του Σοφοκλή Πανταζή
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η μουσική ήταν όλη του η ζωή. Από έφηβος, που περίτεχνα χάιδευε τις χορδές της κιθάρας του και φλόγιζε τις καρδιές με τη βραχνή φωνή του, ονειρευόταν πως τα τραγούδια του θα κατακτούσαν μια μέρα τον κόσμο.
Ένα βράδυ τον πλησίασε η μητέρα του, χάιδεψε τα πυκνά, μαύρα μαλλιά του, ατένισε στοργικά τη γλυκιά θλίψη που εξέπεμπαν τα μαύρα μάτια του, και γλυκόπικρα τον συμβούλεψε: «Τζιοβάνι, αγόρι μου όμορφο, οφείλεις να φύγεις από τη Γουατεμάλα αν θες να συναντήσεις τ’ όνειρά σου – δεν υπάρχει μέλλον εδώ για σένα, για κανέναν μας δεν υπάρχει!»
Μια μέρα πριν το παράνομο ταξίδι για το Λος Άντζελες, ο εικοσάχρονος Τζιοβάνι χτύπησε τατουάζ στο δεξί του μπράτσο τον Kinich Ahau, προστάτη Θεό της μουσικής και της ποίησης των Μάγια. Το άλλο πρωί χαιρέτησε τον πατέρα του, πνίγηκε στην αγκαλιά της μητέρας και τράβηξε προς τ’ όνειρό του…
~~
Όταν η Μάρθα γνώρισε τον Τζέρεμι, ήταν είκοσι χρονών και δούλευε καμαριέρα σε πολυτελές ξενοδοχείο. Μπήκε σ’ ένα δωμάτιο να συγυρίσει και τον βρήκε σκυμμένο στον νιπτήρα τού μπάνιου να ωρύεται βρίζοντας. Θαμπωμένος απ’ την ομορφάδα της και το καλλίγραμμο κορμί της, τραύλισε ένα αδέξιο συγνώμη για τις βρισιές του, κι έκθαμβος της γνωστοποίησε πως ήταν η πιο γοητευτική μαύρη που είχε συναντήσει στη ζωή του.
Η Μάρθα δεν καλοδέχτηκε τα γλυκόλογα ενός υδραυλικού με στόμα οχετού, αλλά τα λαμπερά μάτια που βαθιά την κοίταξαν, η ευθυτενής, γεμάτη μυς κορμοστασιά του, ο ειλικρινής τόνος της μπάσας φωνής του, η οικεία αύρα του, δεν έφευγαν από το νου της σαν τη σκόνη από τα κλινοσκεπάσματα που τίναζε στο μπαλκόνι. Μόλις βγήκε απ’ το μπάνιο, την ικέτευσε για ένα ραντεβού… Όταν αυτός έφυγε, απορούσε με τον εαυτό της που δέχτηκε.
Το ένα ραντεβού διαδεχόταν το άλλο με αξιοσημείωτη συνέπεια, ώσπου οκτώ μήνες μετά τα μπινελίκια του λουτροκαμπινέ, ήρθε η μελιστάλαχτη πρόταση γάμου του τριαντάχρονου Τζέρεμι – η Μάρθα απόρησε γιατί άργησε να της το προτείνει.
Σε μια εποχή που η μαύρη κοινότητα βρισκόταν κάτω από το ζυγό της λευκής φυλής και ηρωικά προσπαθούσε να διεκδικήσει τα αυτονόητα, η Μάρθα με το Τζέρεμι ξεκίνησαν στο Λος Άντζελες την οικογένεια που ονειρεύονταν: το γεμάτο αγάπη σπιτικό τους ήταν λαμπερό και υποσχόμενο…
~~
Η Σάρον από μικρή ήταν συνεπαρμένη από το μαγικό κόσμο του Χόλιγουντ· ή ξεφύλλιζε περιοδικά με κινηματογραφικούς σταρ, ή τους θαύμαζε στις οθόνες των σινεμά και ονειρευόταν τον εαυτό της στο πανί. Είτε στο σχολείο, είτε σε ερασιτεχνικούς θιάσους, καλλιεργούσε συχνά την υποκριτική τέχνη και λάμβανε κολακευτικά σχόλια για το πηγαίο ταλέντο της.
