όλους που δεν υπάρχουν παρά σαν εμμονή πλεγμένη σφιχτά, σαν συρματόπλεγμα στο μυαλό του ή όλοι για όσους έκλαψε μα δεν ξέρει κι αν κάποιος τον ρωτούσε Γιατί κλαις;, θ’ απαντούσε Κλαίω για τη νύχτα, την άκαρπη μέρα, για το παράλυτο παιδί στ’ απέναντι διαμέρισμα, για το χιόνι που πήρε να σκεπάζει το χορτάρι, για το νεκρό περιστέρι στο περβάζι, για τα παρατημένα τσιγάρα στο χαλί, για τα γκρίζα σύννεφα του Αυγούστου και τα ξερά φύλλα του Φθινοπώρου και τις παγωμένες καρδιές του Χειμώνα και τα μανιασμένα ποτάμια της Άνοιξης, για μένα κλαίω, μόνο για μένα και δεν ξέρω κάποιον άλλον να κλάψω γι’ αυτόν ή μαζί του ή όχι μαζί του γιατί το σπαραχτικό κλάμα πετιέται σαν φίδι και σε δαγκώνει μόνο μέσα απ’ την ομίχλη της  μοναξιάς, που χάνονται πολλοί που δε γνώρισες και τρέμεις απ’ τον φόβο μη χάσεις κάποιον που ξέρεις και γι’ αυτό μένεις μόνος, γιατί φοβάσαι πως όσοι χάθηκαν δεν είναι το χειρότερο που μπορείς να χάσεις.

Δώσε μου τον πόνο σου να τον μακρύνω, λέει η γριά, Να τον κάμω λεπτή κλωστή, να στον πλέξω φανέλα, να στον φορέσω κατάσαρκα, να στον δέσω γερά να μη μπορέσεις ποτέ να γδυθείς απ’ αυτόν, φανέλα τραχιά, να σε φαγουρίζει, να σε τρώει, να την φοράς για πάντα και να ξύνεσαι σαν τον λεπρό, για πάντα όπως κι ο δικός μου πόνος, για να μη νιώθω μόνη στον πόνο, να βασανιζόμαστε παρέα, κι έπειτα ξεσπά σ’ ένα τρομαχτικό γέλιο ειρωνείας, χαράς, σαν τον γέλιο που κάνει όποιος βουτάει με φόρα απ’ τον γκρεμό αφήνοντας στους άλλους τα βάσανα.

Καταραμένη γριά!, βρυχάται η πόρτα μ’ ένα μουγκρητό άλλο, μ’ αυτό του πράγματος που ζωντανεύει και γίνεται τέρας, θηρίο και τρίζει σύγκορμο και μαζί του τρίζουν όλα μέσα στο δωμάτιο, Άφησε ήσυχο το παιδί γριά!, συνεχίζει να φωνάζει η πόρτα και η φωνή της μοιάζει να έρχεται απ’ τα βάθη ενός καλά σφαλισμένου κουτιού που άνοιξε με δύναμη κι από μέσα του πετάχτηκε ο διάβολος με την παρέα του, Το παιδί δεν έφταιξε σε τίποτα. Το παιδί είναι το μόνο που δεν έφταιξε σε τίποτα, παρά μόνο που γεννήθηκε κι έμεινε μόνο μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο μαζί σου. Αν όμως συνεχίσεις να το πειράζεις…, φώναξε πιο δυνατά η πόρτα κι άρχισε να χοροπηδάει το χερούλι, το ξύλο, η κάσα, τα σπασμένα σανίδια, το κρεβάτι, η ντουλάπα, τα μαύρα παράθυρα με τα μαύρα παραθυρόφυλλα, …θα σε στείλω πίσω απ’ την πόρτα, από κει που ήρθες και ποτέ ξανά δεν θα δεις ούτε το παιδί, μήτε το δωμάτιο. Άτιμη σκύλα!

Αυτός έχει κουρνιάσει στην γωνιά, δίπλα ακριβώς απ’ το σκονισμένο κομοδίνο με το μικρό συρτάρι και το σπασμένο ντουλάπι, με τα πόδια διπλωμένα, άσπρος απ’ τον φόβο και κοιτάζει τη γριά να σταματάει τον χορό, να σκύβει με τα χέρια στο πρόσωπο, Όχι, σε παρακαλώ, όχι αυτό. Ξέρεις, δεν θα τ’ αντέξει η γέρικη καρδιά μου. Άσε με, άσε με μαζί του κι εγώ δεν θα τον πειράξω ξανά, στο υπόσχομαι και συνεχίζει, Όχι πίσω απ’ την πόρτα, όχι αυτό. Έχουν περάσει χρόνια που ζω το μαρτύριό μου και όταν τα χρόνια περάσουν αγαπάς το μαρτύριο, γιατί μόνον αυτό γνωρίζεις και θυμάσαι, όπως ο κάθε άνθρωπος αγαπάει όσα θυμάται μόνο, ο γέρος άνθρωπος περισσότερο, γιατί όταν είσαι νέος ζεις περιμένοντας, ενώ όταν γεράσεις ζεις αναπολώντας, γι’ αυτό σε παρακαλώ, όχι πίσω απ’ την πόρτα, μη μου στερήσεις το μαρτύριο, δίχως αυτό δεν έχω κάτι να ζήσω.

