του Δημήτρη Λιμνιώτη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η θάλασσα ήταν εκεί, το ίδιο κι ο έρωτας. Παράξενα ήρεμη κι ασύλληπτα μεγάλη. Ξεκινούσε λίγα μέτρα μπροστά, στην προκυμαία, κι εκτεινόταν τόσο μακριά στον ορίζοντα, που ήταν αδύνατο να τη φυλακίσει το βλέμμα. Έμοιαζε ατελείωτη, αν και σίγουρα, κάπου στ’ αόρατο βάθος το νερό ακουμπούσε βράχια κι αμμουδιές και ζωές που θα μείνουν για πάντα άγνωστες κι απελπισμένες.
Το ίδιο πελώριος ήταν κι ο έρωτας. Μεγάλος και παράξενα ήρεμος, ακριβώς όπως κι η θάλασσα. Ακόμα κι αν δυσανασχετούσε στριμωγμένος στο μικρό παγκάκι της παραλίας, στο κενό ανάμεσα στα χείλη των δύο κοριτσιών, μέσα στα μάτια τους και στη θερμότητα του αγγίγματος, κάθε που η παλάμη της μίας ακουμπούσε το χνουδωτό δέρμα στην πλάτη της άλλης. Ακόμα και τότε, ο έρωτας ήταν εκεί.
Τα δύο κορίτσια παρέμεναν αμίλητα για ώρες, αφού όλα τα λόγια είχαν ειπωθεί μεταξύ τους. Μόνο τα χάδια υπήρχαν. Μόνο τα χάδια τους ήταν παντοτινά και η σάρκα που γνώριζε για την αιωνιότητα κι απαιτούσε την τρυφερότητα που κάθε εραστής ζητάει.
Το χέρι της Άννας, περασμένο μέσα απ’ το κοντό μανίκι της Έλενας, ψαχούλευε τον αριστερό της ώμο, ενώ η Έλενα της ακουμπούσε το μάγουλο, δίπλα ακριβώς από ένα φιλί απαλό στα χείλη. Ήταν μόνες στην παραλία της πόλης, παράξενα μόνες, μα αυτό τις πρόσφερε την ασφάλεια και την άνεση, που οι εραστές χρειάζονται για να ζήσουν το πάθος τους. Ο φόβος άλλωστε δε χωρούσε ανάμεσά τους. Είχε χαθεί κάπου μετά το τρίτο τους ραντεβού, μερικούς μήνες νωρίτερα. Βυθίστηκε κάτω από τις σόλες των παπουτσιών τους, κάτω από ένα συνοικιακό πάρκο, κάτω από μία πόλη, που καρφί δεν της καίγεται για την ευτυχία ή την απόγνωση.
Από τότε, γενναίες πια, περιφερόταν πιασμένες χέρι-χέρι ή αγκαλιασμένες ή ξεδιάντροπες, στη μακαριότητα της βαθιάς τους αγάπης και την απαξία για όλους τριγύρω, όσοι ένιωθαν άβολα, που δύο κορίτσια τόλμησαν να ενώσουν με θάρρος τις καρδιές τους.
Το χέρι της Άννας είχε κατέβει χαμηλότερα κι άγγιζε το πλάι του στήθους της Έλενας, μέσα απ’ το σφιχτό μπουστάκι, που πλέον αδυνατούσε να προστατεύσει τις ορθωμένες της ρώγες. Εκείνη χάιδευε το πιο απαλό σημείο της Άννας, το δέρμα στη μέσα πλευρά των μηρών και το ένιωθε ν’ ανατριχιάζει και να σκληραίνει. Αυτό την τρέλαινε.
Ήταν μόνες, παράξενα μόνες μπροστά σε μία παράξενα ήρεμη θάλασσα, στην παραλία μίας πόλης που δεκάρα δεν έδινε για την τύχη τους. Μια πόλη γαμημένη, με γαμημένους τύπους, κάτι ξεδοντιάρηδες κωλόγερους, που κουνούσαν το κεφάλι τους μ’ απογοήτευση όταν τις έβλεπαν στο δρόμο. Ναι, τους κωλόγερους εκείνους που βρισκόταν μία ανάσα απ’ τον θάνατο, ενώ εκείνες ήταν ερωτευμένες, ήταν αιώνιες.
Να παν να γαμηθούν όλοι. Εγώ σε θέλω!
Κι εγώ σε θέλω.
***
Τα χέρια των κοριτσιών γινόταν ολοένα και πιο επίμονα. Τα φιλιά τους συχνότερα και πιο απαιτητικά κι ήταν περίεργο, μα ποτέ δε θα περίμεναν να βρεθούν σε μία τέτοια ησυχία. Η μοναξιά της παραλίας, τη μέρα εκείνη, επέτρεπε να χαρούν, η μία την άλλη, με όποιον τρόπο ήθελαν. Κι ήθελαν, είναι αλήθεια, τον ένα και μοναδικό τρόπο των εραστών· εκείνον που ζητάει να δώσει και να πάρει τα πάντα!
Έτσι, έμειναν εκεί για ώρα, μέσα στον κόσμο της απόλαυσης. Γεμάτο από ρίγη ανατριχίλας, σφίξιμο στις κοιλιές και χαμηλότερα, μούδιασμα στα πόδια και βουίσματα στο κεφάλι. Έμειναν σ’ αυτό τον κόσμο για ώρα. Κι όταν πια απόκαμαν, νύχτωσε.
Έτσι απλά και ξαφνικά, δίχως την παραμικρή προειδοποίηση, ο ήλιος χάθηκε κι απέμεινε μόνο η προκυμαία και η υποψία μίας σκοτεινής θάλασσα, που χανόταν στο βάθος ενός αόρατου ορίζοντα.
Άναψαν τσιγάρο κι έμειναν αγκαλιασμένες να κοιτάζουν πέρα, σαν ν’ αγνάντευαν κάτι που δεν επρόκειτο να υπάρξει ποτέ. Ήταν ήρεμες και σιωπηλές. Ήρεμες γιατί είχαν η μία την άλλη και σιωπηλές γιατί όλα μεταξύ τους είχαν ήδη ειπωθεί.
Τότε η Άννα σηκώθηκε όρθια. Έκανε μερικά βήματα μπροστά κι όταν απομακρύνθηκε απ’ το παγκάκι, έβγαλε το λεπτό της φόρεμα και το πέταξε στο τσιμέντο. Η Έλενα πιο πίσω χαμογέλασε και τα μάτια της άστραψαν στο σκοτάδι. Έβγαλε τα πέδιλα, το παντελόνι, την μπλούζα, πέταξε πίσω στους θάμνους το μπουστάκι και το εσώρουχό της κι ακολούθησε την Άννα, που ήδη βρισκόταν στην άκρη της προκυμαίας.
Η θάλασσα δε φαινόταν, ήταν όμως εκεί. Μπορούσε κάποιος να το συμπεράνει, αφού πέρα απ’ την άκρη μίας προβλήτας δε θα μπορούσε να υπάρχει παρά η θάλασσα.
Η Άννα άπλωσε το χέρι στην αγαπημένη της κι εκείνη το κράτησε δυνατά.
Άφησαν να τους ξεφύγει ένα χαχανητό.
Λύγισαν τα γόνατα.
Και με μία απότομη ώθηση χάθηκαν στο νερό.
***
Η θάλασσα ήταν εκεί.
Μία παράξενα ήρεμη θάλασσα μπροστά από την προκυμαία κι ένα μοναχικό παγκάκι.
Έμοιαζε ατελείωτη, αν και σίγουρα, κάπου στο βάθος του αχανούς ορίζοντα, άγγιζε βράχια και αμμουδιές και τα γυμνά κορμιά εκείνων που ερωτεύτηκαν παντοτινά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Λιμνιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Φωτογραφία: Jasmine and Laura-Joy kissing in the grand theater, Beirut, October 20, 2019 © Myriam Boulos/Magnum Photos.