Μεγαλωμένη από έναν αυταρχικό πατέρα στο συντηρητικό και βαθιά θρησκευόμενο Τέξας, με τη μητέρα εξαφανισμένη εδώ και χρόνια, με μια μητριά αδιάφορη, δεν αποτολμούσε να εκδηλώσει στον εναπομείναντα γονέα την παραμικρή διάθεση για το μέλλον που οραματιζόταν. Ευτυχώς που στη ζωή της υπήρχε ο δίδυμος αδελφός της, ο Τζον, και κάλυπτε το συναισθηματικό της κόσμο που δε γέμιζαν ούτε επιφανειακές φιλίες ούτε περιστασιακά φλερτ.
Ο Τζον, που δεν της έμοιαζε σε τίποτα, ήταν ανέκαθεν πλάσμα ατίθασο, απείθαρχο, προκλητικό, λάτρης ναρκωτικών ουσιών, τόσο στη κατανάλωση όσο και στη διακίνησή τους. Τσακωμένος με τον πατέρα εδώ και καιρό, ζούσε μόνος του και δούλευε ως μπάρμαν.
Η Μαίρη, όπως κι ο Τζον, δεν επένδυσε σε σπουδές για το μέλλον, κι εργαζόταν τρία χρόνια στο πολυκατάστημα του πατέρα της παίζοντας ανεπιτυχώς το ρόλο της πωλήτριας. Έπληττε τόσο θανάσιμα ώστε όταν ο Τζον πρότεινε να την κοπανήσουν για Λος Άντζελες – καθώς ήταν στο στόχαστρο της αστυνομίας – , δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά.
Μάζεψε τα ρούχα της κάτω απ’ τη μύτη της μητριάς, πήρε μια βαρβάτη αποζημίωση για τον κόντρα ρόλο της πωλήτριας πίσω απ’ την πλάτη του μπαμπά, και μπήκε στο αμάξι του Τζον. Με τις αγοροπωλησίες του Τζον και την αφαίμαξη του πατέρα, είχαν τα εφόδια ώστε η Σάρον να κυνηγήσει τ’ όνειρό της και ο Τζον να ανακαλύψει το δικό του…
~~
Έξι χρόνια μετά τη φυγή του από τη Γουατεμάλα, ο Τζιοβάνι περπατούσε μαζί με τη γυναίκα του προς τη στάση του λεωφορείου. Είχαν ραντεβού με τον ιδιοκτήτη μιας μουσικής σκηνής, συνάντηση που ο αδελφός της γυναίκας του είχε κανονίσει, ώστε να βρει δουλειά για τον κουνιάδο του. Βρήκαν τον αδελφό της να τους περιμένει στη στάση, με το τσιγάρο στο χέρι και τα μάτια του –όπως συνήθως– να γυαλίζουν παράξενα…
Ήταν 29 Αυγούστου του 1963, μια μέρα μετά την μνημειώδη ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην Ουάσιγκτον, όταν ο Τζέρεμι με τη Μάρθα πηγαίναν να φάνε στον αδελφό του για να γιορτάσουν τη χθεσινή μέρα. Αν και μόλις είχε γυρίσει από δωδεκάωρη βάρδια, η Μάρθα δεν ήθελε να χαλάσει τη καλή διάθεση του άντρα της και του έκανε το χατήρι…
Η Σάρον συνειδητοποίησε σύντομα πως ήταν μία ακόμα ξανθιά μορφονιά ανάμεσα σε χιλιάδες ταλαντούχες που πηγαινοέρχονταν από οντισιόν σε οντισιόν – πότε της δεν σταύρωσε κάποιο ρόλο. Γι’ αυτό δούλευε σερβιτόρα – όπως πολλοί «συνάδελφοι» της – για τα προς το ζην. Αλλά η ζωή της άλλαξε ριζικά μια βραδιά σε ένα καλλιτεχνικό στέκι, όταν ένας όμορφος Λατίνος με την κιθάρα και τη βραχνή φωνή του την αναστάτωσε σύγκορμα – τον παντρεύτηκε τρεις μήνες αργότερα.
Για τον Τζον, τίποτα δεν είχε αλλάξει τέσσερα χρόνια τώρα…
~~
Οι μοναδικές κενές θέσεις του λεωφορείου ήταν στη γαλαρία. Ο Τζον καθόταν στο παράθυρο, χαζεύοντας έξω μαγεμένος σαν να έβλεπε ξωτικά και νεράιδες, δίπλα του το ζευγάρι. Η Σάρον φίλησε παθιασμένα τον Τζιοβάνι: «Να δεις που όλα θα πάνε καλά, αγάπη μου – θα την πάρεις τη δουλειά».
«Χριστιανέ μου, γιατί πας γυρεύοντας;» Η Μάρθα ήταν έξαλλη.
«Μετά τη χθεσινή ομιλία τα πάντα άλλαξαν, Μάρθα. Διεκδικώ τα δικαιώματά μου», εξήγησε ο Τζέρεμι.
«Δεν αλλάζει ο κόσμος σε μια μέρα –υπομονή χρειάζεται!» είπε σε μια προσπάθεια να τον νουθετήσει. «Τριάντα λεπτά περπάτημα είναι μόνο ως τον αδελφό σου. Ας μη δίνουμε στόχο!»
«Αρκετή υπομονή έκανα – θα πάμε με το λεωφορείο!»
Η Μάρθα, γνωρίζοντας το αγύριστο κεφάλι του Τζέρεμι, δεν είπε κάτι άλλο, μόνο προσευχήθηκε – αν κι ο Θεός της ήταν λευκός.
Έκπληκτα βλέμματα με συνοδεία θυμωμένων μουρμουρητών τους συνόδευσαν ώσπου να φτάσουν στις μοναδικές διαθέσιμες θέσεις στο βάθος του λεωφορείου. Η Μάρθα σκεφτόταν ότι το αιχμηρό βλέμμα του Τζέρεμι λειτούργησε σαν κυματοθραύστης στα αδυσώπητα βλέμματα μίσους των λευκών επιβατών και δεν υπήρξε κάποιο φραστικό επεισόδιο ή κάτι χειρότερο. Ευγενικά ένας Λατίνος τους έκανε χώρο ώστε να καθίσουν άνετα.
Τα ξωτικά κι οι νεράιδες έγιναν μαύροι δαίμονες και αναιδείς καλικάντζαροι, όταν ο Τζον αντιλήφθηκε ότι δυο μαύροι τόλμησαν να μοιραστούν το ίδιο όχημα με λευκούς.
«Αχρωματοψία έχεις, γέρο; Αυτό δεν είναι λεωφορείο για σας!»
Η Σάρον προσπάθησε να καλμάρει το Τζον. Ο Τζιοβάνι ένιωσε ντροπή για τον κουνιάδο του. Η Μάρθα κρατούσε σφιχτά το χέρι τού άντρα της.
Ο Τζέρεμι πετάχτηκε όρθιος και, όπως όταν γυμναζόταν στα ρινγκ, πήρε θέση μάχης με πύρινο βλέμμα –έτοιμος να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του, τα πιστεύω του, την κοινή λογική, τη φυλή του.
«Έλα να με διώξεις αν σου βαστάει!»
Ο Τζον, αντανακλαστικά, σηκώθηκε όρθιος. Η Σάρον, έσκουξε στον αδελφό της: «Κάτσε κάτω, ηλίθιε!» Η Μάρθα με λυγμούς εκλιπαρούσε τον Τζέρεμι να καθίσει. Οι επιβάτες απολάμβαναν το θέαμα με αιμοσταγή προσμονή.
Ο Τζιοβάνι σηκώθηκε και με αστραπιαία κίνηση έσπρωξε τον Τζον, στέλνοντάς τον με δύναμη να χτυπήσει στο παράθυρο. Το βλέμμα του Τζιοβάνι έκανε τον Τζον να λουφάξει στη γωνιά.
«Ζητώ συγνώμη εκ μέρους του», είπε ο Λατίνος στον μαύρο, «Ας το αφήσουμε πίσω μας, όλο αυτό», συνέχισε με τη μαγική χροιά της φωνής του, κάνοντας το σκληρό, μαύρο πρόσωπο να χαλαρώσει.
Ο Τζέρεμι, αμφιταλαντευόμενος, κάθισε στη θέση του. Ο Τζιοβάνι κοίταξε άγρια όσους επιβάτες θεωρούσε ικανούς να συνεχίσουν τον καυγά – “οι Λατίνοι είναι άγριοι και επικίνδυνοι, άσε που κουβαλάνε όπλα”, σκέφτηκαν οι περισσότεροι – ή κάτι τέτοιο.
Μόνο ο θόρυβος της πόλης ακουγόταν πλέον μες το λεωφορείο.
~~
Ο Τζιοβάνι κάθεται στο κάθισμα. Σκέφτεται τα πρόσφατα νέα: για τον πατέρα του που δολοφονήθηκε και τη μητέρα του που αγνοείται, όπως και χιλιάδες άλλοι απόγονοι των Μάγια στη Γουατεμάλα, από τους στρατιωτικούς που μαίνονται εδώ και χρόνια στην εξουσία. Σκέφτεται θλιμμένα τις πολλές κλειστές πόρτες των δισκογραφικών εταιριών επειδή ήταν Λατίνος. Τ’ όνειρο του μοιάζει ν’ απομακρύνεται μέσα σ’ ένα κόσμο άδικο, σκληρό κι αδιάφορο, γεμάτο μίσος και υποκρισία. Ευτυχώς, υπάρχει η Σάρον, που κάνει τη ζωή του χαρούμενη, ανάλαφρη, γαλήνια!
Αμήχανα χαϊδεύει τον Θεό στο μπράτσο του και σκέφτεται πως τίποτε δεν έχει τελειώσει: αυτός ο μαύρος δίπλα του, που μπήκε δίχως φόβο σε λεωφορείο γεμάτο εχθρούς, του δίνει έμπνευση, κουράγιο, ανακτά το σθένος να κυνηγήσει τ’ όνειρό του – ναι, τίποτα δεν τελείωσε ακόμα! Έχει όλο το χρόνο μπροστά του να γράψει νέα τραγούδια αγάπης, ενότητας, αδελφοσύνης, ό,τι στίχος και μελωδία χρειαστεί ώστε να κάνει τον κόσμο λίγο καλύτερο…
Η Μάρθα προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ – θα μπορούσαν να τους λιντσάρουν! Σκούπίζει τα δάκρυά της και το δεξί της χέρι ασυναίσθητα έχει μείνει πάνω στο πρόσωπό της για την επόμενη διαρροή. Σκέφτεται τη στιγμή που χάθηκε η οικογενειακή ευτυχία που ονειρεύτηκαν – την οδυνηρή διάγνωση του γιατρού μετά την αποβολή της στον τέταρτο μήνα: «Δε θα μπορέσεις ΠΟΤΕ να κάνεις παιδιά!» Τότε άκουσε τον Τζέρεμι να βρίζει για δεύτερη φορά – ύστερα ακολούθησαν κι άλλες, τίποτα δεν ήταν το ίδιο ξανά: τα όνειρα τους βούλιαξαν μέσα σε μια κλινική.
Σκέφτεται πως κοντεύει είκοσι χρόνια παντρεμένη, είναι σχεδόν σαράντα χρονών και αισθάνεται σαν γριά… Εδώ και καιρό ψάχνει απεγνωσμένα για καινούρια όνειρα, ώστε να ελπίζει σε κάτι πέρα από μια απλή επιβίωση, μια ψευδαίσθηση για να συντηρεί το μυαλό και την καρδιά της σε εγρήγορση – μα δε βρίσκει τίποτα. Πώς έφυγε έτσι από πάνω μου η ζωή; Πώς άδειασαν οι μέρες από αγάπη; Πού χάθηκε ο άντρας που λάτρευα; αναρωτιέται…
Ο Τζον έχει κρύψει το κεφάλι του πίσω από την πλάτη τής Σάρον. Δεν μπορεί να βλέπει ότι κάθεται δίπλα σε μαύρους, ούτε τον Τζιοβάνι με την απροσδόκητη στάση του – αν τους έβλεπε ο πατέρας δίπλα στους βρομιάρηδες θα τους αποκλήρωνε.
Πονάει το κεφάλι του από το χτύπημα στο τζάμι, τα χάπια που έχει πάρει τού ανακατεύουν το στομάχι – αυτός ο εριστικός νέγρος, ακόμα περισσότερο. Σκέφτεται να μη τους πάει στο ραντεβού, αλλά μετά η Μαίρη δε θα του ξαναμιλήσει ποτέ. Πώς μπόρεσε να παντρευτεί Λατίνο;
Η Σάρον κρατά το μπράτσο του Τζιοβάνι και φουσκώνει από περηφάνια για τον τρόπο που χειρίστηκε τον καυγά. Για άλλη μια φορά θυμώνει με τα καμώματα του αδελφού της – νιώθει αηδία μόνο που την αγγίζει. Κι αυτή γαλουχήθηκε με τις ίδιες ρατσιστικές ιδέες, αλλά μετά άρχισε να σκέφτεται, να ανακαλύπτει μια άλλη οπτική του κόσμου φιλτραρισμένη από τον έρωτα της για τον Τζιοβάνι. Μόνο η μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο, να εξαλείψει τις διαφορές και να φουντώσει τις ομοιότητες, κι αν δεν μπορούμε να το καταφέρουμε παγκοσμίως, ας το κάνουμε τουλάχιστον με τους ανθρώπους που συναναστρεφόμαστε – από κάπου πρέπει ν’ αρχίσει κανείς!
Σκέφτεται ότι δεν είναι πια το ονειροπαρμένο κοριτσόπουλο που ήθελε να γίνει σταρ – πλάι στον Τζιοβάνι ωρίμασε γρήγορα. Τα όνειρά της επικεντρώνονται στο να στηρίξει το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του άντρα της, να βοηθήσει τον Τζον να ξεκόψει από τις κακές του συνήθειες, να κάνει παιδιά. Σκέφτεται πως η δουλειά τής σερβιτόρας της δίδαξε την προσφορά στο συνάνθρωπο – δε θα μπορούσε να φανταστεί καλύτερο ρόλο απ’ αυτόν!..
Ο Τζέρεμι μισεί τον Λατίνο που σταμάτησε τον καυγά και συγχρόνως τον ευγνωμονεί: από τη μία λαχταρούσε να εκτονώσει τη συσσωρευμένη οργή του, από την άλλη υπήρχε ο χείμαρρος δακρύων της Μάρθας, που σίγουρα φοβήθηκε πολύ. Μισεί τον εαυτό του που έχασε τον έλεγχο και τους έβαλε σε αναίτιο κίνδυνο, μισεί τον αυθάδη νεαρό που δεν σεβάστηκε ούτε την ηλικία του, μισεί τους λευκούς που τον καταπιέζουν από παιδί, μισεί την παράλογη νοοτροπία που κάνει τους ανθρώπους να μάχονται μεταξύ τους ενώ θα μπορούσαν να ζουν μονοιασμένοι – μισεί τον κόσμο ολάκερο.
Κι εκεί, μέσα σε ένα λεωφορείο γεμάτο λευκούς που τον κοιτάν εχθρικά, συνειδητοποιεί πως έχει πέσει στη παγίδα του μίσους – έχει γίνει ίδιος μ’ αυτούς! Αντιλαμβάνεται ότι εδώ και χρόνια έσβησε η φλόγα της αγάπης στην καρδιά του – ίσως σε κείνη την κλινική που χάθηκε τ’ όνειρο να γίνει γονιός. Αλλά και πάλι, πώς θα μπορούσε να εξηγήσει στο παιδί του αυτό το παράλογο μίσος λόγω της διαφοράς στο χρώμα του δέρματος; Ίσως είναι καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα: δεν είναι εποχές για μαύρα παιδιά – που σημαίνει πως δεν είναι ούτε και για λευκά.
ΤΕΛΟΣ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Σοφοκλής Πανταζής, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Δραματοποίησε τη φωτογραφία του Bruce Davidson, Back of the bus