Ας είναι!, φώναξε η πόρτα και σώπασε.

Το δωμάτιο σα να κοιμήθηκε, ησύχασε κι όλα επέστρεψαν στην πρότερη ακινησία, το φως απ’ τις γρίλιες μειώθηκε, θα ήταν απόγευμα κι ίσως, απέναντι τα σκούρα κυπαρίσσια να στέκονταν ευθυτενή κι αγέροχα, σαν αιώνιοι προστάτες των παραλυμένων στην σιωπή της Γης, όπως στέκονταν το καλοκαίρι που τον έσερνε η μάνα του να πλένουν το μνήμα, τα μνήματα, να τρίβουν και να ξεπλένουν όλο τον καημό του κόσμου μόνοι οι δυο τους κάτω απ’ την σιωπή και τη δύναμη των κυπαρισσιών, όπου εκείνος κουβαλούσε νερό με τον κουβά κι αυτή έτριβε κι έτριβε το μάρμαρο, λες και μπορούσε να καθαρίσει την αμαρτία του θανάτου απ’ τον τάφο του άντρα της.

Η γριά έβαλε το χέρι στον κόρφο, ανάμεσα απ’ τα τούλια και τα ζαρωμένα βυζιά της κι έβγαλε ένα κατάμαυρο μαντήλι, που μ’ αυτό σκούπισε τα δάκρυά της κι έπειτα το φόρεσε τσεμπέρι μ’ ένα μεγάλο κόμπο στο πηγούνι κι έπειτα, γονάτισε κι ακούμπησε τα χέρια της στα γυαλιά του σπασμένου καθρέπτη και πήρε να κλαίει σιγά και να μοιρολογεί, Άντρα μου, άκουσε εκείνος να λέει, Άντρα μου, επανέλαβε η γριά και το φως απ’ τις γρίλιες χάθηκε και μόνο το αμυδρό λαμπύρισμα των γυαλιών μπορούσε να διακρίνει εκείνος, ακόμα καθισμένος δίπλα στο μικρό κομοδίνο, Άντρα μου, συνέχισε να μοιρολογεί η γριά που δε φαινόταν πια στο σκοτάδι.

Φοβήθηκε, ήταν παιδί, ήταν άντρας δε γνώριζε, φοβήθηκε όμως σαν παιδί και… η πόρτα άνοιξε, κι ας μην την είδε ν’ ανοίγει εξαιτίας του σκοταδιού, άκουσε όμως τον ήχο που κάνει όταν μία πόρτα, παλιά και για χρόνια κλειστή, ανοίγει αργά κι άκουσε το άνοιγμα ανάμεσα στους ήχους της γριάς που δεν έπαυε να επαναλαμβάνει την ίδια φράση και τότε φοβήθηκε περισσότερο, γιατί σκέφτηκε πως ίσως έπρεπε να τρέξει γρήγορα, να βγει απ’ το δωμάτιο, να πάει πίσω απ’ την ανοιχτή πόρτα, μα ήταν τόσο τρομαγμένος που έμεινε εκεί ακίνητος κρατώντας βασανιστικά την ανάσα του και προσπαθώντας να δει αυτό που πέρασε απ’ την πόρτα και τον πλησίαζε κι ας μην ήταν σίγουρος, όχι γιατί μπορούσε κάτι να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι, μα είχε περισσότερο την αίσθηση, πως η ποσότητα ύλης στο δωμάτιο είχε αυξηθεί απ’ την ώρα που άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει και τότε ένιωσε μία ζεστή ανάσα δίπλα στ’ αφτί του και το αίμα του πάγωσε, Παιδί μου;, είπε αυτή που βρισκόταν δίπλα του, Μητέρα;, κατάφερε να ψελλίσει εκείνος στη γνώριμη φωνή, Εσύ είσαι μαμά;, ρώτησε, Ναι παιδί μου, εγώ είμαι, απάντησε η φωνή της μητέρας του, Που είσαι μαμά;, ρώτησε ψάχνοντας ταυτόχρονα με τα χέρι του να βρει το κορμί της, μάταια όμως, γιατί το σκοτάδι, το πηχτό σκοτάδι την έκρυβε, πήγε να την γραπώσει, να την αγκαλιάσει, τίποτα, Που βρίσκομαι μάνα;, ρώτησε με αγωνία δίχως να σταματήσει να ψαχουλεύει γύρω του, Δεν ξέρω γιε μου, παιδάκι μου, δεν ξέρω, ψιθύρισε η μητέρα του. Εσύ; Κι εσύ μάνα που είσαι;, -Πίσω απ’ την πόρτα αγάπη μου. Η πόρτα ανοίγει μόνο τις νύχτες και περνάει μόνο Ένας από μας και σε ψάχνει και σε ψάχνει, μα είναι τόσο το σκοτάδι που δε μπορεί να σε βρει. -Θέλω να έρθω μαζί σου. Σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου. -Δε μπορώ, δεν μας αφήνει η πόρτα και το σκοτάδι είναι τόσο βαρύ. Να σ’ έβλεπα μία φορά ακόμη γλυκό μου παιδί. -Σε παρακαλώ μάνα, σε παρακαλώ, πάρε με μαζί σου. Μην μ’ αφήνεις εδώ μόνο. Φοβάμαι. -Δε μπορώ παιδί μου. Το θέλω μα δε μπορώ. Ίσως… κάποτε… ίσως…, έλεγε η μάνα του μέσα σ’ αναφιλητά για το χαμένο της παιδί, για το παιδί εκείνο που χάθηκε στο σκοτάδι, πίσω απ’ την πόρτα και δε μπορεί πια να κρατήσει στην αγκαλιά της, Αχ!, αναστέναξε η μάνα σπαρακτικά, Αχ, γιε μου! Να ήξερες μόνο πόσο θέλω να σε πάρω μαζί μου. Η πόρτα όμως, η πόρτα δεν μας αφήνει γλυκέ μου και κάθε που την ρωτάμε που βρίσκεσαι εκείνη απαντάει, πίσω απ’ την πόρτα κι όταν περνάμε την πόρτα είναι νύχτα και τις νύχτες οι ζωντανοί ονειρεύονται. Πώς να σε βρω μέσα στ’ όνειρό Σου γιε μου; -Σε παρακαλώ μάνα! Σε παρακαλώ! – Καληνύχτα παιδί μου. – Όχι μάνα, μη φεύγεις!

