από την Αστάρτη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Όποιος δεν οπλίζεται πεθαίνει, όποιος δεν πεθαίνει είναι θαμμένος ζωντανός».
Ουλρίκε Μάινχοφ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Απ’ το κελί του ακουγόταν ένα τραγούδι που δεν είχε ξανακούσει ποτέ, κι όμως στο άκουσμά του, τον διαπερνούσε ρίγος απ’ την κορυφή μέχρι τα νύχια.
“Μια άνοιξη ξεχάστηκε στην άκρη του χειμώνα, τριαντάφυλλο που γύρισε πάλι πίσω στο χώμα, μια φωνή στοιχειώνει έναν ήλιο που βγαίνει πάντα για όλους”.
Πλησίασε δειλά στο κελί. Τον είδε να κοιτάζει από το μικρό παραθυράκι. Μια αχτίδα φωτός έλουζε το πρόσωπό του μέσα στο καταχείμωνο.
Ο Ιάσωνας συγκινημένος διάβαζε τα γράμματα που του φέρανε οι σύντροφοί του στο επισκεπτήριο. Κρατούσε ένα πάκο κι άκουγε την κασέτα που του ’χανε γράψει. Ο δεσμοφύλακας έκανε τα στραβά μάτια· δεν επιτρεπόταν να ’χει ραδιόφωνο στο κελί του. Την έπεσε τις προάλλες σε έναν ποινικό και πλακώθηκαν άγρια, κανείς εκεί μέσα δεν είχε καταλάβει τι ’χε γίνει.
Τους ποινικούς απ’ τους πολιτικούς κρατούμενους τούς χωρίζει μια άβυσσος.
~~
Ήταν βυθισμένος μέσα σε κείνα τα γράμματα. Ο δεσμοφύλακας, ο Κώστας, ένας νέος γύρω στα είκοσι οκτώ, άκουσε το τραγούδι κι ήθελε να μάθει ποιο ήταν, φαίνεται μιλούσε στην ψυχή του. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα· πιο πολύ απ’ όλους εκεί μέσα σιχαινόταν εκείνα τ’ αναρχοκομμούνια, όπως έλεγε.
«Τ’ αναρχοκομμούνια είναι τα κατακάθια της κοινωνίας, τ’ αποβράσματα που ζούνε εις βάρος μας, τρομοκράτες».
Εκείνο το απομεσήμερο το θλιμμένο βλέμμα του Ιάσωνα ίσως του έκανε πιο εύκολο να τον πλησιάσει.
Χτύπησε τα κάγκελα…
«Ε, εσύ! Ποιο είναι αυτό το τραγούδι;»
«Για τη Χελίν», του απάντησε ο Ιάσωνας.
«Για τη Χελίν; Ποια είν’ αυτή;»
Ο Ιάσωνας δίχως να φιλτράρει ότι συνομιλεί με έναν ανθρωποφύλακα του διηγήθηκε όλη την ιστορία για τη Χελίν Μπολέκ, την απεργία πείνας, την κατάληξη. Είχανε γράψει πολλοί γι’ αυτήν. Ο Κώστας έφυγε σιωπηλός.
Την άλλη μέρα ξανά πήγε στο κελί του Ιάσωνα, παρόλο που ήταν ένα αναρχοκομμούνι, η φιγούρα του φαινόταν ευγενική και το πρόσωπο του πράο.
Δεν άντεξε, τον ρώτησε με ευθύτητα. «Μα γιατί τα κάνετε όλα αυτά; Γιατί οι πέτρες, οι μολότοφ, το κυνηγητό με την αστυνομία, οι αφίσες, οι προκηρύξεις, οι επιθέσεις, οι… βόμβες. Δεν καταλαβαίνεις ότι όλα αυτά είναι μάταια;»
Ο Ιάσωνας με ηρεμία του αποκρίθηκε: «Γιατί όποιος δεν οπλίζεται πεθαίνει».
Την επόμενη μέρα ο Κώστας ξαναπήγε στο κελί του… και την επόμενη και την επόμενη κι οι μέρες περνούσαν, κι αυτοί οι δύο μιλούσαν κάθε απόγευμα ώρες ατελείωτες. Υπήρχαν στιγμές που ξεχνούσαν ποιον είχαν απέναντι τους, ότι ο καθένας τους αντιπροσώπευε μια διαφορετική κοσμοαντίληψη. Τους το υπενθύμιζε όμως το κουδούνι της φυλακής, όταν σφύριζε για την νυχτερινή κατάκλιση. Τους υπενθύμιζε ποια είναι η θέση τους, ο ρόλος τους.
~~
Ένα απόγευμα ο Κώστας φαινόταν μελαγχολικός, σαν να τον απασχολούσε κάτι… ήταν σκεπτικός και λιγομίλητος.
Αυτή τη φορά ο Ιάσωνας τον ρώτησε: «Γιατί ανθρωποφύλακας; Πώς αντέχεις να ’σαι συνένοχος στο έγκλημα που στήνεται στις πλάτες των αδύναμων, των κατατρεγμένων, των φτωχοδιάβολων;»
«Το 1987 οδηγός του υπουργού Δικαιοσύνης, του Παπαϊωάννου, ήταν ο πατέρας μου. Όταν εξερράγη ο εκρηκτικός μηχανισμός που ’χε τοποθετηθεί μέσα στην λιμουζίνα, απ’ την οργάνωση Επαναστατική Οργή, ο πατέρας μου έγινε χίλια κομματάκια. Ο Παπαϊωάννου γλίτωσε, δεν είχε προλάβει να μπει στη λιμουζίνα. Ακόμα θυμάμαι πώς σφάδαζε η μάνα μου στην κηδεία του. Οι επαναστάτες στο δικαστήριο μιλήσανε για παράπλευρες απώλειες. Κλικ – μπαμ και με δυνατή φωνή ξέσπασε “όποιος δεν οπλίζεται πεθαίνει”».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Αστάρτη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Για τη Χελίν Μπολέκ μπορείτε να διαβάσετε εδώ Το τελευταίο τραγούδι της Χελίν Μπολέκ – Εφημερίδα ΠΡΙΝ (prin.gr)