Ο τόπος γεμάτος σκουπίδια

0
212

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι istockphoto-1191025718-640x640-1-1024x576.jpg

του Αχιλλέα Τζορμακλιώτη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Εκείνο το πρωί ξύπνησα προτού χτυπήσει το ξυπνητήρι. Σηκώθηκα βαρύς, ανόρεχτος. Άνοιξα μια χαραμάδα την κουρτίνα˙ ο ουρανός ήταν ακόμα γεμάτος αστέρια, χοντρά, πρησμένα από την τόση νύχτα. Το φεγγάρι βγήκε για λίγο, κ’ έπειτα χάθηκε˙ έμοιαζε θλιβερό, άτονο, κανείς δεν θα το κοίταζε τούτη την ώρα και κανείς δεν θα του ’δινε σημασία. Έπρεπε να είμαι στην αποθήκη στις εφτά,  όμως ήταν ακόμη πέντε. Έφτιαξα καφέ, έβαλα μια ζακέτα και βγήκα στο μπαλκόνι να καπνίσω.

Οι απέναντι δύο πολυκατοικίες ήταν γκρίζες και μαύρες, σαν ύαινες που κοιμούνται στο σκοτάδι. Δεν υπήρχε κάποιο φως αναμμένο κι ο χώρος στο ενδιάμεσο με το σπίτι μου είχε γεμίσει σκουπίδια και μικρά ξεραμένα θαμνάκια. Μόνο όταν το τσιγάρο τελείωνε, πρόσεξα μια γάτα να φτάνει στα κρυφά και να περπατάει κλονιζόμενη. Ανοιγόκλεινε το στόμα προσπαθώντας να νιαουρίσει, μα δεν ακουγόταν τίποτα. Περπάτησε λίγο ακόμα, κ’ ύστερα κάθισε απάνω σε μια συσκευασία μόλτο. Ξέρασε μια τούφα κίτρινη, πηχτή και τίναξε το κεφάλι ευτυχισμένη.

Λίγες στιγμές μετά, φάνηκε να φτάνει ξοπίσω της ένας νεαρός παραπατώντας. Ήταν εμφανώς πιωμένος. Αποφάσισα ν’ ανάψω και δεύτερο τσιγάρο – ήταν, άλλωστε, ακόμα νωρίς. Ο νεαρός, μην βλέποντας πού πατάει και πού βρίσκεται, πάτησε απάνω στην τούφα κ’ η σόλα του μαύρου παπουτσιού του φωτίστηκε μ’ αυτό κίτρινο μίγμα. Λυγίζοντας το πόδι και φέρνοντας το παπούτσι κοντά στη μύτη του, πισωπάτησε βρίζοντας. Είδε το γατί παραδίπλα και βάλθηκε να το κυνηγάει προσπαθώντας να το κλωτσήσει. Το προσπάθησε για ώρα, χωρίς αποτέλεσμα. Καταβεβλημένος από την προσπάθεια, κάθισε καταγής κλαίγοντας.

Ρουφούσα τη γόπα δυνατά κι η στάχτη καιγόταν μανιασμένα. Πίσω από τον καπνό, έβλεπα το παραμορφωμένο από το κλάμα πρόσωπό του. Η γάτα, πιο ξεκούραστη κι εμφανώς ανανεωμένη μετά το ξερνοβόλημα, είχε κουλουριαστεί παραδίπλα. Τους κοίταγα και μου θύμιζαν εμένα με την πρώην μου. Τη θυμάμαι πάντα να κλαίει σε μια γωνιά κ’ εγώ, εκεί στα κοντά της, να στέκω αδιάφορος. Ποτέ δεν θυμάμαι να τη λυπήθηκα. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν να βλέπω τη σχέση μου να πεθαίνει. Έτσι και τώρα, το χαίρεται, σκέφτηκα κοιτώντας τη γάτα. Και την ίδια στιγμή, πρόσεξα το κλάμα του νέου να πνίγεται και να γίνεται σιωπή: κοιμήθηκε προτού το τσιγάρο μου σβήσει.