Ο ήχος της πόρτας που κλείνει συνοδεύεται απ’ την απόλυτη ησυχία, το απόλυτο σκοτάδι και τον θρήνο του δίπλα στο παλιό κομοδίνο, που δε φαίνεται, που ίσως δεν υπάρχει, ίσως τίποτα δεν υπάρχει, ούτε κι ο ίδιος, άλλωστε η μητέρα του, μίλησε για όνειρα και στα όνειρα δεν υπάρχει τίποτα παρά μόνον έξω απ’ αυτά εκείνος που ονειρεύεται, αν δεν είναι κάποιο ξεχασμένο, παλιό όνειρο από κείνα που έκαναν όσοι δεν ξύπνησαν ποτέ.

***

Όταν άνοιξε τα μάτια του, ένα ηλιόλουστο πρωινό, κατάλαβε, πως ήταν ένας εφιάλτης. Βγήκε μονομιάς στο ξέφωτο μπαλκόνι και χάρηκε την θέα με τους διάφορους να βολτάρουν αριστερά και δεξιά, τις ψηλές λεύκες να κυματίζουν και τον άνεμο να πέφτει πάνω του μ’ απαλές ριπές, όπως τα γνώριμα χάδια. Κοίταξε στο βάθος τα κυπαρίσσια που ίσα του θύμισαν ένα ξεχασμένο όνειρο. Μύρισε τα διάφορα αρωματικά που φιλοξενούσαν οι μικροσκοπικές γλάστρες του μπαλκονιού κι έπειτα τέντωσε τα χέρια του να ξεμουδιάσουν απ’ τον άσχημο ύπνο. Εικόνες όσων έρχονται τις νύχτες πάλευαν να του χαλάσουν τη διάθεση, μα αυτός πεισματικά χαμογελούσε κι έριχνε μπόλικο ήλιο κατάφατσα με τον τρόπο αυτών που ήταν για χρόνια κλεισμένοι σε μπουντρούμια.

Δεν ξυρίστηκε, δε ντύθηκε, ούτε κι έπλυνε το πρόσωπό του. Μόνο κάθισε μία στιγμή στο κρεβάτι και χάιδεψε τ’ ανάκατα στρωσίδια που είχαν ακόμα τον ιδρώτα του. Σηκώθηκε αργά και βγήκε πάλι στην βεράντα. Σκαρφάλωσε τα σιδερένια κάγκελα και δίχως τον παραμικρό δισταγμό έπεσε στο κενό.

Ο λιγοστός χρόνος της πτώσης του, του θύμισε τραίνο. Την χρωματιστή μουτζούρα που έβλεπε απ’ το παράθυρο, καθώς το τραίνο ταξίδευε και…χτύπησε με δύναμη την δροσερή άσφαλτο.

Ξύπνησε απότομα σαν από εφιάλτη. Κοίταξε τριγύρω λαχανιασμένος και μπλεγμένος με τα βρεγμένα σεντόνια. Ο ήχος των γυαλιών που έσκιζαν τη σάρκα τον γέμισε με τρόμο.

Ήταν στο δωμάτιο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Λιμνιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η φωτογραφία είναι της Diana Markosian