από την Αγγελική Κουντουράκη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τόσα χρόνια στην στεριά κέντησα τα σωθικά μου με αέρα και ομίχλη. Ερείπια σχηματίστηκαν μες την καρδιά μου, σωσμένα από το κύμα και την καταιγίδα. Ερείπια γερά και από χρόνους μακρινούς και αλλοτινούς φερμένα, στέγαζαν τις μυριάδες εικόνες μου. Πλοία του ορίζοντα, άνεμοι του πελάγου, γυναίκες της βιασύνης και λέξεις που φύτρωναν σαν αγριόχορτα ανάμεσα στα άνθη του μυαλού μου. Όλα τα κρατούσα με ευλάβεια στα χέρια μου και τα τοποθετούσα στα θεμέλια αυτού του φάρου. Να αντέχει, να στέκεται βαρύς και μόνος μέσα σε όλες τις εποχές της φύσης και των θηρίων που με κύκλωναν από μικρό παιδί και τώρα τα είχα φωλιάσει στον κάβο Σίδερο, στην άκρη αυτού του άγριου τόπου.
Σταθερά και γενναία είκοσι τρία ολάκερα χρόνια εκεί. Άναμμα, σβήσιμο, μαγειρειό, συγύριο, άναμμα, σβήσιμο, γραφή, σιωπή, ύπνος, άναμμα, σβήσιμο, ματιά σκληρή μέσα από μαύρο κλείστρο.
Έτσι τα χρόνια, έτσι οι μέρες και οι ώρες χαράζονταν στους τoίχους του φάρου και στο μέτωπο μου. Βαθιά, ανεξίτηλα όπως οι αστερισμοί αυτού του κόσμου που με εξόρισαν εδώ.
Δεν έσπασε ποτέ πλοίο στα βράχια μου και κανείς δεν βρέθηκε στην ανάγκη της ύπαρξης μου. Μόνος εδώ, μόνος και στον έξω κόσμο που δεν ήθελε πολλά πάρε δώσε με την πάρτη μου. Μόνο τον Φάνη είχα συντροφιά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια. Είχε πιάσει τα δώδεκα εκείνη την Άνοιξη όταν με σπασμένα τα πισινά του πόδια, χρειάστηκε να μου ανοίξουν τις πύλες του Άδη για να τον περάσω με τα χέρια μου στον άλλο κόσμο. Να μην βασανίζεται άλλο το ζωντανό.
Φωνή είχα ξεχάσει πως έχω και χάραζα τις σκέψεις με μια παλιά αργεντίνικη κάμα που κουβαλούσα από προηγούμενες ζωές πάνω σε ξύλα που ξέβραζε η θάλασσα στην τσακισμένη αυλή μου. Πολλά καράβια είχαν το όνομα μου στα κιτάπια τους και λίγο πριν βυθιστώ εδώ πάνω έσβησα το καπετάνιος και κράτησα μόνο το Νίκος, βαπτισμένος ξανά από το μπλε της μοναδικής ερωμένης μου και πάντα ανώνυμος.
Εκείνο το πρωινό του Απρίλη σηκώθηκα αξημέρωτα. Έπρεπε να βάψω τους κρυστάλλους στον θάλαμο, να δίνουν τα χρώματα τους στον αμίαντο, να ανασαίνει ο ορίζοντας και να χορταίνουν τα μάτια και οι καρδιές των θαλασσοπόρων με ελπίδα και φως.
Όλα υπολογισμένα και σύμφωνα με το πρόγραμμα. Όλα εκτός από εκείνον γλάρο που καρφώθηκε με δύναμη πάνω στο κάγκελο και ούρλιαξε με ανθρώπινη λαλιά. Μια στιγμή πήρε όλο αυτό, καταλαβαίνεις τι εννοώ; Μια ρημάδα στιγμή και ο πόνος έσκισε τα σωθικά μου. Κατέβηκα σαν τρελός τα σκαλιά του λαβύρινθου που ανέβαινα τόσα χρόνια και σωριάστηκα στο πάτωμα ούτε και εγώ ξέρω για πόσο.