Μπήκα μέσα αφήνοντας τον ουρανό πίσω μου να ξεβάφει και να γίνεται μωβ. Οι αστραπιαίες σκέψεις της πρώην κάπως μούλιασαν το μυαλό μου και το κεφάλι μου βάρυνε. Πήρα ένα χάπι και κοίταξα ξανά την ώρα. Είχα αρκετό χρόνο, ωστόσο αποφάσισα να ετοιμαστώ. Φόρεσα ένα λερωμένο παντελόνι και μια μπλούζα νωπή ακόμα από τον χθεσινό ιδρώτα. Δεν ήμουν σίγουρος ότι χρειαζόταν να βάλω μπουφάν, όμως το έκανα και βγήκα ευθύς από το σπίτι.

Φτάνοντας κάτω, είδα τη γάτα να έχει πλησιάσει τον νεαρό και να ακουμπάει το κεφάλι της στη γάμπα του. Εκείνος κοιμόταν, πλέον, βαθιά. Τα σκουπίδια ολόγυρα τους φάνταζαν πολύχρωμα κ’ έτσι π’ ακόμα η μέρα πάσχιζε να ξημερώσει κι ο τόπος είχε γεμίσει μ’ υγρασία, εκείνα γυάλιζαν και φώτιζαν τα πρόσωπά τους σαν μικροί εξασθενημένοι φακοί. Πλησίασα˙ παρατήρησα τη γάτα να μ’ αντιλαμβάνεται δίχως να με φοβάται˙ άπλωσα το χέρι μου διστακτικά, αργόσυρτα, την άγγιξα με τ’ ακροδάχτυλα, έπειτα τα ’χωσα στο χνούδι της. Εκείνη γουργούριζε με τέτοιο τρόπο που με τράνταζε. Τη σήκωσα ανάλαφρα με το ’να μου χέρι κ’ ύστερα με τ’ άλλο σκούντησα και ξύπνησα τον νεαρό. Έκανε έναν κροταλιστό ρόγχο, σαν έτοιμος να πεθάνει. Με κοίταξε απορημένος, ανήμπορος όμως να μιλήσει. Σήκωσα κ’ εκείνον με δυσκολία, ψιθυρίζοντάς του πολλές φορές έλα.

Καθώς ανεβαίναμε τα σκαλοπάτια, η ταγκή μυρωδιά π’ έσκαγε από το παπούτσι του μου προκαλούσε ναυτία. Τα κατάφερνε κ’ έκανε μικρά βηματάκια. Η γάτα, από την άλλη, είχε γουρλώσει πια τα μάτια της και τα πόδια της κρεμόντουσαν από τον αγκώνα μου. Άνοιξα την πόρτα, πέταξα τη γάτα μέσα, έβγαλα τα παπούτσια του νεαρού. Κ’ ύστερα τον απόθεσα στη γωνία του καναπέ, με κείνον ν’ ανοίγει τα χέρια και να βαριανασαίνει σαν εσταυρωμένος. Η γάτα, χωρίς να τη φωνάξει κανείς, ανέβηκε δίπλα του και κουλουριάστηκε ξανά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Δεν ήμουν σίγουρος, όμως τους άφησα εκεί.

Πήρα να κατέβω τα σκαλιά, με το μυαλό μου, πηγμένο πια αθέλητα από τις σκέψεις της πρώην, να γίνεται βαρίδιο και να με πιέζει σαν σαμπρέλα π’ έχει φτάσει στα όριά της. Περπατούσα γρήγορα κι αναλογιζόμουν αν η ζωή που ζω ήταν εκείνη π’ έγραφα στις παιδικές εκθέσεις μου. Άναψα ένα ακόμα τσιγάρο και το ρουφούσα γρήγορα, με ρυθμό ανάλογο του βηματισμού μου. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Ήξερα μόνο πως σε λίγη ώρα θα είχα τον παλετοφόρο στα χέρια και θα κουβαλούσα κονσέρβες.

Και κείνη ακριβώς τη στιγμή, τη στιγμή που το τσιγάρο τελείωνε κ’ έκαιγε τα δάχτυλα και πίσω στον καναπέ του σπιτιού μου μια γάτα κοιμόταν δίπλα σ’ έναν κουρελιασμένο νέο, κατάλαβα πως βρισκόμουν στο απόλυτο σκοτάδι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε το παρελθόν. Το παρελθόν είχε ξεφύγει έτσι, σαν άμμος μέσ’ από τα δάχτυλα. Και δεν ήξερα καν αν έπρεπε να κοιτάξω μπροστά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Αχιλλέας Τζορμακλιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής