Η Σάρα, η Μάρα και… οι άντρες

0
252

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι bruce-gilden-1.pngαπό τον Κεβ (ακατάλληλο για ανηλίκους)

~~~~

1 – Golden Shower

(Επειδή διαφημίστρια δεν είμαι, ούτε και χορηγός εταιριών, τα μαγαζιά όπου θα κυλίσει (ανώμαλα) η ιστορία μας, θα μείνουν ανώνυμα. Πολύ περισσότερο, γιατί στο δεύτερο μαγαζάκι, η κατάσταση ξεφεύγει και μετά θα με ψάχνουν μέχρι τα Παρίσια οι κυνηγοί κεφαλών. Οι περιοχές ωστόσο, μιας και δεν έχουν αφεντικά (ακόμα) και ανήκουν στις αρκούδες τους, θα αναφερθούν, σύμφωνα με τις ορέξεις της αφηγήτριας και όχι βέβαια λόγω οποίων πολιτικών ή κομματικών πεποιθήσεων.
Εκ της διευθύνσεως.)

Που λέτε λοιπόν, ένα καυτό σαββατόβραδο του Σεπτεμβρίου, όπου οι λύκοι ούρλιαζαν στη πανσέληνο, και οι νεράιδες τραγουδούσαν τ’ άσματα του ξεπερασμένου καλοκαιριού, είχαμε βγει με τη Μάρα για ένα χαλαρό ποτό. Αυτό που λες «για ένα χαλαρό ποτό θα βγούμε μωρέ» και μετά καταλήγεις οκτώ η ώρα σε κάτι underground κωλόμπαρα, όπου έτσι κι έμπαινες νηφάλια έκανες αναστροφή, ένα τ’ αριστερό, δύο το δεξί και χαιρετίσματα.

Τι λέει ρε συ το Παρίσι, έχω να σε δω από τον Μάιο ε; Φάση είχε στη Τουλούζη.

Για να μπορέσουμε λίγο καλύτερα να εμβαθύνουμε στη σχέση μου με τη Μάρα, και να μπείτε κι εσείς σε μια ροή ενεργητικότερη, πρέπει να το πάω λίγο πιο πίσω χρονολογικά. Γιατί τώρα έτσι στο ντούκου θα βγάζει νόημα μόνο για μένα. Πράγμα προτεινόμενο προς αποφυγή γενικά. Γιατί συνήθως ότι βγάζει νόημα μόνο για μένα και το τραβάω μέχρι τέλους το σκοινί, λες και έχω μια στρατιά μπολσεβίκων που κατεβαίνουν μαζί μου για να ανατινάξουμε τη Βουλή (ή οποιοδήποτε κυβερνητικό κτήριο που ανατινάζεται όμορφα), δε μου βγαίνει σε καλό. Αν ήμουν κάποια λιγότερο ξεροκέφαλη, θα είχα τουλάχιστον κάποιον να με πηδάει ακόμα, να μου γλύφει τον πάτο και να τον κατουράω παράλληλα, έτσι ακριβώς όπως τα λένε οι εγγλέζοι, αυτά τα golden showers τέλος πάντων.

Όπα-όπα, θα με σταμάταγε κάποιος εδώ, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο και θα μου ’λεγε, too much information bro, πολύ παραπανίσια πληροφορία, τι κάνεις τώρα, δεν με αφορά ούτε η προσωπική σου ζωή, ούτε και με ενδιαφέρει τι κάνει ο καθένας στο κρεβάτι του. Κι έρχομαι εγώ τώρα να σας πω πως η ιστορία σαν ιστορία αδιάφορη είναι, όπως και οι περισσότερες ιστορίες του διαγαλαξιακού μας σύμπαντος, όλο το ζουμί είναι σ’ αυτήν ακριβώς εδώ την παραπανίσια πληροφορία, που καταφέρνει να δώσει εν τέλη μια πιο ενδιαφέρουσα νότα στη ζωή μας.

Την πρώτη φορά που ο Γιάννης αποφάσισε να μου μιλήσει γι’ αυτό, είχα μείνει λίγο κόκκαλο ομολογώ, ψέματα δε λέω, αλλά μετά σκέφτηκα, πως οι άνθρωποι είμαστε όντα πολύπαθα, βασανισμένα και χαμένα στη νοητική ματαιοδοξία της ύπαρξής μας, ποια είμαι εγώ να κρίνω με ποιο τρόπο θα απαλλαγεί ο άλλος από την ελαφρότητα του είναι του.

Κοίταξε να δεις, του είπα, εσύ απαγορεύεται να με κατουράς, εγώ θα προσπαθήσω όμως να σε κατουρήσω καμιά μέρα, δεν είμαι και καμιά έμπειρη όμως ε; Οπότε θα κάνεις λίγη υπομονή μέχρι να καταφέρω να το βρω κάπως.

Και να που μια μέρα, μετά από μιλιούνια αποτυχημένων προσπαθειών, γιατί δεν είναι μόνο ψυχολογικής προετοιμασίας η δυσκολία της αποστολής, πρέπει την κατάλληλη στιγμή, να έχεις το κατάλληλο ντεπόζιτο, και αυτό το κατάλληλο ντεπόζιτο, να έχεις την ικανότητα να το χρησιμοποιήσεις κατάλληλα. Τι σημαίνει αυτό με λίγα λόγια; Πρέπει μία ώρα πριν την πράξη της ευεργεσίας, να πιεις νερό, μπόλικο νερό, κάνα λίτρο σχεδόν, για να μπορέσει η όλη κατάσταση να λειτουργήσει κατάλληλα.

Εκτός αυτού κιόλας, εδώ δε μπορούμε να κατουρήσουμε μπροστά σε κάποιον, όχι μπροστά σε κάποιον, μπροστά στη γάτα μας δε μπορούμε να κατουρήσουμε, θα το κάνουμε και πάνω σε άνθρωπο; Πόσο μάλλον πάνω στη μούρη του; Ε λοιπόν έχω να σας πω πως μετά από αυτό το αλλόκοτο challenge δε με σταματάει τίποτα και κανένας, μπορώ να κατουρήσω, ανάμεσα σε πόρτες, έξω από αυτές, μέσα τους, ακόμα και πάνω τους , πάνω στα αυτοκίνητα εννοώ δηλαδή, ανεβαίνοντας από το καπό, στο ψηλότερο σημείο του λόφου. Χέσε ψηλά κι αγνάντευε που λένε, ε κατούρα ψηλά κι αγνάντευε. Όχι ότι το έχω κάνει ποτέ αλλά παιχνιδάκι μου φαίνεται πλέον.

Είσαι η πρώτη με την οποία ένιωσα άνετα να το μοιραστώ, μου είχε πει ο Γιαννάκης τότε, είσαι η πρώτη τρελή που βρέθηκε στο δρόμο μου ήθελε να πει σε εισαγωγικά, αλλά μας έχει φάει βλέπετε αυτή η υπερβολική ευγένεια.

Και να φανταστείτε πριν από αυτό δεν είχα καμία ιδέα για το αντικείμενο, προφανώς και το είχα ακουστά, αλλά δεν είχε καταφέρει να εισβάλλει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μου. Μετά εννοείται, έκατσα έψαξα, βιβλιογραφίες, σάιτ ανωμαλιάρηδων, επιστημονικά άρθρα και ούτω καθεξής. Είναι λέει συνήθως υποκατηγορία του BDSM όπου τα ζευγάρια χωρίζονται σε ρόλους, dominant και submissive, και αυτός που θέλει να κατουρηθεί λέει είναι ο υποτακτικός. Φοβερό; Αυτό το σας κατουράει όλους που έχει μπει στη γλώσσα μας λες και ο μισός πλανήτης είναι dominant και ο άλλος μισός submissive με ξεπερνάει. Ο κόσμος δεν έχει ιδέα για την αλλόκοτη αυτή εμπειρία, παρολαυτά χρησιμοποιεί την ορολογία της σα να είναι καθημερινός της χρήστης. Και όταν το είπα μετά στον Γιαννάκη, ότι γλυκέ μου, είσαι υποτακτικός το ξέρεις; Το έχω ψάξει αρκετά ναι, αλλά δεν ξέρω εάν με ικανοποιεί ο όρος αυτός και στην τελική γιατί πρέπει να τα ανάγουμε όλα σε εξουσιαστικά παιχνίδια; Πότε θα σταματήσει αυτός ο παραλογισμός της επίδειξης δύναμης;

Άντε τώρα να του εξηγήσω πως δεν δύναται κοινωνία δίχως εξουσία, δίχως μια κεντρική κινητήριο δύναμη, που να δίνει κατεύθυνση τέλος πάντων, όχι απαραίτητα αυταρχική, μπορεί κάλλιστα να εξουσιάζει χωρίς να φαίνεται πως διακατέχει εξουσιαστική θέση, και πόσο μάλλον ζευγάρια ή μικρότερες ομάδες ανθρώπων δίχως εξουσιαστικές συμπεριφορές, ο κεντρικός πυρήνας της κοινωνίας που είναι η οικογένεια ακόμα δυστυχώς δηλαδή, άντε να του εξηγήσω με λίγα λόγια πως τον έχω στο βρακί μου και τον παίζω στα δάχτυλα όποτε μου καπνίσει.

Δε τον αγαπούσες πραγματικά θα μου πει η Μάρα, εμείς με τον Τάκη είμαστε ίσοι, ισότιμοι και ισόνομοι, στην αγάπη δε χωράνε δυνάμεις εξουσίας κι αυταρχισμού. Άκου εδώ όνομα ήθελα να της πω (faceslap), μα προφανώς άμα σε λένε Τάκη, θα ‘χες μπει στο βρακί της, πριν καν την γνωρίσεις την Μάρα, οριακά πριν καν γνωρίσεις οποιαδήποτε γυναίκα στη ζωή σου, μέχρις ότου μια μέρα κατέβει αυτή η λεβεντομάνα η θεία η φώτιση, ξυπνήσεις επιτέλους, βάλεις μια κούπα καφέ, πας στο κοντινότερο αστυνομικό τμήμα της περιοχής και πεις, κυρ Αστυνόμε δεν έφταιγα, οι γονείς μου απλά είναι μαλακοπίτουρες. Και όλο αυτό προφανώς στον ρυθμικό τόνο που παίζεται το τραγούδι στη κεφάλα σου.

Τέσπα, για άλλη ιστορία είχα ξεκινήσει, αλλού κατέληξα, έτσι είναι όμως η ζωή, ανοίγεις μια πόρτα, αντί για τη Μάρα, βρίσκεις μέσα τον Γιάννη ή τον Τάκη και τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

2  –   Κάγκουρες

Πού είχαμε μείνει;

Α ναι. Στο τρελό ποτό που δε πρόλαβα να τελειώσω με την ησυχία μου. Γιατί στο ενδιάμεσο πρέπει οπωσδήποτε να χωθεί μέσα κάνας Γιάννης ή κάνας Τάκης να μου πρήξει τη μούνα. Ε ρε κακομοίρηδες, την ευλογημένη εκείνη μέρα που δε θα χρειαζόμαστε πια τα καυλιά σας, θα σας αφανίσουμε από προσώπου γης ρε, να το ξέρετε. Και όχι επειδή έχετε καταστρέψει το πλανήτη όλο, έχετε φέρει εις πέρας τα ειδεχθέστερα εγκλήματα που μπορεί να διανοηθεί ο ανθρώπινος νους, δε θα σας αφανίσουμε επειδή είστε γενοκτόνοι, σαδιστές, μαζοχιστές δολοφόνοι αλλά πολύ απλά επειδή είστε αντιαισθητικοί. Ορίστε το είπα και μπορείτε να με λιντσάρετε ελεύθερα τώρα.

Δεν υπάρχει δυστυχώς τίποτα το πιο αντιαισθητικό από κάγκουρες που μας σφυρίζουν στο δρόμο όποτε τους καυλώσει, από ανεγκέφαλους κόκκινους και πράσινους που δίνουν ραντεβού για να σκοτωθούν στο ξύλο (κυριολεκτικά) κοκαρισμένοι, από ψυχάκηδες που την βγάζουν έξω σε κοινή θέα ή που κάθονται δίπλα σου στο λεωφορείο και αρχίζουν να τρίβονται. Και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, για να μη με λένε και μίσανδρη μετά, τις τρελές μας τις έχουμε κι εμείς ρε παιδιά. Αλλά κάτι πάει πολύ λάθος όταν τσεκάρεις τα στατιστικά λίγο. Λες, είτε ζούμε σε μια παγκόσμια συνωμοσία, κι εμείς αποκλείεται να είμαστε το μισό του πλανήτη, που προσπαθούν να μας πείσουν ότι είμαστε και περισσότερες (ήμαρτον δηλαδή, αν ήμασταν περισσότερες δε θα σας είχαμε γαμήσει μέχρι τώρα; Και αυτή τη φορά δε περιέχει μισό σεξουαλικό ψήγμα ο όρος. ΚΡΥΦΤΕΙΤΕ! ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ!) είτε κάτι πάει πάρα πολύ λάθος και έχει γίνει τεράστιο ερορ με τον κώδικα σας ρε μαλάκα μου. Ο αρχιτέκτονας τα γάμησε μιλάμε. Και δε διορθώνεται κιόλας απ’ ό,τι φαίνεται. Τέλος πάντων , επιστροφή στο ποτό.

Καθόμασταν κάπου στα Εξάρχεια σε ένα από τα μπαράκια ή τις καφετέριες, μπορεί και στα σκαλάκια του Αστέρα, δεν έχει σημασία το πού ακριβώς. Αράζαμε. Αράζαμε και συζητούσαμε. Συζητούσαμε και πίναμε. Μια μπύρα είχε φέρει τη δεύτερη, η δεύτερη είχε φέρει το Γιαννάκη, ο Γιαννάκης τον Τάκη και για να μη τα πολυλογώ ως φανατικές που ήμασταν της ηλεκτρονικής μουσικής, με τα κεφάλια μας έτοιμα, στη σωστή αναλογία αλκοόλ αίματος, είπαμε να βρούμε κάνα καλό χτυπητήριο εκεί γύρω στη περιοχή.

Δυο ορόφοι πάνω κάτω, με το υπόγειο να βρωμάει κάτι που δε μπορούσα να καταλάβω τι ήταν ακριβώς, μια μυρωδιά περίεργη που σε απωθούσε από τη περιοχή, κι εγώ λυπήθηκα λίγο τον ντιτζέι στη φάση αλλά ποιός ξέρει σε ποιο όνειρο βρισκόταν τώρα κι αυτός ε; Φώτα να τρεμοπαίζουν, σε ένα περιβάλλον ημισκότεινο, τύποι και τύπισσες να χτυπιούνται όμορφα (όπως θα χτυπιόμασταν εμείς σε λίγο), γιγαντοοθόνη να παίζει κάτι σαν το λόγκο του μαγαζιού ή προβολέας στο τοίχο πρέπει να ήτανε, δύσκολο τόσο μεγάλη οθόνη κρεμασμένη, και το μπαράκι όπως μπαίνεις μέσα πρώτο πράγμα φάτσα φόρα. Επιτέλους δηλαδή βρέθηκε κι ένας άνθρωπος με ένα κουκούτσι επιπλέον. Γιατί η μονοκούκουτσοι συνήθως πάνε και βάζουν το μπαρ κρυμμένο (γιατί ως γνωστόν δε θέλουν υπερκατανάλωση ποτού, το μαγαζί αλλιώς τα βγάζει) κάπου στου διαόλου τη μάνα και το βρίσκεις προφανώς από το μπούγιο που το έχει καλύψει από πάνω μέχρι κάτω σα ζαχαρόκυβο μυρμηγκομένο.

Πήραμε τα ποτά μας, μιας και πληρώσαμε είσοδο+ποτό και αράξαμε στον πρώτο που δε βρώμαγε να χορέψουμε ή να χαζέψουμε αυτούς που χορεύουν, που δε χορεύουν, το χώρο, τη φάση, το σύμπαν. Πλησίασε ένας τύπος τη Μάρα και ήταν γνωστός της τελικά γιατί την είδα που αναγκάστηκε να μου τον συστήσει, ευτυχώς όμως η μουσική έπαιζε τόσο δυνατά που δε θα μπορούσε να μιλήσει και στις δυο μας ταυτόχρονα, οπότε την άφησα να μιλήσει με τον κύριο (ήταν σίγουρα 35 προς 40+, βλέπετε η Μάρα από το ροκ-μέταλ κύκλο της είχε επαφές και με τέτοιους τύπους και δε το λέω καθόλου κατακριτέα αυτό εννοείται απλά θα τον κάνεις τι αυτόν μετά, το πολύ-πολύ να σου δώσει κάνα χαρτζιλίκι, πράγμα οριακά απίθανο στην Ελλάδα του σήμερα και στο συγκεκριμένο κύκλο κιόλας που προτιμήσαμε να κολλήσουμε) και συνέχισα να παρατηρώ χορεύοντας.

Ήθελε να μου δώσει έψιλον άλλα του είπα ότι δεν είμαι σε φάση, καλά έκανες έχουμε ήδη πιεί πολύ δε ξέρω πόσο καλή ιδέα είναι τώρα αυτό, σε έπρηζε λίγο ή μου φάνηκε, δε με έπρηξε να πάρω γενικά με πρήζει, με γουστάρει μάλλον αλλά δε κάνει κίνηση να καταλάβω κι εγώ ξεκάθαρα, οπότε τι να του πω, δίνε του μη με πρήζεις; έχουμε μιλήσει τόσες φορές και βρισκόμαστε τυχαία σε πολλά μαγαζιά συχνάζουμε μαζί γενικά όποτε θα είναι πολύ μπιτς πλιζ αν το παίξω έτσι, κι εγώ δεν είμαι μπιτς πλιζ και το ξέρεις. Δεν είσαι μπιτς πλιζ μαρή είσαι χειρότερη ήθελα να της πω αλλά κάπως έσπαγε και η φάση στο μαγαζί, οπότε έπρεπε να αλλάξει η ροή της συζήτησης.