Ξέρω πως μόνο η μοναξιά ήρθε και στάθηκε στο πλάι μου, με τη μυρωδιά γυναίκας άλλων εποχών και από εκείνη την ώρα και τότε ένιωσα τη παρουσία της για τα καλά. Ο πόνος ήταν αφόρητος χωρίς να αναγνωρίζω από ποιο σημείο του κορμιού ερχόταν και χωρίς να μπορώ να τον κάνω καλά. Μέχρι που με λυπήθηκε ο ύπνος και έσβησα σαν σε όνειρο ξένο.
Η μυρωδιά του λάθους με ξύπνησε σε ένα χρόνο που δεν μπορούσα ν’ αγγίξω και να ορίσω που είχε σταματήσει. Μέχρι τότες ήξερα κάθε στιγμή ότι επρόκειτο να συμβεί, η σειρά που γυρίζει ο κόσμος, τα χρόνια που ακολουθούσαν το ένα το άλλο, μπορούσα όλα να στα ιστορήσω με σιγουριά, μα εκείνη την μέρα όλα μα όλα είχαν πάει στραβά. Χρόνια τώρα την ώρα μου την έλεγε ο φάρος και ο άνεμος, δεν τα χρειαζόμουν τα ρημάδια τα ρολόγια. Μα σε ποια στιγμή της μέρας είχα σταθεί;
Σαν έκανα να περπατήσω τα πόδια μου δεν με υπάκουαν, τα χέρια μου έπεφταν και η μέση μου είχε λυγίσει σαν καλάμι στον άνεμο. Σαν προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου, νόμιζα πως είχαν σφαλίσει από τον πόνο από αυτό το τζάμι που πετάχτηκε και μου χάραξε την μοίρα μια για πάντα άγνωστο πόσες ώρες πριν. Τα φύλλα των παραθύρων είχαν μείνει ορθάνοιχτα, τα άκουγα να χτυπάνε μανιασμένα, μα το σκοτάδι μου δεν έφευγε, πύκνωνε και με κατάπινε μαζί και τα χέρια μου, τα παγωμένα δάκρυα μου και τίποτα δεν άλλαζε την κατάσταση. Δεν μπορούσα τίποτα να σώσω ή να σωθώ.
Στα πόδια μου να στέκομαι και όλα θα τα καταφέρω, τόλμησα σκέφτηκα. Ο φάρος όμως, το γρατζούνισμα του στην μέρα, ο δείκτης του ρολογιού της ζωής του, είχε σταματήσει. Ο άνεμος ξάφνου έμοιαζε τόσο μακρινός, κανένας από τους συμμάχους μου στο πλευρό μου.
Δεν άργησε να με βρει ο φόβος, ο καιρός ακόμα δεν είχε μερέψει και τα πλοία τα ένιωθα να χάνονται μέσα στη νυχτιά, τους ναυτικούς τους άκουγα να παρακαλάν για βοήθεια και τα θάλασσα να αγριεύει με την απιστία μου. Άρχισα να τρέμω ολόκληρος μέχρι που ένιωσα μια απαλή κουβέρτα να με καλύπτει και ένα μαξιλάρι να σηκώνει τον αυχένα μου από το έδαφος που με είχε για τα καλά καταπιεί.
Το πρωί ξύπνησα στο κρεβάτι μου, να καίγομαι από πυρετό και να παραληρώ για τα χαμένα πλοία της νύχτας. Τότε άκουσα για πρώτη φορά το τραγούδι της και ρίγησα ακόμη περισσότερο. Σαν κοπέλι μικρό ποτέ δεν πίστεψα τις ιστορίες των χωριανών, ποτέ δεν έμεινα τις νύχτες που η ρακή είχε κοιμίσει το νου και θέριευε τις καρδιές τους να ακούσω τα τραγούδια των γυναικών του κάβου. Μα αυτό όμως το έλεγε ο πατέρας μου στις λύπες και τις αναποδιές του για να ξορκίζει το κακό και εγώ χωρίς επιλογή το είχα κάνει προσευχή στα βάσανα μου. Έτσι γλυκά σαν άναψε η λογική μου έτσι και έσβησε παραδομένη μέσα σε αυτό το απόκοσμο μουρμουρητό της ξένης.
Δεν ξέρω πόσες μέρες κοιμήθηκα, πόσες μέρες ψηνόμουν και τυραννιόμουν σαν αμαρτωλός στην κόλαση του σκοταδιού μου. Σαν ξύπνησα και έκανα να σηκωθώ, ένιωσα τα χέρια της και άκουσα τη φωνή της για μια και μόνη φορά να μου αποκρίνεται: «Θα σε φροντίσω εγώ, όπως εσύ τον τόπο μας όλα αυτά τα χρόνια. Ησύχασε.»
Τα μάτια μου δεν άνοιξαν ποτέ ξανά. Σαν συνήλθε το κορμί μου, σέρνοντας ό,τι δικό μου μπορούσα να ορίσω κατέβηκα στο κουζινάκι μου. Μύριζε πάστρα και παρελθόν, φαγητό και αλμύρα ανακάτεψαν τις μνήμες μου και το θαμμένο πόθο μου. Τον ήξερα τον φάρο απέξω και ανακατωτά, όμως σιμά της δεν τόλμαγα να βρεθώ παρόλο που ένιωθα τον αέρα από τα μαλλιά και το φόρεμα της. Σαν βλέμμα πια δεν είχα, χρησιμοποίησα τη φωνή μου να την καλέσω, να τη ρωτήσω πως βρέθηκε εδώ, ποια είναι τα γονικά της, πώς πλησίασε τον κακοτράχαλο μου βίο και γιατί με φρόντισε τόσες μέρες;
Δεν μιλούσε η κοπελιά, δεν απαντούσε ότι και να τη ρωτούσα, μόνο τραγούδια σκάρωνε στη στιγμή και τα άφηνε πάνω στης ψυχής μου το βάσανο να το μαλακώνουν και εγώ να λιώνω από την ανασεμιά της. Για να μην τρελαθώ άρχισα να μετράω το χώρο με τα βήματα μου, να σχεδιάζω τη ζωή μου σε ένα χαρτί με νούμερα και στιγμές, σαν σήματα μορς που εκπέμπουν λέξεις και ζητούν απάντηση από το κενό.
Ο φάρος σύντομα έγινε και πάλι δικός μου. Τον άκουσα να γυρίζει ξανά και έμαθα να νιώθω το φως του μέσα στο μαύρο των ματιών μου. Εκεί πεισμωμένος ανάσαινα και στήλωνα τα πόδια και τα χέρια πάνω στο κορμί μου να μην εγκαταλείψουν, να μην με αφανίσουν με τον μαρασμό τους. Μέχρι και την κάμα μου και τη μηχανή μου ξανάπιασα πάλι. Χάραζα και φωτογράφιζα ό,τι οι αισθήσεις μου οι κουτσουρεμένες φώναζαν ότι πρέπει να κρατηθεί και ίσως να μου φανερωνόταν πάλι σε χρόνο μελλούμενο. Έβγαζα και την κόρη σαν ένιωθα πως στέκεται ή με ζυγώνει. Μόνο τις νύχτες δεν τόλμαγα να πλησιάσω στο παραθύρι και να σταθώ να πάρω μια εικόνα της σαν κλέφτης που αρπάζει άχρηστα πράματα. Τις νύχτες που την άκουγα να τραγουδά και την ένιωθα να χορεύει και άλλες φωνές κελαριστές να μαζεύονται κοντά της σαν χορωδία σε έρωτα τελετουργίες.
