από τη Συμέλα Βασιλειάδου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, με έστελνε η μάνα μου στη γιαγιά μου κι εγώ στραβομουτσούνιαζα. Την αγαπούσα, δε λέω, όμως όταν με έπαιρνε στην αγκαλιά της νόμιζα θα ξεράσω. Μου βρομούσε.
“Τι σου βρομάει κοριτσάκι μου;” Προσπαθούσε να με καλοπιάσει η μάνα.
“Δεν ξέρω, μου βρομάει γιαγιαδίλα”.
Σήκωνε η έρμη τα μάτια στον ουρανό και κουνούσε πέρα δώθε το κεφάλι, τι θα κάνω εγώ με σένα, συμπλήρωνε πάντα για κλείσιμο.
Η γιαγιά νόμιζε ότι κάτι έχω μαζί της και γι’ αυτό δεν την πλησιάζω, και να τα δώρα και να οι σοκολάτες. Όσο ήμουν μικρούλα μπορούσε και με εκβίαζε: “πρώτα δώσε μου ένα φιλί”, μου έλεγε. Κι εγώ θυσιαζόμουν για μια ίον αμυγδάλου. Μια μέρα όμως δεν άντεξα, “δεν θέλω ρε γιαγιά, βρομάς!”
Η γιαγιά μου γούρλωσε τα μάτια και κόντεψε να της πέσει το σαγόνι.
“Μαρία!” Έβγαλε τη φωνή η μάνα μου, “ζήτα αμέσως συγγνώμη!”
Κατέβασα το κεφάλι αλλά δεν μίλησα, μάλλον θα την πλήγωσα, σκέφτηκα.
“Βρομάω;” Η καημένη δεν μπορούσε να το χωνέψει. Την κοίταξα σαν κουτάβι που το έπιασαν να μασουλάει παντόφλες. “Μα κάνω κάθε μέρα μπάνιο”, μπόρεσε να πει μέσα στη σαστιμάρα της.
“Έλα δω, γιαβρί μου, τι εννοείς βρομάω;” Έκατσα δίπλα της, κανένας δεν μπορούσε να με σώσει.
“Συγγνώμη γιαγιά, δεν ξέρω γιατί το είπα”.
“Όμως είναι αλήθεια έτσι;” Κούνησα μόνο το κεφάλι χωρίς να την κοιτάζω.
“Πώς ακριβώς βρομάω δηλαδή;” Με την άκρη του ματιού μου είδα τη μάνα μου να με αγριοκοιτάει. Δεν τη γλυτώνω την τιμωρία, σκέφτηκα, αλλά συνέχισα ακάθεκτη.
“Δεν ξέρω βρε γιαγιά, δεν είναι ότι δεν σ’ αγαπώ, όμως η μυρωδιά σου είναι παράξενη, με αναγουλιάζει”.
“Μαρία!” ξαναείπε η μάνα, πιο έντονα αυτή τη φορά. Δάγκωσα τα χείλη μου.
“Άσε το παιδί Κατίνα”, με υποστήριζε κι από πάνω.
“Όταν πεθάνω”, συνέχισε, “θα με θυμάσαι απ΄ τη μυρωδιά μου, το ξέρεις;” ήταν σειρά μου να γουρλώσω τα μάτια.
“Όχι γιαγιάκα μου, δεν θα πεθάνεις”, τα μάτια μου βούρκωσαν κι έπεσα στην αγκαλιά της.
Καθώς με είχε κλεισμένη σαν σπουργίτι στον κόρφο της, άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω και να μου τραγουδά ένα νανούρισμα.
Έλα ύπνε και πάρε το, γλυκά νανούρισέ το … το θυμόμουν αυτό το τραγούδι, κάτι στο μέσα του μυαλού μου κουνήθηκε και μου ξύπνησε μνήμες βρεφικές.
….μικρό μικρό σου το δωσα, μεγάλο φερε μου το…
αφέθηκα στο νανούρισμά της και κλείνοντας τα μάτια χάθηκα μέσα στη μυρωδιά της. Δεν βρομούσε πια. Μύριζε πράσινο σαπούνι και φρεσκάδα.
…μεγάλο και ψηλό ψηλό, ψηλό σαν κυπαρίσσι κι οι κλώνοι του ν’ απλώνονται σ΄ ανατολή και δύση…
“Μυρίζεις θάνατο, γιαγιάκα, και δεν μ’ αρέσει… δεν θέλω να πεθάνεις”, είπα καθώς έκλαιγα μέσα απ’ το πλούσιο μπούστο της.
Με τράβηξε πίσω και με κοίταξε στα μάτια.
“Χα! Νομίζεις ότι είμαι τόσο γριά που θα πεθάνω;” Γέλασε και τραντάχτηκε ολόκληρη.
Η μάνα μου εντωμεταξύ είχε κρύψει το πρόσωπό της μέσα στα δυο της χέρια.
“Έννοια σου και δεν έχω σκοπό να πεθάνω ακόμα. Αν δεν δω εγγόνι κι από σένα δεν το κουνάω ρούπι από δω, έχω κάνει συμφωνία με τον Χάρο”, μου είπε σχεδόν ψιθυρίζοντας και μου ‘κλεισε το μάτι. “Έλα πάρε τη σοκολάτα σου κι εξαφανίσου. Άκου κει θάνατο”, είπε και μου έδωσε την πολυπόθητη σοκολάτα, που την είχα κιόλας ξεχάσει. Την αγκάλιασα άλλη μια φορά της έδωσα κι ένα φιλί και έφυγα τρέχοντας.
Καθώς απομακρυνόμουν άκουσα τη μάνα μου να λέει: “όχι, όχι, δεν ξέρει τίποτα”.
Η γιαγιά πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Τρεις μήνες έκανα να μιλήσω της μάνας μου.
Ποτέ δεν μου άρεσαν οι γέροι… στο τέλος όλοι πεθαίνουν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Συμέλα Βασιλειάδου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι της Dorothea Lange
‘Hands, Toquerville, Utah’
1953