Πάμε να τη κλάσουμε; Ναι, ξέρεις το Κ; Όχι τι είναι αυτό; Ήρθε η στιγμή να το μάθεις τότε, και το πρόσωπό της γυάλισε νομίζω, σίγουρα και τα μάτια της μαζί, αλλά δε μπορούσα να τα δω μέσα από το γυαλί, όχι δεν είχε ξημερώσει ακόμα και ούτε είχαμε βγει στον έξω κόσμο, φοράμε το γυαλί μέσα στο κλαμπ όπως ορίζει ο ρυθμός της τέκνο μουσικής και ο ρυθμός του δε θέλω να δουν το φρικαρισμένο μάτι μου, αλλά όχι για μας. Εμείς απλά γουστάραμε το λουκ (ή τουλάχιστον έτσι πίστευα).

Βγήκαμε και περπατήσαμε κάνα μισάωρο, πράγμα που ήταν στο πλάνο ούτως ή άλλως, και νωρίτερα να φτάναμε δηλαδή κόσμο δε θα είχε ακόμα, οπότε το περπάτημα ήταν ένα καλό σκότωμα χρόνου, εκγύμναση των σαπισμένων πτωμάτων μας, επισκόπηση του ξημερώματος Κυριακής σε αναμονή ενός τόπου προς ανακάλυψη. Δεν ήξερα δηλαδή ότι υπήρχε μαγαζί που άνοιγε τόσο αργά το βράδυ ή τόσο νωρίς το πρωί. Θέμα οπτικής δηλαδή. Άμα είναι συνέχεια της βραδιάς λογικά όσο περισσότερο συνεχίσεις, τόσο περισσότερο το αργά θα γίνει πιο αργά και το πιο αργά ακόμα αργότερα και το ακόμα αργότερα πολύ αργότερα, δε πα να έχει μεσημεριάσει με ντάλα ήλιο στους τριάντα βαθμούς. Αντιθέτως εάν μόλις έχεις ξυπνήσει λες πωωω ρε γαμώτο, πόσο νωρίς ξύπνησα, με το κινητό να δείχνει μία και τριάντα δύο πρώτα λεπτά.

Λες να υπήρχαν και οι ακραίοι που βάζουν ξυπνητήρι για να έρθουν εδώ ρε; Θα ήθελα πολύ να βρω κάναν τέτοιο τρελό, αλλά πολύ αμφιβάλλω πως παρόμοιο σενάριο θα μπορούσε να παιχτεί όντως.

Το ξημέρωμα της Κυριακής Αθήνας το είχα ξαναδεί ομολογώ ναι, δεν είναι κάτι το αξιοσημείωτο, και μαζί με εμένα και ο υπόλοιπος πληθυσμός της Ελλάδας, φαντάζομαι τουλάχιστον για μια φορά στη ζωή του. Το εξαιρετικό της υπόθεσης ήταν ότι δε το ζούσα εν αναμονή κάποιου σάντουιτς ή βρώμικου προς το δρόμο για το σπίτι ούτε στη παραλία του κάμπινγκ της Αντιπάρου για να δω την ανατολή του φωτοαστέρα, αλλά εν αναμονή συνεχείας, που δε θα ήταν για ένα ποτό και φύγαμε, το ένα ποτό στη παρέα αυτή είχε τελειώσει προ πολλού, έχουμε δώσει ρέστα, καπούτ, σε φινί, πως το λένε, γενικά είχε γίνει κάτι σαν αστικός μύθος που τριάντα ή σαράντα χρόνια μετά θα τον αφηγούμασταν σα να ’ταν το μεγαλύτερό μας κατόρθωμα, κάτι που είχε συμβεί μία φορά στο δεύτερο έτος επειδή ένας από τους φίλους μας έφαγε σαβούρα στο δρόμο και τον τρέξαμε νοσοκομείο για ένα διάστρεμμα εν τέλη (μαλάκα Νίκο τρεις ώρες σ’ αυτό το κωλοχανείο για ένα κωλοδιάστρεμμα αι σιχτίρι σου δηλαδή). Μετά από αυτό το περιστατικό θυμάμαι άλλες είκοσι αναφορές, στο ένα και μοναδικό ποτό, οι οποίες είχανε πάει όλες άπατο βεβαίως-βεβαίως.

Δέκα ευρώ παρακαλώ.

Μαλάκα Μάρα θα σε σκοτώσω ρε αν είναι μάπα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα γράφει ο Κεβ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η φωτογραφία είναι του Bruce Gilden