Σαν πήρε να πιάσει η ζέστη η βαριά και ένιωθα πως όπου να ναι θα έρθουν οι χωριανοί που φτάνανε τέτοιες μέρες στο φάρο να φέρουν προμήθειες και νέα από τον έξω κόσμο με έπιασε μια ανησυχία βαθιά. Να κρύψω το κορίτσι, να κρύψω τα μάτια μου που άλλο δεν βλέπανε παρά το σκοτάδι του κόσμου. Θα μας αρπάζανε και τους δύο από τον τόπο μας. Εμένα σαν ανίκανο και εκιό σαν τρελαμένο. Μαύρη μοίρα θα μας περίμενε σαν γυρνούσαμε στα πατρικά μας.
Μα το κορίτσι πάλι δεν αποκρινόταν, πάλι τραγούδια μου έφτιαχνε για ζωές που δεν χωράνε σε ετούτο το κόσμο και ανθίζουν μόνο στην φαντασία των ανθρώπων. Σίμωνε όμως τώρα πια και χάιδευε τα μαλλιά μου και άφηνε τα φιλιά της στα μάτια μου και εγώ σταμάτησα να φοβάμαι και να αντιστέκομαι σε ότι ερχόταν και ζούσα τον χρόνο μου σαν παιδαρέλι με έρωτες και τραγούδια και μια παύση μέσα στο νου για όλα τα χρωστούμενα τόσων χρόνων και ζωών που είχα φορτώσει στις πλάτες μου. Ζούσα με μια σιγουριά για την ευτυχία που μας χρωστάει έστω και αργά η ζωή και στιγμές στιγμές έβαφα το μαύρο των βλεφάρων με ένα κατακόκκινο σαν αίμα πάνω σε μάχη που με έβγαζε εμένα νικητή.
Το άκουσα το καΐκι σαν πλησίαζε εκείνο το απομεσήμερο στον κάβο. Το άκουσα και κόπηκε στα δυο η καρδιά μου. Τους άκουσα να ανεβαίνουν βαρυγκομώντας και βλασφημώντας με που πήγα και κρύφτηκα τόσο χρόνια εκεί πέρα και τους ανάγκαζα να έρχονται να με δουν κάθε γιούλιο φορτωμένοι μέχρι απάνω. Τους ένιωσα να απιθώνουν την πραμάτεια τους στις πλάκες του φάρου και να σπρώχνουν με δύναμη την πόρτα ζητώντας ρακί για το καλωσόρισμα. Το ένιωσα και το κορίτσι στο πλάι μου στολισμένο και φορτωμένο με μια λαχτάρα για φευγιό να με κρατά σφιχτά.
Σαν στάθηκα μπροστά τους αποφασισμένος να μην αφήσω περιθώρια στη λογική τους να ορίσει την ζωή μου, τους ένιωσα.
Τους ένιωσα μέχρι τα τρίσβαθα της καρδιάς μου που μάτια πιο τυφλά από τα δικά μου είχαν και ξέσπασα σε λυγμούς.
Τους άκουσα να παραμιλάνε πως πάει ο μαστρο Νικόλας έφυγε από το φάρο, τον πήραν οι νεράιδες του Κάβο Σίδερο για πάντα στην αγκαλιά τους και τα καυτά τους δάκρυα ξέπλυναν τα μάτια μου και λευτέρωσαν την δεμένη τόσα χρόνια με τον κάβο ψυχή μου. Στήσανε ένα μνήμα εκεί κοντά για το κορμί μου που είχε σπάσει στα δύο από την πτώση και για το θαύμα ο φάρος τόσους μήνες να λειτουργεί σαν ανθρώπινο χέρι να μην έλλειψε από κοντά του.
Σαν φύγανε, χαμηλόφωνα μην πληγωθώ, είπαν πως φτιάξανε νέο φάρο που άνθρωπο δεν χρειαζόταν και πως ποτέ κανείς πια δεν θα πλησίαζε τούτο το έρημο νησί.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Αγγελική Κουντουράκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Η φωτογραφία είναι του Nikos Smyrlis